Friday 31 May 2013

"Σήκω χόρεψε Κεμάλ μου"

Αν υπάρχει μια σταθερά στη χώρα αυτά τα τελευταία τρία χρόνια της κρίσης, αυτή είναι η δήλωση ότι «μετά από αυτό, τα έχουμε δει όλα». Η δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη σταθερά, είναι η διάψευση της δήλωσης στην αμέσως επόμενη «στροφή» της διαδρομής. Αν και ομολογώ ότι η φαντασία μου είναι αρκετά πεπερασμένη για να μαντέψω τι άλλο μπορεί να συμβεί σε αυτή τη μαγική χώρα, νομίζω ότι η είδηση της απαγόρευσης διδασκαλίας στο μάθημα της μουσικής δημοτικού σχολείου του τραγουδιού “Κεμάλ” των Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου χρειάζεται περισσότερη ανάλυση, τόσο για το πώς καταφέραμε (γιατί περί κατορθώματος πρόκειται) να ζήσουμε εν έτει 2013 μετά Χριστόν μια τέτοια ιλαροτραγωδία, όσο και για το τι μπορούμε να κάνουμε όσοι δεν θέλουμε να αναπνέουμε αυτό το βόθρο.

Κατ’ αρχάς, είναι βέβαιο ότι η απαγόρευση είναι έργο δύο ανίδεων πρωταγωνιστών: Είναι πραγματικά αδύνατον να έχεις ακούσει τον «Κεμάλ» ακόμα και μέσα σε ταξί σε ώρα αιχμής και να πιστεύεις ότι έχει έστω και ένα ψήγμα ισλαμικής προπαγάνδας. Τι συνέβη, λοιπόν; Ο γονιός ακούει τη λέξη “Κεμάλ” και τον συνδέει με την prime time ζώνη μεγάλων καναλιών. Έξαλλος, απευθύνεται στη διευθύντρια, η οποία στην καλύτερη περίπτωση συνδέει το τραγούδι με τον Κεμάλ Ατατούρκ, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην απαγόρευση. Διάλογοι ανίδεων, δηλαδή. Μόνο; Όχι. Ταυτόχρονα, είναι και διάλογος ηλίθιων. Γιατί πρέπει να είσαι ηλίθιος για να σπεύσεις να απαγορεύσεις κάτι που δεν γνωρίζεις. Και εδώ αρχίζει το μεγάλο πρόβλημα.

Και αν η ιδιότητα του γονιού ευτυχώς δεν ρυθμίζεται από το κράτος, αυτή του διευθυντή δημοσίου σχολείου ρυθμίζεται. Είναι προφανές, νομίζω, ότι η εν λόγω διευθύντρια είναι πιο ακατάλληλη και από τον Ηρώδη για να διευθύνει την διαμόρφωση παιδιών σε τόσο κρίσιμη ηλικία. Είναι η μόνη ακατάλληλη; Δυστυχώς, όχι. Όλοι έχουμε εμπειρίες ανθρώπων που ήταν πλήρως ακατάρτιστοι για διευθυντικές θέσεις και, παρά, ταύτα, στρογγυλοκάθονταν σε αυτές. Οι λόγοι είναι δύο: Πρώτον, η εμμονή του ελληνικού συστήματος αποκλειστικά και μόνο σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν εξετάζουν την ουσιαστική καταλληλότητα του υποψηφίου, παρά μόνο τα (αναγκαία, αλλά μη επαρκή) τυπικά προσόντα. Δεύτερον, η εκ πλαγίου παράκαμψη της σειράς κατάταξης ακόμα και αυτών των τυπικών προσόντων υπέρ των εκάστοτε “ημετέρων”. Ο παραλογισμός αυτός ξεκινά από την αρχή της εκπαίδευσης και φτάνει μέχρι την κορωνίδα της., τα πανεπιστήμια. Στείρα παπαγαλία και γνωριμίες είναι απαράβατοι κανόνες του συστήματός μας. Με αυτά τα δεδομένα, πάλι καλά που δεν απαγόρευσαν και το “νιάου βρε γατούλα” ως υποκίνηση εχθροπάθειας προς τους σκύλους.

Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα πιο βαθύ και επικίνδυνο: Ο υφέρπων επαρχιώτικος πουριτανισμός όλης της κοινωνίας μας. Μην ξεχνάμε ότι η πρώτη μεγάλη πολέμιος του Χατζιδάκι την περίοδο της Μεταπολίτευσης ήταν το επίσημο όργανο της “Αλλαγής”, η απόλυτη φυλλάδα του αίσχους, το σκουπίδι του παγκόσμιου κιτρινισμού, η λαοφιλής “Αυριανή”. Να το πούμε απλά: Ο Μάνος έκανε κάτι αδιανόητο και πολύ επικίνδυνο για τον ιθαγενή μπαμπουίνο: Σκεφτόταν. Και σκεφτόταν ελεύθερα και φωναχτά, γκρεμίζοντας βεβαιότητες και στεγανά. Το συμπέρασμα, το προϊόν αυτής της σκέψης, ήταν αδιάφορο. Το πρόβλημα ήταν η διαδικασία.

Αν αυτός ο πουριτανισμός αυτή τη στιγμή εκφράζεται με όρους mainstream από το μόρφωμα που έχει κάνει την αποστροφή προς τη σκέψη επίσημη σημαία του, τη Χρυσή Αυγή, είναι αφέλεια και στρουθοκαμηλισμός να πιστεύουμε ότι η κατάσταση αυτή ανέκυψε με την κρίση. Η κακώς νοούμενη “βλαχιά” είναι κυρίαρχη σε όλους τους πολιτικούς χώρους τα τελευταία τριάντα χρόνια. Μετασχηματίζεται και “μακιγιάρεται” ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρου, αλλά η ουσία της παραμένει αναλλοίωτη. Τη βλέπουμε στα γερόντια που αγωνιούν για τα φωνήεντα της Ελληνικής και γι’ αυτό σκίζουν βιβλία, στις κυράτσες που σκανδαλίζονται από ένα θεατρικό έργο που παίζεται σε ιδιωτικό χώρο, στα μπάχαλα που διακόπτουν ομιλίες διεθνώς αναγνωρισμένων καθηγητών επειδή διαφωνούν μαζί τους.

Τι κάνουμε, λοιπόν; Ας πούμε τα καλά νέα: Κάποια στιγμή, ο πίθηκος κατέβηκε από τα δέντρα και εξανθρωπίστηκε. Αργά αλλά σταθερά, η κοινωνία εκσυγχρονίζεται. Αλλά αυτό σημαίνει ότι θα περιμένουμε να μας δικαιώσουν μετά θάνατον  τα δισέγγονά μας; Όχι. Η πρόοδος της κοινωνίας είναι δική μας υπόθεση, δικό μας χρέος. Το ίδιο και η επιτάχυνσή της. Στον κάθε αγράμματο γονιό που ανησυχεί για την υγιή (κατά την περιορισμένη του αντιληπτική ικανότητα) ανάπτυξη του παιδιού του, οφείλουμε να δίνουμε ένα υγιές πρότυπο. Οφείλουμε να διώξουμε τον φόβο του και, ακόμα περισσότερο, το φόβο του παιδιού. Απέναντι στην αχαρακτήριστη διευθύντρια χρειάζεται σκληρή, σαφής και διαρκής κριτική, ώστε να περιορίσει την μιζέρια της στη θλιβερή της προσωπικότητα. Απέναντι στον κρατικό μηχανισμό που την ορίζει οφείλουμε δύο πράγματα: Πρώτον, σημαντική άνοδο των κριτηρίων επιλογής των προσώπων που το διαχειρίζονται, και δεύτερον, συμμετοχή.

Τι κάνει αυτή τη στιγμή ο πληθυσμός που δεν λειτουργεί με όρους αγέλης; Σχεδόν τίποτα απ΄ όλα αυτά: Απαξιοί την πολιτική, καταφεύγει σε φτηνή και στείρα ειρωνεία προς τους λειτουργούς της κρατικής μηχανής, βουλιάζει στον ελιτισμό και, συνάμα (!), στο υπόγειο ρουσφέτι και, τέλος, περιμένει να του παραδοθεί η εξουσία ελέω Θεού, με πολίτες που ξάφνου θα δει το φως το αληθινό και τότε, άσπιλος και αμόλυντος, θα κυβερνήσει εν σοφία και δικαιοσύνη. Συγγνώμη, αλλά την τελευταία φορά που συνέβη αυτό ήταν πριν από δύο χιλιάδες χρόνια και αφού μεσολάβησε μια σταύρωση. Δεν θα ήταν άδικο να λέγεται ότι κάθε κοινωνία έχει τις ελίτ που της αξίζουν.

Τα υγιώς σκεπτόμενα άτομα της χώρας, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, οφείλουν να εκτεθούν απέναντι στον πουριτανισμό, την αμορφωσιά και την βλακεία. Έχουν χρέος απέναντι στην ύπαρξή τους, στην ιδιότητά τους ως πολίτες, να λερώσουν τα χέρια τους για να βγουν όλοι μαζί, αλλά πρωτίστως οι ίδιοι, από τη λάσπη. Δεν έχουμε ανάγκη από μη μου άπτου θεωρητικούς με σηκωμένο φρύδι και δάχτυλο, αλλά από ανθρώπους καθημερινούς, που νοιάζονται για την πνευματική τους ανέλιξη ως παράγοντα της κοινωνικής τους ευμάρειας. Έχουμε ανάγκη από πολεμιστές που θα κοιτάξουν το τέρας κατάματα, δεν θα τρομάξουν και θα το πολεμήσουν ανελέητα με όπλο το λόγο και το πνεύμα του.


Στο σκοτάδι της κακογουστιάς, της αγραμματοσύνης οφείλουμε να απαντήσουμε αταλάντευτα, με περισσότερη κουλτούρα, με περισσότερη παρουσία σε όλα τα κοινωνικά μήκη και πλάτη. Πολύς κόσμος θα ακολουθήσει, αρκεί να μην φοβηθούμε εμείς. Όπως την 7η Σεπτεμβρίου 1987, όταν ένας φτασμένος συνθέτης, ήδη όμως γερασμένος, απογοητευμένος και άρρωστος, πήρε το λόγο μέσα στο κατάμεστο, αλλά ανυποψίαστο, Καλλιμάρμαρο και επέφερε το πιο σφοδρό ηθικό χτύπημα στον Αυριανισμό, την ιδεολογία που εξόντωσε την αξιοπρέπειά του. Ο ίδιος δεν έζησε για να τον θάψει, ίσως να μην επιβιώσουμε και εμείς μέχρι τότε. Αλλά είναι μια από τις αποστολές μας σε αυτό τον πλανήτη να τον αφήσουμε πιο βαθιά απ’ όσο τον βρήκαμε.