Saturday 25 December 2010

Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε…

Τα φετινά Χριστούγεννα ήταν αναμφίβολα τα πιο "κρύα" των τελευταίων ετών, λόγω της πολυεπίπεδης κρίσης που περνά η χώρα: Οι εορτασμοί επισκιάστηκαν από οριζόντιες περικοπές στους μισθούς, απεργίες εργαζομένων σε κλάδους όπως των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς και της Καθαριότητας, συνεχόμενες πορείες διαμαρτυρίας και μια γενική εικόνα πολιτικού αδιεξόδου που εκφράζεται (και) από την πρωτόγνωρη αποχή στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλά κορυφώθηκε με τον ξυλοδαρμό του πρώην υπουργού Κωστή Χατζηδάκη (η καλύτερη απάντηση εδώ). Η εικόνα ερήμωσης του κέντρου της Αθήνας και η συνακόλουθη μείωση της εμπορικής κίνησης με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν και επιδεινώνουν την οικονομική κρίση, οδηγώντας εκ νέου σε ακραίες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, βίας και αβεβαιότητας.

Όλα τα παραπάνω περιγράφουν επαρκώς το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία. Δεν είναι όμως, αυτό η χειρότερη είδηση των ημερών, αλλά το γεγονός ότι δεν έχουμε καταλάβει ακόμη το γιατί φτάσαμε ως εδώ: Πολύ πιο δυσάρεστο και από την ίδια την κρίση είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτών αναζητεί σωτηρία σε φωνές και ενέργειες όπως η "Σπίθα" του Μίκη Θεοδωράκη και η "Ανεξάρτητη Κοινωνική Κίνηση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους" του Αλέξη Μητρόπουλου, οι οποίες στηρίζουν τη ρητορική τους σε συνωμοσίες σκοτεινών κέντρων και ευχολόγια για τον περιούσιο ελληνικό λαό. Ακόμη χειρότερα, υπάρχουν φωνές και στην ίδια την Κυβέρνηση, όπως οι δηλώσεις του Δημήτρη Ρέππα για συνταγματική κατοχύρωση ενός εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, που μαρτυρούν ότι οι κρατικίστικες αντιλήψεις και η παρεμβατικότητα έχουν ακόμη βαθύτατες ρίζες.

"Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε", όπως έλεγε και ο Διονύσης Σαββόπουλος στο ομότιτλο τραγούδι από τον Δίσκο "Χρονοποιός". Αναλωνόμαστε στο "τι σού χρωστώ και τι μου χρωστάς" και καταλήγουμε να διαπιστώνουμε ότι "μια τύφλα εντέλει μοιραζόμαστε". Ήρθε, λοιπόν, η ώρα για όλους τους υγιώς σκεπτόμενους πολίτες αυτής της χώρας να αλλάξουμε ένα σκηνικό που δε μας αρέσει, δε μας εκφράζει και, κυρίως, δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες μας. Ήρθε η ώρα να δούμε την αλήθεια για το τι μας έφερε ως εδώ, να διδαχθούμε από τα δικά μας λάθη, αλλά και από τα λάθη των άλλων, και να δημιουργήσουμε μια κοινωνία ενεργών πολιτών, οι οποίοι διεκδικούν μόνοι τους αυτό που αξίζουν και δεν περιμένουν το κράτος – πατερούλη να τους το προσφέρει σε χαμηλό κόστος, αλλά και κάκιστη ποιότητα.

Αυτό μεταφράζεται σε εκ βάθρων αλλαγή της νοοτροπίας μας, αλλά και του τρόπου που λειτουργούσαν τα περισσότερα πράγματα γύρω μας: Σε οικονομικό επίπεδο, η συρρίκνωση του Δημοσίου τομέα, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και η δημιουργία ενός σύγχρονου, αποτελεσματικού και δίκαιου εργατικού και ασφαλιστικού δικαίου είναι μόνο η αρχή του εξορθολογισμού που έχει ανάγκη η χώρα. Αυτά, όμως, πρέπει να γίνουν με ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο πλαίσιο συναίνεσης, ώστε να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις μιας κοινωνίας που (κακώς) έχει συνηθίσει ένα άλλο μοντέλο καθημερινότητας, αλλά και για να καταστεί αυτή η αλλαγή όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη και αμφίπλευρη. Για να επιτευχθεί η συναίνεση αυτή χρειάζεται μια ριζική αλλαγή και σε πολιτικό επίπεδο, ώστε το κοινό (εθνικό – πατριωτικό για κάποιους, λαϊκό για άλλους) συμφέρον να τεθεί πάνω από το κομματικό και τον αυτοσκοπό της εξουσίας. Είναι, όμως, ουτοπικό και, σε τελική ανάλυση, άδικο να περιμένουμε αυτή την αλλαγή ως διά μαγείας από τους πολιτικούς μας, οφείλουμε να την απαιτήσουμε οι ίδιοι οι πολίτες, οφείλουμε, δηλαδή, να εφαρμόσουμε άλλον έναν στίχο από το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου: "Κόψε τους μα[…]ες". Για να αλλάξει, λοιπόν, η ζοφερή κατάσταση που επικρατεί, είναι απαραίτητο πρωτίστως να αλλάξουμε εμείς, οι συνήθειες, οι προτεραιότητες και οι απαιτήσεις μας.

Η κρίση που ζούμε σήμερα δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν, αντίθετα, πρόκειται για την μαθηματική κατάληξη της νοοτροπίας και των πρακτικών όλων μας. Είναι, όμως και η μεγάλη ευκαιρία να δικαιωθούν οι ιδέες που προάγουν το πρωτείο του ατόμου, την κοινωνία των πολιτών και τις φιλελεύθερες αντιλήψεις εν γένει. Καλά Χριστούγεννα, λοιπόν, και φέτος ας μη μείνουμε στις ευχές για πρόοδο, αλλά να τις υλοποιήσουμε πρώτοι εμείς!!! Και, όπως λέει και ο Διονύσης Σαββόπουλος,

Και ως τ' άλλα Χριστούγεννα
Θα έχω ανεβάσει τη δουλειά
Να μη γυρίσω στα παλιά στενά της αγοράς τους.
Καλά Χριστούγεννα!
Μες απ' το μάτι της δουλειάς να 'ρθουν χαρούμενα!

Κι ως τ' άλλα Χριστούγεννα
Θα την έχω ανεβάσει τη δουλειά
Και στην άλλη απογραφή
Η δική μας μετοχή
Tην καινούργια της να βρει αξία.

Και ως τ' άλλα Χριστούγεννα
Με το μάτι της δουλειάς
Και το μάτι της καρδιάς
Να προλάβω τα τρεχούμενα...

Thursday 11 November 2010

Συμπεράσματα πρώτου γύρου


Ο πρώτος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών ανήκει στην ιστορία. Λίγο πριν από τον δεύτερο, θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε και να εμπεδώσουμε ορισμένα δεδομένα, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τι συνέβη την προηγούμενη Κυριακή και τι λογικά θα συμβεί την επόμενη, βασιζόμενοι σε ορισμένες λεπτομέρειες, οι οποίες πολλές φορές κάνουν τη διαφορά την ημέρα των εκλογών.

Το πρώτο θέμα που θα εξετάσουμε είναι η αποτυχία του Γιάννη Δημαρά να περάσει στο δεύτερο γύρο, παρά τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, οι οποίες του έδιναν σαφές προβάδισμα έναντι των ανθυποψηφίων του. Η αιτία είναι πολύ απλή για όποιον έχει ζήσει έστω και μια φορά τη διαδικασία των εκλογών εκ των έσω: Ο Γιάννης Δημαράς είχε δημιουργήσει όντως μια αξιόμαχη υποψηφιότητα, βασιζόμενη σε ετερόκλητες προσωπικότητες, οι οποίες μπορούσαν να αλιεύσουν ψήφους από σχεδόν όλες τις μεγάλες δεξαμενές ψηφοφόρων. Παρά ταύτα, τα πρόσωπα του ψηφοδελτίου του, καίτοι αναγνωρίσιμα, δεν είχαν καμία κινητοποιητική επιρροή στο κοινό που απευθύνονταν. Ήταν, με λίγα λόγια, συμπαθείς, αλλά χωρίς ουσιαστική επαφή με το ακροατήριό τους. Οι δημοσκοπήσεις, λοιπόν, δεν έλεγαν ψέματα (πέρα από ελάχιστες, οι οποίες πλέον είναι γνωστές για την αναξιοπιστία τους), ο Γιάννης Δημαράς ήταν ιδιαίτερα ελκυστική υποψηφιότητα στους ερωτηθέντες, κανείς, όμως, δεν υπολόγισε ότι άλλο πράγμα η πρόθεση ψήφου και άλλο η πράξη της. Ο Γιάννης Δημαράς εξασφάλισε ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό για ανεξάρτητος υποψήφιος, δεν του ήταν αρκετό, όμως, όταν χρειάστηκε να αναμετρηθεί με τους κινητοποιητικούς μηχανισμούς της Νέας Δημοκρατίας και του Πα.Σο.Κ.

Ένα άλλο ζήτημα που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι τα υψηλά ποσοστά του Κ.Κ.Ε.. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο απ’ ό,τι στην περίπτωση Δημαρά: Το Κ.Κ.Ε. έχει έναν άρτια οργανωμένο κομματικό μηχανισμό, ο οποίος, σε συνδυασμό με την υψηλή αποχή, οδήγησε σε ελάχιστες απώλειες του Περισσού, λόγω ακριβώς του ότι μπορούσε να ωθήσει τους υποστηρικτές του μαζικά προς την κάλπη. Επιπλέον στοιχείο που ευνόησε τους συνδυασμούς της Λαϊκής Συσπείρωσης είναι η αγανάκτηση πολλών συμπολιτών μας για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Το αν όσοι ψήφισαν γι’ αυτό το λόγο υποψηφίους του Κ.Κ.Ε. έπραξαν σωστά και το αν οι λύσεις που υποστηρίχθηκαν είναι εφαρμόσιμες και βιώσιμες είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη συζήτηση, παρά ταύτα είναι αναντίρρητο ότι το Κ.Κ.Ε. καρπώθηκε την ιδεολογική του συνέπεια, όποια κι αν είναι αυτή.

Σχετικά με τον χαρακτήρα αυτών των εκλογών, δυστυχώς δεν ήταν ιδιαίτερα «αυτοδιοικητικός». Οι συζητήσεις εξαντλήθηκαν κατά κύριο λόγο σε θέματα κεντρικής πολιτικής σκηνής, με πρώτο και καλύτερο το Μνημόνιο. Ελάχιστα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ασχολήθηκαν με το προφίλ των υποψηφίων, τις ικανότητές τους και το κατά πόσο είναι κατάλληλοι για τη θέση που διεκδικούν. Σε αυτό βοήθησε και το σύνολο των κομμάτων, τα οποία αντιμετώπισαν τις εκλογές με όρους καθαρά κομματικούς. Παρά ταύτα, τα ποσοστά πολλών συνδυασμών χωρίς «χρίσμα» ανά την Ελλάδα δείχνουν ότι οι πολίτες έχουν αρχίσει να διαπιστώνουν ότι ειδικά στην Αυτοδιοίκηση περισσότερο από τον «κομματικότερο», σημασία έχει ο καταλληλότερος. Όποιος από τα κόμματα και τα Μ.Μ.Ε. κατανοήσει αυτό το μήνυμα, μόνο κερδισμένος μπορεί να βγει.

Όσον αφορά στις προβλέψεις για τους μεγάλους δήμους και τις περιφέρειες, ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα: Ο δήμος Θεσσαλονίκης λογικά θα καταλήξει εύκολα στον Κ. Γκιουλέκα, όχι τόσο λόγω της διαφοράς του από τον Γ. Μπουτάρη στον πρώτο γύρο, όσο λόγω των «εφεδρειών» της «δεξιάς πολυκατοικίας» στη Συμπρωτεύουσα. Ομοίως και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, όπου ο Π. Ψωμιάδης έχει σαφέστατο προβάδισμα, όπως και ο Γ. Δακής στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Αντίστοιχα, ο Απ. Κατσιφάρας δεν αναμένεται να έχει προβλήματα στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. Στην ψήφο φαίνεται ότι θα κριθούν οι Περιφέρειες Βορείου Αιγαίου, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και Πελοποννήσου, ενώ προβάδισμα έχουν οι Αλ. Καχριμάνης στην Ήπειρο, ο Κ. Αγοραστός στη Θεσσαλία και ο Κλ. Περγαντάς στη Στερεά Ελλάδα, χωρίς, όμως, να έχουν εξασφαλίσει την εκλογή τους. Τέλος, στο Ιόνιο σχεδόν όλα θα εξαρτηθούν από τη στάση του Γ. Καλούδη, ενώ στο Δήμο Πειραιά η στήριξη του Π. Μαντούβαλου προς τον Β. Μιχαλολιάκο ενδέχεται να ανατρέψει το προβάδισμα του Γ. Μίχα. Γενικά, πάντως, με δεδομένη την απουσία του κυρίου όγκου των ψηφοφόρων του Κ.Κ.Ε. από τον δεύτερο γύρο, όταν η απόσταση του ποσοστού του νικητή του πρώτου γύρου από το 50% είναι μικρότερη ή ίση του μισού ποσοστού του Κ.Κ.Ε., τότε η ανατροπή είναι σπανιότατη, όπως μας έχει διαδάξει η πλούσια εκλογική ιστορία αυτού του τόπου.

Το μεγάλο αίνιγμα, πάντως, βρίσκεται στην Αθήνα και την Αττική: Η διαφορά του Ν. Κακλαμάνη από τον Γ. Καμίνη και του Γ. Σγουρού από τον Β. Κικίλια είναι δυνατόν (όχι εύκολο, βέβαια) να καλυφθεί. Επιπλέον, ο απερχόμενος Δήμαρχος Αθηναίων δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερα ερείσματα στους ψηφοφόρους των εκτός μάχης υποψηφίων (π.χ. η λογική δείχνει ότι ο Γ. Αμυράς θα συμπλεύσει με τον Γ. Καμίνη), ενώ ο Νομάρχης Αττικής ενδεχομένως να πληγεί σοβαρά από την αλλαγή στρατηγικής του κόμματός του, μετά τη «λήξη συναγερμού» σχετικά με την απειλή του Πρωθυπουργού για πρόωρες εκλογές (περισσότερα σχόλια επί αυτού του θέματος σε επόμενο άρθρο). Παρά ταύτα, αξίζει να προσεχθεί μια λεπτομέρεια που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική: Τόσο ο Ν. Κακλαμάνης, όσο και ο Γ. Σγουρός, δεν έχουν μεγάλη διασπορά στα ποσοστά των επιμέρους διαμερισμάτων (ο πρώτος κυμαίνεται από 34,15% έως 36,01%, ενώ ο δεύτερος από 22,34% έως 24,71%), κάτι που δείχνει μια ομοιόμορφη αποδοχή από τους πολίτες όλων των κοινωνικών στρωμάτων, γεγονός το οποίο πολλές φορές δίνει τη νίκη σε οριακές διαφορές.

Πολλά περισσότερα σχετικά με την αποχή, τον τρόπο συμμετοχής και τους νικητές αυτών των εκλογών θα γραφτούν μετά το δεύτερο γύρο. Ας ευχηθούμε για άλλη μια φορά οι πολίτες να επιλέξουν με θετικά κριτήρια για αυτούς που θα κληθούν να διαχειριστούν τις τύχες της τοπικής αυτοδιοίκησης τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Friday 29 October 2010

Σεξουαλικές προτιμήσεις και εκλογές


Σε αυτές τις εκλογές εμφανίζεται για πρώτη φορά δυναμικά ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει εδώ και αρκετά χρόνια τις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες: Η διεκδίκηση δημόσιου αξιώματος από κάποιον δηλωμένο ομοφυλόφιλο. Πρόκειται για ένα ζήτημα που διχάζει το σύνολο του πολιτικού χάρτη, καθώς φωνές υπέρ ή κατά τέτοιων υποψηφιοτήτων ακούγονται από όλους τους ιδεολογικούς χώρους. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, αν τέτοιες υποψηφιότητες πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης υποδοχής από την κοινωνία και, βέβαια, κατά πόσο οι "ορατές LGBT (lesbian, gay, bisexual, and transgender) υποψηφιότητες" συμβάλλουν όντως στην προσπάθεια ικανοποίησης των αιτημάτων αυτής της κοινωνικής ομάδας.

Κατ' αρχάς, το φαινόμενο δεν είναι ούτε πρόσφατο, ούτε ελληνικό: Από τον Harvey Milk, ο οποίος εξελέγη δημοτικός σύμβουλος του Σαν Φραντσίσκο στα τέλη της δεκαρτίας του 1970, μέχρι τον νυν Περιφερειάρχη της Απουλίας στην Ιταλία και επίδοξο αντίπαλον δέος του Sylvio Berlusconi στις επόμενες εκλογές Nichi Ventola, συχνά εμφανίζονται "ανοιχτά ομοφυλόφιλοι" (ατυχής απόδοση του όρου openly LGBT) υποψήφιοι σε κάθε είδους εκλογές. Στην Ελλάδα, αν και οι υπόνοιες για ομοφυλόφιλους πολιτικούς είναι εντυπωσιακά μεγάλες σε αριθμό, για πρώτη φορά στις φετινές αυτοδιοικητικές εκλογές οι πολίτες θα μπορούν να επιλέξουν και υποψηφίους οι οποίοι δηλώνουν ευθαρσώς ότι ανήκουν στο λεγόμενο "τρίτο φύλο". Οι υποψηφιότητες αυτές είναι του Δημήτρη Τσαμπρούνη με το συνδυασμό του Γιώργου Καμίνη "Δικαίωμα στην πόλη" και της Ειρήνης Πετροπούλου με το συνδυασμό της Ελένης Πορτάλιου "Ανοιχτή πόλη", αμφότερες για το Δήμο Αθηναίων.

Κατ' αρχάς, είναι αναντίρρητο ότι τα μέλη της LGBT κοινότητας πρέπει να αντιμετωπίζονται χωρίς διακρίσεις σε μια φιλελεύθερη κοινωνία. Διαφοροποιήσεις για το εύρος των δικαιωμάτων που θα πρέπει να τους δοθεί είναι φυσικό και εύλογο να υπάρχουν, ο πυρήνας των δικαιωμάτων, όμως, είναι σαφώς αδιαπραγμάτευτος για κάθε φιλελεύθερη αντίληψη. Σε αυτή την κατεύθυνση σαφώς και οι ορατές LGBT υποψηφιότητες συμβάλλουν θετικά, καθώς δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους πολίτες να αντιληφθούν έμπρακτα και οχι σε θεωρητικό επίπεδο ή υπό μορφή ψιθύρων ότι ο διαφορετικός σεξουαλικός προσανατολισμός δεν είναι "κουσούρι" ή μειονέκτημα, αλλά μια πτυχή της προσωπικότητας κάθε ατόμου που δεν το καθιστά από μόνη της ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο ικανό ως προς τη συμμετοχή στα κοινά.

Παρά ταύτα, υπάρχουν πολλές πτυχές των υποψηφιοτήτων αυτών που ενδεχομένως οδηγούν σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Η βασικότερη αυτών είναι η λανθασμένη προβολή του σεξουαλικού προσανατολισμού ως το βασικότερο χαρακτηριστικό των υποψηφίων. Το επιχείρημα "ψηφίστε με γιατί είμαι ομοφυλόφιλος" έχει την ίδια ακριβώς πολιτική αξία με το "ψηφίστε με γιατί είμαι ετεροφυλόφιλος", από μόνο του, δηλαδή, δεν έχει καμία πρακτική αξία για τον ψηφοφόρο που αναζητά την καλύτερη επιλογή. Οι LGBT υποψηφιότητες δυστυχώς παγιδεύονται σε αυτή την επιλογή, παραγνωρίζοντας ότι το δικαίωμα στη σεξουαλική αυτοδιάθεση είναι ένα μόνο από τα θέματα που καλούνται να διαχειριστούν. Με τον τρόπο αυτό, οι εν λόγω υποψήφιοι καθίστανται μονοδιάστατοι, ενώ, πολλές φορές στηρίζουν συνδυασμούς με τους οποίους έχουν σοβαρές διαφορές (τρανό παράδειγμα, η υποψηφιότητα Καμίνη). Απόρροια αυτού του προβλήματος είναι και το φαινόμενο της γκετοποίησης της LGBT κοινότητας, η οποία, αντί να γίνεται εξωστρεφής, κλείνεται περισσότερο στον εαυτό της, επιλέγοντας να στηρίξει "δικά της παιδιά" με μόνο κριτήριο τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Κάτι τέτοιο, όμως, οδηγεί πρώτον, σε απαξίωση αυτών των υποψηφιοτήτων από μη μέλη της κοινότητας και δεύτερον, σε αποξένωση των μελών της από την κοινωνία.

Συνοψίζοντας, όπως συμβαίνει σε κάθε μεταίχμιο της Ιστορίας, η θέση των LGBT υποψηφίων είναι ιδιαίτερα λεπτή και δύσκολη. Οφείλουν, παρά ταύτα, να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αρθρώσουν λόγο αμιγώς πολιτικό, χωρίς να επικεντρωθούν αποκλειστικά στην ιδιαιτερότητά τους. Μόνο έτσι θα κερδίσουν σε (μικρό ή μεγάλο) βάθος χρόνου το δικαίωμα στην ισότητα που με τόση θέρμη αναζητούν. Σε αντίθετη περίπτωση, οι LGBT υποψήφιοι θα εξελιχθούν σε άλλη μια βαλβίδα εκτόνωσης της καταπίεσης που νιώθει η συγκεκριμένη κοινότητα, χωρίς, όμως, να προσφέρουν πραγματική λύση στα προβλήματά τους.

Υ.Γ.: Όσοι δεν έχετε δει την ταινία "Milk", αξίζει να αφιερώσετε δύο ώρες σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και διδακτική ιστορία.

Thursday 28 October 2010

Το "Οχι" που στοιχειώνει


Η σημερινή μέρα, εκτός από ημέρα μνήμης, είναι μια πολύ καλή αφορμή να αναλογιστούμε μεγέθη και καταστάσεις, να κάνουμε μια ενδοσκόπηση και να αντιληφθούμε τη θέση και τις δυνατότητές μας. Είναι μια ευκαιρία να διδαχτούμε από το παρελθόν μας, υπό την προϋπόθεση ότι δε θα συνεχίσουμε να ζούμε από και για το ένδοξο χθες, αλλά το τελευταίο θα αποτελέσει οδηγό για το μέλον, ενταγμένο πάντα στο ιστορικό του πλαίσιο, χωρίς να εξελιχθεί σε αντικείμενο διαμάχης με βάση προθύστερα κριτήρια και μεταχρονολογημένα ιδεολογήματα.

Ας ξεκινήσουμε με κάποιες απλές παραδοχές οι οποίες (θα έπρεπε να) είναι αυτονόητες: Πρώτον, η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι μια από τις πιο χρυσές σελίδες της Ιστορίας μας, καθώς αντανακλά χαραρκτηριτικά όπως ο πατριωτισμός, η αυταπάρνηση και η ομοψυχία. Είναι, σε τελική ανάλυση, μια νίκη ενός μικρού κράτους απέναντι σε ένα σαφώς μεγαλύτερο και ισχυρότερο, το οποίο με έπαρση διεκδίκησε κάτι το οποίο δεν του ανήκε. Είναι, λοιπόν, μια νίκη – παράδειγμα για κάθε χώρα ανάλογων "κυβικών", μια από τις ιστορίες με τις οποίες κάθε ηγέτης θα επεδίωκε να εμπνεύσει το λαό του (δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η περίφημη ρήση του Winston Churchill περί ηρώων και Ελλήνων). Ως προς την "πατρότητα" αυτού του "Οχι", νομίζω πως τα κοινωνικοπολιτικά στερεότυπα έχουν πλέον κατά πολύ αμβλυνθεί: Το "Οχι" ανήκει και στον Ιωάννη Μεταξά και στους Έλληνες: Χωρίς τον πρώτο, ο όποιος αγώνας των στρατιωτών θα ήταν καταδικασμένος, αφού θα βρίσκονταν προ τετελεσμένων γεγονότων, ενώ, χωρίς τους δεύτερους, η άρνηση του Έλληνα πολιτικού θα ήταν άνευ ιστορικού αντικειμένου. Τέλος, οι πολιτικές πεποιθήσεις του Μεταξά είναι παντελώς αδιάφορες στο υπό εξέταση θέμα: Όπως (σε ελεύθερη απόδοση) είχε πει και ο Γιώργος Σεφέρης, κανένα αυταρχικό καθεστώς δεν νομιμοποιείται από τις θετικές του πράξεις και καμία θετική πράξη δεν αμαυρώνεται από το αυταρχικό καθεστώς που προέβη σε αυτή. Μάλιστα, συκεκριμένα για την Εθνική αυτή Επέτειο, ο νομπελίστας ποιητής και διπλωμάτης αναφέρει επίσης ότι "Όταν ήρθε η 28η, (σ.σ. ο Μεταξάς) δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η ημέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου". (Χειρόγραφο Σεπτεμβρίου. ‘41).

Πέρα, όμως, από τα παραπάνω, χρήσιμο είναι να εξετάσουμε πώς επιδρά σε εμάς σήμερα αυτό το "Οχι", τι χαρακτήρες διαπλάθει και πού μας οδηγεί. Δυστυχώς, το έπος του 1940, όπως και πολλά άλλα γεγονότα της Ιστορίας μας, δεν έτυχε ορθής αξιολόγησης, πολλώ δε μάλλον ορθής ερμηνείας. Ο αρνητισμός ως προδιάθεση υπήρχε και πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιτυχία, όμως, του 1940 τον εδραίωσε ως βασική συνταγή που θα μας οδηγούσε σε ανάλογα επιτεύγματα: Πιστέψαμε ότι το "οχι" πρέπει να είναι ο κανόνας στην εξωτερική μας πολιτική και τις διμερείς μας σχέσεις, μάθαμε να αντιμετωπίζουμε δικαίως και αδίκως τους γύρω μας λαούς με καχυποψία αντί της καλοπιστίας (η οποία σε καμία περίπτωση δεν εξισώνεται με την αφέλεια), με αποτέλεσμα μια αλλοπρόσαλλη παρουσία σε διεθνές επίπεδο, όπου συνήθως το "Greek way" εμφανιζόταν και υποχωρούσε με τον ίδιο πάταγο όταν τα πράγματα γίνονταν σοβαρά. Η άρνηση ως προδιάθεση, βέβαια, δεν παρέμενε εκτός των τειχών, έγινε σημαία κάθε κοινωνικής ομάδας απέναντι σε κάθε αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών δομών της χώρας, είτε αυτή προσανατολιζόταν προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο. Έτσι, λοιπόν, το "οχι" κατέστη ένδειξη ισχύος και δυναμισμού, ενώ, αντίθετα, το "ναι" θεωρήθηκε χαρακτηριστικό δειλίας και υποχωρητικότητας.

Από ένα ηρωϊκό και περήφανο "Οχι", επιβεβλημένο και από τις τότε ισχύουσες συνθήκες, αλλά και από το διαχρονικό χρέος απέναντι στην Πατρίδα, φτάσαμε σήμερα στο "οχι" της αδιαλλαξίας, του μανιχαϊσμού και της μονομέρειας, από το "Οχι" που ένωσε το λαό, βρεθήκαμε στο "οχι" που τον διχάζει. Είναι, λοιπόν, μια από τις τελευταίες μας ευκαιρίες να αλλάξουμε αντιμετώπιση απέναντι στους γύρω μας, απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, είναι η στιγμή που πρέπει να επιλέξουμε θετικές πρωτοβουλίες σε κάθε πτυχή της ζωής μας, να πούμε δηλαδή "Ναι" στην αλλαγή, οχι για την αλλαγή αυτή καθεαυτή, αλλά για να επιστρέψουμε σε τροχιά προόδου. Αλλιώς, εμμένοντας στο σημερινό μας τέλμα, πολύ φοβάμαι ότι οι στίχοι του Κ.Π. Καβάφη θα γίνουν πιο επίκαιροι από ποτέ:

"Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο το όχι -- το σωστό -- εις όλην την ζωή του."
(che fece... il gran rifiuto, 1901)

Saturday 2 October 2010

Τι να (μη) ρίξουμε στην κάλπη


Ο φετινός Οκτώβριος σηματοδοτεί την έναρξη της προεκλογικής περιόδου για τις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για μια προεκλογική περίοδο διαφορετική από τις προηγούμενες για πολλούς λόγους: Από τη μία πλευρά, οι αλλαγές που επιφέρει στον εκλογικό χάρτη της Ελλάδας το σχέδιο "Καλλικράτης" και ο νέος μεταναστευτικός νόμος και, από την άλλη, οι ριζικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομικοκοινωνική ζωή των Ελλήνων που προβλέπει το Μνημόνιο, έχουν ως αποτέλεσμα την πολιτική μετατόπιση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, δίνοντας ξεχωριστό ενδιαφέρον στην αναμονή των αποτελεσμάτων.

Πέρα, όμως, από τη θετική πλευρά της πολιτικής κινητικότητας, που συνίσταται στο ότι οι πολίτες νιώθουν την ανάγκη να επεξεργαστούν καταστάσεις που μέχρι τώρα θεωρούσαν δεδομένες, να κρίνουν και να συγκρίνουν ιδέες, πολιτικές και συνέπεια λόγων και έργων, υπάρχει και μια αρνητική όψη, την τάση απαξίωσης που δημιουργείται προς το σύνολο της πολιτικής ως θεσμό, η οποία, ολοένα αυξανόμενη, αναζητά τρόπο αποτύπωσης στις κάλπες του Νοεμβρίου. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί με τρεις τρόπους, την αποχή, το άκυρο και το λευκό. Στόχος, λοιπόν, αυτού του άρθρου είναι να αξιολογήσει τις προαναφερθείσες συμπεριφορές των εκλογέων και να καταλήξει στην προσφορότερη, αν και εφόσον υπάρχει τέτοια.

Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσουμε πως σαφής προσανατολισμός κάθε υπεύθυνου πολίτη πρέπει να είναι η έκφραση της άποψής του με θετική ψήφο, επιλέγοντας τον υποψήφιο με τον οποίο θεωρεί ότι ταυτίζεται περισσότερο. Η αντιπροσώπευση είναι θεμέλιο της φιλελεύθερης κοινωνίας, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι επιτυγχάνεται με κριτήρια ώριμα και βασίζεται σε ενδελεχή αναζήτηση του καταλληλότερου υποψηφίου, η οποία καταλήγει στην κατάστρωση επιχειρημάτων υπέρ του. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η έρευνα του ψηφοφόρου αποβαίνει άκαρπη και η τελική κρίση για κάθε επιλογή είναι σε τέτοιο βαθμό αρνητική, ώστε η λύση του "μη χείρονος" να καθίσταται απαγορευτική;

Πρώτη επιλογή αποτελεί η αποχή. Πρόκειται για μια λύση στην οποία προσφεύγουν όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας, καθώς εξυπηρετεί πολλά από τα "χαρακτηριστικά" της κοινωνίας μας: Πρώτον, δεν απαιτεί καμιά απολύτως ενέργεια, αλλά, τουναντίον, πραγματώνεται με την αδράνεια, δεύτερον, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της μη συμμετοχής σε μια διαβρωμένη διαδικασία και, τρίτον, δίνει την αίσθηση ότι "φτύνουμε στα μούτρα" αυτούς που (νομίζουμε ότι) μας οδήγησαν σε αυτή την τραγική κατάσταση. Παρά ταύτα, τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει ορθολογική βάση: Η δημοκρατία απαιτεί συμμετοχή, το δε δικαίωμα ψήφου συνιστά ταυτόχρονα και χρέος προς τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Επιπλέον, η μη συμμετοχή στις εκλογές δεν βλάπτει ούτε κατ’ ελάχιστον το πολιτικό σύστημα, καθώς γεννά μόνο συζητήσεις φιλολογικού περιεχομένου περί ηθικής νομιμοποίησης της εκλεγμένης από μια μειοψηφία κυβέρνησης. Τέλος, η αποχή δε συνεπάγεται απαλλαγή του απέχοντος από τις επιλογές της νέας κυβέρνησης˙ αντίθετα, του αφαιρεί το ηθικό δικαίωμα στη διαμαρτυρία, αφ’ ης στιγμής δε συμμετείχε στις εκλογές.

Η δεύτερη επιλογή είναι το άκυρο. Εδώ ο εκλογέας συμμετέχει μεν, αλλά οχι με τον προσήκοντα τρόπο. Θεραπεύει, λοιπόν, φαινομενικά τα ελλαττώματα της αποχής, αλλά στην ουσία δε διαφέρει, καθώς (ορθώς και κατά λογική ακολουθία) τα άκυρα δεν προσμετρώνται στα έγκυρα ψηφοδέλτια. Επιπλέον, ως μέσο διαμαρτυρίας παρουσιάζει το μειονέκτημα της έκφρασης ανομοιογενών αιτιών που οδηγούν στο άκυρο: Άκυρο ρίχνει ο αναρχικός γιατί δεν τον εκφράζει το κράτος, άκυρο ο ακροδεξιός γιατί δεν πιστεύει στη δημοκρατία, άκυρο ο μη ασχολούμενος με την πολιτική για να γελοιοποιήσει τη διαδικασία κ.λ.π.. Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, το άκυρο στρέφεται πάλι κατά του θεσμού των εκλογών και οχι ενάντια στις παθογένειές του.

Τρίτη και τελευταία επιλογή είναι το λευκό. Εδώ τα πράγματα διαφοροποιούνται εν συγκρίσει με τις προηγούμενες περιπτώσεις, καθώς το λευκό όντως εκφράζει ταυτόχρονα γνώμη και αποδοκιμασία. Γνώμη γιατί ο πολίτης (τεκμαίρεται ότι) αναζήτησε τον ιδανικό υποψήφιο, αποδοκιμασία γιατί κανείς από τους υπάρχοντες δεν κρίθηκε αρκετά άξιος ώστε να κερδίσει την ψήφο του. Συνιστά, δε, το λευκό μομφή προς τα στελέχη του πολιτικού συστήματος και οχι προς το πολιτικό σύστημα αυτό καθεαυτό. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο σεβασμός στη βούληση του πολίτη επιβάλλει την προσμέτρηση των λευκών στα έγκυρα για λόγους τόσο νομικούς (από τη στιγμή που δίνεται το λευκό ως ψηφοδέλτιο, είναι ανακόλουθο να ακυρώνεται μια νόμιμη επιλογή), όσο και πολιτικούς (το δικαίωμα στην επιλογή υποψηφίου προφανώς και περιλαμβάνει και τη μη επιλογή). Με τον τρόπο αυτό, πέρα από τον ορθότερο προσδιορισμό των ποσοστών των υποψηφίων, θα καταστεί δυνατός ο κατά τεκμήριο υπολογισμός της δυσαρέσκειας του κόσμου.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, το δικαίωμα (και, παράλληλα, η υποχρέωση) της ψήφου έχει κατακτηθεί με πολλούς αγώνες, οφείλουμε, λοιπόν, με τη συμπεριφορά μας να το σεβόμαστε, ακόμα και πίσω από ένα παραβάν που δε μας βλέπει κανείς. Ως εκ τούτου, ο σωστός πολίτης έχει χρέος να μελετήσει προσεκτικά το ποιόν κάθε υποψηφίου χωρίς παρωπίδες και, στην περίπτωση που κανείς δεν ανταποκρίνεται στο minimum έστω των προσδοκιών του, τότε και μόνο τότε να προσφύγει στο λευκό. Η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα, ομοίως και η ύψιστη στιγμή της, δηλαδή οι εκλογές.

Υ.Γ.: Στο πρώτο κείμενο αυτού του blog είχα ευχηθεί "να βρει (το blog) συμπαίκτες, αλλά, κυρίως, άτομα τα οποία επιθυμούν να αναμετρηθούν μαζί του, βοηθώντας στη διεξαγωγή ενός γόνιμου διαλόγου". Θέλω να ελπίζω ότι το thesocialdemocrats.blogspot.com θα κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα και για φιλελεύθερους πολίτες, που τεκμηριωμένα απορρίπτουν το πολίτευμα της σοσιαλδημοκρατίας, το συγκεκριμένο blog μπορεί να προσφέρει τροφή για σκέψη. Καλή αρχή!

Monday 27 September 2010

"Οι από 'δω [...] τους από 'κει"


Η Παρασκευή 23 Απριλίου 2010 αποτελεί μια μέρα - ορόσημο για το ελληνικό κράτος. Πριν από περίπου 5 μήνες, ο Πρωθυπουργός, με ένα δραματικό (κατά τους πολιτικούς του αντιπάλους, δακρύβρεχτο) διάγγελμα, ανακοίνωσε επίσημα την προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Από τότε, πάσης φύσεως διαμαρτυρίες βλέπουν καθημερινά το φως της δημοσιότητας. Αντί να επικεντρωθούμε στο δίκαιο ή το άδικο αυτών των διαμαρτυριών, χρήσιμο θα ήταν να εξετάσουμε τον τρόπο που αυτές εκφράζονται, ώστε να συναγάγουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα για τα αιτήματα όσων αντιμάχονται το περίφημο "μνημόνιο".

Τις ημέρες πριν και αμέσως μετά την ψήφιση της προσφυγής στο μηχανισμό στήριξης, οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενα (οχι, βέβαια, και κατ' ανάγκη εύλογα) μαζικές: Πλήθος κόσμου κατέκλυσε τους δρόμους ώστε να διαμαρτυρηθεί για την κατάρρευση του βιωτικού του επιπέδου και για όλα τα δεινά που του προξενούσε η νέα οικονομική πραγματικότητα της χώρας. Ανεξάρτητα (επαναλαμβάνω) από το βάσιμο ή μη των αιτιάσεων και ενατίον ποιών στρέφονταν, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ήταν σε κάθε περίπτωση πολυπληθέστατες. Όπως, όμως, συμβαίνει συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις, όσο περνούσαν οι μέρες, η συμμετοχή απλών πολιτών ολοένα και μειωνόταν. Η εξήγηση είναι απλή: Όσο σκληρό και αν είναι ένα μέτρο, όσες άμεσες ή μακροπρόθεσμες συνέπειες και αν έχει στην καθημερινότητά μας, ο μέσος εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να συνεχίσει την εργασία του, ώστε να επιβιώσει.

Όταν, λοιπόν, ο απλός πολίτης πάει σπίτι του (στη δουλειά του κ.λ.π.), αναλαμβάνουν δράση οι λεγόμενες "επαγγελματικές ομάδες". Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κατέθεσε αίτηση ακύρωσης κατά του Μνημονίου, οι Εισαγγελείς αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην απογραφή των Δημοσίων Υπαλλήλων, οι ιδιοκτήτες φορτηγών Δημόσιας Χρήσης εδώ και περίπου δύο μήνες έχουν παραλύσει την αγορά, οι λιμενικοί και οι υπάλληλοι του Ο.Σ.Ε. αντιδρούν με απεργίες και στάσεις εργασίας, ενώ το φθινόπωρο προβλέπεται γεμάτο από κινητοποιήσεις όλων σχεδόν των επαγγελματικών κλάδων.

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω αποτελεί η μετάθεση των ευθυνών για την κρίση σε άλλους φορείς: Οι έμποροι τα βάζουν με τους φορτηγατζήδες, αυτοί με τους αγρότες, εκείνοι με τους μεσάζοντες, αυτοί ξανά με την αγορά και όλοι μαζί με τους πολιτικούς, οι οποίοι ρίχνουν το ανάθεμα στον "κακομαθημένο λαό" που ζητούσε ρουσφέτια. Όλοι στρέφονται εναντίον όλων, σε μια ατμόσφαιρα και με μια συνθηματολογία που παραπέμπει σε γήπεδα ποδοσφαίρου. Το βασικό επιχείρημα που ακούγεται είναι "γιατί να ξεκινήσουν από εμένα, αφού υπάρχουν άλλοι που ευθύνονται περισσότερο για την κρίση", ενώ στο πρώτο κοινωνικό (;) κεκτημένο (;) που θίγεται δε διστάζουν να καταφερθούν έναντι πάντων, υπευθύνων και μη, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι με τις πρακικές τους θίγονται άλλοι τομείς της οικονομικοκοινωνικής ζωής του τόπου, οι οποίοι, όταν έρθει η σειρά τους, θα κάνουν ακριβώς τα ίδια.

Ο παραλογισμός που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες σχετικά με τα στρεβλώς ερμηνευόμενα δικαιώματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των κλειστών επαγγελμάτων ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Η αυθαιρεσία, το θράσος ο τσαμπουκάς και οι απόλυτες εξουσίες των εκάστοτε επικεφαλής των αντιπροσώπων των εργαζομένων έχει μετατρέψει θεσμούς απαραίτητους, όπως τα συνδικαλιστικά σωματεία, σε συντεχνείες οι οποίες αδιαφορούν για οτιδήποτε άλλο πέρα από το καθαρά συντεχνειακό τους συμφέρον. Όταν φωνάζουν άλλοι, αυτοί θρηνούν την καταστροφή που βρήκε τον κλάδο τους, ενώ, όταν αυτοί διεκδικούν, κάθε μικρή ή μεγάλη ζημιά που προκαλούν σε άλλους λογίζεται σαν παράπλευρη απώλεια στο βωμό ενός υψηλού στόχου.

Για την κρίση είμαστε όλοι υπεύθυνοι, ο καθένας με διαφορετικό μερίδιο. Ήρθε η ώρα η ελληνική κοινωνία να ξεπεράσει το πλήρως παρωχημένο στερεότυπο ότι κάθε αλλαγή στον στενό κλάδο ενασχόλησής μας είναι για το κακό μας. Αν αυτή τη στιγμή δεν κάνουμε όλοι θυσίες, ανεξάρτητα με το αν υπερβαίνουν το μερίδιο ευθύνης μας, πολύ σύντομα θα βρεθούμε ακόμα πιο βαθειά στην κρίση. Είτε θα ξανασταθούμε στα πόδια μας όλοι μαζί, είτε θα συνεχίσουμε να βουλιάζουμε αύτανδροι μεν, διχασμένοι δε. Από την προσπάθειά μας δεν περισσεύει κανείς, εκτός από αυτούς που δε μπορούν να αντιληφθούν την αναγκαιότητα της συνεργασίας...

Monday 6 September 2010

Γιατί φτάσαμε στο Δ.Ν.Τ. και ποιοί φταίνε


του Κώστα Μίχου

Διαδίδεται τον τελευταίο καιρό η άποψη-δοξασία ότι στο Δ.Ν.Τ. φτάσαμε στην βάση ενός μεθοδευμένου σχεδίου, που ξεδιπλώθηκε μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου 2009 και Μαρτίου 2010.

Το "σχέδιο" αυτό έχει, στον βαθμό που μπορεί κανείς να το εννοήσει συγκροτημένα, ως εξής: Ο Καραμανλής υπέκυψε στην "εντολή" να παραδώσει την εξουσία στον Παπανδρέου. Ακολούθως ο Παπανδρέου έχοντας "εντολή" να "παραδώσει" την χώρα στο Δ.Ν.Τ. και στα "υπόγεια διεθνή κέντρα" επέδειξε σκόπιμη "αμέλεια" στην λήψη άμεσων οικονομικών μέτρων, ενώ ο ίδιος και βασικοί υπουργοί του υποβάθμισαν συνειδητά τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να προκληθεί κρίση δανεισμού και στην συνέχεια να εμφανιστεί ως μονόδρομος η προσφυγή στο Δ.Ν.Τ..

Η άποψη αυτή, η σοβαρότητα της οποίας είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την εκτεταμένη διείσδυσή της σε πρόσωπα και εκτός του κύκλου αναγνωστών του Δημοσθένη Λιακόπουλου, εντοπίζει ένα πραγματικό πρόβλημα, αλλά του δίνει προφανώς λάθος σχήματα και αιτίες.

Και το πραγματικό πρόβλημα ήταν η καθυστερημένη απάντηση της ελληνικής πολιτικής τάξης στο πρόβλημα της εθνικής οικονομίας, η οποία ήταν φανερό ήδη από το καλοκαίρι του 2009 ότι έφθανε στο σημείο μηδέν.

Πράγματι τα ανύπαρκτα αντανακλαστικά για την αντιμετώπιση της κρίσης της ελληνικής οικονομίας στο διάστημα των μηνών Οκτωβρίου 2009 - Μαρτίου 2010 είχαν ως συνέπεια να εκτραχυνθεί το πρόβλημα και να φτάσουμε στο σημείο να χτυπήσουμε την πόρτα του Δ.Ν.Τ..

Βεβαίως, η σωστή αξιοποίηση του χρόνου που διέτρεξε από τον Οκτώβριο του 2009 και μετά δεν θα έλυνε το πρόβλημα της εθνικής οικονομίας, ούτε θα απέτρεπε την λήψη σκληρών μέτρων. Αλλά τουλάχιστον θα επέτρεπε στην χώρα να συνεχίζει να αντλεί χρήμα από τις αγορές και να εφαρμόσει ένα αυτοδύναμο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, λιγότερο βίαιο και εξοντωτικό για τους έλληνες πολίτες.

Όμως, θα ήταν χρήσιμο, πριν αποδώσουμε ευθύνες για την κατάληξη αυτής της πορείας να θυμηθούμε πώς φτάσαμε από τον Σεπτέμβριο του 2009 στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα.

Περίπου έναν χρόνο πριν σαν τώρα, ο Κώστας Καραμανλής με ένα ιστορικό διάγγελμά του μας ανακοίνωσε τα θλιβερά νέα, ότι δηλαδή η οικονομία μας βρίσκεται σε οριακό σημείο και ότι χρειάζεται να μπούμε σε μία πορεία σφικτής περιστολής για να διεκδικήσουμε αναπτυξιακές δυνατότητες σε προοπτική τουλάχιστον διετίας, ζητώντας ταυτόχρονα την εντολή για την άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής.

Παραβλέποντας τις ευθύνες για την οικονομία που έχει ο ίδιος ο Καραμανλής στα χρόνια που κυβέρνησε την χώρα, λόγοι ιστορικής εντιμότητας επιβάλλουν να αναγνωρίσουμε ότι ήταν η πρώτη φορά που ένας εν ενεργεία πρωθυπουργός με ενεργό χρόνο μπροστά του απευθύνθηκε στον ελληνικό λαό λέγοντας την ζοφερή αλήθεια και ζητώντας εντολή για την άσκηση μιας σκληρής πολιτικής περιστολής.

Η αλήθεια είναι, ότι εάν το μήνυμα του Καραμανλή είχε τότε, τον Σεπτέμβριο του 2009, προσληφθεί σωστά από την ελληνική κοινωνία και την ελληνική πολιτική τάξη, και εάν τότε είχε γίνει κοινή συνείδηση ότι η οικονομία βρισκόταν στο σημείο μηδέν, πολλά απ' όσα συμβαίνουν σήμερα θα είχαν αποφευχθεί, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των εκλογών του 2009.

Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη και φτάσαμε στο τυφλό διάστημα Οκτωβρίου 2009 - Μαρτίου 2010, που τόσο κόστισε στην ελληνική οικονομία, και οι λόγοι για τα παραπάνω είναι οι εξής τρείς κατά σειρά ιστορικής εμφάνισης:


Ο πρώτος λόγος είναι ότι η καθαρότητα του μηνύματος του Καραμανλή υπονομεύθηκε από το ίδιο του το κόμμα με τρόπο τόσο απροκάλυπτο, ώστε η ελληνική κοινή γνώμη να θεωρήσει, από ένα σημείο και μετά ευλόγως, ότι η ζοφερή περιγραφή του προβλήματος της οικονομίας που έκανε ο Καραμανλής δεν αντικατόπτριζε την αλήθεια, αλλά ότι ο Καραμανλής τα έλεγε αυτά σαν πρόσχημα για να "παραδώσει την εξουσία".

Πράγματι, οι πρώτοι που αντέδρασαν στην κίνηση του Καραμανλή για πρόωρες εκλογές, αμφισβητώντας ταυτόχρονα άμεσα ή έμμεσα την κρισιμότητα της κατάστασης της οικονομίας, ήταν μια σειρά τότε μεσαίων κυρίως στελεχών του κόμματος, που περίπου ταυτίζονται με αυτούς που εμφανίζονται σήμερα ως ηγετική ομάδα του.

Η άποψη που εξέφρασαν είναι ότι περίπου "όλα ήταν καλά" και ότι οι εκλογές ήταν ένα "πονηρό σχέδιο του Σουφλιά", ο οποίος με την παρακίνηση του Μπόμπολα και με σκοπό να γίνει ο ίδιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας "παραπλάνησε" τον "κουρασμένο" Καραμανλή και τον έπεισε να "παραδώσει την εξουσία".

Και ενέμειναν μέχρι τέλους στην άποψη ότι ο Καραμανλής θα έπρεπε να πάει σε εκλογές τον Μάρτιο του 2010, χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψη ότι η χώρα θα έμπαινε σε μια μακρά προεκλογική περίοδο καθ' ην στιγμή βρισκόταν στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης.

Ο ίδιος ο Σαμαράς διατύπωσε βιαστικά πρώτος την "θεωρία" αυτή, μιλώντας δημόσια για "καπεταναίους της ήττας" και δείχνοντας προς την πλευρά της Ντόρας. Το (τότε) πρωτοπαλλίκαρό του, ο αρχισυνδικαλιστής Μανώλης, έβαλλε ευθέως κατά του Κώστα Καραμανλή, παρουσιάζοντάς τον ως "υποχείριο του Σουφλιά", ενώ στοιχισμένοι πίσω τους κι άλλοι πολλοί (όπως ο εσχάτως δυσεύρετος Μιχάλης Λιάπης) δεν δίστασαν να συνταχθούν δημόσια με την άποψη, ότι ο Καραμανλής "τρελάθηκε".

Όλοι αυτοί κι άλλοι πολλοί τότε διαφωνούσαν με τις πρόωρες εκλογές και επέμεναν να πάει η χώρα σε μια προεκλογική περίοδο έξι μηνών με μια κυβέρνηση αποσταθεροποιημένη και αδύναμη. Οι ίδιοι σήμερα κατηγορούν τον ΓΑΠ ότι "έχασε" αυτούς τους ίδιους τους έξι κρίσιμους για την οικονομία μήνες, που ήταν οι κρίσιμοι για την εθνική οικονομία.

Το ιδιοτελές αυτό "κίνημα" υπήρξε βασική αιτία της εκλογικής καθίζησης που ήρθε στις εκλογές του Οκτώβρη. Όμως μεγαλύτερη ήταν η ζημιά που προκάλεσαν υπονομεύοντας την καθαρότητα των θέσεων Καραμανλή για την κρισιμότητα της κατάστασης στην ελληνική οικονομία, προετοιμάζοντας έτσι την κοινή γνώμη να υποκύψει στον εγκληματικό προεκλογικό λαϊκισμό του Πα.Σο.Κ..


Ο εγκληματικός προεκλογικός λαϊκισμός του Πα.Σο.Κ. είναι ο δεύτερος ιστορικά λόγος που οδήγησε στο νεκρό διάστημα Οκτωβρίου-Μαρτίου.

Τον Σεπτέμβριο του 2009, το τυφλωμένο από την προσδοκία της εξουσίας Πα.Σο.Κ. του Παπανδρέου (ο οποίος ας μην ξεχνάμε ότι είχε προαναγγείλει την πρόθεσή του να προκαλέσει πρόωρες εκλογές με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας), είχε την ευχέρεια να διεξαγάγει έναν υπεύθυνο προεκλογικό αγώνα, λαμβάνοντας υπ' όψιν την ακριβέστατη ενημέρωση που είχε για την πραγματικότητα της οικονομίας από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Είχε άλλωστε απέναντί του έναν αντίπαλο αποδυναμωμένο, ο οποίος υποσχόταν ένα σκληρό αύριο στους ψηφοφόρους του.

Όμως, επέλεξε έναν μαξιμαλιστικό και δημαγωγικό δρόμο προς την εξουσία, στηριγμένο στο εγκληματικό αξίωμα "λεφτά υπάρχουν", με το οποίο αποσκοπούσε ευθέως να παραπλανήσει και να εξαπατήσει την κοινή γνώμη.

Ο Παπανδρέου, την ίδια στιγμή που γνώριζε ότι η ελληνική οικονομία ήταν ένα καζάνι έτοιμο να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή, περιφερόταν άσκοπα ανά την Ελλάδα, εξηγώντας πώς ο Καλατράβα θα μετατρέψει τον συμπαθή Πύργο Ηλείας σε Μόντε Κάρλο και περιγράφοντας πώς η "πράσινη ανάπτυξη" θα μετατρέψει την Ελλάδα σε Δανία του Νότου.

Την προεκλογική ανευθυνότητα του Πα.Σο.Κ. την πλήρωσε ακριβά το ίδιο το Πα.Σο.Κ. και πιό ακριβά όλοι εμείς. Γιατί η αλήθεια είναι ότι εάν το Πα.Σο.Κ. είχε προετοιμάσει την κοινή γνώμη και είχε ενεργήσει άμεσα, χωρίς να δεσμεύεται από τις ανεύθυνες προεκλογικές εξαγγελίες του, για την αντιμετώπιση της κρίσης, δεν θα φτάναμε στο σημείο το ελληνικό κράτος απελπισμένο να χτυπάει πόρτες τον Απρίλιο του 2010 για να βρεί λεφτά να πληρώσει τους μισθούς και της συντάξεις του Μαϊου.

Τελικά, τον Μάρτιο του 2010, με τα περίφημα "σπρέντ" στα ύψη, το Πα.Σο.Κ. άφησε οριστικά πίσω του τις προεκλογικές του ακροβασίες και άρχιζε να γεμίζει το περίφημο "περίστροφο", που έστρεψε λίγο αργότερο στην ελληνική κοινωνία και στην αγορά.


Όμως, το τυφλό διάστημα Οκτωβρίου - Μαρτίου έχει κι έναν τρίτο πρωταγωνιστή, την αξιωματική αντιπολίτευση.

Tο ξημέρωμα της 5ης Οκτωβρίου 2009 δεν βρήκε την χώρα μόνο με έναν πρωθυπουργό παγιδευμένο στις ανεύθυνες προεκλογικές του εξαγγελίες, αλλά και με μια αντιπολίτευση ακέφαλη και ανύπαρκτη.

Κι όσο το Πα.Σο.Κ. σπαταλούσε πολύτιμο χρόνο εφευρίσκοντας απίθανες ονομασίες υπουργείων και πανηγυρίζοντας για τα ωραία τσαντάκια της Μπιρμπίλη, η Νέα Δημοκρατία, αντί να ανασυνταχθεί και να πιάσει δουλειά ως αξιωματική αντιπολίτευση από την πρώτη κιόλας μέρα, επέλεξε κάτω από συνθήκες απόλυτης σύγχυσης, με τον κόσμο της αμήχανο και εξοργισμένο, να βυθιστεί σε μια εσωκομματική διαδικασία διάρκειας δύο μηνών, που την άφησε βαθιά πληγωμένη και διχασμένη.

Η Νέα Δημοκρατία απέκτησε έναν εν τέλει νέο αρχηγό το ξημέρωμα της 30ης Νοεμβρίου. Κι ο νέος αρχηγός, ένας ξένος στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, βγαίνοντας ο ίδιος από μια δεκαπενταετή τέλεια απραξία, εύλογα χρειάστηκε με την σειρά του χρόνο για να σχηματίσει γύρω του τους μηχανισμούς που ήταν αναγκαίοι για την λειτουργία του κόμματος και την τεκμηρίωση της όποιας πολιτικής του.

Τον πρώτο πολύτιμο πολιτικό της χρόνο η νέα ηγεσία τον αφιέρωσε στην εκκαθάριση των εσωτερικών της αντιπάλων και στην δαιμονοποίηση της πενταετίας Καραμανλή, για να μπορεί στην συνέχεια να εμφανιστεί η ίδια αποκαθαρμένη από τα λάθη της• έριχνε έτσι κι άλλο νερό στον μύλο του Πα.Σο.Κ., δίνοντας άλλοθι στην κυβερνητική αβελτηρία και ανικανότητα, αφού "για όλα έφταιγε ο Καραμανλής".

Κι όταν πλέον η (νέα) Νέα Δημοκρατία άρχισε περίπου να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και το περιβάλλον της, είχε έρθει ήδη η άνοιξη, όχι εκείνη που παλαιότερα οραματιζόταν ο νέος αρχηγός της, αλλά η άνοιξη του 2010, που πνίγηκε στον κρότο της κατάρρευσης της χώρας.

Στο κρίσιμο διάστημα Οκτωβρίου 2009 - Μαρτίου 2010, η χώρα όχι μόνο δεν είχε κυβέρνηση, αλλά δεν είχε ούτε αντιπολίτευση. Είχε μόνο όση φόρα χρειαζόταν για να πέσει πάνω στον τοίχο της οικονομικής κατάρρευσης.


Η προσφυγή της χώρας στην βοήθεια του Δ.Ν.Τ. ήταν πλέον την άνοιξη του 2010 αναπόφευκτη. Χωρίς τα χρήματα του Δ.Ν.Τ. η χώρα θα πτώχευε το αργότερο τον Μάϊο και θα μετατρεπόταν σε μια νέα Αργεντινή.

Και όσοι από τα αστικά κόμματα καταψήφισαν την προσφυγή στο Δ.Ν.Τ., το έκαναν εκ του ασφαλούς και ακινδύνως, υπακούοντας σε (μικρο)κομματικούς και μόνο σχεδιασμούς (βλ. ομολογία Βάρδα).

Η αλήθεια είναι, ότι εάν είχε αποφευχθεί η προσφυγή στο Δ.Ν.Τ. με την σωστή αξιοποίηση του χρόνου από τον Οκτώβριο και μετά, δεν θα είχε αποφευχθεί και η λήψη περίπου των ίδιων μέτρων που προβλέπει το διαβόητο "μνημόνιο". Σκληρά μέτρα θα ήταν ούτως ή άλλως αναγκαία.

Το κέρδος, ωστόσο, θα ήταν ότι η όποια κυβέρνηση θα είχε ίσως τα περιθώρια εκείνα, που θα της επέτρεπαν μια λιγότερο βίαιη πολιτική αντί για την επιχείρηση "σοκ και δέος", στην οποία ήχθη υπό τους όρους των δανειστών της. Πολλοί κραδασμοί στην αγορά και στην κοινωνία θα μπορούσαν έτσι να έχουν αποφευχθεί.

Αλλά όσοι μιλούν σήμερα για το νεκρό διάστημα Οκτωβρίου 2009 - Μαρτίου 2010, που μας έφερε στην αγκαλιά του Δ.Ν.Τ., καλό είναι να θυμούνται τις δικές τους ευθύνες. Και τις πρόσφατες και τις παλαιότερες.

Και ίσως είναι και για εμάς χρήσιμο να τις θυμόμαστε κι εμείς, αφήνοντας στην άκρη τις θεωρίες συνωμοσίας.

Wednesday 25 August 2010

Γίνε και εσύ επιστήμονας με 868 μόρια, μπορείς!


Η ανακοίνωση των φετινών βάσεων από το Υπουργείο Παιδείας δεν επεφύλασσε εκπλήξεις: Όσοι προέβλεπαν κατακόρυφη πτώση των βάσεων διαψεύστηκαν, ενώ όσοι αφελώς ήλπιζαν ότι οι ουραγοί σχολές θα εμφάνιζαν αξιοπρεπείς αριθμούς έγιναν για άλλη μια φορά μάρτυρες την περίφημης ελληνικής πραγματικότητας. Και αν για πολλούς μη σχετικούς με το χώρο της Εκπαίδευσης τα παραπάνω φαντάζουν παράδοξα, παρά ταύτα είναι απολύτως εξηγήσιμα, χωρίς να παύουν να είναι εξοργιστικά.

Όσον αφορά στις σχολές "υψηλής ζήτησης", παρατηρείται μια αυξομείωση σε λογικό επίπεδο, παρά τη φημολογία ότι η πλειονότητά τους θα εμφανίσει αισθητή πτώση. Αυτό συνέβη για δύο λόγους: Πρώτον, πρόκειται για σχολές στις οποίες στοχεύουν υποψήφιοι άρτια προετοιμασμένοι (οχι κατ΄ ανάγκη μορφωμένοι, αλλά σωστά εκπαιδευμένοι για να ξεπεράσουν το εμπόδιο των Πανελληνίων), οι οποίοι δεν εξαρτούν σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία τους από τη δυσκολία των θεμάτων. Πρόκειται, λοιπόν, για μαθητές που έχουν κατανοήσει το μηχανισμό των εξετάσεων και μπορούν να ανταπεξέρχονται σε θέματα που δεν απευθύνονται στο λεγόμενο "μέσο όρο" των εξεταζομένων. Δεύτερον, η οικονομική (και οχι μόνο) κρίση που βιώνει η χώρα συνέβαλε στη διατήρηση των "δημοφιλών" σχολών σε σταθερό πλαίσο, καθώς απέτρεψε πολλούς επιτυχόντες υψηλό βαθμό να επιλέξουν μια σχολή χαμηλότερης ζήτησης που καλύπτει περισσότερο τα ενδιαφέροντά τους, μιας και πρωτεύοντα ρόλο στην απόφασή τους έπαιξε η μελλοντική δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης. Συνεπώς, το επίπεδο των υποψηφίων και η οικονομικοκοινωνική συγκυρία είχαν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση των υψηλών βάσεων σε σχολές όπως το Πολυτεχνείο, η Νομική, η Ιατρική και τα Οικονομικά.

Για τους γνώστες θεμάτων Παιδείας, εξίσου αναμενόμενη με τη σταθερότητα των "δημοφιλών" σχολών ήταν και η καθίζηση των σχολών χαμηλής ζήτησης. Η αιτία του φαινομένου αυτού είναι προφανέστατη και εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στην κατάργηση της βάσης του 10. Η θεσμοθέτησή της πριν από πέντε χρόνια μπορεί να μην οδήγησε στην απογείωση του επιπέδου των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, διασφάλισε, όμως, ένα minimum απαιτήσεων για να αποκτήσει κάποιος την ιδιότητα του φοιτητή. Είναι, εξάλλου, πασίδηλα παράλογο η λήψη απολυτηρίου Λυκείου να απαιτεί βαθμό τουλάχιστον 10 και η είσοδος σε μια σχολή να είναι εφικτή με βαθμό ακόμα και περίπου 0,8 (!!!). Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας έκανε πράξη την προεκλογική λαϊκιστική εξαγγελία της Κυβέρνησης και τα αποτελέσματα σαφώς και δεν πρέπει να την ικανοποιούν: Τουλάχιστον 20 Τμήματα Α.Ε.Ι. (μεταξύ των οποίων και κάποιες ξενόγλωσσες φιλολογίες, στις οποίες η "πριμοδότηση" του ειδικού μαθήματος είναι μεγάλη) και πάνω από 100 Τμήματα Τ.Ε.Ι. απαιτούσαν ως βάση εισαγωγής βαθμό κάτω από 10.000 μόρια. Και αν για τα Τμήματα Α.Ε.Ι. ο αριθμός είναι σχετικά μικρός και αφορά κυρίως σε στρατιωτικές σχολές και σχολές που εδρεύουν στην Αθήνα, το ζήτημα των Τ.Ε.Ι. είναι κάτι παραπάνω από σοβαρό, καθώς τα περισσότερα αποτελούν τμήμα της καταγέλαστης "αναπτυξιακής" "περιφερειακής" "πολιτικής" των τελευταίων δεκαετιών. Τα Ιδρύματα αυτά, στο όνομα της τόνωσης των τοπικών κοινωνιών, παράγουν στην πλειονότητά τους ανεπάγγελτους πτυχιούχους, εθίζοντας τις επαρχιακές πόλεις στο να ζουν από τους πόρους των φοιτητών και, κυρίως, τους νέους ανθρώπους στο να αναζητούν πλάγιους τρόπους εξασφάλισης του επαγγελματικού τους μέλλοντος, κατά βάση διά της πρόσληψής τους στο Δημόσιο.

Είναι καταφανές ότι η περιφερειακή πολιτική που βασίστηκε στα νοίκια, τις καφετέριες και τα σουβλατζίδικα εξάντλησε τα όριά της: Οι μεν τοπικές κοινωνίες πρέπει να επανέλθουν στην παραγωγική διαδικασία, οι δε οικογένειες των υποψηφίων, αλλά πρωτίστως οι ίδιοι οι υποψήφιοι πρέπει να πάψουν να θεωρούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση αυτοσκοπό. Είναι επιτακτική ανάγκη ο επαγγελματικός προσανατολισμός να αλλάξει συθθέμελα και να κάμψει το στερεότυπο του "επιστήμονα". Αυτό απαιτεί, βέβαια, τη δημιουργία μιας αξιόλογης τεχνικής εκπαίδευσης, η οποία αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε στάδιο πλήρους παρακμής. Ούτε, όμως, η αλλαγή νοοτροπίας πρέπει να περιμένει την άνθιση της τεχνικής εκπαίδευσης, ούτε η άνθιση της τεχνικής εκπαίδευσης την αλλαγή νοοτροπίας˙ αυτά είτε συντελούνται ταυτόχρονα, είτε δε συντελούνται ποτέ. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα οι Κυβερνήσεις θα παραμερίσουν το πρόσκαιρο πολιτικό κόστος και θα θέσουν επί της ουσίας τον δάκτυλόν τους επί τον τύπον των ήλων της πολύπαθης ελληνικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης, χωρίς να περιμένουν για άλλη μια φορά τον εξαναγκασμό των ευρωπαϊκών οδηγιών για να οικοδομήσουν ένα σύγχρονο σύστημα Παιδείας...

Saturday 24 July 2010

"Για να κυβερνήσω με δικαιοσύνη στέγνωσα την ψυχή μου"


Πέρασαν ήδη τριάντα έξι χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα μας. Σαν σήμερα, τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεφε μετά ενδεκαετή αυτοεξορία για να αναλάβει τις τύχες της Ελλάδας από την παραπαίουσα Χούντα των Συνταγματαρχών. Από τότε συνέβησαν πολλά: Το ελληνικό κράτος κατάφερε, σε πείσμα πολλών, να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της επταετίας, πέτυχε, σε πείσμα ακόμη περισσότερων, της είσοδό του στην τότε Ε.Ο.Κ. και τη σύνδεση με τη Δύση. Από την άλλη, βρέθηκε στο στόχαστρο της, καλόπιστης και κακόπιστης, κριτικής των υπολοίπων Ευρωπαίων για την κάκιστη διαχείριση των ευκαιριών ανάπτυξης που της δόθηκαν από τη δεκαετία του ’80 και εξής, για να φτάσουμε στην πλήρη απαξίωση του 2010.

Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στο σημείο μηδέν, όπως ακριβώς το 1974, με διαφορετικές αιτίες και παθογένειες, βέβαια, αλλά με κοινό παρονομαστή την ανάγκη ριζικών αλλαγών ώστε να επιτευχθεί η σωτηρία της χώρας. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναζητήσουμε τα διδάγματα της ιστορίας μας για να πετύχουμε για άλλη μια φορά την αναγέννησή μας και ένα από τα φωτεινότερα παραδείγματα που μπορούμε να λάβουμε για το πώς πρέπει να διαχειριστούμε τη σημερινή κρίση είναι η φράση του τίτλου, η οποία ανήκει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όπως τη μετέφερε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος από κατ’ ιδίαν συνομιλία τους.

Αυτό που έχουμε περισσότερο ανάγκη αυτή τη στιγμή είναι πολιτικούς που, εκτός από την απαραίτητη γνώση και ένα συγκροτημένο και ολοκληρωμένο σχέδιο, διαθέτουν και την αποφασιστικότητα για να το εφαρμόσουν, αυστηρότητα για να το κρίνουν και έλλειψη συναισθηματισμού για να τροποποιήσουν όσα στοιχεία του αρχικού πλάνου δεν αποδίδουν. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι αυτά που ελλείπουν από τους σημερινούς πολιτικούς μας: Η αναβλητικότητα χαρακτηρίζει τις περισσότερες ενέργειες της κυβέρνησης του Πα.Σο.Κ., την ώρα που το σύνολο της Αντιπολίτευσης επιδεικνύει επιλεκτικές ευαισθησίες όταν αντιμετωπίζει ορισμένες κοινωνικές ομάδες.

Με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που του αποδίδονται, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διέθετε τα παραπάνω χαρακτηριστικά και για αυτόν ακριβώς το λόγο κατάφερε να θέσει τα θεμέλια ενός κράτους που μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Για την πολιτική που ακολούθησε πολλά μπορούν να ειπωθούν: Σαφώς δεν ήταν φιλελεύθερος με τη σημερινή σημασία του όρου, καθώς προχώρησε σε πλήθος κρατικοποιήσεων. Από την άλλη, όμως, θα ήταν άδικο να κρίνουμε έναν πολιτικό με μεταχρονολογημένα σταθμά και χωρίς να τον εντάξουμε στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του: Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κλήθηκε να δώσει άμεσες λύσεις το 1974, ευλόγως θα προσέφευγε σε πρακτικές γνώριμες σε αυτόν αντί να δοκιμάσει (σε σχετικά προχωρημένη ηλικία) καινούργιες μεθόδους. Επιπλέον, παρά τον κρατισμό που επέδειξε σε οικονομικό επίπεδο, οι παρεμβάσεις του σε κοινωνικά θέματα είχαν σαφέστατα προοδευτική στόχευση. Τέλος, το γεγονός ότι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός που έδωσε στη χώρα, αν και αρχικά πολεμήθηκε σκληρά, εντέλει αναγνωρίστηκε από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου της χώρας καταδεικνύει τη διορατικότητά του, ενώ ο τρόπος που πέτυχε την ένταξη στην τότε Ε.Ο.Κ., μόνος έναντι όλων, αρκεί ως απόδειξη των ηγετικών του ικανοτήτων.

Η σημερινή μέρα αποτελεί ορόσημο για τη χώρα μας, καθώς αποτέλεσε αφετηρία της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, της μακρότερης που γνώρισε ο τόπος. Τα λόγια του τότε Πρωθυπουργού, όμως, πρέπει να αποτελέσουν φάρο για τους πολιτικούς μας, αλλά και για όλους τους ευσυνείδητους πολίτες αυτής της χώρας, ανεξαρτήτως πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών πεποιθήσεων. Ύστερα από τριάντα χρόνια αλόγιστης σπατάλης ευρωπαϊκών κονδυλίων και ανθρώπινου δυναμικού, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, όχι τόσο για την πολιτική του αυτή καθ’ εαυτή, αλλά για το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του.

Tuesday 20 July 2010

"Τι να μας πείτε και εσείς που..."


Η φράση του τίτλου αποτελεί το συχνότερο και βασικότερο επιχείρημα των οπαδών όλων των πολιτικών κομμάτων τα τελευταία τριάντα χρόνια: Κανείς, πλην ελαχίστων "ιδεολόγων" (συνώνυμο του "γραφικός" για τους ακραιφνώς κομματικούς), δεν ενδιαφερόταν να αντικρούσει την, βάσιμη ή μη, κατηγορία που εκτόξευε ο αντίπαλός του, αλλά, αντίθετα, προσπαθούσε να τον κατηγορήσει για κάτι βαρύτερο, ώστε να του αφαιρέσει το ηθικό δικαίωμα να τον κατηγορεί:

-Τι έχετε να πείτε οι γαλάζιοι για Siemens, Βατοπέδι και Ομόλογα;
-Κατ’ αρχάς η Siemens ξεκίνησε από εσάς. Και μην ξεχνάτε εσείς οι πράσινοι το Χρηματιστήριο, τα Φρουτάκια και τόσα άλλα
-Μιλάτε εσείς που σκοτώσατε τον Τεμπονέρα, το Γρηγορόπουλο και αφήσατε τόσο κόσμο να καεί στις πυρκαγιές;
-Οχι, θα μιλήσετε εσείς που μας καταντήσατε να θρηνούμε νεκρούς σε κάθε πορεία, για να μην πούμε για τον Μπακογιάννη...
-Μιλάς σοβαρά; Το παρακράτος που έφαγε το Λαμπράκη δε σου λέει τίποτα;
-Σα δε ντρέπεστε να μιλάτε και οι δύο! Τόσα χρόνια ρημάζετε τον κόσμο και δεν αφήνετε την Αριστερά να εκφραστεί ελεύθερα!
-Καλά, θυμήσου πρώτα τα κονσερβοκούτια του Εμφυλίου, έναν βουλευτή σας που παραδέχτηκε ότι και εσείς παίρνατε μίζες και μετά τα λέμε...
-Ναι, αλλά εσείς...

Η παραπάνω συζήτηση μπορεί να τραβήξει επ’ άπειρον, επί δικαίων και αδίκων. Ο παραλογισμός αυτός σταδιακά πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, καθώς "καλός" και "καταλληλότερος" θεωρείται αυτός που έκανε το λιγότερο κακό όσο είχε στα χέρια του την (όποια) εξουσία. Ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για θετικές πρωτοβουλίες και εθίστηκε στη σκανδαλολογία, τις αλληλοκατηγορίες και τη θέα από την κλειδαρότρυπα. Και το τραγικότερο απ’ όλα είναι αυτό το "εμείς" που ακούγεται από απλούς ψηφοφόρους ενός κόμματος, οι οποίοι σε αυτά τα τριάντα χρόνια μετατράπηκαν σε μέλη ενός κομματικού στρατού που αναγόρευσαν την εξουσία σε αυτοσκοπό και το κράτος σε λάφυρο, που θεώρησαν τον ψηφοφόρο του αντίπαλου κόμματος ως εχθρό των συμφερόντων τους και που, εντέλει, αρκούνταν οι "δικοί τους" να κάνουν λιγότερο κακό από τους "απέναντι".

Το πού μας οδήγησε η "λογική" αυτή γίνεται κάθε μέρα και πιο εμφανές: Η μισαλλοδοξία τέμνει οριζόντια το σύνολο του πολιτικού φάσματος της χώρας, ο διάλογος και η συνεργασία μεταξύ κομμάτων θεωρείται αδυναμία και η όποια διαφορετική φωνή εντός ενός κόμματος κρίνεται ύποπτη για προδοσία και, ως τέτοια, πρέπει να τιμωρείται παραδειγματικά. Η φράση του Ευάγγελου Αβέρωφ "Όποιος βγαίνει απ’ το μαντρί, τον τρώει ο λύκος" έγινε η υπέρτατη αξία κάθε καλού και πιστού οπαδού ενός κόμματος.

Η σημερινή κατάσταση είναι απότοκος της αδιαλλαξίας μας και της αναζήτησης του "λιγότερο ακατάλληλου". Τέτοιες αρνητικές συγκρίσεις δεν είναι ιδιαίτερα βλαπτικές όταν γίνονται σε περιόδους ομαλότητας, όταν όμως καθίστανται κανόνας σε μια κρίσιμη στροφή της ιστορίας του νέου ελληνικού κράτους, τότε μπορεί να γίνουν το βήμα που θα μας ρίξει στο γκρεμό. Δεν είναι ώρα να βγάλουμε τη μεζούρα και να μετρήσουμε τα λάθη των άλλων, αλλά, αντίθετα, οφείλουμε να αναζητήσουμε τρόπους διεξόδου από την πολύπλευρη κρίση και, όταν η κατάσταση γίνει ξανά ελεγχόμενη, ας αποδόσουμε τις ευθύνες σε αυτούς που πρέπει. Και κάτι τελευταίο: Η ρήση του Αβέρωφ ισχύει και ανεστραμμένη: Όποιος μένει στο μαντρί, μια μέρα θα τον φάει ο βοσκός...

Monday 12 July 2010

Παγκόσμιο Κύπελλο και "Ποδοσφαιρική μεταναστευτική πολιτική"


Ένα, οχι αμιγώς αθλητικό, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα που θα έπρεπε να μας απασχολήσει με την ευκαιρία αυτού του Παγκοσμίου Κυπέλλου είναι η χρησιμοποίηση μη γηγενών ποδοσφαιριστών σε εθνικές ομάδες. Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο έχει κατά καιρούς προκαλέσει συζητήσεις και διαξιφισμούς, όπως, παραδείγματος χάριν, η απειλή του αλγερινής καταγωγής Ζινεντίν Ζιντάν ότι δεν θα ξανασυμμετείχε σε αγώνα της Εθνικής Γαλλίας σε περίπτωση που εκλεγόταν Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας το 2002 ο Ζαν-Μαρί Λεπέν.

Πολλοί εσφαλμένα θα πιστέψουν ότι ο εν λόγω προβληματισμός είναι πρόσφατος, αλλά μάλλον το ακριβώς αντίθετο ισχύει: Από τότε που το ποδόσφαιρο αποκτά μια σχετικά συγκροτημένη οργανωτικά δομή, δηλαδή από τη δεκαετία του 1930, καταγράφονται φαινόμενα "μετεγγραφών" ποδοσφαιριστών από μια εθνική ομάδα σε άλλη: Ο θρύλος της Ρεάλ Μαδρίτης Αλφρέντο ντι Στέφανο αγωνίστηκε συνολικά με τα χρώματα τριών (!!!) εθνικών ομάδων, της Αργεντινής, της Ισπανίας και της Κολομβίας, ενώ οι Ιταλοί κατέκτησαν τα πρώτα δυο Παγκόσμια Κύπελλα στην ιστορία τους το 1934 και 1938 έχοντας στη σύνθεσή τους πολλούς ποδοσφαιριστές που στην πρώτη διοργάνωση είχαν διαπρέψει με τα χρώματα της εθνικής Αργεντινής. Από τη δεκαετία του 1970 και εξής, τέτοιου τύπου "μετεγγραφές" απαγορεύτηκαν με κανονισμό της FIFA, ο οποίος όριζε ότι η επιλογή μιας εθνικής ομάδας από έναν παίκτη είναι οριστική και αμετάβλητη.

Παρά ταύτα, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μια μετεξέλιξη του θέματος, με τη χρησιμοποίηση σε εθνικές ομάδες παικτών που παίρνουν την ιθαγένεια της χώρας από τη γέννηση ή σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Το συγκεκριμένο φαινόμενο εμφανίζεται σε παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις (Γαλλία, Ολλανδία, λιγότερο Βρεττανία) ή σε χώρες που δέχονται πολλούς μετανάστες (Γερμανία, Ιταλία). Τα παιδιά μεταναστών, συνήθως πολίτες δεύτερης ή τρίτης γενιάς στις χώρες υποδοχής επιλέγονται να εκπροσωπήσουν τη δεύτερη πατρίδα τους σε σημαντικές διοργανώσεις: Η εθνική Γαλλίας κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 έχοντας στο ρόστερ της ελάχιστους "γηγενείς" Γάλλους. Η Ολλανδία βρίσκεται συχνά σε υψηλό επίπεδο με παίκτες όπως ο Φρανκ Ράικαρντ, ο Κλάρενς Ζέεντορφ, ο Έντγκαρ Ντάβιντς και ο Τζιοβάνι φαν Μπρόνχοστ. Ο αργεντινός Μάουρο Καμορανέζι προκάλεσε τη συντηρητική Ιταλία προ λίγων ετών όταν παραδέχτηκε ότι δε γνώριζε τον εθνικό ύμνο της Σκουάντρα Ατζούρα. Τέλος, ο Αδόλφος Χίτλερ δε θα ένιωθε ιδιαίτερα περήφανος για τη σημερινή εθνική ομάδα της Γερμανίας, η οποία απαρτίζεται από τρεις Πολωνούς (Κλόζε, Ποντόλκι, Τροχόφσκι), δύο Τούρκους (Όζιλ, Τάσκι), δύο Νιγηριανούς (Αόγκο, Μπόατεγκ), δύο Βραζιλιάνους (Κακάου, Γκόμες), έναν Βόσνιο (Μάριν) και έναν Τυνήσιο (Κεντίρα)

Η αιτία αυτού του φαινομένου είναι εύκολα εξηγίσιμη: Το ποδόσφαιρο, παρά τη λάμψη και τα χρήματα που προσφέρει, εξακολουθεί να θεωρείται "λαϊκή" ενασχόληση, η οποία δεν ηχεί ευχάριστα στα αυτιά των γηγενών οικογενειών, των οποίων το ιδανικό είναι οι σπουδές και η επιστημονική καταξίωση. Επιπλέον, εκτός της εύκολης κοινωνικής διεξόδου που προσφέρει η μπάλα, για τους μετανάστες αποτελεί μια δραστηριότητα που δεν απαιτεί ιδιαίτερη γνώση του τόπου στον οποίο βρίσκονται, ούτε κάποια μόρφωση, ενώ η εκ των πραγμάτων σκληραγώγησή τους τούς καθιστά χρήσιμους στις σύγχρονες απαιτήσεις του αθλήματος.

Αρκετοί μιλούν για αλλοίωση των εθνικών ομάδων, οι οποίες, κατά τη λογική τους, αποτελούν μια εκδοχή της εικόνας της χώρας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι με αυτό τον τρόπο αποδυναμώνονται οι μικρές εθνικές ομάδες προς όφελος των μεγάλων, καθώς ελάχιστοι ποδοσφαιριστές θα έπαιζαν σε μια μικρομεσαία ομάδα αντί μιας παγκόσμιας κλάσης. Παρά ταύτα, ένα θέμα το οποία τέμνει οριζόντια όλη την σύγχρονη κοινωνία, όπως η μετανάστευση, δεν είναι δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστο το ποδόσφαιρο. Το αξίωμα "ένα έθνος, ένα κράτος" ανήκει στην ιστορία, μαζί με δοξασίες για εθνικές καθαρότητες και "άριες φυλές". Το ποδόσφαιρο αποτελεί θέαμα και όποτε χρησιμοποιήθηκε από πολιτικές ηγεσίες για την εξυπηρέτηση εξωαγωνιστικών επιδιώξεων κατέληξε σε παρωδία. Παρά ταύτα, μέσω της ένταξης μεταναστών στις εθνικές ομάδες και της αναγνώρισης που τυγχάνουν από τους θεατές, ίσως κάποια στιγμή καταστεί δυνατή και η πλήρης ένταξή τους στην κοινωνία. Μόνο του το ποδόσφαιρο δε μπορεί (και δε θα έπρεπε) να παίξει αυτό το ρόλο, επικουρικά όμως μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά...

Friday 9 July 2010

Γιατί E-Libero;


Libero σημαίνει ελεύθερος. Η ελευθερία ενός πολίτη να διαμορφώνει την προσωπικότητά του εντός μιας συντεταγμένης κοινωνικής δομής είναι ο κεντρικός άξονας και η βασική στόχευση της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Είναι, δηλαδή, η λέξη που διέπει όλο το φάσμα της ζωής του φιλελεύθερου πολίτη. Ειδικότερα, στον τομέα της επικοινωνίας η ελευθερία αυτή απέκτησε πλήρη υπόσταση με την εμφάνιση και την εξάπλωση του Internet, με τα blogs είναι η κατάληξη αυτής της επικοινωνιακής απελευθέρωσης, με όλα τα θετικά στοιχεία και τις παθογένειες που παρουσιάζονται. Παρέχεται, λοιπόν, η δυνατότητα στον οποιονδήποτε να δηοσιεύσει και να σχολιάσει αυτό που τον ενδιαφέρει, χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιου άλλου.

Ο όρος libero, όμως, σημαίνει και κάτι ακόμη: Στην ποδοσφαιρική ορολογία είναι ο αμυντικός που δεν αναλαμβάνει το μαρκάρισμα συγκεκριμένου αντιπάλου, αλλά μένει τελευταίος, ώστε να καλύπτει λάθη, παραλήψεις και αδυναμίες των συμπαικτών του. Όπως πολλοί πιστεύουν ότι η φιλελεύθερη ιδεολογία έχει ξεπεραστεί, έτσι αρκετοί θεωρούν τη χρησιμοποίηση libero αναχρονιστική. Όντως, ούτε η φιλελεύθερη ιδεολογία, ούτε ο libero είναι καινοτομίες των τελευταίων ετών. Αυτό το γεγονός, όμως, δεν τους καθιστά de facto οπισθοδρομικούς. Σε μια εξελισσόμενη κοινωνία, παλαιότερες ιδέες και θεσμοί διατηρούν την αξία και τη χρησιμότητά τους, υπό την προϋπόθεση ότι εξελίσσονται και δε μένουν στάσιμοι.

Η λειτουργία αυτού του blog θα βασίζεται στους παραπάνω άξονες: Δεν θα έχει ενημερωτικό χαρακτήρα, με την έννοια της δημοσίευσης μιας πρωτότυπης είδησης. Σκοπός του θα είναι να συλλέγει πληροφορίες, κυρίως για πολιτικά και δευτερευόντως για καλλιτεχνικά και αθλητικά θέματα, να τις επεξεργάζεται και να τις σχολιάζει. Περιορισμοί δεν χωρούν, παρά μόνο αυτοί που θέτει η ίδια η αξία της ελευθερίας, δηλαδή η αξιοπρέπεια και ο σεβασμός του άλλου. Επιπλέον, επιδίωξη είναι να καταστεί αυτό το blog ένα σημείο συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων όσων αντιλαμβάνονται την ελευθερία του ατόμου ως το υπέρτατο αγαθό της κοινωνίας μας, χωρίς επιπλέον προαπαιτούμενα.

Για όλα αυτά, λοιπόν, δημιουργήθηκε το E-Libero.blogspot.com. Ελπίζω να βρει συμπαίκτες, αλλά, κυρίως, άτομα τα οποία επιθυμούν να αναμετρηθούν μαζί του, βοηθώντας στη διεξαγωγή ενός γόνιμου διαλόγου. Καλή συνέχεια!