Monday 30 May 2011

Οι «Αγανακτισμένοι», ο Μίκης και η εθνική μας αντίφαση

Με κάθε βεβαιότητα, το θέμα των ημερών δεν είναι άλλο από τους ανά την Ελλάδα "Αγανατισμένους". Αν και ο όγκος των συγκεντρώσεων είναι όντως αξιοπρόσεκτος (ειδικά αφ’ ης στιγμής δε φαίνεται να υποκινούνται από κάποιον φορέα), η διάδοσή τους μέσω social media πρωτότυπη για τα δεδομένα μας, ο χαρακτήρας τους μέχρι στιγμής εντυπωσιακά ειρηνικός και παρόλο που κάθε κάτοικος αυτής της χώρας έχει κάθε λόγο να αισθάνεται αγανακτισμένος, αρνούμαι να συμμετάσχω στις καθημερινές παραστάσεις διαμαρτυρίας για μια σειρά από λόγους.

Κατ’ αρχάς, από τις εκδηλώσεις των αγανακτισμένων απουσιάζει μια κεντρική στόχευση. Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα των συμμετεχόντων είναι ακριβώς το γεγονός ότι ο οποιοσδήποτε έχει τους δικούς του λόγους να είναι αγανακτισμένος: Ο αριστερός επειδή ξεπουλιέται (;) δημόσια περιουσία (;), ο φλιελεύθερος επειδή το κράτος παραμένει σε επίπεδα μεγέθους Βορείου Κορέας, ο ακροδεξιός επειδή δε θέλει να βλέπει ούτε έναν μετανάστη (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει όντως πρόβλημα), τα μέλη των κομματικών μηχανισμών των οποίων η δύναμη μειώνεται και, γενικά, κάθε πολίτης που βλέπει το (όποιο) βιωτικό του επίπεδο να πέφτει κατακόρυφα. Είναι, μάλιστα, αρκετοί φίλοι και γνωστοί, των οποίων τις ιδέες εκτιμώ ιδιαίτερα, που αποφάσισαν να δηλώσουν "Αγανακτισμένοι".

Στο υποθετικό σενάριο, όμως, που η Κυβέρνηση και η Τρόικα λύγιζαν μπροστά στο ποτάμι της λαϊκής αγανάκτισης και αποφάσιζαν να υλοποιήσουν τα αιτήματά του, θα δυσκολεύονταν πάρα πολύ να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν. Πρέπει να μειώσουν τους φόρους ή να αυξήσουν το κράτος; Να απολύσουν τα "κομματόσκυλα" ή να μην πειράξουν τους εργαζομένους του δημοσίου; Να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα ή να ξεχάσουν τα σχέδια για εργασιακό μεσαίωνα; Να κρατηθεί η χώρα στο ευρώ ή να κηρύξει μετά δόξης και τιμών πτώχευση επιστρέφοντας στη δραχμή; Αν, βέβαια, το αίτημα είναι να μη χαλάσει η νιρβάνα μας, τότε δε μιλάμε για ένα πρωτότυπο κίνημα, αλλά για μια από τα ίδια. Αντίστοιχα, δε νομίζω ότι κανείς εχέφρων άνθρωπος βρίσκει ελκυστική την ιδέα της αμεσοδημοκρατίας ή οποιαδήποτε επιστροφή στην πολιτική εποχή των σπηλαίων.

Επιπλέον, η προσήλωση στην ιδέα ότι αυτό το "κίνημα" είναι κάτι ευρύτερο ("Ευρωπαϊκή Επανάσταση" της 29ης Μαΐου [αλήθεια, έγινε;], σύγκριση με Αργεντινή και Βόρεια Αφρική) προκαλεί μια εντελώς στρεβλή αντίληψη ότι το πρόβλημα βρίσκεται κυρίως εκτός συνόρων και ότι "μέσα πάμε καλά". Το παραπάνω σχήμα δεν αντέχει την παραμικρή λογική βάσανο και εξυπηρετεί τον (κατά πώς φαίνεται) σκοπό των "Αγανακτισμένων" να συνεχίσουμε την επίπλαστη ευημερία των τελευταίων ετών, με ολίγη από "Εκκλησία του Δήμου" και μια ιδέα Debtocracy. Όσο εθελοτυφλούμε ότι το πρόβλημά μας θα λυθεί χωρίς δραστική μείωση του κράτους, ώστε να απελευθερωθούν οι παραγωγικές μονάδες του τόπου, τόσο η κρίση θα βαθαίνει.

Φυσικά, από το προσκλητήριο για κατάληψη στις κεντρικές πλατείες δε θα μπορούσε να λείπει και ο αστικός μύθος, χωρίς τον οποίο δε μπορούμε να ζήσουμε ως φυλή. Κάποιος, κάπου, κάποτε άκουσε Ισπανούς διαδηλωτές να φωνάζουν "Κάντε ησυχία μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες". Σε κανέναν, όμως δε φάνηκε παράδοξο ότι στην επανάσταση του Internet δεν καταγραφικε πουθενά οπτικοακουστικά, ούτε καν βρέθηκε κάπου η φράση στα Ισπανικά. Το εκπληκτικό είναι ότι ακόμα και τώρα, που η φήμη αποδομήθηκε, οι διαδηλωτές εξακολουθούν να φωνάζουν στους Ισπανούς ότι είναι ξύπνιοι – δε θα ήθελα να φανταστώ την έκπληξή των τελευταίων.

Από κοντά στην όλη ιστορία βρίσκεται και ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο (κατά γενική ομολογία) σπουδαίος μουσικοσυνθέτης και (επίσης αδιαμφισβήτητα) εμβληματική φυσιογνωμία του αγώνα για εκδημοκρατισμό της χώρας δε θα μπορούσε να λείπει από τη "γιορτή". Το επιβάλλει, εξάλλου, η μεταπολιτευτική του παρουσία, η οποία σχεδόν στο σύνολό της εξαντλήθηκε σε φαινομενικά φιλολαϊκές αλληλοσυγκρουόμενες προτάσεις και σε φανφάρες για ξένους κύκλους που επιβουλεύονται την Ελλάδα. Απλά συγκρίνετε τα παραπάνω για τους «Αγανακτισμένους» με την ιδρυτική διακήρυξη της "Σπίθας", στην αποία την ίδια στιγμή ζητάει μείωση των αμυντικών δαπανών, αλλά απαιτεί και να οχυρωθούμε σαν αστακοί, ενώ παράλληλα επικαλείται την πολυφορεμένη δήλωση του Kissinger για απείθαρχους Έλληνες, η οποία δυστυχώς δεν έγινε ποτέ...

Συνοψίζοντας, δεν έχω καμία διάθεση να συμμετάσχω σε ένα κίνημα του «όχι» καλλωπισμένο με ευχολόγια Γυμνασίου (πχ "να νιώσουμε αλληλεγγύη για τον διπλανό μας" - δυστυχώς η σελίδα της "Άμεσης Δημοκρατίας" έχει πέσει) και σερβιρισμένο με μπόλικα ψέμματα που ικανοποιούν ή διεγείρουν τη νεοελληνική αγωνιστικότητα. Οι περισσότεροι "Αγανακτισμένοι", περισσότερο από αγανακτισμένοι, είναι έκπληκτοι για την κατάρρευση του ελληνικού κράτους, κάτι για το οποίο κανείς φιλελεύθερος δεν είχε αυταπάτες ότι δεν θα συμβεί σύντομα. Η αγανάκτισή τους, λοιπόν, καλό θα ήταν να στραφεί πρωτίστως προς τον καθρέφτη τους και λιγότερο με αυτούς στους οποίους ανέθεσαν το γκρέμισμα της χώρας.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στην πιο σημαντική και πιο ανησυχητική κατά τη γνώμη μου δήλωση των ημερών. "Νιώθω λίγο χειρότερα από ότι ένιωθα στη Χούντα", δήλωσε (πάλι) ο Μίκης Θεοδωράκης. Ίσως η γενιά μου να είναι πολύ μικρή για να κρίνει τα συναισθήματα του Θεοδωράκη, πολύ φοβάμαι, όμως, πως όποιος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο νοσταλγεί εποχές στις οποίες υπέφερε άδικα, είναι καταδικασμένος να τις ξαναζήσει, αν όχι αυτός, σίγουρα οι νεότεροι που αφρόνως συμφωνούν μαζί του...

Monday 23 May 2011

Τα δύσκολα "ναι" και "όχι" της πατρίδας

του Κώστα Μίχου

Η ελληνική ιστορία είναι στοιχειωμένη από ένα πάθος για "όχι".

Οι πιό ηρωϊκές μορφές του Ελληνισμού, από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα, υπήρξαν μορφές που πέρασαν στην αιωνιότητα, χάρη σε ένα "όχι" που είπαν, συνήθως με τίμημα την ζωή τους σε αντάλλαγμα για την τιμή τους.

Ο Λεωνίδας κι ο Παπαφλέσσας πέρασαν στην αιωνιότητα αντιστεκόμενοι μάταια με τους 300 τους απέναντι σε στρατούς χιλιάδων και έκαναν τις Θερμοπύλες και το Μανιάκι παγκόσμια σύμβολα. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συνάντησε τον θάνατο στα τείχη της Πόλης αντί για μια αξιοπρεπή εξορία στην Δύση. Κι ο Ιωάννης Μεταξάς ένα ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου είπε το περήφανο εθνικό "όχι", που μέχρι σήμερα η Ιστορία αρνείται να του πιστώσει.

Ολόκληρη η ιστορία του Ελληνισμού είναι γεμάτη από στενά περάσματα, στα οποία λίγοι στάθηκαν απέναντι σε πολλούς. Χάρη σ' αυτά οι Έλληνες θα μπορούν πάντα να διηγούνται με περιφρόνηση ιστορίες, σαν εκείνη του Δανού βασιλιά, Χριστιανού, που όταν έμπαιναν οι Ναζί στην Δανία έστειλε να παραδώσουν το στέμμα του σε έναν μοτοσυκλετιστή του γερμανικού στρατού.

Και μέσα από πολλές έντονες και ηρωϊκές στιγμές αντίστασης, το "όχι" πέρασε στο υποσυνείδητο του διαχρονικού Ελληνισμού σαν η κορυφαία πράξη εθνικού ιδεαλισμού.

Συγχρόνως, όμως, και μέσα από δύσκολες ιστορικές συγκυρίες, στο συλλογικό μας υποσυνείδητο πέρασε με τα χρόνια και η εσφαλμένη αντίληψη, ότι η εθνική μας μοίρα εξαντλείται στην αόριστη έννοια της αντίστασης, πίσω από την οποία πολλές φορές κρύβεται η αντίληψη ότι το ελληνικό έθνος έχει περιέλθει σε βιολογική, ψυχική και ιστορική αδυναμία για κάθε θετική δράση.

Στο ηρώο του Ελληνισμού λίγες είναι οι μορφές εκείνες που είπαν "ναί", που ανταποκρίθηκαν σε μία μεγάλη θετική πρόκληση με σχέδιο και αυτοπεποίθηση και οδήγησαν το έθνος με ασφάλεια σε μία αντίπερα όχθη, συχνά ενεργώντας σε αντίθεση και με το ίδιο το λαϊκό αίσθημα της εποχής τους.

Τελευταίο ιστορικό παράδειγμα ενός τέτοιου ηγέτη υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που υπέγραφε στο Ζάππειο την σύνδεση της Ελλάδας με την τότε ΕΟΚ, την ώρα που ο ελληνικός λαός φώναζε το όχι του "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο".

Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την εποχή εκείνη, κάθε λογής εκκλήσεις αντίστασης πλανιούνται στον αέρα.

Όμως, τα σημερινά κινήματα του "όχι" δεν έχουν, δυστυχώς, τίποτε απολύτως να κάνουν με την ιστορική παράδοση αντίστασης του Ελληνισμού, την οποία με κάθε τρόπο τα περισσότερα επιμένουν να νοσφίζονται.

Κι αυτό γιατί το διαχρονικό πνεύμα αντίστασης του Ελληνισμού ήταν συνδεδεμένο με την έννοια της προετοιμασίας και της θυσίας, ενώ το σύγχρονο κίνημα του "όχι" δεν υπόσχεται ούτε δάκρυα, ούτε αίμα, ούτε θυσίες, ούτε καν ιδρώτα• υπόσχεται καλά αυτοκίνητα, δάνεια και διακοπές και μια περηφάνεια άκοπη και χαρισμένη. Τα σημερινά κινήματα του "όχι" δεν απαιτούν ούτε καν από τον εαυτό τους κάποια προετομασία ή ετοιμότητα, ούτε από τους οπαδούς τους κάποια θυσία ή έστω προσφορά. Βάζουν στα στόματα μορφών που θυσίασαν την ζωή τους λόγια εκείνων που δεν είναι έτοιμοι να θυσιάσουν ούτε καν την βολή τους για το κοινό καλό. Περιφέρουν την περηφάνεια που κατέκτησαν άλλοι με το αίμα τους για να χαρίσουν περηφάνεια σε εκείνους που δεν ξέρουν άλλη περηφάνεια από αυτήν της οικονομικής ή πολιτικής εξουσίας, μικρής και μεγάλης. Απαιτούν ή αρνούνται τζάμπα στο όνομα αυτών που κατέκτησαν ή απαρνήθηκαν ακριβά.

Μα το χειρότερο είναι ότι καλούν τους Έλληνες να πούν "όχι", έχοντας πριν αντιστρέψει τα ερωτήματα, χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι.

Σήμερα οι Έλληνες βρισκόμαστε σε μία εποχή τόσο κρίσιμη, που κάποτε όλοι θα κριθούμε για εκείνα που είπαμε και κάναμε, αλλά και εκείνα που δεν είπαμε και δεν κάναμε, σταθμίζοντας ανάμεσα στα ναι και τα όχι της εποχής μας.

Κι έτσι, πριν πεί ο καθένας το δικό του "όχι", καλό είναι να βεβαιωθεί πρώτα ότι έχει καταλάβει την ερώτηση και έχει εννοήσει αν με το "όχι" του αντιστέκεται ή ενδίδει.

Thursday 12 May 2011

Πρόεδρος της Οχλοκρατίας

Στην αρχή, νόμιζα πως ήταν φάρσα. Μετά, προσπάθησα να πιστέψω ότι δε διάβασα καλά. Όση επιμέλεια και να επέδειξα, όμως, το δημοσίευμα που βρισκόταν στην οθόνη μου παρέμενε απαράλλακτο, δίχως υποψία χιούμορ. Κατέφυγα στο επίσημο site της Προεδρίας της Δημοκρατίας, προσμένοντας μια διάψευση. Δυστυχώς, η μόνη διάψευση ήταν των προσδοκιών μου. Στο ημερολόγιο δραστηριοτήτων του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας βρισκόταν, με σημερινή ημερομηνία η εξής καταχώρηση: "Συνάντηση με τον Πρόεδρο και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Γενικής Ομοσπονδίας Προσωπικού ΔΕΗ - Κλάδου Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΓΕΝ.Ο.Π/ Δ.Ε.Η - Κ.Η.Ε.)"…

Η "συμπάθειά" μου προς τον τρόπο που ασκεί τα καθήκοντά του ο Κάρολος Παπούλιας έχει εκφραστεί πολλές φορές, τόσο σε καθημερινές συζητήσεις, όσο και σε διάφορα social media. Ίσως πλέον να είμαι αρνητικά προκατειλημμένος όταν ετοιμάζομαι να διαβάσω κάτι σχετικά με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όμως η σημερινή είδηση νομίζω πως ξεπερνά κάθε όριο.

Ο Πρώτος Πολίτης της χώρας, το σύμβολο της Εθνικής Ενότητας, ο Αρχηγός του Κράτους, δέχτηκε με κάθε επισημότητα τη διοίκηση του πιο προκλητικού σωματείου, το οποίο εκβιάζει ανερυθρίαστα ότι θα βυθίσει την Ελλάδα στο σκοτάδι αν τολμήσει κανείς να αγγίξει τα εξωφρενικά του προνόμια και το οποίο, μην ξεχνάμε, βρίσκεται στο στόχαστρο της δικαιοσύνης, μετά το πόρισμα – κόλαφο του Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρου Ρακιντζή.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Από την πρώτη στιγμή της Προεδρίας του, ο Κάρολος Παπούλιας διακρίνεται μόνο για τις δηλώσεις που κάνει ύστερα από κάθε σημαντικό ή ασήμαντο γεγονός, δηλώσεις που ανταγωνίζονται σε βάθος νοήματος μόνο εκθέσεις μαθητή Δημοτικού: Γενικότητες, αοριστίες, ευχολόγια και πάλι από την αρχή, διανθισμένα με ένα διαρκές «χάιδεμα» αυτιών και με μια επίκληση στον περιούσιο του Θεού λαό των Ελλήνων.

Μια μικρή αναδρομή στις πιο πρόσφατες θα μας πείσει: Στην 37η επέτειο του Πολυτεχνείου υμνεί τη γενιά που τα τελευταία 30 χρόνια υποθήκευσε το μέλλον της χώρας, ενώ στο μήνυμά του για την 25η Μαρτίου τα βάζει με τον καταναλωτισμό (!!!) και εξυψώνει τις "αστείρευτες δυνάμεις" του Ελληνισμού, κόντρα σε όλο το διεθνές στερέωμα.. Ακόμα και σε γεγονότα που κανείς νοήμων άνθρωπος δεν τίθεται απέναντι, όπως η δολοφονία των δύο Αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ, η δήλωση του Προέδρου είναι πιο στρογγυλεμένη και από κύκλο…

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η διακοσμητική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας από το 1985 και μετά δεν επιτρέπει κάτι περισσότερο. Όντως, ο θεσμικός ρόλος του είναι από περιορισμένος έως ανύπαρκτος, αλλά δεν αναφέρεται κάπου ότι πρέπει οι δηλώσεις του να είναι άχρωμες, άοσμες και άγευστες.

Επιπλέον, μπορεί να κάποιος να ζητούσε πολλά για την Ελληνική πραγματικότητα, δε νομίζω πως ήταν υπερβολικός αν περίμενε από τον κ. Παπούλια να μην αποδεχτεί τη δεύτερη θητεία που του προσφέρθηκε όταν το πρόσωπό του έγινε αντικείμενο εκβιασμού από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση και, εντέλει προκάλεσε τις εκλογές του 2009. Είναι, δε, θλιβερό ότι δέχτηκε στο Προεδρικό Μέγαρο μια συντεχνία τραμπούκων που είναι περήφανοι για την αθλιότητά τους (το βίντεο προέρχεται από το κανάλι της ΓΕΝΟΠ στο youtube). Συνεπώς, δεν είναι μόνο τα όσα λέει ο Κάρολος Παπούλιας, αλλά και το τι κάνει – έστω και συμβολικά…

Όλα αυτά θα ήταν σαφώς λιγότερο σοβαρά, αν κάποιος δεν κοίταζε τον κρατικό προϋπολογισμό και διαπίστωνε ότι το ρεσιτάλ κενολογίας και προστασίας του mainstream λαϊκισμού του 1980 μας κόστιζε περί τα 5 εκατομμύρια Ευρώ (σελ. 23). Για να είμαστε, βέβαια απόλυτα δίκαιοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο ίδιος ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε να μην εξαιρεθεί των γενικότερων περικοπών, το κόστος, όμως, εξακολουθεί να υπερβαίνει συντριπτικά την αξία του "προϊόντος".

Το κακόγουστο αστείο με τους Προέδρους που είναι κατ’ επάγγελμα αρεστοί στον λαό (γενικά και αόριστα, πάντα), το οποίο ξεκίνησε το 1995, πρέπει επιτέλους να σταματήσει. Στο όνομα της (κατ’ ευφημισμόν) συναίνεσης και υπό τον φόβο της διάλυσης της Βουλής και των πρόωρων εκλογών έχει εγκαταληφθεί κάθε θετική προϋπόθεση για να εκλέγει κάποιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας (λεπτομερής ανάλυση εδώ) και αυτό μόνο ως στρέβλωση του Πολιτεύματός μας μπορεί να νοηθεί. Το πολιτειακό ζήτημα της χώρας είναι ακανθώδες και ογκωδέστατο για να αναλυθεί σε ένα άρθρο, σίγουρα, όμως, όταν καταφέρνει να αποδομήσει μαεστρικά το θεσμό μέχρι και ο Νίκος Αλέφαντος (από τη μέση του βίντεο και μετά), τότε σίγουρα κάτι πρέπει να αλλάξει…

Υ.Γ.: Και μόνο το γεγονός ότι τα προσδοκώμενα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού καταλαμβάνουν 19 σελίδες έναντι 67 των βέβαιων εξόδων νομίζω ότι λέει πολλά για την αξιοπιστία άλλου ενός προϋπολογισμού…

Tuesday 3 May 2011

Χρειαζόμαστε "Βέγγους"

Οι Έλληνες χρήστες των social media δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιδιαίτερα "πρωϊνοί" τύποι. Παρά ταύτα, σήμερα έγινε μία «εξαίρεση»: Ο λόγος ήταν η απώλεια ενός μεγάλου ηθοποιού, του Θανάση Βέγγου, ο οποίος σε ηλικία 84 ετών έχασε τη μάχη με την εξασθενημένη εδώ και καιρό υγεία του. Ο θάνατος διάσημων προσώπων πάντα προσελκύει το ενδιαφέρον στο Διαδίκτυο, τι ήταν, όμως, αυτό που ώθησε νέους ανθρώπους, των οποίων η σχέση με τη γενιά του Βέγγου κάθε άλλο παρά ισχυρή είναι, να ανεβάσουν φωτογραφίες, βίντεο και να γράψουν 2-3 γραμμές στη μνήμη του με τόση θέρμη;

Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι απλή: Ο Βέγγος ενσάρκωνε κάτι σπάνιο για τα σημερινά μας δεδομένα: Την απλότητα, τον αυθορμητισμό, την προθυμία και την εργατικότητα. Ήταν μια γνήσια λαϊκή (όχι με τη σύγχρονη έννοια της μιζέριας και του κατατρεγμού) φιγούρα, η οποία ξυπνούσε μνήμες μιας Ελλάδας που ήξερε να ζει με αυτά που έχει και να προσπαθεί να ανέλθει μέσω της δουλειάς της, κάτι το οποίο φρόντισε να προβάλει τόσο μέσα από τις ταινίες του, όσο (και εδώ είναι το σημαντικότερο) από τον τρόπο ζωής του. Αν αυτά τα δύο δεν συνέπλεαν, τότε είναι βέβαιο ότι ο κινηματογραφικός ήρωας "Θανάσης" δε θα είχε σε καμία περίπτωση την επιτυχία που γνώρισε.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, "Βέγγους" σε όλα τα επίπεδα: Χρειαζόμαστε πολιτικούς "Βέγγους", οι οποίοι θα τρέχουν γνωρίζοντας ότι πρέπει να προλάβουν τις ευκαιρίες που τους δίνονται την κατάλληλη στιγμή, χωρίς να τους τυφλώνει η κομματική τους τοποθέτηση. Χρειαζόμαστε καλλιτεχνικούς "Βέγγους", οι οποίοι θα κατανοούν ότι η τέχνη είναι πάντα δύσκολη, αλλά όχι απαραίτητα σύνθετη και εξεζητημένη, και θα αναζητούν την ανταμοιβή από το ταλέντο τους και όχι από κρατικές επιδοτήσεις. Χρειαζόμαστε, τέλος, πολίτες "Βέγγους", οι οποίοι θα λειτουργούν ενταγμένοι στο κοινωνικό τους σύστημα, αλλά ταυτόχρονα αυτόνομα, όπως και ο Βέγγος σχεδόν σε όλες του τις ταινίες, αντλώντας ικανοποίηση από αυτό που κάνουν καλά.

Το έργο του Θανάση Βέγγου δεν είναι απλοϊκό, όπως πολλοί το έχουν χαρακτηρίσει. Αντλεί έμπνευση από την καθημερινότητα και δημιουργεί έναν χαρακτήρα τόσο ξεχωριστό και αμίμητο, που η επανάληψή του δεν προκαλεί σε καμία περίπτωση κορεσμό. Η υπερβολή του κινηματογραφικού "Θανάση", όσο και αν φαίνεται οξύμωρο, διέπεται πάντα από ένα μέτρο, το οποίο είναι η ελληνική πραγματικότητα της εποχής. Το χιούμορ των ταινιών του είναι τόσο αληθινό και ελληνικό, που είναι αδύνατον να γίνει αντιληπτό από κάποιον ξένο προς τα γεγονότα που περιγράφει, και αυτό είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της ελληνικότητας και της λαϊκότητας του έργου του.

Από σήμερα το πρωί ο Θανάσης Βέγγος ανήκει στην Ιστορία. Θα ζει πάντα μέσα από το γέλιο που προσφέρουν οι ταινίες του, από τη μοναδικότητα της ερμηνείας του, αλλά, κυρίως, από το ήθος που δίδαξε η συνολική του παρουσία. Όσα οικονομικά προβλήματα και να έχει η χώρα, απώλειες όπως αυτή του Θανάση Βέγγου την κάνουν πραγματικά φτωχότερη, καθώς λιγοστεύουν οι "καλοί της άνθρωποι", οι φιλότιμοι, αυτοί που σιώπησαν τα τελευταία 30 χρόνια κάτω από το θόρυβο του λαϊκισμού, της τσάμπα μαγκιάς και του δήθεν. Καλό ταξίδι, καλέ μας άνθρωπε…

Υ.Γ.: Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μείνει κανείς μόνο στους κωμικούς ρόλους του Θανάση Βέγγου και να παραβλέψει τις (λίγες σχετικά) "βαρύτερες" ερμηνείες του. Ας θυμηθούμε την πιο πρόσφατη, στην "Ψυχή Βαθιά", όταν αποδομεί τον παραλογισμό του Εμφυλίου με τη φράση "Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες;"