Monday 10 September 2012

Le con qui va payer*


Το κύριο θέμα συζήτησης στη Γαλλία τις τελευταίες ώρες είναι η κατάθεση αιτήματος εκ μέρους του πλουσιότερου Γάλλου, του Bernard Arnault, να αποκτήσει την βελγική υπηκοότητα. Πολλοί συνέδεσαν την κίνησή του αυτή με την πρόθεση των Γάλλων Σοσιαλιστών να επιβάλουν φορολογία 75% στα εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Την ίδια ώρα, η δημοσιότητα του ζητήματος επισκιάστηκε από το σημερινό πρωτοσέλιδο της αριστερής εφημερίδας Libération, η οποία χρησιμοποίησε τη φράση “Casse-toi, riche con” (σε ελεύθερη μετάφραση, “Σήκω φύγε, πλούσιε μαλάκα”).  Επειδή αφενός το θέμα της φορολόγησης στην Ελλάδα βρίσκεται στην επικαιρότητα (για εντελώς άλλους λόγους) και επειδή η μακρά θητεία της ελληνικής αριστεράς στη Γαλλία έχει δημιουργήσει έναν σχετικά κοινό τρόπο σκέψης (έστω και σε επίπεδο σχέσης πρωτοτύπου με κακέκτυπο), καλό θα ήταν να εξετάσουμε το θέμα με περισσότερη προσοχή.

Κατ’ αρχάς, ο Bernard Arnault είναι ιδιοκτήτης της  Moët Hennessy • Louis Vuitton S.A., γνωστής ως LVMH. Πρόκειται για έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου με περιουσία περίπου 41 δις δολάρια. Παράλληλα, τα προϊόντα της εταιρείας του αποτελούν την επιτομή την κομψότητας, του καλού γούστου και της χλιδής. Για αυτό το λόγο αυτό αποτελεί εξέχον μέλος της Λεγεώνας της Τιμής, μιας από τις ύψιστες τιμές της Γαλλίας. Με λίγα λόγια, ο Arnault προσωποποιεί μάλλον όσο κανείς στη Γαλλία την έννοια του chic, που τόσο περήφανους κάνει τους Γάλλους.

Τι οδήγησε αυτό τον άνθρωπο να ζητήσει την απόκτηση δεύτερης εθνικότητας; Ο ίδιος δηλώνει ότι θα παραμείνει Γάλλος φορολογούμενος και ότι η πράξη του αποσκοπεί στη διευκόλυνση των επιχειρηματικών του σχεδίων στο Βέλγιο και τη σύσφιξη των σχέσεών του με τον Albert Frère. Το τι πραγματικά επιδιώκει είναι κάτι που μόνο ο ίδιος το γνωρίζει, αλλά ας είμαστε καχύποπτοι και ας πούμε ότι θέλει να «γλιτώσει τα ωραία του λεφτά». Το κάνει με έναν τρόπο καθ’ όλα νόμιμο, αποδεχόμενος τις κοινωνικές συνέπειες της πράξης του, που δεν θα είναι και ιδιαίτερα σοβαρές, καθώς το milieu στο οποίο απευθύνεται δεν πετάει και τη σκούφια του για την υπερφορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων. Η ενέργειά του αυτή, δε, βρήκε σθεναρή υποστήριξη από το Γκωλικό κόμμα, ο υποψήφιος Πρόεδρος του οποίου, François Fillon, δήλωσε ότι «οι ηλίθιες αποφάσεις οδηγούν σε τρομακτικά αποτελέσματα». Σφοδρή επίθεση εναντίον του Arnold εξαπέλυσαν φυσικά τα μέλη του κυβερνώντος Parti Socialiste (οι θέσεις των δύο κομμάτων εδώ) και (οποία έκπληξις!) το Front National της Marine Le Pen, το οποίο τον χαρακτήρισε «κακό παράδειγμα».

Το ερώτημα, βέβαια, ξεκινά πολύ πριν από το αν έπραξε καλά ο Arnold: Η ουσία του είναι αν πρέπει να φορολογείται η μεγάλη περιουσία με τέτοιους συντελεστές και αν αυτό εντέλει είναι αποδοτικό. Στην πρώτη ερώτηση η απάντηση για εμένα είναι ξερά «όχι». Είναι αδιανόητο το κράτος να συμπεριφέρεται σαν μεγαλομέτοχος σε μια επιχείρηση όπου άλλος αναλαμβάνει τον επιχειρηματικό κίνδυνο και, στην τελική, άλλος πληρώνει. Αλλά επειδή η απάντηση αυτή είναι υποκειμενική, ως εδραζόμενη στην κοσμοθεωρία του καθενός, πάμε στο δεύτερο ερώτημα: Εδώ το «όχι» είναι πιο μεγάλο. Ευτυχώς (για τους φιλελεύθερους) ή δυστυχώς (για τους σοσιαλιστές), τα σύνορα πλέον είναι ανοιχτά ή, έστω, πολύ εύκολα προσπελάσιμα. Όσο, λοιπόν, υπάρχουν φορολογικοί παράδεισοι, τόσο οι φορομπήχτες θα είναι δυστυχισμένοι.

Το πιο πιθανό, λοιπόν, στην περίπτωση που ο Hollande εφαρμόσει την προεκλογική του δέσμευση, είναι να ξεμείνει η Γαλλία από εκατομμυριούχους, το κράτος να πάρει λιγότερα χρήματα και να χρειάζεται να ταΐσει περισσότερους ανέργους (μόνο στην LVMH εργάζονται περίπου 85.000 εργαζόμενοι). Κυνικό; Ίσως. Εκβιαστικό; Μπορεί. Το μόνο σίγουρο, όμως, είναι ότι πρόκειται για πραγματικότητα. Το μόνο επιχείρημα που μένει στους σοσιαλμανείς είναι του πατριωτισμού των επιχειρηματιών. Και εδώ, όμως, υπάρχει πρόβλημα: Πρώτον, επικαλούνται μια έννοια την οποία εν πολλοί έχουν συκοφαντήσει ταυτίζοντάς τη με τον εθνικισμό̇ και δεύτερον, αυτοί στους οποίους απευθύνονται νιώθουν (δικαίως ή αδίκως, είναι άλλη συζήτηση) ότι με τέτοιες πολιτικές ο ίδιος ο τόπος τους τούς πολεμά. Κοινώς, το κράτος ψάχνει τον μαλάκα (για να επανέλθουμε στην Libération) που θα πληρώσει.

Ας έρθουμε στα καθ’ ημάς, λοιπόν: Οι δύο κεντρικοί πυλώνες που ζητούν «να πληρώσει η πλουτοκρατία» είναι ο Συ.Ριζ.Α. και η Χρυσή Αυγή (οι Ανεξάρτητοι Έλληνες δεν έχουν αποφασίσει τι θέλουν και το Κ.Κ.Ε. έχει περιθωριοποιηθεί αισθητά). Πάντα με την καραμέλα του πεπλανημένου περιουσίου λαού (ή έθνους, κατά περίσταση), ζητούν να πληρώσουν αυτοί «που κερδίζουν από τον ιδρώτα του κοσμάκη». Πώς θα γίνει αυτό; Μάλλον με κάποιο μαγικό τρόπο. Τα κατορθώματα της σύμπραξης των άκρων τα καμαρώσαμε όλοι στην πρόσφατη ιστορία της Χαλυβουργίας. Την ίδια στιγμή, μεγάλες εταιρείες είναι έτοιμες να αποσυρθούν από τη χώρα, ενώ οι επενδύσεις είναι όνειρο απατηλό όσο η αξιωματική αντιπολίτευση, έχουσα προοπτική κυβερνησιμότητας, απειλεί ανοιχτά ότι σκοπεύει να καταπνίξει στη φορολόγηση κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία που δεν προσκυνά το μεγάλο τοτέμ του κράτους.

Συμπερασματικά, ο Bernard Arnault αποτελεί ένα απτό επιχείρημα γιατί η υπερφορολόγηση του πλούτου δεν μπορεί να πετύχει. Ίσως είναι από τα τελευταία καμπανάκια πριν από την κατάρρευση. Το μόνο που απομένει σε όσους ορέγονται λεφτά που δεν αξίζουν στο κράτος είναι φανφάρες οικονομικού εθνικισμού (ποιος ξεχνά τη δήλωση Τσίπρα για «λιγότερο Έλληνες» σχετικά με το δεύτερο μνημόνιο – που μόνο οικονομικά φιλελεύθερο δεν ήταν, αλλά τέλος πάντων) και χυδαιότητες για αριστερές φυλλάδες (που θα οδηγήσουν δικαστικά σε ακόμα μεγαλύτερα κέρδη για το «κακό» κεφάλαιο). Όσο το δόγμα της οικονομικής πολιτικής εντάσσεται στο πλαίσιο «αν η πραγματικότητα διαφωνεί μαζί μου, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα», τόσο θα την πληρώνει η μεσαία τάξη και θα συντηρούνται μόνο κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες με υπόγειες μπίζνες. Οι μαλάκες τελείωσαν, μαζί και το τζάμπα.

*Ο μαλάκας που θα πληρώσει