Sunday 16 November 2014

Οι αφανείς "εχθροί" του κ. Πρύτανη

Τις ημέρες γύρω από την 17η Νοεμβρίου, τα Πανεπιστήμια της χώρας διακρίνται ως ορμητήρια λαϊκών αγωνιστών και καταγράφουν αξιόλογες πρωτιές σε φθορές, κλοπές και βανδαλισμούς. Μέχρι την αυριανή κορύφωση του δράματος, κανονικά δεν θα χρειαζόταν κάποιος στη θέση του κ. Πρύτανη τίποτε άλλο από αυτό το συνονθύλευμα παρανοϊκών φοιτητών (;), πολιτικών, βουλευτών, συνδικαλιστών, δημοσιογράφων, μελών του αντιεξουσιαστικού χώρου (sic!), που έχουν σκοπό της ζωής τους "να ακουστούν τα παιδιά", για να νιώσει άβολα, ο κ. Φορτσάκης έχει να αντιμετωπίσει πολλά και πολλούς, σίγουρα περισσότερους απ’ όσους φαντάζεται. Και αν ο προφανής "εχθρός" είναι αυτός που φαίνεται έξω από τις πόρτες των Πανεπιστημίων και το μεγαλύτερο πρόβλημα οι καταλήψεις, δυστυχώς αυτά δεν είναι οι μόνοι πονοκέφαλοι που έχει να αντιμετωπίσει.

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν εμφανίζεται το "Μεταρρυθμιστάν" αυτής της χώρας, όλοι αυτούς που έχουν αναγάγει την μεταρρύθμιση σε ιδεολόγημα, που πιστεύουν ότι όλα θα αλλάξουν με την εφαρμογή ενός μαγικού νόμου, ο οποίος θα εχει τόσο ξεχωριστή αυταξία, που θα επιβληθεί σε όσους μέχρι χθες αμφισβητουσαν και καταργούσαν τους προϋπάρχοντες. Μάλιστα, πιστεύουν ότι αυτή η τελειότητα θα χαθεί αν αυτός ο νόμος χρειαστεί να επιβληθεί δια της βίας. Αυτή η νοοτροπία του "με ένα νόμο και ένα άρθρο", μαζί με τις προσωπικές εμπάθειες καθενός, οδηγεί αργά ή γρήγορα αυτή την ομάδα στην αγκαλιά του Συ.Ριζ.Α., με προφανές μέσο αυτής της μετάβασης τον προσχηματικό πόλεμο προς την απόφαση της Πρυτανείας ή, έστω, την σιωπηρή ανοχή του. Εξέχον μέλος του "Μεταρρυθμιστάν" δεν θα μπορούσε να μην είναι η πρώην Υπουργός Παιδείας κ. Άννα Διαμαντοπούλου, η οποία, ενώ στην αρχή των γεγονότων στα Πανεπιστήμια (21/10/2014) υποστήριζε πως "οι πρυτανικές αρχές και η Σύγκλητος [...] έχουν και την ευθύνη του να ορίσουν τους κανόνες που διέπουν την καθημερινή λειτουργία, αλλά και την συμπεριφορά των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας", εδώ και περίπου ένα μήνα η μόνη της τοποθέτηση είναι ένα tweet, στο οποίο, απαντώντας σε ερώτηση blogger αν πιστεύει οτι αυτή τη στιγμή εφαρμόζεται ο νόμος που εισηγήθηκε, γράφει το μεγαλοπρεπέστατο "Ο νόμος 4009/2011 δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τα ΜΑΤ"!!!

 Ένα δεύτερο πρόβλημα για τον κ. Φορτσάκη είναι ο ίδιος ο Νόμος – Πλαίσιο, ο οποίος αποτελεί βαρίδι για κάθε διοίκηση: Γιγαντώνοντας την πανεπιστημιακή γραφειοκρατία με την δημιουργία ενός νέου οργανογράμματος, ο νόμος 4009/2011 το μόνο που πέτυχε ήταν να πολιτικοποιήσει ζητήματα διαχείρισης, χωρίς να φέρει τεράστιες τομές στην ουσιαστική λειτουργία του Πανεπιστημίου, και, εν τέλει, να αυτοϋπονομευτεί. Ας πάρουμε το παράδειγμα της διαγραφής των αιωνίων φοιτητών (ένα από τα σημεία έντασης στα πανεπιστήμια): Πρώτη φορά που έγινε μνεία μετά το 1982 για διαγραφή των αιωνίων φοιτητών ήταν στον νόμο Γιαννάκου, ο οποίος, στην τελική του μορφή, προέβλεπε διαγραφή μετά 2ν χρόνια φοίτησης (συν ορισμένες προβλέψεις για όσους είναι ήδη φοιτητές). Εν ολίγοις, ήδη υφιστάμενα (και μη αμφισβητίσιμα) όργανα καλούνταν να εφαρμόσουν το νόμο. Τι άλλαξε ο Νόμος Διαμαντοπούλου; Μετέτρεψε την αυτοδίκαιη διαγραφή σε απόφαση των οργάνων κάθε Πανεπιστημίου, τα οποία για να συσταθούν απαιτείτο μια αλυσίδα διαδικασιών. Κοινώς, μεταφέρθηκαν αρμοδιότητες σε υπό σύσταση όργανα, εξαρτώντας de facto την εφαρμογή του νόμου από την προηγούμενη σύσταση των οργάνων. Τι κατάφερε, λοιπόν, ο περίφημος νόμος της μεγάλης μεταρρυθμίστριας κ. Διαμαντοπούλου; Προσέφερε στα αντιδραστικά στοιχεία των Πανεπιστημίων τη δυνατότητα να μην μπλοκάρουν τον νόμο αυτόν καθ' εαυτόν, αλλά να πατήσουν στις δαιδαλώδεις ρυθμίσεις που προέβλεπε, προκειμένου να αναβάλλουν εις τον αιώνα τον άπαντα την εφαρμογή του. Με απλά λόγια: Αντί να χτυπούν τον νόμο, πλέον χτυπούν τους εφαρμοστές και κάνουν την δουλειά τους! Εδώ και κοντά πέντε χρόνια δεν έχει συσταθεί (και ούτε πρόκειται) ο Οργανισμός των περισσοτέρων Πανεπιστημίων, ο οποίος είναι απαραίτητος για τις διαγραφές. Ποιος θα διαγράψει, λοιπόν; Σωστά μαντέψατε, κανείς.

Η "έμπνευση" του νόμου Διαμαντοπούλου να δημιουργήσει περισσότερα όργανα από αυτά που πραγματικά χρειάζονταν για την λειτουργία του Πανεπιστημίου δίνει πάτημα σε κάθε είδους μπάχαλο να αμφισβητήσει την νομιμότητα αυτού που παίρνει τις αποφάσεις. Κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν θα αντιλέξει ότι η ρητορική τους είναι αστεία, αλλά η πέραση που έχουν τέτοιες ανοησίες στην ελληνική κοινωνία είναι σοβαρό βαρίδι για όποιον θέλει να επιβάλει την τάξη στα Ιδρύματά μας. Δεν είναι τυχαίο πόσο (αδίκως) χλιαρότερες είναι οι διαμαρτυρίες της κοινωνίας προς τους καταληψίες εν συγκρίσει με την διετία 2005-2007, όταν η κατακραυγή ήταν σχεδόν παλλαϊκή. Με λίγα λόγια, μπροστά στον νόμο Διαμαντοπούλου, ο νόμος Γιαννάκου ήταν μακράν καλύτερος (τον οποίο, για να μην ξεχνάμε, η μεγάλη μεταρρυθμίστρια είχε αρνηθεί να υπερψηφίσει ως υπεύθυνη αντιπολίτευση υπό τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, βγάζοντας και την νεολαία του κόμματός της στα κάγκελα), γιατί πολύ απλά υπηρετούσε την βασική αρχή ενός χρηστού νομοθετήματος: Ήταν εφαρμόσιμος – και κάκιστα δεν εφαρμόστηκε από την τότε Κυβέρνηση.

Τρίτο πρόβλημα για τον κ. Φορτσάκη είναι αυτοί που θέλουν να τον δουν ήρωα, προσωποποιώντας, μέσα στην απελπισία τους για την εκτεταμένη ανομία (που δεν είναι μόνο υπόθεση των Πανεπιστημίων), στο πρόσωπό του τον Νόμο. Πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα: Οι Πρυτάνεις, όπως και κάθε δημόσια αρχή, δεν είναι ο νόμος, αλλά εφαρμοστές του. Όπως είδαμε και στο παραπάνω παράδειγμα των διαγραφών των "αιωνίων φοιτητών", τα πρόσωπα είναι πολύ περισσότερο ευάλωτα από τους θεσμούς. Όποιος δεν το αναγνωρίζει, πέφτει στην παγίδα της γνωστής ρήσης του Ανδρέα Παπανδρέου "δεν υπάρχουν θεσμοί, παρά μόνο ο λαός". Οποιοδήποτε πολιτικό (εν ευρεία εννοία) πρόσωπο αυτής της χώρας έχει τρωτά σημεία. Όταν, λοιπόν, βγαίνει μπροστά από τον θεσμό που εκπροσωπεί, μοιραία θα αποτελέσει τροχοπέδη για τις (ευγενέστατες, χωρίς αμφιβολία) επιδιώξεις του – πέραν του ότι θα κατασπαρχθεί από το αντίπαλο στρατόπεδο.

Συνοψίζοντας, οι εχθροί του κ. Φορτσάκη δεν είναι απαραίτητα μόνο αυτοί που ετοιμάζονταν για το εθιμοτυπικό μπάχαλο του Πολυτεχνείου• είναι μαζί και όσοι, συνειδητά ή ασύνειδα, σκάβουν το λάκκο του ιδίου και του Πανεπιστημίου γενικότερα. Γιατί, όπως δυστυχώς μας διδάσκει η πείρα αυτού του ευλογημένου τόπου, οι ήρωες δικαιώνονται post mortem, συνήθως, μάλιστα, όταν αποτυγχάνουν οι αντίθετες πολιτικές από αυτές που ήθελαν να εφαρμόσουν. Δεν θέλουμε άλλους ήρωες• ανάγκη από επιτυχημένους έχουμε. Κι ας μην ευτυχήσουν οι οπαδοί της μεγάλης, της τέλειας και της, εν τέλει, πάντα ανεφάρμοστης μεταρρύθμισης. Με την ευχή οι αυριανές εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο (το οποίο ουδεμία σχέδη έχει με τους σημερινούς εορταστές του) να έχουν τα λιγότερα δυνατά έκτροπα, από καρδιάς καλή δύναμη και καλή φώτιση στον κ. Πρύτανη στην μάχη που, ως επικεφαλής ενός θεσμού, δίνει κόντρα σε πολιτικούς χώρους, πρόσωπα, αλλά, κυρίως, νοοτροπίες.

(Η φωτογραφία προέρχεται από το site της Lifo.)

Monday 3 November 2014

Το Ταμείο (δεν θα έπρεπε να) είναι μείον

Στην σύντομη προεκλογική περίοδο εν όψει των εκλογών για την Ένωση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών, κάθε υποψήφιος άκουσε σίγουρα μια μεγάλη γκάμα παραπόνων, προβλημάτων και ανησυχιών. Μια από τις κυριότερες αγωνίες που μοιράστηκαν μαζί μου οι ασκούμενοι και οι νέοι δικηγόροι είναι το ύψος των ασφαλιστικών μας εισφορών. Επειδή, λοιπόν, νομίζω ότι όλοι οι υποψήφιοι που προερχόμαστε και αναφερόμαστε στην μαχόμενη δικηγορία έχουμε ένα αρκετά αντιπροσωπευτικό δικηγορικό δείγμα, θεωρώ καθήκον μου, λίγες ώρες πριν κριθούμε άπαντες από ένα απαιτητικό εκλογικό σώμα, να περιγράψω την θέση μου πάνω στο πιο «καυτό» ζήτημα του κλάδου μας.

Ταμείο Νομικών
Σε μια περίοδο που οι αμοιβές μας βρίσκονται πολύ χαμηλά, κανείς δεν μπορεί να αντιλέξει με σοβαρά επιχειρήματα ότι αυτό το ποσό των εισφορών του συνταξιοδοτικού μας ταμείου δεν είναι δυσβάσταχτο – ακόμα και όσοι καταφέρνουν να αντεπεξέλθουν, αυτό είναι προϊόν αιματηρών στερήσεων. Πέρα, όμως, από την μείωση των εισφορών, υπάρχει ένα ακόμα πιο θεμελιώδες πρόβλημα: Ότι από αυτό το Ταμείο, με αυτή την πολιτική που ακολουθείται, είναι σχεδόν απίθανο να πάρουμε σύνταξη, γιατί, πολύ απλά, δεν πρόκειται τότε να είναι βιώσιμο!

Ο κυρίως διανεμητικός χαρακτήρας που κυριαρχεί στο μεικτό σύστημα που εφαρμόζεται έχει δομηθεί πάνω στη φιλοσοφία της «αλληλεγγύης των γενεών». Για να λειτουργήσει, πέραν του ότι έπρεπε να είναι αδιανόητες οι άνευ λόγου πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, πρέπει το επάγγελμα να παραμένει ανθηρό, αλλιώς πρέπει να αναζητηθούν κεφάλαια για να καλύψουν το έλλειμμα. Σε μια περίοδο που δεν προβλέπεται σύντομα ανάκαμψη των εισοδημάτων των δικηγόρων, που πολλοί εγκαταλείπουν το επάγγελμα, που ο αριθμός των εγγεγραμμένων δικηγόρων έχει χτυπήσει κόκκινο και, κυρίως, μετά τριάντα χρόνια αισχρής ασυδοσίας και παχυλότατων χαριστικών συντάξεων, είναι σχεδόν ουτοπικό να πιστεύουμε ότι σε περίπου 35 χρόνια θα λάβουμε αυτά που σήμερα καταβάλλουμε.

Η πραγματικότητα είναι τέτοια που πρέπει να μας οδηγήσει προς ένα μεικτό ασφαλιστικό σύστημα που θα κυριαρχεί το κεφαλαιοποιητικό μοντέλο ασφάλισης: Κατ’ αρχάς, ο δικηγόρος πρέπει να δικαιούται να λαμβάνει τα χρήματα που έχει αποταμιεύσει σε εισφορές. Με αυτονόητη πρόβλεψη για αστάθμητους παράγοντες (ασθένεια, αναπηρία κλπ), είναι αναγκαίο να αξιοποιηθούν δείκτες όπως το προσδόκιμο ζωής, προκειμένου να γνωρίζει ο καθένας πόσα χρήματα θα λάβει και πότε. Έτσι, το Ταμείο θα καλείται να καλύψει μόνο περιπτώσεις μακροζωίας, κάτι απολύτως αυτονόητο για ανθρωπιστικούς και όχι μόνο λόγους. Από εκεί και πέρα, δέον είναι να εξεταστούν ρυθμίσεις όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για όσους διατηρούν ιδιωτική ασφάλιση, αλλά και για αυτούς οι οποίοι, με προσωπική τους ευθύνη, επιλέγουν να μην λάβουν σύνταξη – άλλως τε, η συνταξιοδότηση στο επάγγελμά μας είναι προαιρετική.

Ταμείο Προνοίας
Και αν σε αυτή την περίπτωση το ύψος των εισφορών είναι σαφέστατα μικρότερο, εντούτοις είναι πέρα για πέρα απαράδεκτο σε ένα τόσο απαιτητικό επάγγελμα να μην διαθέτουμε εν τοις πράγμασι ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τη στιγμή που οι εισφορές μας θα εξασφάλιζαν, ειδικά για τους νέους δικηγόρους, πληρέστατα πακέτα σε μεγάλες ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.

Και αν στο Ταμείο Νομικών χρειάζεται ευρύτερη κρατική ρύθμιση, στο ζήτημα του Ταμείου Προνοίας οι δικηγόροι μπορούν να λάβουν την τύχη στα χέρια τους: Τα πενιχρά χρήματα του μερίσματος, για την ανάληψη των οποίων απαιτείται σωματική και ψυχική καταπόνηση, θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν για ομαδική ασφάλιση, της οποίας το κόστος για όποιον έχει στοιχειώδη επαφή με το αντικείμενο είναι πραγματικά χαμηλό.

Αν, βέβαια, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έχει αντίθετη άποψη, τότε μπορεί η ΕΑΝΔΑ να λειτουργήσει μόνη της. Διαθέτοντας το προνόμιο να έχει στις τάξεις της νέους ανθρώπους, των οποίων η περίθαλψη κατά συντριπτικό ποσοστό δεν απαιτεί τακτικές επισκέψεις και φαρμακευτικές αγωγές, η Ένωση θα μπορούσε να δείξει τον δρόμο στους μεγαλύτερους δικηγόρους, εφόσον αυτοί αδρανούν μπροστά σε αυτή την εικόνα ντροπής. Γιατί είναι ντροπή κάποιος που δουλεύει 10 και 12 (ή και περισσότερες) ώρες ημερησίως να μην μπορεί να προσέξει την υγεία του χωρίς να χάσει χρόνο και περισσότερο χρήμα.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι για την άθλια εικόνα των ασφαλισιτκών μας φορέων φταίνε πολλοί, με πρώτο και καλύτερο το Κράτος, που ποτέ δεν μέτρησε, ποτέ δεν αρνήθηκε. Ο δικηγορικός κόσμος, από την άλλη, ποτέ δεν πήρε δύσκολες αποφάσεις και πάντα ανέβαλλε για το μέλλον. Το μέλλον, δυστυχώς, έλαχε σε εμάς. Και αν ακόμα στις καλές εποχές της δικηγορίας οι εισφορές ήταν απλά μια ενοχλητική δαπάνη, αυτή τη στιγμή μιλάμε για κανονικότατη ληστεία. Μια ληστεία που αφαιρεί σημαντικό μέρος των ετήσιων εσόδων μας, χωρίς να μας εξασφαλίζει ούτε τα ελάχιστα που θα έπρεπε. Αν έπρεπε να μας διδάξει ένα πράγμα η κρίση, αυτό είναι η αποτυχία του Κράτους να ελέγξει το παιχνίδι δίκαια και σωστά. Ήρθε η ώρα να απαιτήσουμε λιγότερη παρέμβαση στο μέλλον και στην τσέπη μας.