Tuesday 30 April 2013

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και οι εποχές του

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μνημονιακής τριετίας που συμπλήρωσε η χώρα μας είναι αναμφίβολα η δραματική μείωση της δημοτικότητας και της επιρροής των πολιτικών στην κοινωνία. Παλαιότεροι αστέρες τηλεοπτικών παραθύρων, με χιλιάδες υποστηρικτές σε συγκεντρώσεις τους, αντιμετωπίζουν πλέον την περιφρόνηση, αν όχι τη χλεύη ή ακόμα και την οργή, των μέχρι πρότινος οπαδών τους. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλούς απλούς πολίτες, μια καλή κουβέντα των οποίων για κάποιον πολιτικό μπορεί να τους οδηγήσει σε συζητήσεις επί συζητήσεων, όχι πάντα με κομψότητα εκφράσεων και καλή κατάληξη.

Το φαινόμενο αυτό ήταν εν πολλοίς αναμενόμενο: Ένα πολιτικό σύστημα που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχανε ευκαιρία να κολακεύει έναν λαό που κακόμαθε στην δανεική ευκολία δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη αντιμετώπιση όταν η στρέβλωση που δημιούργησε δεν μπορούσε να χορτάσει πλέον μόνο με ωραία λόγια, ελλείψει κρατικού (και έξωθεν δανειζόμενου) χρήματος. Οι πολιτικοί μας έθισαν και εθίστηκαν στο στρογγύλεμα και την αοριστολογία. Με όπλο την δήθεν πολιτική ορθότητα προσπάθησαν να κρύψουν την ιδεολογική τους ένδεια και τον φόβο τους απέναντι σε όποιον ξεβόλευαν. Δυστυχώς (και) για αυτούς, το πλήρωμα του χρόνου (και των δανεικών) ήρθε, μαζί με την αποδοκιμασία, τις ύβρεις και τους προπηλακισμούς.

Μέσα σε αυτό το αρνητικό για τους πολιτικούς κλίμα, εμφανίζεται μια εξαίρεση: Ένας παλιός πολιτικός, ο οποίος καταφέρνει να κερδίζει, αν όχι φίλους, τουλάχιστον συμπαθούντες και μετανοήσαντες. Πρόκειται, φυσικά, για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος εδώ και τρία χρόνια έχει αρχίσει να γίνεται ξανά επίκαιρος, να προβάλλεται από τα μέσα, αλλά και να προβάλλει τον εαυτό του χωρίς να τα έχει ανάγκη. Και αν αρχικά η αύξηση της δημοφιλίας του φαίνεται παράδοξη όταν μιλάμε για έναν λαό οργισμένο επειδή του χάλασαν τον βαθύ του ύπνο, παρά ταύτα η αρχική αυτή παραδοξότητα νομίζω πως έχει αρκετά λογική εξήγηση.

Κατ’ αρχάς, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν προσπάθησε ποτέ να είναι ευχάριστος στο ακροατήριό του: Ακόμα και στο απόγειο της πλασματικής ευημερίας, όταν οι «συνάδελφοί» του ανταγωνίζονταν ποιος θα δώσει τα περισσότερα, ο Επίτιμος Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας επέμενε στη γραμμή που είχε χαράξει, ότι υποθηκεύουμε το μέλλον των παιδιών μας. Η προ εικοσαετίας ομιλία του για το Δ.Ν.Τ. είναι ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η επιμονή του αυτή κόστισε στον ίδιο, τα βιολογικά και τα πολιτικά του παιδιά την πολιτική περιθωριοποίηση ή, για τους διαδόχους του, την υπαναχώρηση σε πολλά ζητήματα προκειμένου να επιβιώσουν πολιτικά.

Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό που δικαίωσε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του είναι ο άμεσος και αιχμηρός του λόγος, χωρίς να εκφεύγει από την κοσμιότητα. Ως παλιός κοινοβουλευτικός, ο «Ψηλός» ξέρει πως η σωστή πολιτική επίθεση βασίζεται στη σταθερή θέση, τη βαθιά γνώση και τον σοβαρό λόγο, όχι στους φτηνούς εντυπωσιασμούς. Η φράση του «Ήταν τόσο αντιπαθής όπως λέω εγώ καμιά φορά όσο μόνο ένας Γάλλος Σοσιαλιστής μπορεί να είναι.» αποδεικνύει πώς ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ταυτόχρονα κόσμιος και αιχμηρός προς τον πολιτικό του αντίπαλο.

Πέρα, όμως, από την συνέπεια, την ειλικρίνεια και την ρητορική ικανότητα, νομίζω ότι υπάρχει κάτι ακόμα που δίνει τη δυνατότητα στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να αυξάνει την αποδοχή του. Αυτό είναι η προσαρμοστικότητα στην εποχή που ζει. Είναι αυτό που τον κάνει, στα 95 του χρόνια αισίως, να παράγει πολιτικό λόγο πολύ υψηλών απαιτήσεων, επίκαιρο και κατανοητό. Ως «πολιτικό ζώο» παλαιάς κοπής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική τρέχει πιο γρήγορα από τον πολιτικό. Η παρουσία του στο facebook είναι υποδειγματική. Το μεγαλύτερο μέρος, βέβαια, πρέπει να πιστωθεί στους διαχειριστές της, είναι, όμως, πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και η δική του γενική κατεύθυνση διαχείρισης είναι ορθή. Πετυχαίνει με αυτό τον τρόπο να ορίζει ο ίδιος την ατζέντα της συζήτησης και όχι να σύρεται πίσω από ατυήν.

Είχα την τύχη να παρευρεθώ στην συζήτηση με τους bloggers πριν από περίπου μια εβδομάδα. Η πληρότητα των απαντήσεων, που συχνά ήταν πολύ ευρύτερου περιεχομένου από τις ερωτήσεις, ο αυτοσαρκασμός (η δήλωση πως «δεν πεθαίνουμε» θα μείνει στην ιστορία), τα «καρφιά» προς τους πολιτικούς του αντιπάλους και οι προτροπές του για εθνική συνεννόηση, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα εύστοχες ερωτήσεις που του έγιναν, έφεραν ως αποτέλεσμα έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο, αλλά και ένα μούδιασμα στη σκέψη αν θα μπορούσαν να κάνουν πολλοί Έλληνες πολιτικοί μια τόσο ουσιαστική συζήτηση.

Εδώ και τρία χρόνια, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παίρνει μια πικρή ρεβάνς από την ιστορία. Όσα είχε επισημάνει ως κακώς κείμενα οδήγησαν στο μοιραίο με τον πιο εμφατικό τρόπο. Όλο και περισσότεροι πολίτες που το 1993 τον «μαύρισαν» σήμερα ομολογούν πως έκαναν λάθος. Όσοι τον υποστηρίζαμε και πριν από το 2009, μπορούμε πλέον να το λέμε χωρίς να φοβόμαστε τον κάθε παλαβό ή ανίδεο κρατιστή. Οι ευχάριστοι αντίπαλοί του βλέπουν το δημιούργημά τους να τους πλακώνει, την ώρα που εκείνος χτίζει, λίγο μεροληπτικά από ένα σημείο και μετά, αποσιωπώντας τα λάθη του, την υστεροφημία του, χωρίς, όμως (και εδώ είναι η ουσία) να αρκείται σε ένα «σας τα ‘λεγα». Ακόμα και στην υπερβολή του, όμως, ποιος μπορεί να δώσει άδικο σε κάποιον που υπέμεινε τόση απαξίωση; Ποιος θα τολμήσει αυτή τη φορά να δει το δέντρο και όχι το δάσος, δηλαδή τις μνημειώδεις ομιλίες του στην παρουσίαση του βιβλίου των πεπραγμένων της κυβέρνησής του, αλλά και πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη;

Με 48 περίπου χρόνια κοινοβουλευτικής παρουσίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι ο μακροβιότερος Έλληνας βουλευτής, χωρίς τη δεδομένη στιγμή να απειλείται από κάποιον. Αυτά τα 48 χρόνια υποστήριξε τον φιλελευθερισμό σε όλες του τις εκφάνσεις, μένοντας πιστός πρωτίστως στις ιδέες του. Έκανε λάθη, όπως κάθε δραστήριος πολιτικός, η δικαίωσή του άργησε, αλλά, ακόμα και τώρα, σε πολύ προχωρημένη ηλικία, έχοντας χάσει τη σύντροφο της ζωής του και βλέποντας τη χώρα του να παραπαίει, αναλαμβάνει τον ρόλο του statesman, ρόλο που όλοι οι επόμενοι πρώην ηγέτες δεν μπορούσαν ή φοβήθηκαν να αναλάβουν, γνωρίζοντας πως δύσκολα θα προλάβει να δει την ανάκαμψη να έρχεται. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατάφερε να κερδίσει το χρόνο όχι τόσο γιατί έζησε πολύ, αλλά γιατί από νωρίς κατάλαβε ότι αυτός ο χρόνος δεν είναι ούτε αιώνιος, ούτε στατικός.