Ο πρώτος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών ανήκει στην ιστορία. Λίγο πριν από τον δεύτερο, θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε και να εμπεδώσουμε ορισμένα δεδομένα, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τι συνέβη την προηγούμενη Κυριακή και τι λογικά θα συμβεί την επόμενη, βασιζόμενοι σε ορισμένες λεπτομέρειες, οι οποίες πολλές φορές κάνουν τη διαφορά την ημέρα των εκλογών.
Το πρώτο θέμα που θα εξετάσουμε είναι η αποτυχία του Γιάννη Δημαρά να περάσει στο δεύτερο γύρο, παρά τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, οι οποίες του έδιναν σαφές προβάδισμα έναντι των ανθυποψηφίων του. Η αιτία είναι πολύ απλή για όποιον έχει ζήσει έστω και μια φορά τη διαδικασία των εκλογών εκ των έσω: Ο Γιάννης Δημαράς είχε δημιουργήσει όντως μια αξιόμαχη υποψηφιότητα, βασιζόμενη σε ετερόκλητες προσωπικότητες, οι οποίες μπορούσαν να αλιεύσουν ψήφους από σχεδόν όλες τις μεγάλες δεξαμενές ψηφοφόρων. Παρά ταύτα, τα πρόσωπα του ψηφοδελτίου του, καίτοι αναγνωρίσιμα, δεν είχαν καμία κινητοποιητική επιρροή στο κοινό που απευθύνονταν. Ήταν, με λίγα λόγια, συμπαθείς, αλλά χωρίς ουσιαστική επαφή με το ακροατήριό τους. Οι δημοσκοπήσεις, λοιπόν, δεν έλεγαν ψέματα (πέρα από ελάχιστες, οι οποίες πλέον είναι γνωστές για την αναξιοπιστία τους), ο Γιάννης Δημαράς ήταν ιδιαίτερα ελκυστική υποψηφιότητα στους ερωτηθέντες, κανείς, όμως, δεν υπολόγισε ότι άλλο πράγμα η πρόθεση ψήφου και άλλο η πράξη της. Ο Γιάννης Δημαράς εξασφάλισε ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό για ανεξάρτητος υποψήφιος, δεν του ήταν αρκετό, όμως, όταν χρειάστηκε να αναμετρηθεί με τους κινητοποιητικούς μηχανισμούς της Νέας Δημοκρατίας και του Πα.Σο.Κ.
Ένα άλλο ζήτημα που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι τα υψηλά ποσοστά του Κ.Κ.Ε.. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο απ’ ό,τι στην περίπτωση Δημαρά: Το Κ.Κ.Ε. έχει έναν άρτια οργανωμένο κομματικό μηχανισμό, ο οποίος, σε συνδυασμό με την υψηλή αποχή, οδήγησε σε ελάχιστες απώλειες του Περισσού, λόγω ακριβώς του ότι μπορούσε να ωθήσει τους υποστηρικτές του μαζικά προς την κάλπη. Επιπλέον στοιχείο που ευνόησε τους συνδυασμούς της Λαϊκής Συσπείρωσης είναι η αγανάκτηση πολλών συμπολιτών μας για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Το αν όσοι ψήφισαν γι’ αυτό το λόγο υποψηφίους του Κ.Κ.Ε. έπραξαν σωστά και το αν οι λύσεις που υποστηρίχθηκαν είναι εφαρμόσιμες και βιώσιμες είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη συζήτηση, παρά ταύτα είναι αναντίρρητο ότι το Κ.Κ.Ε. καρπώθηκε την ιδεολογική του συνέπεια, όποια κι αν είναι αυτή.
Σχετικά με τον χαρακτήρα αυτών των εκλογών, δυστυχώς δεν ήταν ιδιαίτερα «αυτοδιοικητικός». Οι συζητήσεις εξαντλήθηκαν κατά κύριο λόγο σε θέματα κεντρικής πολιτικής σκηνής, με πρώτο και καλύτερο το Μνημόνιο. Ελάχιστα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ασχολήθηκαν με το προφίλ των υποψηφίων, τις ικανότητές τους και το κατά πόσο είναι κατάλληλοι για τη θέση που διεκδικούν. Σε αυτό βοήθησε και το σύνολο των κομμάτων, τα οποία αντιμετώπισαν τις εκλογές με όρους καθαρά κομματικούς. Παρά ταύτα, τα ποσοστά πολλών συνδυασμών χωρίς «χρίσμα» ανά την Ελλάδα δείχνουν ότι οι πολίτες έχουν αρχίσει να διαπιστώνουν ότι ειδικά στην Αυτοδιοίκηση περισσότερο από τον «κομματικότερο», σημασία έχει ο καταλληλότερος. Όποιος από τα κόμματα και τα Μ.Μ.Ε. κατανοήσει αυτό το μήνυμα, μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει.
Όσον αφορά στις προβλέψεις για τους μεγάλους δήμους και τις περιφέρειες, ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα: Ο δήμος Θεσσαλονίκης λογικά θα καταλήξει εύκολα στον Κ. Γκιουλέκα, όχι τόσο λόγω της διαφοράς του από τον Γ. Μπουτάρη στον πρώτο γύρο, όσο λόγω των «εφεδρειών» της «δεξιάς πολυκατοικίας» στη Συμπρωτεύουσα. Ομοίως και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, όπου ο Π. Ψωμιάδης έχει σαφέστατο προβάδισμα, όπως και ο Γ. Δακής στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Αντίστοιχα, ο Απ. Κατσιφάρας δεν αναμένεται να έχει προβλήματα στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. Στην ψήφο φαίνεται ότι θα κριθούν οι Περιφέρειες Βορείου Αιγαίου, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και Πελοποννήσου, ενώ προβάδισμα έχουν οι Αλ. Καχριμάνης στην Ήπειρο, ο Κ. Αγοραστός στη Θεσσαλία και ο Κλ. Περγαντάς στη Στερεά Ελλάδα, χωρίς, όμως, να έχουν εξασφαλίσει την εκλογή τους. Τέλος, στο Ιόνιο σχεδόν όλα θα εξαρτηθούν από τη στάση του Γ. Καλούδη, ενώ στο Δήμο Πειραιά η στήριξη του Π. Μαντούβαλου προς τον Β. Μιχαλολιάκο ενδέχεται να ανατρέψει το προβάδισμα του Γ. Μίχα. Γενικά, πάντως, με δεδομένη την απουσία του κυρίου όγκου των ψηφοφόρων του Κ.Κ.Ε. από τον δεύτερο γύρο, όταν η απόσταση του ποσοστού του νικητή του πρώτου γύρου από το 50% είναι μικρότερη ή ίση του μισού ποσοστού του Κ.Κ.Ε., τότε η ανατροπή είναι σπανιότατη, όπως μας έχει διαδάξει η πλούσια εκλογική ιστορία αυτού του τόπου.
Το μεγάλο αίνιγμα, πάντως, βρίσκεται στην Αθήνα και την Αττική: Η διαφορά του Ν. Κακλαμάνη από τον Γ. Καμίνη και του Γ. Σγουρού από τον Β. Κικίλια είναι δυνατόν (όχι εύκολο, βέβαια) να καλυφθεί. Επιπλέον, ο απερχόμενος Δήμαρχος Αθηναίων δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερα ερείσματα στους ψηφοφόρους των εκτός μάχης υποψηφίων (π.χ. η λογική δείχνει ότι ο Γ. Αμυράς θα συμπλεύσει με τον Γ. Καμίνη), ενώ ο Νομάρχης Αττικής ενδεχομένως να πληγεί σοβαρά από την αλλαγή στρατηγικής του κόμματός του, μετά τη «λήξη συναγερμού» σχετικά με την απειλή του Πρωθυπουργού για πρόωρες εκλογές (περισσότερα σχόλια επί αυτού του θέματος σε επόμενο άρθρο). Παρά ταύτα, αξίζει να προσεχθεί μια λεπτομέρεια που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική: Τόσο ο Ν. Κακλαμάνης, όσο και ο Γ. Σγουρός, δεν έχουν μεγάλη διασπορά στα ποσοστά των επιμέρους διαμερισμάτων (ο πρώτος κυμαίνεται από 34,15% έως 36,01%, ενώ ο δεύτερος από 22,34% έως 24,71%), κάτι που δείχνει μια ομοιόμορφη αποδοχή από τους πολίτες όλων των κοινωνικών στρωμάτων, γεγονός το οποίο πολλές φορές δίνει τη νίκη σε οριακές διαφορές.
Πολλά περισσότερα σχετικά με την αποχή, τον τρόπο συμμετοχής και τους νικητές αυτών των εκλογών θα γραφτούν μετά το δεύτερο γύρο. Ας ευχηθούμε για άλλη μια φορά οι πολίτες να επιλέξουν με θετικά κριτήρια για αυτούς που θα κληθούν να διαχειριστούν τις τύχες της τοπικής αυτοδιοίκησης τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Το πρώτο θέμα που θα εξετάσουμε είναι η αποτυχία του Γιάννη Δημαρά να περάσει στο δεύτερο γύρο, παρά τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, οι οποίες του έδιναν σαφές προβάδισμα έναντι των ανθυποψηφίων του. Η αιτία είναι πολύ απλή για όποιον έχει ζήσει έστω και μια φορά τη διαδικασία των εκλογών εκ των έσω: Ο Γιάννης Δημαράς είχε δημιουργήσει όντως μια αξιόμαχη υποψηφιότητα, βασιζόμενη σε ετερόκλητες προσωπικότητες, οι οποίες μπορούσαν να αλιεύσουν ψήφους από σχεδόν όλες τις μεγάλες δεξαμενές ψηφοφόρων. Παρά ταύτα, τα πρόσωπα του ψηφοδελτίου του, καίτοι αναγνωρίσιμα, δεν είχαν καμία κινητοποιητική επιρροή στο κοινό που απευθύνονταν. Ήταν, με λίγα λόγια, συμπαθείς, αλλά χωρίς ουσιαστική επαφή με το ακροατήριό τους. Οι δημοσκοπήσεις, λοιπόν, δεν έλεγαν ψέματα (πέρα από ελάχιστες, οι οποίες πλέον είναι γνωστές για την αναξιοπιστία τους), ο Γιάννης Δημαράς ήταν ιδιαίτερα ελκυστική υποψηφιότητα στους ερωτηθέντες, κανείς, όμως, δεν υπολόγισε ότι άλλο πράγμα η πρόθεση ψήφου και άλλο η πράξη της. Ο Γιάννης Δημαράς εξασφάλισε ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό για ανεξάρτητος υποψήφιος, δεν του ήταν αρκετό, όμως, όταν χρειάστηκε να αναμετρηθεί με τους κινητοποιητικούς μηχανισμούς της Νέας Δημοκρατίας και του Πα.Σο.Κ.
Ένα άλλο ζήτημα που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι τα υψηλά ποσοστά του Κ.Κ.Ε.. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο απ’ ό,τι στην περίπτωση Δημαρά: Το Κ.Κ.Ε. έχει έναν άρτια οργανωμένο κομματικό μηχανισμό, ο οποίος, σε συνδυασμό με την υψηλή αποχή, οδήγησε σε ελάχιστες απώλειες του Περισσού, λόγω ακριβώς του ότι μπορούσε να ωθήσει τους υποστηρικτές του μαζικά προς την κάλπη. Επιπλέον στοιχείο που ευνόησε τους συνδυασμούς της Λαϊκής Συσπείρωσης είναι η αγανάκτηση πολλών συμπολιτών μας για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Το αν όσοι ψήφισαν γι’ αυτό το λόγο υποψηφίους του Κ.Κ.Ε. έπραξαν σωστά και το αν οι λύσεις που υποστηρίχθηκαν είναι εφαρμόσιμες και βιώσιμες είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη συζήτηση, παρά ταύτα είναι αναντίρρητο ότι το Κ.Κ.Ε. καρπώθηκε την ιδεολογική του συνέπεια, όποια κι αν είναι αυτή.
Σχετικά με τον χαρακτήρα αυτών των εκλογών, δυστυχώς δεν ήταν ιδιαίτερα «αυτοδιοικητικός». Οι συζητήσεις εξαντλήθηκαν κατά κύριο λόγο σε θέματα κεντρικής πολιτικής σκηνής, με πρώτο και καλύτερο το Μνημόνιο. Ελάχιστα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ασχολήθηκαν με το προφίλ των υποψηφίων, τις ικανότητές τους και το κατά πόσο είναι κατάλληλοι για τη θέση που διεκδικούν. Σε αυτό βοήθησε και το σύνολο των κομμάτων, τα οποία αντιμετώπισαν τις εκλογές με όρους καθαρά κομματικούς. Παρά ταύτα, τα ποσοστά πολλών συνδυασμών χωρίς «χρίσμα» ανά την Ελλάδα δείχνουν ότι οι πολίτες έχουν αρχίσει να διαπιστώνουν ότι ειδικά στην Αυτοδιοίκηση περισσότερο από τον «κομματικότερο», σημασία έχει ο καταλληλότερος. Όποιος από τα κόμματα και τα Μ.Μ.Ε. κατανοήσει αυτό το μήνυμα, μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει.
Όσον αφορά στις προβλέψεις για τους μεγάλους δήμους και τις περιφέρειες, ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα: Ο δήμος Θεσσαλονίκης λογικά θα καταλήξει εύκολα στον Κ. Γκιουλέκα, όχι τόσο λόγω της διαφοράς του από τον Γ. Μπουτάρη στον πρώτο γύρο, όσο λόγω των «εφεδρειών» της «δεξιάς πολυκατοικίας» στη Συμπρωτεύουσα. Ομοίως και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, όπου ο Π. Ψωμιάδης έχει σαφέστατο προβάδισμα, όπως και ο Γ. Δακής στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Αντίστοιχα, ο Απ. Κατσιφάρας δεν αναμένεται να έχει προβλήματα στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. Στην ψήφο φαίνεται ότι θα κριθούν οι Περιφέρειες Βορείου Αιγαίου, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και Πελοποννήσου, ενώ προβάδισμα έχουν οι Αλ. Καχριμάνης στην Ήπειρο, ο Κ. Αγοραστός στη Θεσσαλία και ο Κλ. Περγαντάς στη Στερεά Ελλάδα, χωρίς, όμως, να έχουν εξασφαλίσει την εκλογή τους. Τέλος, στο Ιόνιο σχεδόν όλα θα εξαρτηθούν από τη στάση του Γ. Καλούδη, ενώ στο Δήμο Πειραιά η στήριξη του Π. Μαντούβαλου προς τον Β. Μιχαλολιάκο ενδέχεται να ανατρέψει το προβάδισμα του Γ. Μίχα. Γενικά, πάντως, με δεδομένη την απουσία του κυρίου όγκου των ψηφοφόρων του Κ.Κ.Ε. από τον δεύτερο γύρο, όταν η απόσταση του ποσοστού του νικητή του πρώτου γύρου από το 50% είναι μικρότερη ή ίση του μισού ποσοστού του Κ.Κ.Ε., τότε η ανατροπή είναι σπανιότατη, όπως μας έχει διαδάξει η πλούσια εκλογική ιστορία αυτού του τόπου.
Το μεγάλο αίνιγμα, πάντως, βρίσκεται στην Αθήνα και την Αττική: Η διαφορά του Ν. Κακλαμάνη από τον Γ. Καμίνη και του Γ. Σγουρού από τον Β. Κικίλια είναι δυνατόν (όχι εύκολο, βέβαια) να καλυφθεί. Επιπλέον, ο απερχόμενος Δήμαρχος Αθηναίων δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερα ερείσματα στους ψηφοφόρους των εκτός μάχης υποψηφίων (π.χ. η λογική δείχνει ότι ο Γ. Αμυράς θα συμπλεύσει με τον Γ. Καμίνη), ενώ ο Νομάρχης Αττικής ενδεχομένως να πληγεί σοβαρά από την αλλαγή στρατηγικής του κόμματός του, μετά τη «λήξη συναγερμού» σχετικά με την απειλή του Πρωθυπουργού για πρόωρες εκλογές (περισσότερα σχόλια επί αυτού του θέματος σε επόμενο άρθρο). Παρά ταύτα, αξίζει να προσεχθεί μια λεπτομέρεια που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική: Τόσο ο Ν. Κακλαμάνης, όσο και ο Γ. Σγουρός, δεν έχουν μεγάλη διασπορά στα ποσοστά των επιμέρους διαμερισμάτων (ο πρώτος κυμαίνεται από 34,15% έως 36,01%, ενώ ο δεύτερος από 22,34% έως 24,71%), κάτι που δείχνει μια ομοιόμορφη αποδοχή από τους πολίτες όλων των κοινωνικών στρωμάτων, γεγονός το οποίο πολλές φορές δίνει τη νίκη σε οριακές διαφορές.
Πολλά περισσότερα σχετικά με την αποχή, τον τρόπο συμμετοχής και τους νικητές αυτών των εκλογών θα γραφτούν μετά το δεύτερο γύρο. Ας ευχηθούμε για άλλη μια φορά οι πολίτες να επιλέξουν με θετικά κριτήρια για αυτούς που θα κληθούν να διαχειριστούν τις τύχες της τοπικής αυτοδιοίκησης τα επόμενα τέσσερα χρόνια.