Monday 27 September 2010

"Οι από 'δω [...] τους από 'κει"


Η Παρασκευή 23 Απριλίου 2010 αποτελεί μια μέρα - ορόσημο για το ελληνικό κράτος. Πριν από περίπου 5 μήνες, ο Πρωθυπουργός, με ένα δραματικό (κατά τους πολιτικούς του αντιπάλους, δακρύβρεχτο) διάγγελμα, ανακοίνωσε επίσημα την προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Από τότε, πάσης φύσεως διαμαρτυρίες βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας. Αντί να επικεντρωθούμε στο δίκαιο ή το άδικο αυτών των διαμαρτυριών, χρήσιμο θα ήταν να εξετάσουμε τον τρόπο που αυτές εκφράζονται, ώστε να συναγάγουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα για τα αιτήματα όσων αντιμάχονται το περίφημο "μνημόνιο".

Τις ημέρες πριν και αμέσως μετά την ψήφιση της προσφυγής στο μηχανισμό στήριξης, οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενα (οχι, βέβαια, και κατ' ανάγκη εύλογα) μαζικές: Πλήθος κόσμου κατέκλυσε τους δρόμους ώστε να διαμαρτυρηθεί για την κατάρρευση του βιωτικού του επιπέδου και για όλα τα δεινά που του προξενούσε η νέα οικονομική πραγματικότητα της χώρας. Ανεξάρτητα (επαναλαμβάνω) από το βάσιμο ή μη των αιτιάσεων και ενατίον ποιών στρέφονταν, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ήταν σε κάθε περίπτωση πολυπληθέστατες. Όπως, όμως, συμβαίνει συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις, όσο περνούσαν οι μέρες, η συμμετοχή απλών πολιτών ολοένα και μειωνόταν. Η εξήγηση είναι απλή: Όσο σκληρό και αν είναι ένα μέτρο, όσες άμεσες ή μακροπρόθεσμες συνέπειες και αν έχει στην καθημερινότητά μας, ο μέσος εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να συνεχίσει την εργασία του, ώστε να επιβιώσει.

Όταν, λοιπόν, ο απλός πολίτης πάει σπίτι του (στη δουλειά του κ.λ.π.), αναλαμβάνουν δράση οι λεγόμενες "επαγγελματικές ομάδες". Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κατέθεσε αίτηση ακύρωσης κατά του Μνημονίου, οι Εισαγγελείς αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην απογραφή των Δημοσίων Υπαλλήλων, οι ιδιοκτήτες φορτηγών Δημόσιας Χρήσης εδώ και περίπου δύο μήνες έχουν παραλύσει την αγορά, οι λιμενικοί και οι υπάλληλοι του Ο.Σ.Ε. αντιδρούν με απεργίες και στάσεις εργασίας, ενώ το φθινόπωρο προβλέπεται γεμάτο από κινητοποιήσεις όλων σχεδόν των επαγγελματικών κλάδων.

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω αποτελεί η μετάθεση των ευθυνών για την κρίση σε άλλους φορείς: Οι έμποροι τα βάζουν με τους φορτηγατζήδες, αυτοί με τους αγρότες, εκείνοι με τους μεσάζοντες, αυτοί ξανά με την αγορά και όλοι μαζί με τους πολιτικούς, οι οποίοι ρίχνουν το ανάθεμα στον "κακομαθημένο λαό" που ζητούσε ρουσφέτια. Όλοι στρέφονται εναντίον όλων, σε μια ατμόσφαιρα και με μια συνθηματολογία που παραπέμπει σε γήπεδα ποδοσφαίρου. Το βασικό επιχείρημα που ακούγεται είναι "γιατί να ξεκινήσουν από εμένα, αφού υπάρχουν άλλοι που ευθύνονται περισσότερο για την κρίση", ενώ στο πρώτο κοινωνικό (;) κεκτημένο (;) που θίγεται δε διστάζουν να καταφερθούν έναντι πάντων, υπευθύνων και μη, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι με τις πρακικές τους θίγονται άλλοι τομείς της οικονομικοκοινωνικής ζωής του τόπου, οι οποίοι, όταν έρθει η σειρά τους, θα κάνουν ακριβώς τα ίδια.

Ο παραλογισμός που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες σχετικά με τα στρεβλώς ερμηνευόμενα δικαιώματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των κλειστών επαγγελμάτων ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Η αυθαιρεσία, το θράσος ο τσαμπουκάς και οι απόλυτες εξουσίες των εκάστοτε επικεφαλής των αντιπροσώπων των εργαζομένων έχει μετατρέψει θεσμούς απαραίτητους, όπως τα συνδικαλιστικά σωματεία, σε συντεχνείες οι οποίες αδιαφορούν για οτιδήποτε άλλο πέρα από το καθαρά συντεχνειακό τους συμφέρον. Όταν φωνάζουν άλλοι, αυτοί θρηνούν την καταστροφή που βρήκε τον κλάδο τους, ενώ, όταν αυτοί διεκδικούν, κάθε μικρή ή μεγάλη ζημιά που προκαλούν σε άλλους λογίζεται σαν παράπλευρη απώλεια στο βωμό ενός υψηλού στόχου.

Για την κρίση είμαστε όλοι υπεύθυνοι, ο καθένας με διαφορετικό μερίδιο. Ήρθε η ώρα η ελληνική κοινωνία να ξεπεράσει το πλήρως παρωχημένο στερεότυπο ότι κάθε αλλαγή στον στενό κλάδο ενασχόλησής μας είναι για το κακό μας. Αν αυτή τη στιγμή δεν κάνουμε όλοι θυσίες, ανεξάρτητα με το αν υπερβαίνουν το μερίδιο ευθύνης μας, πολύ σύντομα θα βρεθούμε ακόμα πιο βαθειά στην κρίση. Είτε θα ξανασταθούμε στα πόδια μας όλοι μαζί, είτε θα συνεχίσουμε να βουλιάζουμε αύτανδροι μεν, διχασμένοι δε. Από την προσπάθειά μας δεν περισσεύει κανείς, εκτός από αυτούς που δε μπορούν να αντιληφθούν την αναγκαιότητα της συνεργασίας...

Monday 6 September 2010

Γιατί φτάσαμε στο Δ.Ν.Τ. και ποιοί φταίνε


του Κώστα Μίχου

Διαδίδεται τον τελευταίο καιρό η άποψη-δοξασία ότι στο Δ.Ν.Τ. φτάσαμε στην βάση ενός μεθοδευμένου σχεδίου, που ξεδιπλώθηκε μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου 2009 και Μαρτίου 2010.

Το "σχέδιο" αυτό έχει, στον βαθμό που μπορεί κανείς να το εννοήσει συγκροτημένα, ως εξής: Ο Καραμανλής υπέκυψε στην "εντολή" να παραδώσει την εξουσία στον Παπανδρέου. Ακολούθως ο Παπανδρέου έχοντας "εντολή" να "παραδώσει" την χώρα στο Δ.Ν.Τ. και στα "υπόγεια διεθνή κέντρα" επέδειξε σκόπιμη "αμέλεια" στην λήψη άμεσων οικονομικών μέτρων, ενώ ο ίδιος και βασικοί υπουργοί του υποβάθμισαν συνειδητά τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να προκληθεί κρίση δανεισμού και στην συνέχεια να εμφανιστεί ως μονόδρομος η προσφυγή στο Δ.Ν.Τ..

Η άποψη αυτή, η σοβαρότητα της οποίας είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την εκτεταμένη διείσδυσή της σε πρόσωπα και εκτός του κύκλου αναγνωστών του Δημοσθένη Λιακόπουλου, εντοπίζει ένα πραγματικό πρόβλημα, αλλά του δίνει προφανώς λάθος σχήματα και αιτίες.

Και το πραγματικό πρόβλημα ήταν η καθυστερημένη απάντηση της ελληνικής πολιτικής τάξης στο πρόβλημα της εθνικής οικονομίας, η οποία ήταν φανερό ήδη από το καλοκαίρι του 2009 ότι έφθανε στο σημείο μηδέν.

Πράγματι τα ανύπαρκτα αντανακλαστικά για την αντιμετώπιση της κρίσης της ελληνικής οικονομίας στο διάστημα των μηνών Οκτωβρίου 2009 - Μαρτίου 2010 είχαν ως συνέπεια να εκτραχυνθεί το πρόβλημα και να φτάσουμε στο σημείο να χτυπήσουμε την πόρτα του Δ.Ν.Τ..

Βεβαίως, η σωστή αξιοποίηση του χρόνου που διέτρεξε από τον Οκτώβριο του 2009 και μετά δεν θα έλυνε το πρόβλημα της εθνικής οικονομίας, ούτε θα απέτρεπε την λήψη σκληρών μέτρων. Αλλά τουλάχιστον θα επέτρεπε στην χώρα να συνεχίζει να αντλεί χρήμα από τις αγορές και να εφαρμόσει ένα αυτοδύναμο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, λιγότερο βίαιο και εξοντωτικό για τους έλληνες πολίτες.

Όμως, θα ήταν χρήσιμο, πριν αποδώσουμε ευθύνες για την κατάληξη αυτής της πορείας να θυμηθούμε πώς φτάσαμε από τον Σεπτέμβριο του 2009 στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα.

Περίπου έναν χρόνο πριν σαν τώρα, ο Κώστας Καραμανλής με ένα ιστορικό διάγγελμά του μας ανακοίνωσε τα θλιβερά νέα, ότι δηλαδή η οικονομία μας βρίσκεται σε οριακό σημείο και ότι χρειάζεται να μπούμε σε μία πορεία σφικτής περιστολής για να διεκδικήσουμε αναπτυξιακές δυνατότητες σε προοπτική τουλάχιστον διετίας, ζητώντας ταυτόχρονα την εντολή για την άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής.

Παραβλέποντας τις ευθύνες για την οικονομία που έχει ο ίδιος ο Καραμανλής στα χρόνια που κυβέρνησε την χώρα, λόγοι ιστορικής εντιμότητας επιβάλλουν να αναγνωρίσουμε ότι ήταν η πρώτη φορά που ένας εν ενεργεία πρωθυπουργός με ενεργό χρόνο μπροστά του απευθύνθηκε στον ελληνικό λαό λέγοντας την ζοφερή αλήθεια και ζητώντας εντολή για την άσκηση μιας σκληρής πολιτικής περιστολής.

Η αλήθεια είναι, ότι εάν το μήνυμα του Καραμανλή είχε τότε, τον Σεπτέμβριο του 2009, προσληφθεί σωστά από την ελληνική κοινωνία και την ελληνική πολιτική τάξη, και εάν τότε είχε γίνει κοινή συνείδηση ότι η οικονομία βρισκόταν στο σημείο μηδέν, πολλά απ' όσα συμβαίνουν σήμερα θα είχαν αποφευχθεί, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των εκλογών του 2009.

Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη και φτάσαμε στο τυφλό διάστημα Οκτωβρίου 2009 - Μαρτίου 2010, που τόσο κόστισε στην ελληνική οικονομία, και οι λόγοι για τα παραπάνω είναι οι εξής τρείς κατά σειρά ιστορικής εμφάνισης:


Ο πρώτος λόγος είναι ότι η καθαρότητα του μηνύματος του Καραμανλή υπονομεύθηκε από το ίδιο του το κόμμα με τρόπο τόσο απροκάλυπτο, ώστε η ελληνική κοινή γνώμη να θεωρήσει, από ένα σημείο και μετά ευλόγως, ότι η ζοφερή περιγραφή του προβλήματος της οικονομίας που έκανε ο Καραμανλής δεν αντικατόπτριζε την αλήθεια, αλλά ότι ο Καραμανλής τα έλεγε αυτά σαν πρόσχημα για να "παραδώσει την εξουσία".

Πράγματι, οι πρώτοι που αντέδρασαν στην κίνηση του Καραμανλή για πρόωρες εκλογές, αμφισβητώντας ταυτόχρονα άμεσα ή έμμεσα την κρισιμότητα της κατάστασης της οικονομίας, ήταν μια σειρά τότε μεσαίων κυρίως στελεχών του κόμματος, που περίπου ταυτίζονται με αυτούς που εμφανίζονται σήμερα ως ηγετική ομάδα του.

Η άποψη που εξέφρασαν είναι ότι περίπου "όλα ήταν καλά" και ότι οι εκλογές ήταν ένα "πονηρό σχέδιο του Σουφλιά", ο οποίος με την παρακίνηση του Μπόμπολα και με σκοπό να γίνει ο ίδιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας "παραπλάνησε" τον "κουρασμένο" Καραμανλή και τον έπεισε να "παραδώσει την εξουσία".

Και ενέμειναν μέχρι τέλους στην άποψη ότι ο Καραμανλής θα έπρεπε να πάει σε εκλογές τον Μάρτιο του 2010, χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψη ότι η χώρα θα έμπαινε σε μια μακρά προεκλογική περίοδο καθ' ην στιγμή βρισκόταν στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης.

Ο ίδιος ο Σαμαράς διατύπωσε βιαστικά πρώτος την "θεωρία" αυτή, μιλώντας δημόσια για "καπεταναίους της ήττας" και δείχνοντας προς την πλευρά της Ντόρας. Το (τότε) πρωτοπαλλίκαρό του, ο αρχισυνδικαλιστής Μανώλης, έβαλλε ευθέως κατά του Κώστα Καραμανλή, παρουσιάζοντάς τον ως "υποχείριο του Σουφλιά", ενώ στοιχισμένοι πίσω τους κι άλλοι πολλοί (όπως ο εσχάτως δυσεύρετος Μιχάλης Λιάπης) δεν δίστασαν να συνταχθούν δημόσια με την άποψη, ότι ο Καραμανλής "τρελάθηκε".

Όλοι αυτοί κι άλλοι πολλοί τότε διαφωνούσαν με τις πρόωρες εκλογές και επέμεναν να πάει η χώρα σε μια προεκλογική περίοδο έξι μηνών με μια κυβέρνηση αποσταθεροποιημένη και αδύναμη. Οι ίδιοι σήμερα κατηγορούν τον ΓΑΠ ότι "έχασε" αυτούς τους ίδιους τους έξι κρίσιμους για την οικονομία μήνες, που ήταν οι κρίσιμοι για την εθνική οικονομία.

Το ιδιοτελές αυτό "κίνημα" υπήρξε βασική αιτία της εκλογικής καθίζησης που ήρθε στις εκλογές του Οκτώβρη. Όμως μεγαλύτερη ήταν η ζημιά που προκάλεσαν υπονομεύοντας την καθαρότητα των θέσεων Καραμανλή για την κρισιμότητα της κατάστασης στην ελληνική οικονομία, προετοιμάζοντας έτσι την κοινή γνώμη να υποκύψει στον εγκληματικό προεκλογικό λαϊκισμό του Πα.Σο.Κ..


Ο εγκληματικός προεκλογικός λαϊκισμός του Πα.Σο.Κ. είναι ο δεύτερος ιστορικά λόγος που οδήγησε στο νεκρό διάστημα Οκτωβρίου-Μαρτίου.

Τον Σεπτέμβριο του 2009, το τυφλωμένο από την προσδοκία της εξουσίας Πα.Σο.Κ. του Παπανδρέου (ο οποίος ας μην ξεχνάμε ότι είχε προαναγγείλει την πρόθεσή του να προκαλέσει πρόωρες εκλογές με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας), είχε την ευχέρεια να διεξαγάγει έναν υπεύθυνο προεκλογικό αγώνα, λαμβάνοντας υπ' όψιν την ακριβέστατη ενημέρωση που είχε για την πραγματικότητα της οικονομίας από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Είχε άλλωστε απέναντί του έναν αντίπαλο αποδυναμωμένο, ο οποίος υποσχόταν ένα σκληρό αύριο στους ψηφοφόρους του.

Όμως, επέλεξε έναν μαξιμαλιστικό και δημαγωγικό δρόμο προς την εξουσία, στηριγμένο στο εγκληματικό αξίωμα "λεφτά υπάρχουν", με το οποίο αποσκοπούσε ευθέως να παραπλανήσει και να εξαπατήσει την κοινή γνώμη.

Ο Παπανδρέου, την ίδια στιγμή που γνώριζε ότι η ελληνική οικονομία ήταν ένα καζάνι έτοιμο να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή, περιφερόταν άσκοπα ανά την Ελλάδα, εξηγώντας πώς ο Καλατράβα θα μετατρέψει τον συμπαθή Πύργο Ηλείας σε Μόντε Κάρλο και περιγράφοντας πώς η "πράσινη ανάπτυξη" θα μετατρέψει την Ελλάδα σε Δανία του Νότου.

Την προεκλογική ανευθυνότητα του Πα.Σο.Κ. την πλήρωσε ακριβά το ίδιο το Πα.Σο.Κ. και πιό ακριβά όλοι εμείς. Γιατί η αλήθεια είναι ότι εάν το Πα.Σο.Κ. είχε προετοιμάσει την κοινή γνώμη και είχε ενεργήσει άμεσα, χωρίς να δεσμεύεται από τις ανεύθυνες προεκλογικές εξαγγελίες του, για την αντιμετώπιση της κρίσης, δεν θα φτάναμε στο σημείο το ελληνικό κράτος απελπισμένο να χτυπάει πόρτες τον Απρίλιο του 2010 για να βρεί λεφτά να πληρώσει τους μισθούς και της συντάξεις του Μαϊου.

Τελικά, τον Μάρτιο του 2010, με τα περίφημα "σπρέντ" στα ύψη, το Πα.Σο.Κ. άφησε οριστικά πίσω του τις προεκλογικές του ακροβασίες και άρχιζε να γεμίζει το περίφημο "περίστροφο", που έστρεψε λίγο αργότερο στην ελληνική κοινωνία και στην αγορά.


Όμως, το τυφλό διάστημα Οκτωβρίου - Μαρτίου έχει κι έναν τρίτο πρωταγωνιστή, την αξιωματική αντιπολίτευση.

Tο ξημέρωμα της 5ης Οκτωβρίου 2009 δεν βρήκε την χώρα μόνο με έναν πρωθυπουργό παγιδευμένο στις ανεύθυνες προεκλογικές του εξαγγελίες, αλλά και με μια αντιπολίτευση ακέφαλη και ανύπαρκτη.

Κι όσο το Πα.Σο.Κ. σπαταλούσε πολύτιμο χρόνο εφευρίσκοντας απίθανες ονομασίες υπουργείων και πανηγυρίζοντας για τα ωραία τσαντάκια της Μπιρμπίλη, η Νέα Δημοκρατία, αντί να ανασυνταχθεί και να πιάσει δουλειά ως αξιωματική αντιπολίτευση από την πρώτη κιόλας μέρα, επέλεξε κάτω από συνθήκες απόλυτης σύγχυσης, με τον κόσμο της αμήχανο και εξοργισμένο, να βυθιστεί σε μια εσωκομματική διαδικασία διάρκειας δύο μηνών, που την άφησε βαθιά πληγωμένη και διχασμένη.

Η Νέα Δημοκρατία απέκτησε έναν εν τέλει νέο αρχηγό το ξημέρωμα της 30ης Νοεμβρίου. Κι ο νέος αρχηγός, ένας ξένος στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, βγαίνοντας ο ίδιος από μια δεκαπενταετή τέλεια απραξία, εύλογα χρειάστηκε με την σειρά του χρόνο για να σχηματίσει γύρω του τους μηχανισμούς που ήταν αναγκαίοι για την λειτουργία του κόμματος και την τεκμηρίωση της όποιας πολιτικής του.

Τον πρώτο πολύτιμο πολιτικό της χρόνο η νέα ηγεσία τον αφιέρωσε στην εκκαθάριση των εσωτερικών της αντιπάλων και στην δαιμονοποίηση της πενταετίας Καραμανλή, για να μπορεί στην συνέχεια να εμφανιστεί η ίδια αποκαθαρμένη από τα λάθη της• έριχνε έτσι κι άλλο νερό στον μύλο του Πα.Σο.Κ., δίνοντας άλλοθι στην κυβερνητική αβελτηρία και ανικανότητα, αφού "για όλα έφταιγε ο Καραμανλής".

Κι όταν πλέον η (νέα) Νέα Δημοκρατία άρχισε περίπου να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και το περιβάλλον της, είχε έρθει ήδη η άνοιξη, όχι εκείνη που παλαιότερα οραματιζόταν ο νέος αρχηγός της, αλλά η άνοιξη του 2010, που πνίγηκε στον κρότο της κατάρρευσης της χώρας.

Στο κρίσιμο διάστημα Οκτωβρίου 2009 - Μαρτίου 2010, η χώρα όχι μόνο δεν είχε κυβέρνηση, αλλά δεν είχε ούτε αντιπολίτευση. Είχε μόνο όση φόρα χρειαζόταν για να πέσει πάνω στον τοίχο της οικονομικής κατάρρευσης.


Η προσφυγή της χώρας στην βοήθεια του Δ.Ν.Τ. ήταν πλέον την άνοιξη του 2010 αναπόφευκτη. Χωρίς τα χρήματα του Δ.Ν.Τ. η χώρα θα πτώχευε το αργότερο τον Μάϊο και θα μετατρεπόταν σε μια νέα Αργεντινή.

Και όσοι από τα αστικά κόμματα καταψήφισαν την προσφυγή στο Δ.Ν.Τ., το έκαναν εκ του ασφαλούς και ακινδύνως, υπακούοντας σε (μικρο)κομματικούς και μόνο σχεδιασμούς (βλ. ομολογία Βάρδα).

Η αλήθεια είναι, ότι εάν είχε αποφευχθεί η προσφυγή στο Δ.Ν.Τ. με την σωστή αξιοποίηση του χρόνου από τον Οκτώβριο και μετά, δεν θα είχε αποφευχθεί και η λήψη περίπου των ίδιων μέτρων που προβλέπει το διαβόητο "μνημόνιο". Σκληρά μέτρα θα ήταν ούτως ή άλλως αναγκαία.

Το κέρδος, ωστόσο, θα ήταν ότι η όποια κυβέρνηση θα είχε ίσως τα περιθώρια εκείνα, που θα της επέτρεπαν μια λιγότερο βίαιη πολιτική αντί για την επιχείρηση "σοκ και δέος", στην οποία ήχθη υπό τους όρους των δανειστών της. Πολλοί κραδασμοί στην αγορά και στην κοινωνία θα μπορούσαν έτσι να έχουν αποφευχθεί.

Αλλά όσοι μιλούν σήμερα για το νεκρό διάστημα Οκτωβρίου 2009 - Μαρτίου 2010, που μας έφερε στην αγκαλιά του Δ.Ν.Τ., καλό είναι να θυμούνται τις δικές τους ευθύνες. Και τις πρόσφατες και τις παλαιότερες.

Και ίσως είναι και για εμάς χρήσιμο να τις θυμόμαστε κι εμείς, αφήνοντας στην άκρη τις θεωρίες συνωμοσίας.