Sunday 16 November 2014

Οι αφανείς "εχθροί" του κ. Πρύτανη

Τις ημέρες γύρω από την 17η Νοεμβρίου, τα Πανεπιστήμια της χώρας διακρίνται ως ορμητήρια λαϊκών αγωνιστών και καταγράφουν αξιόλογες πρωτιές σε φθορές, κλοπές και βανδαλισμούς. Μέχρι την αυριανή κορύφωση του δράματος, κανονικά δεν θα χρειαζόταν κάποιος στη θέση του κ. Πρύτανη τίποτε άλλο από αυτό το συνονθύλευμα παρανοϊκών φοιτητών (;), πολιτικών, βουλευτών, συνδικαλιστών, δημοσιογράφων, μελών του αντιεξουσιαστικού χώρου (sic!), που έχουν σκοπό της ζωής τους "να ακουστούν τα παιδιά", για να νιώσει άβολα, ο κ. Φορτσάκης έχει να αντιμετωπίσει πολλά και πολλούς, σίγουρα περισσότερους απ’ όσους φαντάζεται. Και αν ο προφανής "εχθρός" είναι αυτός που φαίνεται έξω από τις πόρτες των Πανεπιστημίων και το μεγαλύτερο πρόβλημα οι καταλήψεις, δυστυχώς αυτά δεν είναι οι μόνοι πονοκέφαλοι που έχει να αντιμετωπίσει.

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν εμφανίζεται το "Μεταρρυθμιστάν" αυτής της χώρας, όλοι αυτούς που έχουν αναγάγει την μεταρρύθμιση σε ιδεολόγημα, που πιστεύουν ότι όλα θα αλλάξουν με την εφαρμογή ενός μαγικού νόμου, ο οποίος θα εχει τόσο ξεχωριστή αυταξία, που θα επιβληθεί σε όσους μέχρι χθες αμφισβητουσαν και καταργούσαν τους προϋπάρχοντες. Μάλιστα, πιστεύουν ότι αυτή η τελειότητα θα χαθεί αν αυτός ο νόμος χρειαστεί να επιβληθεί δια της βίας. Αυτή η νοοτροπία του "με ένα νόμο και ένα άρθρο", μαζί με τις προσωπικές εμπάθειες καθενός, οδηγεί αργά ή γρήγορα αυτή την ομάδα στην αγκαλιά του Συ.Ριζ.Α., με προφανές μέσο αυτής της μετάβασης τον προσχηματικό πόλεμο προς την απόφαση της Πρυτανείας ή, έστω, την σιωπηρή ανοχή του. Εξέχον μέλος του "Μεταρρυθμιστάν" δεν θα μπορούσε να μην είναι η πρώην Υπουργός Παιδείας κ. Άννα Διαμαντοπούλου, η οποία, ενώ στην αρχή των γεγονότων στα Πανεπιστήμια (21/10/2014) υποστήριζε πως "οι πρυτανικές αρχές και η Σύγκλητος [...] έχουν και την ευθύνη του να ορίσουν τους κανόνες που διέπουν την καθημερινή λειτουργία, αλλά και την συμπεριφορά των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας", εδώ και περίπου ένα μήνα η μόνη της τοποθέτηση είναι ένα tweet, στο οποίο, απαντώντας σε ερώτηση blogger αν πιστεύει οτι αυτή τη στιγμή εφαρμόζεται ο νόμος που εισηγήθηκε, γράφει το μεγαλοπρεπέστατο "Ο νόμος 4009/2011 δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τα ΜΑΤ"!!!

 Ένα δεύτερο πρόβλημα για τον κ. Φορτσάκη είναι ο ίδιος ο Νόμος – Πλαίσιο, ο οποίος αποτελεί βαρίδι για κάθε διοίκηση: Γιγαντώνοντας την πανεπιστημιακή γραφειοκρατία με την δημιουργία ενός νέου οργανογράμματος, ο νόμος 4009/2011 το μόνο που πέτυχε ήταν να πολιτικοποιήσει ζητήματα διαχείρισης, χωρίς να φέρει τεράστιες τομές στην ουσιαστική λειτουργία του Πανεπιστημίου, και, εν τέλει, να αυτοϋπονομευτεί. Ας πάρουμε το παράδειγμα της διαγραφής των αιωνίων φοιτητών (ένα από τα σημεία έντασης στα πανεπιστήμια): Πρώτη φορά που έγινε μνεία μετά το 1982 για διαγραφή των αιωνίων φοιτητών ήταν στον νόμο Γιαννάκου, ο οποίος, στην τελική του μορφή, προέβλεπε διαγραφή μετά 2ν χρόνια φοίτησης (συν ορισμένες προβλέψεις για όσους είναι ήδη φοιτητές). Εν ολίγοις, ήδη υφιστάμενα (και μη αμφισβητίσιμα) όργανα καλούνταν να εφαρμόσουν το νόμο. Τι άλλαξε ο Νόμος Διαμαντοπούλου; Μετέτρεψε την αυτοδίκαιη διαγραφή σε απόφαση των οργάνων κάθε Πανεπιστημίου, τα οποία για να συσταθούν απαιτείτο μια αλυσίδα διαδικασιών. Κοινώς, μεταφέρθηκαν αρμοδιότητες σε υπό σύσταση όργανα, εξαρτώντας de facto την εφαρμογή του νόμου από την προηγούμενη σύσταση των οργάνων. Τι κατάφερε, λοιπόν, ο περίφημος νόμος της μεγάλης μεταρρυθμίστριας κ. Διαμαντοπούλου; Προσέφερε στα αντιδραστικά στοιχεία των Πανεπιστημίων τη δυνατότητα να μην μπλοκάρουν τον νόμο αυτόν καθ' εαυτόν, αλλά να πατήσουν στις δαιδαλώδεις ρυθμίσεις που προέβλεπε, προκειμένου να αναβάλλουν εις τον αιώνα τον άπαντα την εφαρμογή του. Με απλά λόγια: Αντί να χτυπούν τον νόμο, πλέον χτυπούν τους εφαρμοστές και κάνουν την δουλειά τους! Εδώ και κοντά πέντε χρόνια δεν έχει συσταθεί (και ούτε πρόκειται) ο Οργανισμός των περισσοτέρων Πανεπιστημίων, ο οποίος είναι απαραίτητος για τις διαγραφές. Ποιος θα διαγράψει, λοιπόν; Σωστά μαντέψατε, κανείς.

Η "έμπνευση" του νόμου Διαμαντοπούλου να δημιουργήσει περισσότερα όργανα από αυτά που πραγματικά χρειάζονταν για την λειτουργία του Πανεπιστημίου δίνει πάτημα σε κάθε είδους μπάχαλο να αμφισβητήσει την νομιμότητα αυτού που παίρνει τις αποφάσεις. Κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν θα αντιλέξει ότι η ρητορική τους είναι αστεία, αλλά η πέραση που έχουν τέτοιες ανοησίες στην ελληνική κοινωνία είναι σοβαρό βαρίδι για όποιον θέλει να επιβάλει την τάξη στα Ιδρύματά μας. Δεν είναι τυχαίο πόσο (αδίκως) χλιαρότερες είναι οι διαμαρτυρίες της κοινωνίας προς τους καταληψίες εν συγκρίσει με την διετία 2005-2007, όταν η κατακραυγή ήταν σχεδόν παλλαϊκή. Με λίγα λόγια, μπροστά στον νόμο Διαμαντοπούλου, ο νόμος Γιαννάκου ήταν μακράν καλύτερος (τον οποίο, για να μην ξεχνάμε, η μεγάλη μεταρρυθμίστρια είχε αρνηθεί να υπερψηφίσει ως υπεύθυνη αντιπολίτευση υπό τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, βγάζοντας και την νεολαία του κόμματός της στα κάγκελα), γιατί πολύ απλά υπηρετούσε την βασική αρχή ενός χρηστού νομοθετήματος: Ήταν εφαρμόσιμος – και κάκιστα δεν εφαρμόστηκε από την τότε Κυβέρνηση.

Τρίτο πρόβλημα για τον κ. Φορτσάκη είναι αυτοί που θέλουν να τον δουν ήρωα, προσωποποιώντας, μέσα στην απελπισία τους για την εκτεταμένη ανομία (που δεν είναι μόνο υπόθεση των Πανεπιστημίων), στο πρόσωπό του τον Νόμο. Πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα: Οι Πρυτάνεις, όπως και κάθε δημόσια αρχή, δεν είναι ο νόμος, αλλά εφαρμοστές του. Όπως είδαμε και στο παραπάνω παράδειγμα των διαγραφών των "αιωνίων φοιτητών", τα πρόσωπα είναι πολύ περισσότερο ευάλωτα από τους θεσμούς. Όποιος δεν το αναγνωρίζει, πέφτει στην παγίδα της γνωστής ρήσης του Ανδρέα Παπανδρέου "δεν υπάρχουν θεσμοί, παρά μόνο ο λαός". Οποιοδήποτε πολιτικό (εν ευρεία εννοία) πρόσωπο αυτής της χώρας έχει τρωτά σημεία. Όταν, λοιπόν, βγαίνει μπροστά από τον θεσμό που εκπροσωπεί, μοιραία θα αποτελέσει τροχοπέδη για τις (ευγενέστατες, χωρίς αμφιβολία) επιδιώξεις του – πέραν του ότι θα κατασπαρχθεί από το αντίπαλο στρατόπεδο.

Συνοψίζοντας, οι εχθροί του κ. Φορτσάκη δεν είναι απαραίτητα μόνο αυτοί που ετοιμάζονταν για το εθιμοτυπικό μπάχαλο του Πολυτεχνείου• είναι μαζί και όσοι, συνειδητά ή ασύνειδα, σκάβουν το λάκκο του ιδίου και του Πανεπιστημίου γενικότερα. Γιατί, όπως δυστυχώς μας διδάσκει η πείρα αυτού του ευλογημένου τόπου, οι ήρωες δικαιώνονται post mortem, συνήθως, μάλιστα, όταν αποτυγχάνουν οι αντίθετες πολιτικές από αυτές που ήθελαν να εφαρμόσουν. Δεν θέλουμε άλλους ήρωες• ανάγκη από επιτυχημένους έχουμε. Κι ας μην ευτυχήσουν οι οπαδοί της μεγάλης, της τέλειας και της, εν τέλει, πάντα ανεφάρμοστης μεταρρύθμισης. Με την ευχή οι αυριανές εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο (το οποίο ουδεμία σχέδη έχει με τους σημερινούς εορταστές του) να έχουν τα λιγότερα δυνατά έκτροπα, από καρδιάς καλή δύναμη και καλή φώτιση στον κ. Πρύτανη στην μάχη που, ως επικεφαλής ενός θεσμού, δίνει κόντρα σε πολιτικούς χώρους, πρόσωπα, αλλά, κυρίως, νοοτροπίες.

(Η φωτογραφία προέρχεται από το site της Lifo.)

Monday 3 November 2014

Το Ταμείο (δεν θα έπρεπε να) είναι μείον

Στην σύντομη προεκλογική περίοδο εν όψει των εκλογών για την Ένωση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών, κάθε υποψήφιος άκουσε σίγουρα μια μεγάλη γκάμα παραπόνων, προβλημάτων και ανησυχιών. Μια από τις κυριότερες αγωνίες που μοιράστηκαν μαζί μου οι ασκούμενοι και οι νέοι δικηγόροι είναι το ύψος των ασφαλιστικών μας εισφορών. Επειδή, λοιπόν, νομίζω ότι όλοι οι υποψήφιοι που προερχόμαστε και αναφερόμαστε στην μαχόμενη δικηγορία έχουμε ένα αρκετά αντιπροσωπευτικό δικηγορικό δείγμα, θεωρώ καθήκον μου, λίγες ώρες πριν κριθούμε άπαντες από ένα απαιτητικό εκλογικό σώμα, να περιγράψω την θέση μου πάνω στο πιο «καυτό» ζήτημα του κλάδου μας.

Ταμείο Νομικών
Σε μια περίοδο που οι αμοιβές μας βρίσκονται πολύ χαμηλά, κανείς δεν μπορεί να αντιλέξει με σοβαρά επιχειρήματα ότι αυτό το ποσό των εισφορών του συνταξιοδοτικού μας ταμείου δεν είναι δυσβάσταχτο – ακόμα και όσοι καταφέρνουν να αντεπεξέλθουν, αυτό είναι προϊόν αιματηρών στερήσεων. Πέρα, όμως, από την μείωση των εισφορών, υπάρχει ένα ακόμα πιο θεμελιώδες πρόβλημα: Ότι από αυτό το Ταμείο, με αυτή την πολιτική που ακολουθείται, είναι σχεδόν απίθανο να πάρουμε σύνταξη, γιατί, πολύ απλά, δεν πρόκειται τότε να είναι βιώσιμο!

Ο κυρίως διανεμητικός χαρακτήρας που κυριαρχεί στο μεικτό σύστημα που εφαρμόζεται έχει δομηθεί πάνω στη φιλοσοφία της «αλληλεγγύης των γενεών». Για να λειτουργήσει, πέραν του ότι έπρεπε να είναι αδιανόητες οι άνευ λόγου πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, πρέπει το επάγγελμα να παραμένει ανθηρό, αλλιώς πρέπει να αναζητηθούν κεφάλαια για να καλύψουν το έλλειμμα. Σε μια περίοδο που δεν προβλέπεται σύντομα ανάκαμψη των εισοδημάτων των δικηγόρων, που πολλοί εγκαταλείπουν το επάγγελμα, που ο αριθμός των εγγεγραμμένων δικηγόρων έχει χτυπήσει κόκκινο και, κυρίως, μετά τριάντα χρόνια αισχρής ασυδοσίας και παχυλότατων χαριστικών συντάξεων, είναι σχεδόν ουτοπικό να πιστεύουμε ότι σε περίπου 35 χρόνια θα λάβουμε αυτά που σήμερα καταβάλλουμε.

Η πραγματικότητα είναι τέτοια που πρέπει να μας οδηγήσει προς ένα μεικτό ασφαλιστικό σύστημα που θα κυριαρχεί το κεφαλαιοποιητικό μοντέλο ασφάλισης: Κατ’ αρχάς, ο δικηγόρος πρέπει να δικαιούται να λαμβάνει τα χρήματα που έχει αποταμιεύσει σε εισφορές. Με αυτονόητη πρόβλεψη για αστάθμητους παράγοντες (ασθένεια, αναπηρία κλπ), είναι αναγκαίο να αξιοποιηθούν δείκτες όπως το προσδόκιμο ζωής, προκειμένου να γνωρίζει ο καθένας πόσα χρήματα θα λάβει και πότε. Έτσι, το Ταμείο θα καλείται να καλύψει μόνο περιπτώσεις μακροζωίας, κάτι απολύτως αυτονόητο για ανθρωπιστικούς και όχι μόνο λόγους. Από εκεί και πέρα, δέον είναι να εξεταστούν ρυθμίσεις όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για όσους διατηρούν ιδιωτική ασφάλιση, αλλά και για αυτούς οι οποίοι, με προσωπική τους ευθύνη, επιλέγουν να μην λάβουν σύνταξη – άλλως τε, η συνταξιοδότηση στο επάγγελμά μας είναι προαιρετική.

Ταμείο Προνοίας
Και αν σε αυτή την περίπτωση το ύψος των εισφορών είναι σαφέστατα μικρότερο, εντούτοις είναι πέρα για πέρα απαράδεκτο σε ένα τόσο απαιτητικό επάγγελμα να μην διαθέτουμε εν τοις πράγμασι ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τη στιγμή που οι εισφορές μας θα εξασφάλιζαν, ειδικά για τους νέους δικηγόρους, πληρέστατα πακέτα σε μεγάλες ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.

Και αν στο Ταμείο Νομικών χρειάζεται ευρύτερη κρατική ρύθμιση, στο ζήτημα του Ταμείου Προνοίας οι δικηγόροι μπορούν να λάβουν την τύχη στα χέρια τους: Τα πενιχρά χρήματα του μερίσματος, για την ανάληψη των οποίων απαιτείται σωματική και ψυχική καταπόνηση, θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν για ομαδική ασφάλιση, της οποίας το κόστος για όποιον έχει στοιχειώδη επαφή με το αντικείμενο είναι πραγματικά χαμηλό.

Αν, βέβαια, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έχει αντίθετη άποψη, τότε μπορεί η ΕΑΝΔΑ να λειτουργήσει μόνη της. Διαθέτοντας το προνόμιο να έχει στις τάξεις της νέους ανθρώπους, των οποίων η περίθαλψη κατά συντριπτικό ποσοστό δεν απαιτεί τακτικές επισκέψεις και φαρμακευτικές αγωγές, η Ένωση θα μπορούσε να δείξει τον δρόμο στους μεγαλύτερους δικηγόρους, εφόσον αυτοί αδρανούν μπροστά σε αυτή την εικόνα ντροπής. Γιατί είναι ντροπή κάποιος που δουλεύει 10 και 12 (ή και περισσότερες) ώρες ημερησίως να μην μπορεί να προσέξει την υγεία του χωρίς να χάσει χρόνο και περισσότερο χρήμα.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι για την άθλια εικόνα των ασφαλισιτκών μας φορέων φταίνε πολλοί, με πρώτο και καλύτερο το Κράτος, που ποτέ δεν μέτρησε, ποτέ δεν αρνήθηκε. Ο δικηγορικός κόσμος, από την άλλη, ποτέ δεν πήρε δύσκολες αποφάσεις και πάντα ανέβαλλε για το μέλλον. Το μέλλον, δυστυχώς, έλαχε σε εμάς. Και αν ακόμα στις καλές εποχές της δικηγορίας οι εισφορές ήταν απλά μια ενοχλητική δαπάνη, αυτή τη στιγμή μιλάμε για κανονικότατη ληστεία. Μια ληστεία που αφαιρεί σημαντικό μέρος των ετήσιων εσόδων μας, χωρίς να μας εξασφαλίζει ούτε τα ελάχιστα που θα έπρεπε. Αν έπρεπε να μας διδάξει ένα πράγμα η κρίση, αυτό είναι η αποτυχία του Κράτους να ελέγξει το παιχνίδι δίκαια και σωστά. Ήρθε η ώρα να απαιτήσουμε λιγότερη παρέμβαση στο μέλλον και στην τσέπη μας.

Tuesday 26 August 2014

Εισήγηση στην Εθνική Συνδιάσκεψη της ΟΝΝΕΔ

Φίλες και φίλοι,

Έχοντας περάσει πλέον ηλικιακά στο δεύτερο μισό της παρουσίας μου στην ΟΝΝΕΔ, θυμάμαι πολλές συζητήσεις σχετικά με την ιδεολογία μας να γίνονται σε συνέδρια και συνδιασκέψεις. Οι περισσότερες από αυτές ήταν λίγο σαν ψυχοθεραπεία. Αυτό συνέβαινε γιατί το κόμμα μας εμφανιζόταν αρκετά μπερδεμένο στο θέμα της ιδεολογίας του, ακολουθώντας την ρήση ενός άλλου Μαρξ, του Γκράουτσο, ο οποίος έλεγε ότι «αυτές είναι οι ιδέες μου, αλλά, αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες».

Πολλές φορές ασπαστήκαμε αυτά που καθιέρωσε στην ατζέντα μας το ΠΑΣΟΚ: Μη ξεκάθαρη ιδεολογία, απολίτικος λόγος, παροχολογία, λαϊκισμός, ενοχικά σύνδρομα. Από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να ξεφύγει ούτε ο φιλελευθερισμός στην Ελλάδα, ο οποίος κατασυκοφαντήθηκε πρώτον και κύριο από την αριστερά της ισοπέδωσης, δεύτερον από κύκλους πέραν της δεξιάς της Νέας Δημοκρατίας και, τέλος, από τα ίδια τα γκρουπούσκουλα του φιλελευθερισμού, οι οποίοι τον περιόρισαν σε αναιμικά ποσοστά εκπροσώπησης.

Τελικά, ας ξεκινήσουμε ανάποδα, τι δεν είναι φιλελευθερισμός; Φιλελευθερισμός δεν είναι ο κορπορατισμός και η ολιγαρχία. Φιλελευθερισμός δεν είναι ο ανθελληνισμός. Φιλελευθερισμός δεν είναι η αντικοινωνικότητα. Έχει καθιερωθεί στην ελληνική κοινωνία να θεωρείται ο φιλελεύθερος ανάλγητος, υπέρ του ξεπουλήματος κλπ. Πόσες φορές ακούμε «αυτό ή το άλλο το μέτρο είναι νεοφιλελεύθερο», τη στιγμή που αντιστρατεύεται θεμελιώδη αξιώματα αυτής της ιδεολογίας; Δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει φιλελευθερισμός, τι σημαίνει καπιταλισμός και, προφανώς, δεν ξέρουν ποια είναι η διαφορά τους.

Το μνημόνιο ήταν μάλλον η ταφόπλακα του φιλελεύθερου χώρου στην Ελλάδα. Η αρχικά συνολική ταύτιση του χώρου ακόμα και με οφθαλμοφανώς λανθασμένα και κρατικιστικά μέτρα, η προώθηση των μεταρρυθμίσεων όχι επειδή τις είχε όντως ανάγκη η χώρα, αλλά επειδή μας τις επέβαλλαν έξωθεν, ήταν άλλη μια πράξη κατασυκοφάντησης του φιλελευθερισμού και των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα.

Να δούμε, όμως, τώρα τι είναι φιλελευθερισμός: Ο φιλελευθερισμός για μένα δεν χρειάζεται επίθετα. Και δεν χρειάζεται γιατί είναι εξ ορισμού:

α) Κοινωνικός: Αναφέρεται στην κοινωνική οργάνωση, στο πώς δομείται μια κοινωνία. Και είναι «κοινωνικότερος» των σοσιαλιστικών συστημάτων, τα οποία αντιλαμβάνονται το άτομο σαν γρανάζι της κρατικής μηχανής και όχι σαν μονάδα αυτόνομη, δημιουργική και παραγωγική.

β) Πατριωτικός: Αγαπάμε την πατρίδα μας, αισθανόμαστε τον δεσμό με τις προηγούμενες γενιές και νιώθουμε αγωνία για τις επόμενες. Νιώθουμε, δε, θαυμασμό για τα επιτεύγματα των προγόνων μας που οικοδόμησαν τον πολιτισμό μας και την διάδοσή του πάνω στο εμπορικό τους δαιμόνιο. Παρά ταύτα, αρνούμαστε να συμπορευόμαστε σε εθνικά λάθη. Και εκεί δεν αντιστρατευόμαστε την ίδια την Ελλάδα, αλλά την λανθασμένη πολιτική.

γ) Προοδευτικός: Όχι σε αντιδιαστολή με την επίσης παρεξηγημένη έννοια του συντηρητισμού, αλλά απέναντι στον επαρχιωτισμό και την οπισθοδρόμηση. Ο συντηρητισμός είναι έννοια δυναμική, θέλει να φέρει την κοινωνία μπροστά, βασιζόμενος σε συγκεκριμένες αξίες και μηχανισμούς. Ο πυρήνας του φιλελευθερισμού είναι η ισορροπία εντός της κοινωνίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμα και όσων επιθυμούν να διαβιούν διαφορετικά.

δ) Ελιτίστικος: Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν έχουμε όλοι τις ίδιες δεξιότητες. Είμαστε ίσοι απέναντι στο Νόμο και ίσοι ως προς τις ευκαιρίες, αλλά στο τέλος δεν θα αριστεύσουν όλοι, δεν θα κληθούν όλοι να ηγηθούν και να πάρουν αποφάσεις.

ε) Λαϊκός: Και αυτό δεν αναιρεί τον ελιτισμό. Η παράταξή μας έχει μάθει να παλεύει πόρτα – πόρτα, άτομο – άτομο, ψήφο - ψήφο. Ο φιλελευθερισμός δεν είναι υπόθεση των λίγων, αλλά αφορά σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, γιατί απαντά στο πώς μπορεί ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας να προκόψει, να κάνει αυτό που θέλει στη ζωή του, χωρίς να τον εμποδίζουν συμφέροντα κοινωνικών ομάδων, τα οποία είναι αποτέλεσμα πίεσης προς το κράτος.

στ) Μεταρρυθμιστικός: Η κοινωνία μεταβάλλεται, άρα χρειάζεται νέα εργαλεία, νέους θεσμούς, νέες δομές. Δεν είμαστε, όμως, μεταρρυθμιστές γιατί θεωρούμε ότι το παρελθόν πρέπει να σαρωθεί συνολικά, αλλά γιατί κρατάμε τα στοιχεία αυτά που εξακολουθούν να μας είναι χρήσιμα και ανανεώνουμε όσα πλέον μας εμποδίζουν.

ζ) Ενταγμένος στη Δύση: Το είπε ο Εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής και κατασυκοφαντήθηκε από τον Αντρέα Παπανδρέου με το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», το οποίο ήταν μια μπαρούφα και μισή. Η Ευρώπη με τον πολιτισμό και την κουλτούρα της έδωσε ζωή στην περιοχή και έκανε την ήπειρό μας κέντρο του κόσμου. Πλέον, αυτή η περιοχή είναι ο ζωτικός μας χώρος, η μόνη μαζί με την Βόρειο Αμερική πραγματικά ελεύθερη ζώνη του Πλανήτη. Αναγνωρίζουμε τις ιδιαιτερότητες κάθε λαού, αλλά δίνουμε έμφαση σε αυτά που μας ενώνουν.

Φίλες και φίλοι,

Αυτή η παράταξη χωρά πολλούς: Χωρά αυτούς που αγωνιούν για τα παιδιά τους, χωρά αυτούς που νιώθουν χρέος απέναντι σε αυτό που παρέλαβαν. Χωρά, επίσης, αυτούς που απορρίπτουν κοινωνικά, θρησκευτικά, σεξουαλικά ή πολιτικά πρότυπα, αλλά αναζητούν τρόπους συνύπαρξης. Και, επειδή αναφέρθηκε το ζήτημα πιο πριν, η κοινωνία μας είναι απόλυτα ώριμη να δεχτεί το σύμφωνο συμβίωσης.

Πολλοί μιλούν για θετικό λαϊκισμό. Είναι λάθος. Δεν χρειαζόμαστε θετικό λαϊκισμό γιατί απλούστατα δεν υπάρχει θετικός λαϊκισμός. Ο λαϊκισμός είναι ένας, ενιαίος και συνίσταται στην υπεραπλούστευση, τις μισές αλήθειες και τις μαγικές λύσεις. Οι αρχές της παράταξής μας όλα αυτά τα απορρίπτουν.

Τέλος, πολλοί μιλούν για το τέλος των ιδεολογιών, για απολίτικα κόμματα. Επίσης δεν έχουμε σχέση με αυτά. Πιστεύουμε βαθιά στην συμβίωση όλων των πολιτικών ιδεολογιών – πρώτος, άλλως τε ο Εθνάρχης μας νομιμοποίησε το ΚΚΕ. Πιστεύουμε στον διάλογο, ακόμα και όταν χαρακτηρίζεται από οξύτητα, δεν μπορούμε, όμως, να δεχτούμε έναν ιδεολογικό χυλό, έναν αχταρμά σαν αυτόν που επιθυμεί να καθιερώσει ως πολιτική ο κ. Σταύρος Θεοδωράκης.

Η παράταξη, όμως, δεν χωρά κάποιους: Δεν χωρά τους μισανθρώπους, οι οποίοι επιζητούν την εξαφάνιση του Άλλου επειδή απλά διαφέρει από το δικό τους πρότυπο. Δεν χωρά τους απολίτικους που ευαγγελίζονται το απόλυτο τίποτα και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να κάνουν και τίποτα. Δεν χωρά όσους πιστεύουν σε μαγικές λύσεις, δεν χωρά τους φοβικούς.

Οι φονιάδες του Μπακογιάννη, οι φονιάδες του Αξαρλιάν, οι φονιάδες του Φύσσα έχουν θέση μόνο στην κεντροδεξιά πτέρυγα του Κορυδαλλού.

Οι ημιμαθείς νάρκισσοι τύπου Τζήμερου έχουν θέση μόνο στο 0-1%. 

Όσοι από την παράταξή μας αναβαπτίσθηκαν στην ιδεολογική κολυμπήθρα του Παπανδρεϊσμού έχουν θέση μόνο πλάι στον Άκη Τσοχατζόπουλο. Είναι καιρός να γίνει κοινή πεποίθηση ότι στη ρεμούλα δεν υπάρχουν γαλάζιοι, πράσινοι, κόκκινοι ή μαύροι. Υπάρχει μόνο ο Ποινικός Κώδικας και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.

Οι φαιοκόκκινοι ρεβανσιστές της Ιστορίας θα έχουν πάντα μια και μόνο θέση: Αυτή των ιστορικά ηττημένων.

Τέλος, τα πολιτικά μπάζα παραδόξως έχουν θέση στην παράταξη, αλλά την θέση που τους έταξε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δηλαδή κλειδωμένοι στο βουστάσιο. Δυστυχώς, η κρίση τους ευνόησε να βγουν στο προσκήνιο, αλλά ο μόνος και βέβαιος τρόπος να επιστρέψουν εκεί είναι να δικαιωθούν οι ιδέες και οι πολιτικές μας.

Φίλες και φίλοι, Είμαστε όλοι εδώ γιατί ζούμε τα ίδια άγχη. Γιατί θέλουμε να δούμε τον τόπο να προοδεύει και να ευημερεί. Είμαστε εδώ γιατί ξέρουμε ότι η μοίρα μας είναι κοινή. Είμαστε εδώ, όλοι μαζί, γιατί έχουμε διαπιστώσει πικρά τα δεινά της διάσπασης. Ενωμένοι νικήσαμε το 1974, ενωμένοι νικήσαμε το 1989, ενωμένοι νικήσαμε το 2004, ενωμένοι νικήσαμε το 2012, και ενωμένοι θα ξανανικήσουμε.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Monday 23 June 2014

Αντρέα, ζεις;

Είναι πολύ εύκολο να παρατηρήσει κανείς ότι, όσο απομακρυνόμαστε από την εποχή της ευμάρειας, τόσο μειώνεται και η προσωπολατρία προς τους πολιτικούς. Του κανόνα αυτού συνήθως δεν ξεφεύγουν ούτε οι τεθνεώτες˙ μνημόσυνα σε στενό οικογενειακό κύκλο, εκδηλώσεις μνήμης που γίνονται αφορμή για αντισυγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, επικριτικές προσεγγίσεις της πορείας τους, ακόμα και ύβρεις προς το νεκρό και κατάρες προς τους συγγενείς του είναι φαινόμενα που συναντάμε όλο και συχνότερα.

Νομίζω ότι η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή του Αντρέα Παπανδρέου, το πολιτικού που λατρεύτηκε (και μισήθηκε, είναι αλήθεια) όσο κανείς. Πώς αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα της κρίσης κάποιος που έφτασε σε τέτοιο βαθμό αποθέωσης, ώστε το μικρό του όνομα να καθιστά περιττό το επίθετό του, που «βάφτισε» με αυτό έναν μια πολιτική κοσμοθεωρία (τον «παπανδρεϊσμό»), που έκανε ανθρώπους να ορκίζονται σε αυτόν και που η κηδεία του έγινε υπόθεση ολόκληρης της χώρας; Και, κυρίως, ποιοι λόγοι οδηγούν σε αυτή την αντιμετώπιση;

Ομολογουμένως αποτελεί (ευχάριστη, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση) έκπληξη ότι η δέκατη όγδοη επέτειος του θανάτου του Αντρέα Παπανδρέου τιμήθηκε απλά με ένα μνημόσυνο «κοινού θνητού», στο οποίο παρέστησαν μετά βίας είκοσι άτομα, ενώ στον δημόσιο λόγο εμφανίστηκε μια λιτή και απέριττη ανακοίνωση του Πα.Σο.Κ., η οποία, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ανέφερε ότι συνεχίζουν το όραμά του… αλλάζοντάς το συθέμελα. Πέρα από αυτό, όμως, ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η υποδοχή που έτυχε προ τριετίας οι αφίσες της Αριστερής Πρωτοβουλίας Πα.Σο.Κ., οι οποίες σχεδόν άπασες, όπως και αυτές της εικόνας, έγιναν σημείο εκτόνωσης καλλιτεχνικών, εκτός από πολιτικών, ανησυχιών.

Γιατί, λοιπόν, «δεν πουλάει» πλέον ο Αντρέας; Η απάντηση νομίζω πως είναι αρκετά περίπλοκη: Πρώτα απ’ όλα, το προφανές, δηλαδή η οικονομική κρίση, η οποία μόνο… ο Μιχάλης Καρχιμάκης αρνείται να αποδεχτεί ότι ξεκίνησε με τις πολιτικές και την κουλτούρα της «αλλαγής» του ’81˙ δεύτερον, η μοιραία σύνδεση του Πα.Σο.Κ. με τον ιδρυτή του και τούμπαλιν˙ τρίτον, η μετακίνηση των παραδοσιακών «παπανδρεϊκών» προς άλλα κόμματα˙ και τέταρτον, η εμφάνιση νέων, επικαιροποιημένων «μοντέλων».

Οι δύο πρώτοι λόγοι, καίτοι υπαρκτοί, πιστεύω πως είναι δευτερεύοντες˙ μια απλή πρόσθεση των ποσοστών των κομμάτων που ζητούν να επιστρέψουμε στο όνειρο που μας χάλασαν οι κακοί ξένοι θα μας πείσει ότι λίγοι είναι αυτοί που κατάλαβαν το λάθος στο «Τσοβόλα δώστα όλα». Ως εκ τούτου, η κατάρρευση του Πα.Σο.Κ., οδήγησε το «βαθύ» μέρος του κόμματος να μετακομίσει, με πρώτο και κυριότερο προορισμό τον Συ.Ριζ.Α., ο οποίος είναι σαφές ότι επιδιώκει τη χάρη (και τις ψήφους που αυτή συνεπάγεται, βεβαίως, βεβαίως) του «παπανδρεϊσμού», αλλά όχι το όνομα, αφενός επειδή επιθυμεί να παρουσιαστεί ως το νέο και άφθαρτο, αφετέρου διότι, όπως κάθε πολιτικός χώρος, έχει και αυτός τους «θεούς» και τις εμμονές του.

Οι δύο τελευταίοι λόγοι είναι αλληλοσυμπληρούμενοι˙ εχθρός του καλού είναι το καλύτερο και, ως εκ τούτου, στον πλειστηριασμό κολακείας και παροχών εμφανίζονται νέοι υποψήφιοι, οι οποίοι θέλουν να δώσουν περισσότερα στο ηθικό και την τσέπη «του κοσμάκη». Πλεονέκτημά τους συνιστά αναμφίβολα ότι μιλούν με βάση τα σημερινά δεδομένα, χωρίς την ανάγκη να αναζητηθούν στο λόγο τους αναλογία με αυτά που ζούμε, όπως μοιραία συμβαίνει με τον λόγο του Παπανδρέου. Για να μην μιλήσουμε για τις ψυχιατρικές περιπτώσεις που πιστεύουν θεωρίες περί «πράκτορα», που εξαπάτησε το λαό για να κάνει τα αντίθετα και να μας οδηγήσει στην καταστροφή: Ο Αντρέας όντως έκανε μόνο ένα μέρος όσων υποσχέθηκε, αλλά κινήθηκε προς την κατεύθυνση που είχε δεσμευτεί. Επί της ουσίας, τους εξαπάτησε μεν, αλλά όχι για να κάνει τα αντίθετα. Απλά, ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα έξυπνος για να το καταλαβαίνει και αυτοί αρκούντως ανόητοι για να μην μπορούν να το αντιληφθούν ακόμη. 

Για πολλούς λόγους, λοιπόν, ο Αντρέας οδεύει προς τη λήθη. Παρά ταύτα, η κουλτούρα που καθιέρωσε ζει και βασιλεύει˙ ο κόσμος ζητά ακόμα παροχές, εθνικούς τσαμπουκάδες, περήφανες λεκτικές νίκες με ιστορικά ευφυολογήματα, Αυριανιστές και Σταμουλοκολλάδες. Μπορεί, λοιπόν, να μην νοσταλγεί ευθέως τον ίδιο, επιθυμεί, όμως, αυτά στα οποία ξεκίνησε να εθίζεται επί των ημερών του. Μάλιστα, τα αιτήματα προβάλλονται όλο και πιο επίμονα, από όλους τους χώρους, από την παρδαλή αριστερά μέχρι τη Χρυσή Αυγή. Κοινός τόπος η χυδαιότητα, ο λαϊκισμός, το μίσος προς την αριστεία και η αγελαία νοοτροπία.

Ο Αντρέας Παπανδρέου προσωποποιεί όσα σιχαίνομαι. Εκτός του ότι ήταν αυτός που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου που λέγεται ανεξέλεγκτο έλλειμμα και χρέος, υποθηκεύοντας το παρόν και το μέλλον της γενιάς μου, μόλυνε τον δημόσιο λόγο, αλλά και τον πολιτικό – κομματικό μου χώρο. Θα έχει την τύχη του μέρμηγκα από το γνωστό τραγούδι που τελικά τον κατασπάραξε ο στρατός του, ελλείψει άλλης τροφής. Η σταδιακή απαξίωση της προσωπικότητάς του είναι μια πρώτη ικανοποίηση. Μένει ακόμα να απομονωθούν όλα αυτά που εξέφρασε, ούτως ώστε η μνήμη του να γίνει (απόλυτα σεβαστή) υπόθεση των οικείων του αντί να τιμάται καθημερινά στον δημόσιο βίο.

Saturday 31 May 2014

Ο θάνατος του μεγαλοδημάρχου;

Οι πορείες της τοπικής αυτοδιοίκησης και της κεντρικής πολιτικής άλλες φορές συναντώνται και άλλες ακολουθούν παράλληλες διαδρομές. Στις εκλογές των δύο προηγουμένων εβδομάδων παρατηρούμε μια αύξηση της τάσης διαχωρισμού τους που ξεκίνησε ήδη από εκείνες του 2010. Υποψήφιοι με βαρύ πολιτικό και κομματικό παρελθόν υπέστησαν ήττες από πρόσωπα με σαφώς λιγότερα «χιλιόμετρα». Θα άξιζε, λοιπόν, να εξετάσουμε αυτό το φαινόμενο, όπως επίσης το κατά πόσο είναι ενιαίο ή εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους.

Οι δύο ηχηρότερες εκπλήξεις των δημοτικών εκλογών του 2010, ο Γιώργος Καμίνης και ο Γιάννης Μπουτάρης, αυτή τη φορά κατέβηκαν με την ταμπέλα του φαβορί και την επιβεβαίωσαν, ο μεν πρώτος δύσκολα, ο δε δεύτερος ευκολότερα. Παρά ταύτα, χρειάστηκε να αλλάξουν αρκετά πράγματα στην στρατηγική τους εν συγκρίσει με την προ τετραετίας εκστρατεία τους˙ ο εκλογικός καταποντισμός του Πα.Σο.Κ. ήταν ο βασικότερος λόγος που, από «πράσινες» υποψηφιότητες προερχόμενες από την κοινωνία των πολιτών μετατράπηκαν σε αμιγώς αχρωμάτιστους συνδυασμούς. Εντέλει, μάλιστα, δεν αποκλείεται η «Ελιά» να κέρδισε στις Ευρωεκλογές ορισμένες ανέλπιστες ψήφους, οι οποίες συμπαρασύρθηκαν από το ρεύμα που δημιούργησαν οι αυτοδιοικητικοί υποψήφιοι που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της.

Ο Δήμαρχος Αθηναίων είχε να αντιμετωπίσει κυρίως ένα ιδιαίτερα έμπειρο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, τον Άρη Σπηλιωτόπουλο και ένα νέο πρόσωπο του Συ.Ριζ.Α., τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη. Και, ενώ οι προβλέψεις ήθελαν μάχη μεταξύ των δύο πρώτων, τελικά ο υποψήφιος της Κουμουνδούρου αποδείχτηκε πολύ σκληρότερος του αναμενομένου. Τελικά, όμως, ο πιο υπερκομματικός χαρακτήρας του Γιώργου Καμίνη του έδωσε μια αρκετά αγχωτική νίκη. Ο Γιάννης Μπουτάρης εκμεταλλεύτηκε επίσης την διείσδυσή του σε ευρύτερους πολιτικούς χώρους, προκειμένου να υπερισχύσει του πιο «κομματικού» Σταύρου Καλαφάτη.

Πέρα, όμως, από τους υπερκομματικούς, οι κομματικοί υποψήφιοι υπέστησαν ήττα (οδυνηρότερη αυτή τη φορά) από μη πολιτικούς συνδυασμούς˙ τον δρόμο του Απόστολου Γκλέτσου στην Στυλίδα ακολούθησαν ο Ηλίας Ψινάκης στον Μαραθώνα, ο Αχιλλέας Μπέος στο Βόλο και ο Γιάννης Μώραλης στον Πειραιά (με πολλές υποσημειώσεις, καθώς, παρά την μη πολιτική αφετηρία, παρουσίασε ένα πλήρες πρόγραμμα, με το οποίο καθένας θα μπορούσε να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει).

Γιατί, λοιπόν, οι κομματικοί υποψήφιοι απέτυχαν; Η πρώτη εύκολη απάντηση είναι ότι τα κόμματα έχουν χάσει την διείσδυση που είχαν προ κρίσης. Πολλοί, μάλιστα, διατηρούν μια παιδικά εχθρική στάση εναντίον τους. Αποτέλεσμα αυτού είναι πρώτον να απευθύνονται σε ένα περιορισμένο κοινό, αφετέρου ο απέναντι πόλος να μπορεί να συσπειρωθεί πολύ ευκολότερα, ετεροπροσδιοριζόμενος αρνητικά εναντίον τους.

Υπάρχει, όμως, κάτι λίγο βαθύτερο, η ανάγκη των δημοτών να νιώσουν τον δήμαρχο σαν έναν από αυτούς. Αυτό φρονώ πως είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντούν στελέχη της κεντρικής πολιτικής σκηνής˙ αν και στις «μεγάλες» κάλπες οι πολίτες εμπιστεύονται την εμπειρία, την προβολή και την δημοσιότητα του πολιτικού, για τη γειτονιά του αποζητά κάτι πιο «γήινο», πιο προσιτό στα μέτρα του. Συνεπώς, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, Καμίνης και Ψινάκης, παρά το χάος που χωρίζει τις προσωπικότητές τους, εκφράζουν, με εντελώς διαφορετικό τρόπο βέβαια, την ίδια τάση

 Η αλήθεια είναι ότι οι τοπικοί άρχοντες κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Παρά ταύτα, περιπτώσεις όπως του νέου Δημάρχου Βόλου δεν μπορούν παρά να προβληματίσουν ως προς το κριτήριο του κόσμου. Και αυτό αποτελεί τεράστια πρόκληση και ευκαιρία για τα ελληνικά κόμματα: Να βρουν υποψηφίους που θα ανταποκρίνονται στο γενικότερο αίτημα των καιρών μας, αλλά θα το εκφράζουν θετικά. Να τους επιτρέψουν να αυτονομηθούν από την κομματική τους γραμμή, να τους αφήσουν να εργαστούν εν συνεχεία ως δήμαρχοι όλων των δημοτών τους και εν τέλει να συνταχθούν αυτά πίσω τους, προκειμένου να αποκομίσουν και αυτά το κέρδος της στήριξης άξιων τοπικών αρχόντων. Πολύ πιθανώς, σε λίγα χρόνια να έχουν μια σειρά από ικανότατα στελέχη για να τα αξιοποιήσουν και σε κεντρικό επίπεδο.

Ειδικά στον χώρο της κεντροδεξιάς, η ανάγκη αυτή νομίζω πως είναι εντονότερη. Πέρα από την ήττα των στελεχών της (τα οποία, βέβαια, κατέγραψαν σε γενικές γραμμές μια αξιοπρεπέστατη προεκλογική περίοδο), η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται «νέο αίμα», προκειμένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, να ανταποκριθεί στα επικαιροποιημένα αιτήματα της κοινωνίας και να δώσει ένα σύγχρονο στίγμα. Όπου εμπιστεύτηκε νέους ανθρώπους που δεν αρκέστηκαν στη νεότητα και τα κομματικά τους ένσημα, αλλά στηρίχθηκαν στην παρουσία τους στις τοπικές κοινωνίες (πχ Αγρίνιο, Μύκονος), τα αποτελέσματα ήταν άριστα.

Το 1986 η Νέα Δημοκρατία ξεκίνησε την πορεία προς την ανατροπή του Παπανδρεϊσμού εκλέγοντας τρία από τα επιφανέστερα στελέχη της, τον Μιλτιάδη Έβερτ, τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο και τον Σωτήρη Κούβελα στους Δήμους της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης αντίστοιχα. Και αν ο αντίπαλος παρουσιάζει (ενίοτε ανατριχιαστικές) ομοιότητες, η συγκυρία δεν είναι ίδια˙ σήμερα καλείται να επαναλάβει το πείραμα με διαφορετικά συστατικά. Αν τα καταφέρει, τότε τα αποτελέσματα δεν θα μείνουν σε τοπικό επίπεδο, αλλά θα επεκταθούν αργά ή γρήγορα και σε κεντρικό.

Saturday 8 March 2014

Το απεχθές του Κουφώ

Η τρομοκρατία αποτελεί πάντα ένα θέμα που γεννά έντονες συζητήσεις. Ειδικά σε μια χώρα που κατά καιρούς μια διόλου αμελητέα μερίδα του πληθυσμού έχει εμφανιστεί ως απολογητές, ακόμα και υποστηρικτές τρομοκρατικών πράξεων, οτιδήποτε σχετίζεται με αυτές αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης. Από τον κανόνα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα, το οποίο δίνει μια πολύτιμη ευκαιρία να πάρουμε ξεκάθαρη θέση σε μια σειρά από επί μέρους ζητήματα, τα οποία τις περισσότερες φορές ανακύπτουν συγκαλυμμένα ή δευτερεύοντα.

Πρώτο ζήτημα είναι, νομίζω, η τοποθέτηση το περίφημου «πονήματος» σε μια κλίμακα απαξίας: Πολλοί συγκρίνουν τα απομνημονεύματα του Κουφοντίνα με βιβλία όπως «Ο αγών μου», με συλλογές λόγων του Λένιν, του Παπαδόπουλου ή με έργα απολογητών ακραίων καθεστώτων, όπως φερ’ ειπείν του Κωνσταντίνου Πλεύρη ή υποστηρικτών του Πολ Ποτ. Με την κατηγορία των απολογητών το βιβλίο του Κουφοντίνα διαφέρει σε ένα πολύ βασικό σημείο: Στο ότι το χέρι που γράφει, όσο απεχθές κι αν είναι το πνεύμα που το κινεί, δεν είναι το ίδιο βαμμένο με αίμα. Ως προς τα έργα δικτατόρων , όπου η παραπάνω διάκριση δεν υφίσταται, υπάρχει μια λιγότερο διακριτή, αλλά σοβαρή διαφοροποίηση: Η ένταξη της βίας μέσα σε μια φρικιαστική, αλλά υπαρκτή ιδεολογία, η χρήση της ως εργαλείου. Στην περίπτωση της τρομοκρατίας η ανθρώπινη ζωή περιφρονείται πιο βάναυσα από οπουδήποτε αλλού, καθώς η απώλειά της δεν είναι μέσο μιας γενικότερης (διεστραμμένης) επιδίωξης, αλλά χρησιμεύει απλώς για να βγάλει τον φονιά από το περιθώριο του περιθωρίου. Γι’ αυτό πιστεύω βαθύτατα ότι τα κείμενα τρομοκρατών είναι ό,τι πιο αισχρό μπορεί να γραφτεί. Ο Κουφοντίνας δεν πολιτικολογεί έστω και ακραία στρεβλά˙ περηφανεύεται για τις άνανδρες δολοφονίες που διέπραξε.

Δεύτερο ζήτημα είναι η ευθύνη του εκδότη: Ανατρέχοντας για μια πανεπιστημιακή εργασία σε φύλλο της «Καθημερινής» λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα είχε αρνηθεί να αναδημοσιεύσει την προκήρυξη της 17 Νοέμβρη με την αιτιολογία ότι δεν θα ικανοποιήσει τον κύριο σκοπό των δολοφόνων, ο οποίος δεν ήταν το έγκλημα καθεαυτό, αλλά να φέρουν στην επιφάνεια διά αυτού τις άκρως περιθωριακές τους απόψεις. Φρονώ ότι αυτή είναι η πιο ακέραια στάση απέναντι στην τρομοκρατία˙ αφ’ ης στιγμής η προκήρυξη είναι το κυρίως πιάτο της τρομοκρατικής ενέργειας, η αντιμετώπιση της ρίζας του προβλήματος πρέπει να ξεκινά από τον περιορισμό των διαύλων διάδοσης του ψευδο-μηνύματος. Αυτός ο περιορισμός είναι σχεδόν αυτονόητο ότι δεν πρέπει να γίνεται κρατικά: Όσο ψευδεπίγραφο και αν είναι το μήνυμα, δεν παύει να έχει την μορφή λόγου. Πρέπει, λοιπόν, να επαφίεται στην στάση του εκδότη η δημοσιοποίηση ή μη. Άλλως τε, σε μια εποχή που η διάδοση του λόγου είναι πρακτικά μη ελέγξιμη, κάτι τέτοιο θα ήταν ατελέσφορο. Και εδώ είναι το μεγάλο λογικό άλμα των Εκδόσεων Λιβάνη: Οι εκδοτικοί οίκοι δεν είναι ευαγή ιδρύματα για να δημοσιεύουν όποιο κείμενο λαμβάνουν στο όνομα της ελευθερίας του λόγου˙ προβαίνουν σε ξεσκαρτάρισμα και κρίνουν τι θα τους ωφελήσει, με κριτήριο το στίγμα που θέλουν να δώσουν. Η φωνή του Κουφοντίνα θα ακουγόταν, έστω και από κάποιες περιθωριακές εκδόσεις. Εκδίδοντάς το, τα Νέα Σύνορα διάλεξαν στρατόπεδο.

Τρίτο ζήτημα, αλληλένδετο με το δεύτερο, είναι η αντιμετώπιση της επιλογής του εκδότη, ήτοι η ευθύνη των διανομέων και των αναγνωστών. Η εμπορία ενός βιβλίου που πουλάει μόνο αίμα ανυποψίαστων θυμάτων από αυτόκλητους και νομιζόμενους δικαστές είναι κάτι που αξιολογείται ομοίως με την έκδοση του βιβλίου. Και γι’ αυτό είναι επαινετή η στάση του Free Thinking Zone, το οποίο αρνείται να πουλήσει το βιβλίο του Κουφοντίνα, αφιερώνοντας ένα σημείο του καταστήματος στα βιβλία που μπορεί να είχαν εκδώσει τα θύματα της 17 Νοέμβρη.

Ένα επιπλέον ζήτημα στην περίπτωσή μας είναι καθαρά πολιτικό και αφορά στον επιμελητή του βιβλίου: Ο κ. Νίκος Γιαννόπουλος είναι επιφανές μέλος της «ΡΟΖΑ», συνιστώσας του Συ.Ριζ.Α., η οποία, μάλιστα, ιδρύθηκε με αποκλειστικό σκοπό την συμμετοχή στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόσφατα αυτοδιαλύθηκε αποδεχόμενη την πρόταση του κ. Αλέξη Τσίπρα. Η χαλαρή πολιτική μελών της Κουμουνδούρου δεν μπορεί να αποτελεί πρόσχημα για υποστηρικτές θρασύδειλων φονιάδων. Καλώς ή κακώς, στην πολιτική δεν μπορείς να μονοπωλήσεις όλους τους πολιτικούς χώρους, αργά ή γρήγορα καλείσαι να διαλέξεις «με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις». Κλείνοντας το μάτι στον κάθε Γιαννόπουλο στο όνομα της προοπτικής εξουσίας (κουκιά είναι αυτά), ο Συ.Ριζ.Α. δεν πετυχαίνει τίποτα λιγότερο από το να απομακρύνεται από την πολιτική κληρονομία του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, δημιουργώντας μια αμιγώς λούμπεν και εχθρική προς τους δημοκρατικούς θεσμούς πτέρυγα εντός του, η οποία αναπόδραστα τον στιγματίζει.

Και ερχόμαστε στο πλέον κομβικό ζήτημα: Ποιος πρέπει να αξιολογεί τις παραπάνω συμπεριφορές; Ή, καλύτερα, ποιος μπορεί να τιμωρήσει αποτελεσματικότερα όσους ποντάρουν στο αίμα; Πιστεύω ότι είναι οι πολίτες, με τα χρήματα και την ψήφο τους. Αν το βιβλίο του Κουφοντίνα και το κόμμα που ανέχεται υποστηρικτές του πατώσουν, οι επόμενοι θα το σκεφτούν πολλές φορές να επιδιώξουν οφέλη από τη γοητεία του περιθωρίου. Αντίστοιχα, η ακέραια στάση απέναντί του μπορεί να λειτουργήσει άμεσα ή έμμεσα και ως διαφήμιση – δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάτι μεμπτό σε αυτό.

Αυτός θα είναι ο θρίαμβος του φιλελευθερισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, αλλά και η διάψευση όσων πιστεύουν ότι η ατομική ελευθερία μπορεί να υπάρξει αυτόνομη της οικονομικής ή το αντίστροφο. Η αγορά που ασκεί πολιτική δεν είναι κάτι απρόσωπο, είναι το σύνολο ατόμων που αποφασίζουν ποιους θα επαινέσουν και ποιους θα αποδοκιμάσουν, σταθμίζοντας και αποδεχόμενοι κέρδη και ζημίες. Ασφαλώς δεν πρόκειται για ένα σύστημα τέλειο, αλλά για αυτό που δίνει τις πειστικότερες απαντήσεις και δίνει το μέγιστο δυνατό πεδίο δράσης στα μέλη του, καλώντας τα να κρίνουν κατά συνείδηση και όχι να περιμένουν μια ανώτερη δύναμη να αποφασίσει για αυτούς.

Συμπερασματικά, το βιβλίο του Κουφοντίνα δοκιμάζει την δημοκρατία μας. Δεν πρόκειται για επιγενόμενη πράξη, αλλά για μέρος της τρομοκρατικής ενέργειας. Η κοινωνία που τόσο βαθιά μισεί ο «συγγραφέας» θα του επιτρέψει να μιλήσει, αλλά δεν έχει καμία υποχρέωση να τον ακούσει ή να σεβαστεί το έμεσμά του. Αντίθετα, δικαιούται να στείλει τον ίδιο και όσους συμμαχούν μαζί του εκεί που πραγματικά και από επιλογή τους ανήκουν, δηλαδή στο πιο σκοτεινό σημείο του περιθωρίου. Θα το πετύχει, δε, εμφατικότερα βασιζόμενη στις δικές της δυνατότητες, κρίνοντας κατά περίσταση και όχι ζητώντας ένα νέο index librorum prohibitorum. Το μήνυμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: Κανένας διάλογος με αυτούς που υποτιμούν ανερυθρίαστα την αξία της ανθρώπινης ζωής. Μαζί τους διαλέγεται μόνο η ποινική δικαιοσύνη.

Friday 28 February 2014

Έχω και Κίνημα, πάμε μια βόλτα;

Ένας βασικός κανόνας της πολιτικής λέει ότι τα κόμματα ιδρύονται και ανθούν εξυπηρετώντας τα αιτήματα και τις ανάγκες μιας χρονικής περιόδου. Όσο μπορούν να εξελίσσονται και να ακολουθούν τις εξελίξεις, τόσο η περίοδος ακμής τους παρατείνεται˙ όταν, όμως, κάποια στιγμή η εποχή τους τα ξεπερνά, τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τη συνοχή και την ίδια την ύπαρξή τους, ανοίγοντας το δρόμο για δημιουργία νέων σχηματισμών, άλλοτε επιτυχημένων και άλλοτε αποτυχημένων. Συνήθως τέτοιες στιγμές έρχονται μαζί με καταστροφές, δυσκολίες ή αποτυχίες και η μεταμνημονιακή εποχή δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τον κανόνα, παρέχοντας τις κατάλληλες συνθήκες για την εμφάνιση καινούργιων κομματικών φορέων που φιλοδοξούν να καταλάβουν τις θέσεις των μεταπολιτευτικών.

 Οι δυσκολίες των τελευταίων ετών περιλαμβάνουν μια όαση χαράς για μια κατηγορία συνανθρώπων μας (στην οποία ανήκει και ο γράφων) που πρέπει να αντιμετωπίζεται με κατανόηση και συμπάθεια, τα λεγόμενα political junkies. Είμαστε όλοι εμείς που γοητευόμαστε όχι μόνο από τους «μεγάλους παίκτες» της πολιτικής σκακιέρας, αλλά αναζητούμε «διαμαντάκια» και στους λιγότερο επιφανείς παράγοντες του παιχνιδιού, ακόμα κι αν χρειαστεί να ψάξουμε αρκετά για να τους ανακαλύψουμε. Οι διασπάσεις, οι νέες αφίξεις, η επανάκαμψη παλαιών αστέρων, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να αποτελεί κάτι σαν λουκούλλειο γεύμα για την πάθησή μας.

 Παρά ταύτα, όπως ένα καλό φαγητό που καταναλώνεται σε κτηνώδεις ποσότητες, έτσι σήμερα παρατηρείται το σπάνιο φαινόμενο τα political junkies να βρίσκονται ένα βήμα προ του σκασμού. Η ταχύτητα με την οποία ξεπηδούν οι νέες πολιτικές κινήσεις είναι, πλέον, πέρα από τις δυνατότητες που έχουμε να τις καταναλώσουμε. Από την εκδήλωση της κρίσης και εξής, μπορούμε να μετρήσουμε τουλάχιστον 26 σχηματισμούς που είδαν, λιγότερο ή περισσότερο, το φως της δημοσιότητας, χωρίς να υπολογίζουμε μικρότερες πολιτικές ομάδες που, όσο junkies και να είμαστε, μας ξέφυγαν. Ενδεικτικά, από τα τέλη του 2009 μέχρι τις εκλογές του 2012 εμφανίστηκαν στη ζωή μας οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, το Πανελλήνιο Άρμα Πολιτών, το ΟΧΙ, η Δημιουργία ξανά, η ΔΗΜΑΡ, η Δυναμική Ελλάδα, η Κοινωνία Αξιών, η Κοινωνική Συμφωνία, το Κόμμα Πειρατών Ελλάδας, το Παναθηναϊκό Κίνημα, ο Σύνδεσμος Εθνικής Ενότητας, η Δημοκρατική Συμμαχία και το Χαρίζω Οικόπεδα – Χαρίζω χρέη, ενώ, επικεντρωνόμενοι στο διάστημα από τις τελευταίες εκλογές και εξής έχουμε περίπου ένα κόμμα το μήνα (Νέα ΜΕΡΑ, Δραχμή 5 αστέρων, Έλληνες Ευρωπαίοι Πολίτες, Ένωση για την Πατρίδα και τον Λαό, Συμφωνία για τη Νέα Ελλάδα, Σχέδιο Β΄, Χριστιανοδημοκρατικό Κίνημα, Πυρίκαυστος Ελλάδα, Νέο Κόμμα, Δημοκρατική Παράταξη, Κόμμα Ελλήνων Κυνηγών, Σοσιαλιστικό Κόμμα, Ποτάμι)!!!

 Ο αριθμός είναι εκπληκτικός (ή, αν προτιμάτε, εξωφρενικός), μιλάμε περίπου για ένα νέο κόμμα ανά 2 μήνες. Αν, δε, προσθέσουμε και άλλα, προϋπάρχοντα «μικρά» κόμματα (Δράση, Φιλελεύθερη Συμμαχία, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΟΣ, Ένωση Κεντρώων), καθώς και ορισμένα λιγότερο γνωστά, τότε στις επόμενες εκλογές δεν αποκλείεται, παρά τις συγχωνεύσεις που έγιναν ή θα γίνουν, να πλησιάσουμε τα 40 κόμματα.

 Η πλειονότητα των προαναφερθέντων κομμάτων στοχεύει σε ένα κοινό που βρίσκεται δεξιά και αριστερά αντίστοιχα της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για τα περίφημα «αντιμνημονιακά» κόμματα, τα οποία, λιγότερο ή περισσότερο ποντάρουν στην δυσαρέσκεια των πολιτών απέναντι στο μεταπολιτευτικό δίπολο, οι οποίοι, για διάφορους λόγους, διστάζουν να ενταχθούν στον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα μεγαλύτερα κόμματα. Για τη ρητορική τους μπορούν να γραφτούν τόμοι ολόκληροι – συνήθως βαθύτατα χιουμοριστικού περιεχομένου, ενώ στο ερώτημα γιατί πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν ένα σημαντικό μερίδιο του κόσμου, η επιτυχία του κινήματος του Πάνου Καμμένου είναι μια καλή πρώτη απάντηση.

 Υπάρχει, όμως, και μια άλλη κατηγορία νεοϊδρυθέντων κομμάτων, τα οποία φιλοδοξούν να μπουν «σφήνα» ανάμεσα στους δύο πόλους, εκφράζοντας τον ασαφή χώρο που κατά καιρούς έχει πάρει τις ονομασίες «μεσαίος», «κεντρώος», «φιλελεύθερος», «δημοκρατικός», «μεταρρυθμιστικός», «κοινής λογικής» κλπ. Με αυτά νομίζω πως αξίζει να ασχοληθεί κάποιος λίγο πιο επισταμένα: Με ρητορική είτε φιλομνημονιακή, είτε αντιμετώπισής του ως αναγκαίου κακού, συνήθως εγκαλούν το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης για όσα δεν έκανε και μας οδήγησαν ως εδώ. Και, αρκετές φορές έχουν δίκιο, ενίοτε, δε, προβάλλουν ορισμένες ενδιαφέρουσες ιδέες.

 Γιατί, όμως, ενώ «τα λένε ωραία», αποτυγχάνουν πρώτον να συνεργαστούν και δεύτερον να πείσουν μια ικανή μερίδα του εκλογικού σώματος; Υπάρχουν διάφοροι λόγοι: Η συμμετοχή παλαιών και φθαρμένων προσώπων, οι οποίοι δεν αποτελούν, στα μάτια των εκλογέων, εγγύηση αλλαγής˙ οι αρχηγικές εμμονές άλλων πολιτικών, οι οποίες δυσκολεύουν τόσο τις συνεργασίες, όσο και την αύξηση της δημοφιλίας των σχηματισμών˙ αντίστοιχα, η έλλειψη κομματικής δομής άλλων κινημάτων, με αποτέλεσμα, ελλείψει ηγεσίας, να μετατρέπονται σε λέσχες πολιτικού προβληματισμού αντί για κόμματα˙ τέλος, οι μικροϊδεολογικές περιχαρακώσεις γύρω από επουσιώδη ζητήματα, τα οποία εμποδίζουν την σύγκλιση επί βασικών κοινών θέσεων.

 Υπάρχει, όμως, ένα σχεδόν κοινό χαρακτηριστικό: Η δυστοκία (ενίοτε και απροθυμία) στη συλλογή ψήφων. Καλώς ή κακώς, δημοκρατία είναι και το να μαζεύεις «κουκιά»˙ χωρίς αυτά, κανείς δεν κυβέρνησε πουθενά. Είναι αλήθεια ότι στην μεταπολιτευτική Ελλάδα η ψηφοθηρία εξελίχθηκε σε ένα πολύ άγριο σπορ, ενίοτε χωρίς κανόνες ή/και ηθική. Και εδώ είναι το στοίχημα όσων θέλουν να κομίσουν κάτι νέο: Να διεκδικήσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου «πόρτα – πόρτα», να πείσουν ότι, εκτός από το να τα λένε ωραία, μπορούν και να τα κάνουν σωστά. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η πολιτική δεν είναι για μη μου άπτου ανθρώπους, χρειάζεται στελέχη πρόθυμα να ιδρώσουν, να λερωθούν για να ανταμειφθούν από τους ψηφοφόρους. Εκεί κολλάνε συνήθως κινήσεις με καλές προθέσεις.

 Δεν είναι, λοιπόν, τόσο παράδοξη η αύξηση του αριθμού των κομμάτων σε μια περίοδο που οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αμφισβητούνται – άλλως τε, πολλοί νεότευκτοι σχηματισμοί δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σοβαρά, όπως προείπαμε. Επειδή η πολιτική, όπως και η φύση, απεχθάνεται το κενό, είναι αναπόφευκτο κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, να βρεθεί ένα κόμμα που θα καταφέρει όσα τα προηγούμενα απέτυχαν, αλλάζοντας τους συσχετισμούς του πολιτικού συστήματος – κάτι το οποίο πρέπει να έχουν πάντα στα υπόψη και τα κόμματα της νυν κεντρικής πολιτικής σκηνής. Ο κόσμος είναι εκεί έξω και περιμένει, όχι μεγαλοστομίες, ούτε περίτεχνα κατασκευάσματα˙ περιμένει σαφείς απαντήσεις στα προβλήματά του Όποιος πιστεύει ότι μπορεί να το πετύχει, ας κάνει ένα βήμα μπροστά.