Friday 29 October 2010

Σεξουαλικές προτιμήσεις και εκλογές


Σε αυτές τις εκλογές εμφανίζεται για πρώτη φορά δυναμικά ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει εδώ και αρκετά χρόνια τις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες: Η διεκδίκηση δημόσιου αξιώματος από κάποιον δηλωμένο ομοφυλόφιλο. Πρόκειται για ένα ζήτημα που διχάζει το σύνολο του πολιτικού χάρτη, καθώς φωνές υπέρ ή κατά τέτοιων υποψηφιοτήτων ακούγονται από όλους τους ιδεολογικούς χώρους. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, αν τέτοιες υποψηφιότητες πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης υποδοχής από την κοινωνία και, βέβαια, κατά πόσο οι "ορατές LGBT (lesbian, gay, bisexual, and transgender) υποψηφιότητες" συμβάλλουν όντως στην προσπάθεια ικανοποίησης των αιτημάτων αυτής της κοινωνικής ομάδας.

Κατ' αρχάς, το φαινόμενο δεν είναι ούτε πρόσφατο, ούτε ελληνικό: Από τον Harvey Milk, ο οποίος εξελέγη δημοτικός σύμβουλος του Σαν Φραντσίσκο στα τέλη της δεκαρτίας του 1970, μέχρι τον νυν Περιφερειάρχη της Απουλίας στην Ιταλία και επίδοξο αντίπαλον δέος του Sylvio Berlusconi στις επόμενες εκλογές Nichi Ventola, συχνά εμφανίζονται "ανοιχτά ομοφυλόφιλοι" (ατυχής απόδοση του όρου openly LGBT) υποψήφιοι σε κάθε είδους εκλογές. Στην Ελλάδα, αν και οι υπόνοιες για ομοφυλόφιλους πολιτικούς είναι εντυπωσιακά μεγάλες σε αριθμό, για πρώτη φορά στις φετινές αυτοδιοικητικές εκλογές οι πολίτες θα μπορούν να επιλέξουν και υποψηφίους οι οποίοι δηλώνουν ευθαρσώς ότι ανήκουν στο λεγόμενο "τρίτο φύλο". Οι υποψηφιότητες αυτές είναι του Δημήτρη Τσαμπρούνη με το συνδυασμό του Γιώργου Καμίνη "Δικαίωμα στην πόλη" και της Ειρήνης Πετροπούλου με το συνδυασμό της Ελένης Πορτάλιου "Ανοιχτή πόλη", αμφότερες για το Δήμο Αθηναίων.

Κατ' αρχάς, είναι αναντίρρητο ότι τα μέλη της LGBT κοινότητας πρέπει να αντιμετωπίζονται χωρίς διακρίσεις σε μια φιλελεύθερη κοινωνία. Διαφοροποιήσεις για το εύρος των δικαιωμάτων που θα πρέπει να τους δοθεί είναι φυσικό και εύλογο να υπάρχουν, ο πυρήνας των δικαιωμάτων, όμως, είναι σαφώς αδιαπραγμάτευτος για κάθε φιλελεύθερη αντίληψη. Σε αυτή την κατεύθυνση σαφώς και οι ορατές LGBT υποψηφιότητες συμβάλλουν θετικά, καθώς δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους πολίτες να αντιληφθούν έμπρακτα και οχι σε θεωρητικό επίπεδο ή υπό μορφή ψιθύρων ότι ο διαφορετικός σεξουαλικός προσανατολισμός δεν είναι "κουσούρι" ή μειονέκτημα, αλλά μια πτυχή της προσωπικότητας κάθε ατόμου που δεν το καθιστά από μόνη της ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο ικανό ως προς τη συμμετοχή στα κοινά.

Παρά ταύτα, υπάρχουν πολλές πτυχές των υποψηφιοτήτων αυτών που ενδεχομένως οδηγούν σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Η βασικότερη αυτών είναι η λανθασμένη προβολή του σεξουαλικού προσανατολισμού ως το βασικότερο χαρακτηριστικό των υποψηφίων. Το επιχείρημα "ψηφίστε με γιατί είμαι ομοφυλόφιλος" έχει την ίδια ακριβώς πολιτική αξία με το "ψηφίστε με γιατί είμαι ετεροφυλόφιλος", από μόνο του, δηλαδή, δεν έχει καμία πρακτική αξία για τον ψηφοφόρο που αναζητά την καλύτερη επιλογή. Οι LGBT υποψηφιότητες δυστυχώς παγιδεύονται σε αυτή την επιλογή, παραγνωρίζοντας ότι το δικαίωμα στη σεξουαλική αυτοδιάθεση είναι ένα μόνο από τα θέματα που καλούνται να διαχειριστούν. Με τον τρόπο αυτό, οι εν λόγω υποψήφιοι καθίστανται μονοδιάστατοι, ενώ, πολλές φορές στηρίζουν συνδυασμούς με τους οποίους έχουν σοβαρές διαφορές (τρανό παράδειγμα, η υποψηφιότητα Καμίνη). Απόρροια αυτού του προβλήματος είναι και το φαινόμενο της γκετοποίησης της LGBT κοινότητας, η οποία, αντί να γίνεται εξωστρεφής, κλείνεται περισσότερο στον εαυτό της, επιλέγοντας να στηρίξει "δικά της παιδιά" με μόνο κριτήριο τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Κάτι τέτοιο, όμως, οδηγεί πρώτον, σε απαξίωση αυτών των υποψηφιοτήτων από μη μέλη της κοινότητας και δεύτερον, σε αποξένωση των μελών της από την κοινωνία.

Συνοψίζοντας, όπως συμβαίνει σε κάθε μεταίχμιο της Ιστορίας, η θέση των LGBT υποψηφίων είναι ιδιαίτερα λεπτή και δύσκολη. Οφείλουν, παρά ταύτα, να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αρθρώσουν λόγο αμιγώς πολιτικό, χωρίς να επικεντρωθούν αποκλειστικά στην ιδιαιτερότητά τους. Μόνο έτσι θα κερδίσουν σε (μικρό ή μεγάλο) βάθος χρόνου το δικαίωμα στην ισότητα που με τόση θέρμη αναζητούν. Σε αντίθετη περίπτωση, οι LGBT υποψήφιοι θα εξελιχθούν σε άλλη μια βαλβίδα εκτόνωσης της καταπίεσης που νιώθει η συγκεκριμένη κοινότητα, χωρίς, όμως, να προσφέρουν πραγματική λύση στα προβλήματά τους.

Υ.Γ.: Όσοι δεν έχετε δει την ταινία "Milk", αξίζει να αφιερώσετε δύο ώρες σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και διδακτική ιστορία.

Thursday 28 October 2010

Το "Οχι" που στοιχειώνει


Η σημερινή μέρα, εκτός από ημέρα μνήμης, είναι μια πολύ καλή αφορμή να αναλογιστούμε μεγέθη και καταστάσεις, να κάνουμε μια ενδοσκόπηση και να αντιληφθούμε τη θέση και τις δυνατότητές μας. Είναι μια ευκαιρία να διδαχτούμε από το παρελθόν μας, υπό την προϋπόθεση ότι δε θα συνεχίσουμε να ζούμε από και για το ένδοξο χθες, αλλά το τελευταίο θα αποτελέσει οδηγό για το μέλον, ενταγμένο πάντα στο ιστορικό του πλαίσιο, χωρίς να εξελιχθεί σε αντικείμενο διαμάχης με βάση προθύστερα κριτήρια και μεταχρονολογημένα ιδεολογήματα.

Ας ξεκινήσουμε με κάποιες απλές παραδοχές οι οποίες (θα έπρεπε να) είναι αυτονόητες: Πρώτον, η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι μια από τις πιο χρυσές σελίδες της Ιστορίας μας, καθώς αντανακλά χαραρκτηριτικά όπως ο πατριωτισμός, η αυταπάρνηση και η ομοψυχία. Είναι, σε τελική ανάλυση, μια νίκη ενός μικρού κράτους απέναντι σε ένα σαφώς μεγαλύτερο και ισχυρότερο, το οποίο με έπαρση διεκδίκησε κάτι το οποίο δεν του ανήκε. Είναι, λοιπόν, μια νίκη – παράδειγμα για κάθε χώρα ανάλογων "κυβικών", μια από τις ιστορίες με τις οποίες κάθε ηγέτης θα επεδίωκε να εμπνεύσει το λαό του (δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η περίφημη ρήση του Winston Churchill περί ηρώων και Ελλήνων). Ως προς την "πατρότητα" αυτού του "Οχι", νομίζω πως τα κοινωνικοπολιτικά στερεότυπα έχουν πλέον κατά πολύ αμβλυνθεί: Το "Οχι" ανήκει και στον Ιωάννη Μεταξά και στους Έλληνες: Χωρίς τον πρώτο, ο όποιος αγώνας των στρατιωτών θα ήταν καταδικασμένος, αφού θα βρίσκονταν προ τετελεσμένων γεγονότων, ενώ, χωρίς τους δεύτερους, η άρνηση του Έλληνα πολιτικού θα ήταν άνευ ιστορικού αντικειμένου. Τέλος, οι πολιτικές πεποιθήσεις του Μεταξά είναι παντελώς αδιάφορες στο υπό εξέταση θέμα: Όπως (σε ελεύθερη απόδοση) είχε πει και ο Γιώργος Σεφέρης, κανένα αυταρχικό καθεστώς δεν νομιμοποιείται από τις θετικές του πράξεις και καμία θετική πράξη δεν αμαυρώνεται από το αυταρχικό καθεστώς που προέβη σε αυτή. Μάλιστα, συκεκριμένα για την Εθνική αυτή Επέτειο, ο νομπελίστας ποιητής και διπλωμάτης αναφέρει επίσης ότι "Όταν ήρθε η 28η, (σ.σ. ο Μεταξάς) δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου". (Χειρόγραφο Σεπτεμβρίου. ‘41).

Πέρα, όμως, από τα παραπάνω, χρήσιμο είναι να εξετάσουμε πώς επιδρά σε εμάς σήμερα αυτό το "Οχι", τι χαρακτήρες διαπλάθει και πού μας οδηγεί. Δυστυχώς, το έπος του 1940, όπως και πολλά άλλα γεγονότα της Ιστορίας μας, δεν έτυχε ορθής αξιολόγησης, πολλώ δε μάλλον ορθής ερμηνείας. Ο αρνητισμός ως προδιάθεση υπήρχε και πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιτυχία, όμως, του 1940 τον εδραίωσε ως βασική συνταγή που θα μας οδηγούσε σε ανάλογα επιτεύγματα: Πιστέψαμε ότι το "οχι" πρέπει να είναι ο κανόνας στην εξωτερική μας πολιτική και τις διμερείς μας σχέσεις, μάθαμε να αντιμετωπίζουμε δικαίως και αδίκως τους γύρω μας λαούς με καχυποψία αντί της καλοπιστίας (η οποία σε καμία περίπτωση δεν εξισώνεται με την αφέλεια), με αποτέλεσμα μια αλλοπρόσαλλη παρουσία σε διεθνές επίπεδο, όπου συνήθως το "Greek way" εμφανιζόταν και υποχωρούσε με τον ίδιο πάταγο όταν τα πράγματα γίνονταν σοβαρά. Η άρνηση ως προδιάθεση, βέβαια, δεν παρέμενε εκτός των τειχών, έγινε σημαία κάθε κοινωνικής ομάδας απέναντι σε κάθε αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών δομών της χώρας, είτε αυτή προσανατολιζόταν προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο. Έτσι, λοιπόν, το "οχι" κατέστη ένδειξη ισχύος και δυναμισμού, ενώ, αντίθετα, το "ναι" θεωρήθηκε χαρακτηριστικό δειλίας και υποχωρητικότητας.

Από ένα ηρωϊκό και περήφανο "Οχι", επιβεβλημένο και από τις τότε ισχύουσες συνθήκες, αλλά και από το διαχρονικό χρέος απέναντι στην Πατρίδα, φτάσαμε σήμερα στο "οχι" της αδιαλλαξίας, του μανιχαϊσμού και της μονομέρειας, από το "Οχι" που ένωσε το λαό, βρεθήκαμε στο "οχι" που τον διχάζει. Είναι, λοιπόν, μια από τις τελευταίες μας ευκαιρίες να αλλάξουμε αντιμετώπιση απέναντι στους γύρω μας, απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, είναι η στιγμή που πρέπει να επιλέξουμε θετικές πρωτοβουλίες σε κάθε πτυχή της ζωής μας, να πούμε δηλαδή "Ναι" στην αλλαγή, οχι για την αλλαγή αυτή καθεαυτή, αλλά για να επιστρέψουμε σε τροχιά προόδου. Αλλιώς, εμμένοντας στο σημερινό μας τέλμα, πολύ φοβάμαι ότι οι στίχοι του Κ.Π. Καβάφη θα γίνουν πιο επίκαιροι από ποτέ:

"Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο το όχι -- το σωστό -- εις όλην την ζωή του."
(che fece... il gran rifiuto, 1901)

Saturday 2 October 2010

Τι να (μη) ρίξουμε στην κάλπη


Ο φετινός Οκτώβριος σηματοδοτεί την έναρξη της προεκλογικής περιόδου για τις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για μια προεκλογική περίοδο διαφορετική από τις προηγούμενες για πολλούς λόγους: Από τη μία πλευρά, οι αλλαγές που επιφέρει στον εκλογικό χάρτη της Ελλάδας το σχέδιο "Καλλικράτης" και ο νέος μεταναστευτικός νόμος και, από την άλλη, οι ριζικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομικοκοινωνική ζωή των Ελλήνων που προβλέπει το Μνημόνιο, έχουν ως αποτέλεσμα την πολιτική μετατόπιση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, δίνοντας ξεχωριστό ενδιαφέρον στην αναμονή των αποτελεσμάτων.

Πέρα, όμως, από τη θετική πλευρά της πολιτικής κινητικότητας, που συνίσταται στο ότι οι πολίτες νιώθουν την ανάγκη να επεξεργαστούν καταστάσεις που μέχρι τώρα θεωρούσαν δεδομένες, να κρίνουν και να συγκρίνουν ιδέες, πολιτικές και συνέπεια λόγων και έργων, υπάρχει και μια αρνητική όψη, την τάση απαξίωσης που δημιουργείται προς το σύνολο της πολιτικής ως θεσμό, η οποία, ολοένα αυξανόμενη, αναζητά τρόπο αποτύπωσης στις κάλπες του Νοεμβρίου. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί με τρεις τρόπους, την αποχή, το άκυρο και το λευκό. Στόχος, λοιπόν, αυτού του άρθρου είναι να αξιολογήσει τις προαναφερθείσες συμπεριφορές των εκλογέων και να καταλήξει στην προσφορότερη, αν και εφόσον υπάρχει τέτοια.

Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσουμε πως σαφής προσανατολισμός κάθε υπεύθυνου πολίτη πρέπει να είναι η έκφραση της άποψής του με θετική ψήφο, επιλέγοντας τον υποψήφιο με τον οποίο θεωρεί ότι ταυτίζεται περισσότερο. Η αντιπροσώπευση είναι θεμέλιο της φιλελεύθερης κοινωνίας, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι επιτυγχάνεται με κριτήρια ώριμα και βασίζεται σε ενδελεχή αναζήτηση του καταλληλότερου υποψηφίου, η οποία καταλήγει στην κατάστρωση επιχειρημάτων υπέρ του. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η έρευνα του ψηφοφόρου αποβαίνει άκαρπη και η τελική κρίση για κάθε επιλογή είναι σε τέτοιο βαθμό αρνητική, ώστε η λύση του "μη χείρονος" να καθίσταται απαγορευτική;

Πρώτη επιλογή αποτελεί η αποχή. Πρόκειται για μια λύση στην οποία προσφεύγουν όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας, καθώς εξυπηρετεί πολλά από τα "χαρακτηριστικά" της κοινωνίας μας: Πρώτον, δεν απαιτεί καμιά απολύτως ενέργεια, αλλά, τουναντίον, πραγματώνεται με την αδράνεια, δεύτερον, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της μη συμμετοχής σε μια διαβρωμένη διαδικασία και, τρίτον, δίνει την αίσθηση ότι "φτύνουμε στα μούτρα" αυτούς που (νομίζουμε ότι) μας οδήγησαν σε αυτή την τραγική κατάσταση. Παρά ταύτα, τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει ορθολογική βάση: Η δημοκρατία απαιτεί συμμετοχή, το δε δικαίωμα ψήφου συνιστά ταυτόχρονα και χρέος προς τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Επιπλέον, η μη συμμετοχή στις εκλογές δεν βλάπτει ούτε κατ’ ελάχιστον το πολιτικό σύστημα, καθώς γεννά μόνο συζητήσεις φιλολογικού περιεχομένου περί ηθικής νομιμοποίησης της εκλεγμένης από μια μειοψηφία κυβέρνησης. Τέλος, η αποχή δε συνεπάγεται απαλλαγή του απέχοντος από τις επιλογές της νέας κυβέρνησης˙ αντίθετα, του αφαιρεί το ηθικό δικαίωμα στη διαμαρτυρία, αφ’ ης στιγμής δε συμμετείχε στις εκλογές.

Η δεύτερη επιλογή είναι το άκυρο. Εδώ ο εκλογέας συμμετέχει μεν, αλλά οχι με τον προσήκοντα τρόπο. Θεραπεύει, λοιπόν, φαινομενικά τα ελλαττώματα της αποχής, αλλά στην ουσία δε διαφέρει, καθώς (ορθώς και κατά λογική ακολουθία) τα άκυρα δεν προσμετρώνται στα έγκυρα ψηφοδέλτια. Επιπλέον, ως μέσο διαμαρτυρίας παρουσιάζει το μειονέκτημα της έκφρασης ανομοιογενών αιτιών που οδηγούν στο άκυρο: Άκυρο ρίχνει ο αναρχικός γιατί δεν τον εκφράζει το κράτος, άκυρο ο ακροδεξιός γιατί δεν πιστεύει στη δημοκρατία, άκυρο ο μη ασχολούμενος με την πολιτική για να γελοιοποιήσει τη διαδικασία κ.λ.π.. Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, το άκυρο στρέφεται πάλι κατά του θεσμού των εκλογών και οχι ενάντια στις παθογένειές του.

Τρίτη και τελευταία επιλογή είναι το λευκό. Εδώ τα πράγματα διαφοροποιούνται εν συγκρίσει με τις προηγούμενες περιπτώσεις, καθώς το λευκό όντως εκφράζει ταυτόχρονα γνώμη και αποδοκιμασία. Γνώμη γιατί ο πολίτης (τεκμαίρεται ότι) αναζήτησε τον ιδανικό υποψήφιο, αποδοκιμασία γιατί κανείς από τους υπάρχοντες δεν κρίθηκε αρκετά άξιος ώστε να κερδίσει την ψήφο του. Συνιστά, δε, το λευκό μομφή προς τα στελέχη του πολιτικού συστήματος και οχι προς το πολιτικό σύστημα αυτό καθεαυτό. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο σεβασμός στη βούληση του πολίτη επιβάλλει την προσμέτρηση των λευκών στα έγκυρα για λόγους τόσο νομικούς (από τη στιγμή που δίνεται το λευκό ως ψηφοδέλτιο, είναι ανακόλουθο να ακυρώνεται μια νόμιμη επιλογή), όσο και πολιτικούς (το δικαίωμα στην επιλογή υποψηφίου προφανώς και περιλαμβάνει και τη μη επιλογή). Με τον τρόπο αυτό, πέρα από τον ορθότερο προσδιορισμό των ποσοστών των υποψηφίων, θα καταστεί δυνατός ο κατά τεκμήριο υπολογισμός της δυσαρέσκειας του κόσμου.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, το δικαίωμα (και, παράλληλα, η υποχρέωση) της ψήφου έχει κατακτηθεί με πολλούς αγώνες, οφείλουμε, λοιπόν, με τη συμπεριφορά μας να το σεβόμαστε, ακόμα και πίσω από ένα παραβάν που δε μας βλέπει κανείς. Ως εκ τούτου, ο σωστός πολίτης έχει χρέος να μελετήσει προσεκτικά το ποιόν κάθε υποψηφίου χωρίς παρωπίδες και, στην περίπτωση που κανείς δεν ανταποκρίνεται στο minimum έστω των προσδοκιών του, τότε και μόνο τότε να προσφύγει στο λευκό. Η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα, ομοίως και η ύψιστη στιγμή της, δηλαδή οι εκλογές.

Υ.Γ.: Στο πρώτο κείμενο αυτού του blog είχα ευχηθεί "να βρει (το blog) συμπαίκτες, αλλά, κυρίως, άτομα τα οποία επιθυμούν να αναμετρηθούν μαζί του, βοηθώντας στη διεξαγωγή ενός γόνιμου διαλόγου". Θέλω να ελπίζω ότι το thesocialdemocrats.blogspot.com θα κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα και για φιλελεύθερους πολίτες, που τεκμηριωμένα απορρίπτουν το πολίτευμα της σοσιαλδημοκρατίας, το συγκεκριμένο blog μπορεί να προσφέρει τροφή για σκέψη. Καλή αρχή!