Thursday 20 October 2011

Τι έγινε ρε παιδιά;

Όσοι πιστεύουν ότι η Ιστορία πολλές φορές εκδικείται, μάλλον δεν θα βρουν καλύτερο παράδειγμα από αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας. Λίγες μέρες μετά τη συμπλήρωση τριάντα ετών από τη μαύρη επέτειο της πρώτης εκλογής του Πα.Σο.Κ. και δύο ετών από την επάνοδό του στην εξουσία, το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο ίδιος ο γιός του πνίγονται από τα λάθη όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, αλλά, κυρίως, από τη νοοτροπία που αυτός καθιέρωσε από την 18η Οκτωβρίου 1981 και εξής. Όπως θα αναρωτιόταν και γνωστός παρουσιαστής της κρατικής τηλεόρασης (πλέον), "τι έγινε ρε παιδιά;", πώς φτάσαμε να είμαστε θεατές στην πολλοστή επανάληψη τραγικών στιγμών όπως αυτές που ζούμε τις τελευταίες 48 ώρες, με αποκορύφωμα το θάνατο ενός ανθρώπου και, τέλος, με ποιόν τρόπο μπορούμε να αποφύγουμε την ολοκληρωτική διάλυση;

Κατ’ αρχάς, ας δούμε ποιά ήταν η πραγματική και δύσκολα επανορθώσιμη ζημιά που προκάλεσε ο Ανδρέας Παπανδρέου: Πέρα από τον αλόγιστο δανεισμό, την παράλυση των παραγωγικών δομών της χώρας μέσω επιδότησης της τεμπελιάς, αυτό που εντέλει μας οδήγησε στην ελεύθερη πτώση είναι η διάλυση του κοινωνικού συμβολαίου. Όπως αυτό ορίζεται σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες, η κυβέρνηση εκλέγεται με εντολή του λαού για να εφαρμόσει τις εξαγγελίες της. Το μεγάλο δυστύχημα ήταν ότι το Πα.Σο.Κ. έκανε πράξη το τότε προεκλογικό του σύθημα, έφερε τον ίδιο το λαό στην εξουσία, καταργώντας κάθε έννοια χρηστής διοίκησης, ιεραρχίας, αξιοσύνης και, εντέλει διάκρισης των εξουσιών. Η συνταγή ήταν απλή, εύπεπτη και ακολουθήθηκε σχεδόν από κάθε κυβέρνηση από το 1981 και μετά.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια εκλέγουμε κυβέρνηση περισσότερο για να της επιβληθούμε και λιγότερο για να κυβερνά βάσει ενός συντεταγμένου προγράμματος. Αυτό συντελείται όταν κάθε κοινωνική ομάδα αδιαφορεί παντελώς για το κόστος των πράξεών της, σκοπεύοντας απλώς να διατηρήσει τα κεκτημένα που απέκτησε τις περισσότερες φορές πέρα από τις ίδιες της τις προσδοκίες. Ο καθένας μας πατούσε πάνω στην παρανομία του διπλανού για να δικαιολογήσει την δική του ανομία, συνήθως με το επιχείρημα "τώρα η παράβαση του Χ σε πείραξε; Δεν βλέπεις τον Ψ τι κάνει;". Με αυτό τον τρόπο η νομιμότητα, εκτός από μειοψηφική πρακτική, κατέστη κάτι πολύ χειρότερο: ασύμφορη και, ως εκ τούτου, δείγμα ανοησίας.

Ο εύκολος δρόμος σύντομα έγινε κτήμα όλου του πολιτικού φάσματος, με την ανάλογη αισθητική και ηθική κατάπτωση. Το σκηνικό μονιμοποιήθηκε: Η κυβέρνηση ήταν αντιλαϊκή επειδή κάποιος έταζε περισσότερα, όταν ο "κάποιος" αναλάμβανε την εξουσία έκανε λόγο για "καμμένη γη" και ούτω καθ’ εξής, χωρίς κανείς να λογαριάζει τη διαρκή άνοδο του βιωτικού επιπέδου σε απόλυτους αριθμούς, πολλώ δε μάλλον χωρίς κανείς να αναζητά πάνω σε ποιές βάσεις στηρίζεται αυτό το οικοδόμημα.

Το σημερινό Πα.Σο.Κ., παρά το τεράστιο τίμημα που καταβάλλει, αρνείται ουσιαστικά να μετανιώσει για το προεκλογικό "λεφτά υπάρχουν", σκύβει το κεφάλι με την πρώτη απειλή που εκτοξεύει κάθε συντεχνία και ζητάει να πληρώσουν τα σπασμένα τα γνωστά κορόιδα, η νομοταγής μειοψηφία. Απέναντι σε όλα αυτά βρίσκεται ένας λαός παραζαλισμένος από μια νομοτέλεια που έφτασε σε πείσμα των ψευδών που του άρεσε να ακούει. Περισσότερο από αγανάκτηση για το παρελθόν, νιώθει έκπληξη για τη συμφορά και οργή για όσους του χαλάνε το όνειρο. Έτσι, κάνει ό,τι έκανε τριάντα χρόνια με επιτυχία: Βγαίνει στους δρόμους και ζητά τη βολή του και το δικαίωμα στην ήσσονα προσπάθεια με μέγιστη απόδοση.

Όσο και αν έχω κατά καιρούς ταχθεί κατά των πρόωρων εκλογών, είναι η πρώτη φορά μετά το 1993 που είναι επιβεβλημένες: Η σημερινή κυβέρνηση δεν εξελέγη απλά με διαμετρικά αντίθετο πρόγραμμα, αλλά επιδίδεται σε μια σειρά μέτρων άδικων και, κυρίως, παράνομων, με πρώτη και καλύτερη την αναδρομική φορολόγηση. Έχει φτάσει, δε στο έσχατο σημείο πολιτικού εξευτελισμού να εκβιάζει ανοιχτά τον κόσμο αλλά και τους ίδιους της τους βουλευτές με χρεοκοπία αν δεν ακολουθήσουν την καταστροφική πολιτική της, που ουδεμία σχέση έχει ακόμα και με το περίφημο αρχικό Μνημόνιο. Όλα αυτά, όμως, είναι επουσιώδη μπροστά στον κίνδυνο διάλυσης ακόμα και του θεμελιώδους κοινωνικού ιστού: Ο 53χρονος που έχασε τη ζωή του στη σημερινή συγκέντρωση είναι μόνο η αρχή των απωλειών μιας κοινωνίας που όλοι στρέφονται κατά πάντων τυφλά, χωρίς αιτήματα και ρεαλιστικές προτάσεις.

Η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να φύγει, αλλά όχι με κάθε μέσο και κάθε κόστος. Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, αυτό πρέπει να θεμελιώνεται σε ένα ισχυρό κοινωνικό συμβόλαιο και όχι σε ανέξοδες υποσχέσεις για διορισμούς. Ένας κακομαθημένος λαός καλείται να επιλέξει τους κυβερνήτες του από ένα κακομαθημένο πολιτικό σύστημα. Δεν ξέρω αν θα κάνει την ορθότερη επιλογή, αλλά σίγουρα θα ορίσει μόνος του την τύχη του, αναλαμβάνοντας τις αντίστοιχες ευθύνες. Ανώδυνος δρόμος δεν υπάρχει, , υπάρχει, όμως, διαφυγή μέσα από την ειλικρίνεια, την αξιοπρέπεια και την εργατικότητα, αρετές που κατά το πρόσφατο παρελθόν γλίτωσαν και εμάς και άλλους λαούς από σαφώς μεγαλύτερους κινδύνους.

Thursday 13 October 2011

Παρίσταται άνευ...

Από σήμερα μέχρι και τις 19 Οκτωβρίου οι Δικηγόροι απέχουν των καθηκόντων τους, όπως αποφάσισε προχθές η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, κυρίως σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις προτάσεις του Υπουργού κ. Μιλτιάδη Παπαϊωάννου για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής Δικαιοσύνης, αλλά και για την συνολική πολιτική που ακολουθεί η Κυβέρνηση. Αν και έχω μόλις λίγους μήνες στην πλάτη μου ως ασκούμενος δικηγόρος, η αποχή αυτή μεταφράζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε αναβολή των δικών που έχουν προσδιοριστεί για αυτό το διάστημα και ορισμό νέας δικασίμου, όχι ιδιαίτερα σύντομης, πλην, βέβαια, όσων υποθέσεων κρίνονται για τον έναν ή τον άλλο λόγο κατεπείγουσες, οπότε και εκδικάζονται κανονικά. Σε μία περίοδο όπου ο κρατικός μηχανισμός έχει κατά κυριολεξία παραλύσει, θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί η στάση που κρατούν οι δικηγόροι, καθώς σε αυτή ρόλο ρυθμιστή επιτελεί ο μεγαλύτερος επιστημονικός Σύλλογος της χώρας, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.

Για τη δέσμη των μέτρων που αφορούν στην ταχύτερη απονομή Δικαιοσύνης μπορούν να ειπωθούν πολλά και έχουν σχεδόν όλα ήδη ειπωθεί: Έχουν προβληθεί επιχειρήματα περί αντισυνταγματικότητας της μεταφοράς δικαστηριακής ύλης στους Συμβολαιογράφους, έχουν εκφραστεί αμφιβολίες και ενστάσεις για το κατά πόσο μια τέτοια αλλαγή θα μείωνε σοβαρά το χρόνο εκδίκασης μιας υπόθεσης, ενώ υπάρχουν και φωνές που τάσσονται υπέρ συγκεκριμένων προτάσεων του Υπουργού (βλ. εδώ κείμενο του E-Lawyer με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα σχόλια).

Με τα παραπάνω μπορεί ο καθένας να συμφωνεί ή να διαφωνεί ανάλογα με την πολιτική και επιστημονική του τοποθέτηση, περισσότερο, όμως, πρέπει να επικεντρωθούμε στην αποχή αυτή καθ’ εαυτή ως μέσο διεκδίκησης των αιτημάτων του δικηγορικού κλάδου. Κατ’ αρχάς, τίθεται το ερώτημα αν μπορεί ένα νομικό πρόσωπο να επιβάλλει στα (υποχρεωτικά εγγεγραμμένα σε αυτό, προκειμένου να ασκήσουν δικηγορία) μέλη του αν και πότε θα εργαστούν, απειλώντας με κυρώσεις, έως και διαγραφή, όσους δεν εφαρμόζουν μια απόφαση η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει πολιτικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, ανάγεται στον σκληρό πυρήνα των ατομικών ελευθεριών. Άλλοι νομικοί, δε, όπως ο Καθηγητής κ. Ιωάννης Ληξουριώτης, εγείρουν ζήτημα νομιμότητας της ίδιας της απόφασης περί αποχής (αναλυτικά εδώ). Συνεπώς, με τα ελάχιστα νομικά που κατέχω, δεν είναι δυνατόν η μη αποχή να συνιστά λόγο οιασδήποτε πειθαρχικής δίωξης για παραβίαση απόφασης της Συνονιστικής Επιτροπής (άρθρο 64 παράγραφος 1 Κώδικα Περί Δικηγόρων).

Πέρα, όμως, από το καθαρά νομικό κομμάτι του ζητήματος, ας εξετάσουμε και τη σκοπιμότητα της αποχής: Όποιος είχε την τύχη να καταθέσει αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών τις τελευταίες ημέρες και άκουσε στον προσδιορισμό τον αριθμό "2015", δεν έκανε λάθος: Οι δικάσιμοι πλέον δίνονται με ορίζοντα τετραετίας, τα πινάκια είναι υπερφορτωμένα σε τρομακτικό βαθμό και οι αναβολές λόγω ωραρίου στην ημερίσια διάταξη. Αν, λοιπόν, η δικάσιμος τύχει σε μέρα αποχής, τότε μιλάμε για μια σημαντικότατη καθυστέρηση για την ολοκλήρωση της υπόθεσης, η οποία το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν ωφελεί κανέναν: Ούτε τον τελικό νικητή της δίκης, ο οποίος ενδέχεται μέχρι να δικαιωθεί να έχει καταστραφεί οικονομικά, ούτε τον ηττημένο, καθώς οι τόκοι υπερημερίας σε μία αστική υπόθεση πολλές φορές φτάνουν στο 100% του αρχικού κεφαλαίου, ούτε, βέβαια, τον ίδιο τον δικηγόρο, και δη τον νέο, του οποίου η αμοιβή αναβάλλεται, τη στιγμή που οι υποχρεώσεις του δεν περιμένουν.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα που περιγράφηκε πιο πάνω, θεωρώ, όσο μπορώ να εκφέρω γνώμη, ότι η (υποχρεωτική) αποχή είναι μια λύση μη νόμιμη, αλλά, κυρίως, παντελώς ατελέσφορη και εντέλει ζημιογόνα, τόσο για τους πολίτες, που βλέπουν το (έστω και χωλό) τελευταίο καταφύγιο που διέθεταν για "να βρουν το δίκιο τους" να καθυστερεί σε βαθμό που, στην πραγματικότητα, δεν αποδίδει Δικαιοσύνη, οδηγώντας την κοινωνία μακροπρόθεσμα στην αυτοδικία, όσο και για τους ίδιους τους δικηγόρους, των οποίων το κύρος και η αποτελεσματικότητα τίθενται εν αμφιβόλω, χωρίς επ' ουδενί να είναι οι μοναδικοί υπαίτιοι αυτής της κατάστασης, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι υποψήφιοι πελάτες να αναζητούν εξωδικαστική επίλυση των διαφορών τους, συρρικνώνοντας δραματικά τον κύκλο εργασιών για έναν δικηγόρο.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης χρειάζεται βαθύτατες αλλαγές και αυτό το ξέρει ίσως πρώτος από όλους ο ίδιος ο Πρόεδρος του Δ.Σ.Α., ως κατεξοχήν μάχιμος δικηγόρος. Είναι επίσης βέβαιο ότι οι Πρόεδροι των υπολοίπων Δικηγορικών Συλλόγων που αποφάσισαν την αποχή γνωρίζουν βαθύτερα το πρόβλημα από έναν ασκούμενο. Ίσως χρειάζονται περισσότεροι δικαστές, περισσότερα δικαστήρια, αύξηση του ωραρίου, υψηλότερα παράβολα. Σίγουρα, όμως, δεν χρειάζεται ούτε μία ημέρα καθυστέρηση, όσο ερασιτεχνικοί και αν είναι (και αυτοί) οι χειρισμοί της Κυβέρνησης, που προσπαθεί να θεσει άλλο ένα μανιχαϊστικό δίλημμα σε έναν λαό παραζαλισμένο από όσα συμβαίνουν γύρω του. Ο κύριος Γιάννης Αδαμόπουλος εξελέγη πανηγυρικά χάρη στη δουλειά και την προσωπικότητά του, αλλά και στη βοήθεια που παρείχε σε όλους τους νέους συναδέλφους με το βιβλίο του «Απλά και Χρήσιμα». Αυτό είναι που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή, απλές και χρήσιμες λύσεις.