Saturday 24 July 2010

"Για να κυβερνήσω με δικαιοσύνη στέγνωσα την ψυχή μου"


Πέρασαν ήδη τριάντα έξι χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα μας. Σαν σήμερα, τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεφε μετά ενδεκαετή αυτοεξορία για να αναλάβει τις τύχες της Ελλάδας από την παραπαίουσα Χούντα των Συνταγματαρχών. Από τότε συνέβησαν πολλά: Το ελληνικό κράτος κατάφερε, σε πείσμα πολλών, να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της επταετίας, πέτυχε, σε πείσμα ακόμη περισσότερων, της είσοδό του στην τότε Ε.Ο.Κ. και τη σύνδεση με τη Δύση. Από την άλλη, βρέθηκε στο στόχαστρο της, καλόπιστης και κακόπιστης, κριτικής των υπολοίπων Ευρωπαίων για την κάκιστη διαχείριση των ευκαιριών ανάπτυξης που της δόθηκαν από τη δεκαετία του ’80 και εξής, για να φτάσουμε στην πλήρη απαξίωση του 2010.

Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στο σημείο μηδέν, όπως ακριβώς το 1974, με διαφορετικές αιτίες και παθογένειες, βέβαια, αλλά με κοινό παρονομαστή την ανάγκη ριζικών αλλαγών ώστε να επιτευχθεί η σωτηρία της χώρας. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναζητήσουμε τα διδάγματα της ιστορίας μας για να πετύχουμε για άλλη μια φορά την αναγέννησή μας και ένα από τα φωτεινότερα παραδείγματα που μπορούμε να λάβουμε για το πώς πρέπει να διαχειριστούμε τη σημερινή κρίση είναι η φράση του τίτλου, η οποία ανήκει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όπως τη μετέφερε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος από κατ’ ιδίαν συνομιλία τους.

Αυτό που έχουμε περισσότερο ανάγκη αυτή τη στιγμή είναι πολιτικούς που, εκτός από την απαραίτητη γνώση και ένα συγκροτημένο και ολοκληρωμένο σχέδιο, διαθέτουν και την αποφασιστικότητα για να το εφαρμόσουν, αυστηρότητα για να το κρίνουν και έλλειψη συναισθηματισμού για να τροποποιήσουν όσα στοιχεία του αρχικού πλάνου δεν αποδίδουν. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι αυτά που ελλείπουν από τους σημερινούς πολιτικούς μας: Η αναβλητικότητα χαρακτηρίζει τις περισσότερες ενέργειες της κυβέρνησης του Πα.Σο.Κ., την ώρα που το σύνολο της Αντιπολίτευσης επιδεικνύει επιλεκτικές ευαισθησίες όταν αντιμετωπίζει ορισμένες κοινωνικές ομάδες.

Με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που του αποδίδονται, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διέθετε τα παραπάνω χαρακτηριστικά και για αυτόν ακριβώς το λόγο κατάφερε να θέσει τα θεμέλια ενός κράτους που μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Για την πολιτική που ακολούθησε πολλά μπορούν να ειπωθούν: Σαφώς δεν ήταν φιλελεύθερος με τη σημερινή σημασία του όρου, καθώς προχώρησε σε πλήθος κρατικοποιήσεων. Από την άλλη, όμως, θα ήταν άδικο να κρίνουμε έναν πολιτικό με μεταχρονολογημένα σταθμά και χωρίς να τον εντάξουμε στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του: Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κλήθηκε να δώσει άμεσες λύσεις το 1974, ευλόγως θα προσέφευγε σε πρακτικές γνώριμες σε αυτόν αντί να δοκιμάσει (σε σχετικά προχωρημένη ηλικία) καινούργιες μεθόδους. Επιπλέον, παρά τον κρατισμό που επέδειξε σε οικονομικό επίπεδο, οι παρεμβάσεις του σε κοινωνικά θέματα είχαν σαφέστατα προοδευτική στόχευση. Τέλος, το γεγονός ότι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός που έδωσε στη χώρα, αν και αρχικά πολεμήθηκε σκληρά, εντέλει αναγνωρίστηκε από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου της χώρας καταδεικνύει τη διορατικότητά του, ενώ ο τρόπος που πέτυχε την ένταξη στην τότε Ε.Ο.Κ., μόνος έναντι όλων, αρκεί ως απόδειξη των ηγετικών του ικανοτήτων.

Η σημερινή μέρα αποτελεί ορόσημο για τη χώρα μας, καθώς αποτέλεσε αφετηρία της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, της μακρότερης που γνώρισε ο τόπος. Τα λόγια του τότε Πρωθυπουργού, όμως, πρέπει να αποτελέσουν φάρο για τους πολιτικούς μας, αλλά και για όλους τους ευσυνείδητους πολίτες αυτής της χώρας, ανεξαρτήτως πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών πεποιθήσεων. Ύστερα από τριάντα χρόνια αλόγιστης σπατάλης ευρωπαϊκών κονδυλίων και ανθρώπινου δυναμικού, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, όχι τόσο για την πολιτική του αυτή καθ’ εαυτή, αλλά για το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του.

Tuesday 20 July 2010

"Τι να μας πείτε και εσείς που..."


Η φράση του τίτλου αποτελεί το συχνότερο και βασικότερο επιχείρημα των οπαδών όλων των πολιτικών κομμάτων τα τελευταία τριάντα χρόνια: Κανείς, πλην ελαχίστων "ιδεολόγων" (συνώνυμο του "γραφικός" για τους ακραιφνώς κομματικούς), δεν ενδιαφερόταν να αντικρούσει την, βάσιμη ή μη, κατηγορία που εκτόξευε ο αντίπαλός του, αλλά, αντίθετα, προσπαθούσε να τον κατηγορήσει για κάτι βαρύτερο, ώστε να του αφαιρέσει το ηθικό δικαίωμα να τον κατηγορεί:

-Τι έχετε να πείτε οι γαλάζιοι για Siemens, Βατοπέδι και Ομόλογα;
-Κατ’ αρχάς η Siemens ξεκίνησε από εσάς. Και μην ξεχνάτε εσείς οι πράσινοι το Χρηματιστήριο, τα Φρουτάκια και τόσα άλλα
-Μιλάτε εσείς που σκοτώσατε τον Τεμπονέρα, το Γρηγορόπουλο και αφήσατε τόσο κόσμο να καεί στις πυρκαγιές;
-Οχι, θα μιλήσετε εσείς που μας καταντήσατε να θρηνούμε νεκρούς σε κάθε πορεία, για να μην πούμε για τον Μπακογιάννη...
-Μιλάς σοβαρά; Το παρακράτος που έφαγε το Λαμπράκη δε σου λέει τίποτα;
-Σα δε ντρέπεστε να μιλάτε και οι δύο! Τόσα χρόνια ρημάζετε τον κόσμο και δεν αφήνετε την Αριστερά να εκφραστεί ελεύθερα!
-Καλά, θυμήσου πρώτα τα κονσερβοκούτια του Εμφυλίου, έναν βουλευτή σας που παραδέχτηκε ότι και εσείς παίρνατε μίζες και μετά τα λέμε...
-Ναι, αλλά εσείς...

Η παραπάνω συζήτηση μπορεί να τραβήξει επ’ άπειρον, επί δικαίων και αδίκων. Ο παραλογισμός αυτός σταδιακά πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, καθώς "καλός" και "καταλληλότερος" θεωρείται αυτός που έκανε το λιγότερο κακό όσο είχε στα χέρια του την (όποια) εξουσία. Ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για θετικές πρωτοβουλίες και εθίστηκε στη σκανδαλολογία, τις αλληλοκατηγορίες και τη θέα από την κλειδαρότρυπα. Και το τραγικότερο απ’ όλα είναι αυτό το "εμείς" που ακούγεται από απλούς ψηφοφόρους ενός κόμματος, οι οποίοι σε αυτά τα τριάντα χρόνια μετατράπηκαν σε μέλη ενός κομματικού στρατού που αναγόρευσαν την εξουσία σε αυτοσκοπό και το κράτος σε λάφυρο, που θεώρησαν τον ψηφοφόρο του αντίπαλου κόμματος ως εχθρό των συμφερόντων τους και που, εντέλει, αρκούνταν οι "δικοί τους" να κάνουν λιγότερο κακό από τους "απέναντι".

Το πού μας οδήγησε η "λογική" αυτή γίνεται κάθε μέρα και πιο εμφανές: Η μισαλλοδοξία τέμνει οριζόντια το σύνολο του πολιτικού φάσματος της χώρας, ο διάλογος και η συνεργασία μεταξύ κομμάτων θεωρείται αδυναμία και η όποια διαφορετική φωνή εντός ενός κόμματος κρίνεται ύποπτη για προδοσία και, ως τέτοια, πρέπει να τιμωρείται παραδειγματικά. Η φράση του Ευάγγελου Αβέρωφ "Όποιος βγαίνει απ’ το μαντρί, τον τρώει ο λύκος" έγινε η υπέρτατη αξία κάθε καλού και πιστού οπαδού ενός κόμματος.

Η σημερινή κατάσταση είναι απότοκος της αδιαλλαξίας μας και της αναζήτησης του "λιγότερο ακατάλληλου". Τέτοιες αρνητικές συγκρίσεις δεν είναι ιδιαίτερα βλαπτικές όταν γίνονται σε περιόδους ομαλότητας, όταν όμως καθίστανται κανόνας σε μια κρίσιμη στροφή της ιστορίας του νέου ελληνικού κράτους, τότε μπορεί να γίνουν το βήμα που θα μας ρίξει στο γκρεμό. Δεν είναι ώρα να βγάλουμε τη μεζούρα και να μετρήσουμε τα λάθη των άλλων, αλλά, αντίθετα, οφείλουμε να αναζητήσουμε τρόπους διεξόδου από την πολύπλευρη κρίση και, όταν η κατάσταση γίνει ξανά ελεγχόμενη, ας αποδόσουμε τις ευθύνες σε αυτούς που πρέπει. Και κάτι τελευταίο: Η ρήση του Αβέρωφ ισχύει και ανεστραμμένη: Όποιος μένει στο μαντρί, μια μέρα θα τον φάει ο βοσκός...

Monday 12 July 2010

Παγκόσμιο Κύπελλο και "Ποδοσφαιρική μεταναστευτική πολιτική"


Ένα, οχι αμιγώς αθλητικό, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα που θα έπρεπε να μας απασχολήσει με την ευκαιρία αυτού του Παγκοσμίου Κυπέλλου είναι η χρησιμοποίηση μη γηγενών ποδοσφαιριστών σε εθνικές ομάδες. Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο έχει κατά καιρούς προκαλέσει συζητήσεις και διαξιφισμούς, όπως, παραδείγματος χάριν, η απειλή του αλγερινής καταγωγής Ζινεντίν Ζιντάν ότι δεν θα ξανασυμμετείχε σε αγώνα της Εθνικής Γαλλίας σε περίπτωση που εκλεγόταν Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας το 2002 ο Ζαν-Μαρί Λεπέν.

Πολλοί εσφαλμένα θα πιστέψουν ότι ο εν λόγω προβληματισμός είναι πρόσφατος, αλλά μάλλον το ακριβώς αντίθετο ισχύει: Από τότε που το ποδόσφαιρο αποκτά μια σχετικά συγκροτημένη οργανωτικά δομή, δηλαδή από τη δεκαετία του 1930, καταγράφονται φαινόμενα "μετεγγραφών" ποδοσφαιριστών από μια εθνική ομάδα σε άλλη: Ο θρύλος της Ρεάλ Μαδρίτης Αλφρέντο ντι Στέφανο αγωνίστηκε συνολικά με τα χρώματα τριών (!!!) εθνικών ομάδων, της Αργεντινής, της Ισπανίας και της Κολομβίας, ενώ οι Ιταλοί κατέκτησαν τα πρώτα δυο Παγκόσμια Κύπελλα στην ιστορία τους το 1934 και 1938 έχοντας στη σύνθεσή τους πολλούς ποδοσφαιριστές που στην πρώτη διοργάνωση είχαν διαπρέψει με τα χρώματα της εθνικής Αργεντινής. Από τη δεκαετία του 1970 και εξής, τέτοιου τύπου "μετεγγραφές" απαγορεύτηκαν με κανονισμό της FIFA, ο οποίος όριζε ότι η επιλογή μιας εθνικής ομάδας από έναν παίκτη είναι οριστική και αμετάβλητη.

Παρά ταύτα, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μια μετεξέλιξη του θέματος, με τη χρησιμοποίηση σε εθνικές ομάδες παικτών που παίρνουν την ιθαγένεια της χώρας από τη γέννηση ή σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Το συγκεκριμένο φαινόμενο εμφανίζεται σε παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις (Γαλλία, Ολλανδία, λιγότερο Βρεττανία) ή σε χώρες που δέχονται πολλούς μετανάστες (Γερμανία, Ιταλία). Τα παιδιά μεταναστών, συνήθως πολίτες δεύτερης ή τρίτης γενιάς στις χώρες υποδοχής επιλέγονται να εκπροσωπήσουν τη δεύτερη πατρίδα τους σε σημαντικές διοργανώσεις: Η εθνική Γαλλίας κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 έχοντας στο ρόστερ της ελάχιστους "γηγενείς" Γάλλους. Η Ολλανδία βρίσκεται συχνά σε υψηλό επίπεδο με παίκτες όπως ο Φρανκ Ράικαρντ, ο Κλάρενς Ζέεντορφ, ο Έντγκαρ Ντάβιντς και ο Τζιοβάνι φαν Μπρόνχοστ. Ο αργεντινός Μάουρο Καμορανέζι προκάλεσε τη συντηρητική Ιταλία προ λίγων ετών όταν παραδέχτηκε ότι δε γνώριζε τον εθνικό ύμνο της Σκουάντρα Ατζούρα. Τέλος, ο Αδόλφος Χίτλερ δε θα ένιωθε ιδιαίτερα περήφανος για τη σημερινή εθνική ομάδα της Γερμανίας, η οποία απαρτίζεται από τρεις Πολωνούς (Κλόζε, Ποντόλκι, Τροχόφσκι), δύο Τούρκους (Όζιλ, Τάσκι), δύο Νιγηριανούς (Αόγκο, Μπόατεγκ), δύο Βραζιλιάνους (Κακάου, Γκόμες), έναν Βόσνιο (Μάριν) και έναν Τυνήσιο (Κεντίρα)

Η αιτία αυτού του φαινομένου είναι εύκολα εξηγίσιμη: Το ποδόσφαιρο, παρά τη λάμψη και τα χρήματα που προσφέρει, εξακολουθεί να θεωρείται "λαϊκή" ενασχόληση, η οποία δεν ηχεί ευχάριστα στα αυτιά των γηγενών οικογενειών, των οποίων το ιδανικό είναι οι σπουδές και η επιστημονική καταξίωση. Επιπλέον, εκτός της εύκολης κοινωνικής διεξόδου που προσφέρει η μπάλα, για τους μετανάστες αποτελεί μια δραστηριότητα που δεν απαιτεί ιδιαίτερη γνώση του τόπου στον οποίο βρίσκονται, ούτε κάποια μόρφωση, ενώ η εκ των πραγμάτων σκληραγώγησή τους τούς καθιστά χρήσιμους στις σύγχρονες απαιτήσεις του αθλήματος.

Αρκετοί μιλούν για αλλοίωση των εθνικών ομάδων, οι οποίες, κατά τη λογική τους, αποτελούν μια εκδοχή της εικόνας της χώρας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι με αυτό τον τρόπο αποδυναμώνονται οι μικρές εθνικές ομάδες προς όφελος των μεγάλων, καθώς ελάχιστοι ποδοσφαιριστές θα έπαιζαν σε μια μικρομεσαία ομάδα αντί μιας παγκόσμιας κλάσης. Παρά ταύτα, ένα θέμα το οποία τέμνει οριζόντια όλη την σύγχρονη κοινωνία, όπως η μετανάστευση, δεν είναι δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστο το ποδόσφαιρο. Το αξίωμα "ένα έθνος, ένα κράτος" ανήκει στην ιστορία, μαζί με δοξασίες για εθνικές καθαρότητες και "άριες φυλές". Το ποδόσφαιρο αποτελεί θέαμα και όποτε χρησιμοποιήθηκε από πολιτικές ηγεσίες για την εξυπηρέτηση εξωαγωνιστικών επιδιώξεων κατέληξε σε παρωδία. Παρά ταύτα, μέσω της ένταξης μεταναστών στις εθνικές ομάδες και της αναγνώρισης που τυγχάνουν από τους θεατές, ίσως κάποια στιγμή καταστεί δυνατή και η πλήρης ένταξή τους στην κοινωνία. Μόνο του το ποδόσφαιρο δε μπορεί (και δε θα έπρεπε) να παίξει αυτό το ρόλο, επικουρικά όμως μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά...

Friday 9 July 2010

Γιατί E-Libero;


Libero σημαίνει ελεύθερος. Η ελευθερία ενός πολίτη να διαμορφώνει την προσωπικότητά του εντός μιας συντεταγμένης κοινωνικής δομής είναι ο κεντρικός άξονας και η βασική στόχευση της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Είναι, δηλαδή, η λέξη που διέπει όλο το φάσμα της ζωής του φιλελεύθερου πολίτη. Ειδικότερα, στον τομέα της επικοινωνίας η ελευθερία αυτή απέκτησε πλήρη υπόσταση με την εμφάνιση και την εξάπλωση του Internet, με τα blogs είναι η κατάληξη αυτής της επικοινωνιακής απελευθέρωσης, με όλα τα θετικά στοιχεία και τις παθογένειες που παρουσιάζονται. Παρέχεται, λοιπόν, η δυνατότητα στον οποιονδήποτε να δηοσιεύσει και να σχολιάσει αυτό που τον ενδιαφέρει, χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιου άλλου.

Ο όρος libero, όμως, σημαίνει και κάτι ακόμη: Στην ποδοσφαιρική ορολογία είναι ο αμυντικός που δεν αναλαμβάνει το μαρκάρισμα συγκεκριμένου αντιπάλου, αλλά μένει τελευταίος, ώστε να καλύπτει λάθη, παραλήψεις και αδυναμίες των συμπαικτών του. Όπως πολλοί πιστεύουν ότι η φιλελεύθερη ιδεολογία έχει ξεπεραστεί, έτσι αρκετοί θεωρούν τη χρησιμοποίηση libero αναχρονιστική. Όντως, ούτε η φιλελεύθερη ιδεολογία, ούτε ο libero είναι καινοτομίες των τελευταίων ετών. Αυτό το γεγονός, όμως, δεν τους καθιστά de facto οπισθοδρομικούς. Σε μια εξελισσόμενη κοινωνία, παλαιότερες ιδέες και θεσμοί διατηρούν την αξία και τη χρησιμότητά τους, υπό την προϋπόθεση ότι εξελίσσονται και δε μένουν στάσιμοι.

Η λειτουργία αυτού του blog θα βασίζεται στους παραπάνω άξονες: Δεν θα έχει ενημερωτικό χαρακτήρα, με την έννοια της δημοσίευσης μιας πρωτότυπης είδησης. Σκοπός του θα είναι να συλλέγει πληροφορίες, κυρίως για πολιτικά και δευτερευόντως για καλλιτεχνικά και αθλητικά θέματα, να τις επεξεργάζεται και να τις σχολιάζει. Περιορισμοί δεν χωρούν, παρά μόνο αυτοί που θέτει η ίδια η αξία της ελευθερίας, δηλαδή η αξιοπρέπεια και ο σεβασμός του άλλου. Επιπλέον, επιδίωξη είναι να καταστεί αυτό το blog ένα σημείο συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων όσων αντιλαμβάνονται την ελευθερία του ατόμου ως το υπέρτατο αγαθό της κοινωνίας μας, χωρίς επιπλέον προαπαιτούμενα.

Για όλα αυτά, λοιπόν, δημιουργήθηκε το E-Libero.blogspot.com. Ελπίζω να βρει συμπαίκτες, αλλά, κυρίως, άτομα τα οποία επιθυμούν να αναμετρηθούν μαζί του, βοηθώντας στη διεξαγωγή ενός γόνιμου διαλόγου. Καλή συνέχεια!