Sunday 13 November 2011

Η παρακαταθήκη του Γιώργου Παπανδρέου

του Αντίοπου Δ. Σελιανίτη

Στις 31 Οκτωβρίου 2011 ο πρωθυπουργός, κ. Παπανδρέου, μόλις 4 ημέρες μετά την συμφωνία της συνόδου Κορυφής των Βρυξελλών για την αναδιάρθρωση (κούρεμα) του ελληνικού χρέους, εξαγγέλλει στην Κ.Ο. του ΠαΣοΚ την διενέργεια δημοψηφίσματος για την αποδοχή η μη της συμφωνίας της 26ης – 27ης Οκτωβρίου. Τούτο, δε, την στιγμή που αμέσως μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το τελικό ύψος του "κουρέματος", η κυβέρνηση, όχι μόνο συνήνεσε και συνυπέγραψε το κείμενο της συμφωνίας, αλλά έσπευσε κιόλας – εντελώς υποκριτικά – να την εμφανίσει στην ελληνική κοινή γνώμη ως επιτυχία, προσωπική επιδίωξη και νίκη του πρωθυπουργού.

Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος συνοδεύτηκε από μια ακατάληπτη και αλλοπρόσαλλη ρητορεία απερίγραπτου λαϊκισμού, που οδήγησε ακόμα και εναπομείναντες θερμούς υποστηρικτές του κ. Παπανδρέου να αναρωτηθούν αν είναι σε θέση να αντιληφθεί την πραγματικότητα και πού οδηγεί την χώρα.

Η ενέργεια του πρωθυπουργού άφησε άφωνη την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο, προκάλεσε χάος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, χάος σχετικά με το πρόγραμμα δανεισμού της χώρας, ενώ παράλληλα τορπίλισε εν τη γενέσει της την ίδια την συμφωνία για το εθελοντικό κούρεμα του ελληνικού χρέους.

Της απονενοημένης και άφρονος εξαγγελίας του δημοψηφίσματος ακολούθησε η σύνοδος τωνG20 της 2ας Νοεμβρίου στις Κάννες, όπου η χώρα έμελλε να υποστεί μια πρωτόγνωρη εθνική ταπείνωση. Η καγκελάριος της Γερμανίας και ο πρόεδρος της Γαλλίας, αφού αντιμετώπισαν με σκαιό τρόπο και αποδοκίμασαν δημοσίως τον Έλληνα πρωθυπουργό - και στο πρόσωπό του την ίδια την χώρα μας, ακύρωσαν το ερώτημα του δημοψηφίσματος, όπως είχε τεθεί απ’ τον κ. Παπανδρέου (όχι όμως και από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης κ. Βενιζέλο ο οποίος είχε ήδη μιλήσει ανοιχτά στην Κ.Ο. του ΠαΣοΚ για το πραγματικό διακύβευμα του δημοψηφίσματος) και του επέβαλαν το αδιανόητο ερώτημα "ευρώ ή δραχμή", το οποίο αποδέχθηκε ο πρωθυπουργός διασύροντας και ταπεινώνοντας την χώρα διεθνώς για ακόμη μια φορά.

Οι ώρες που ακολούθησαν την σύνοδο των Καννών είναι ίσως οι δραματικότερες της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας. Η χώρα βρέθηκε στο χείλος της αβύσσου, στα πρόθυρα ενός νέου εθνικού διχασμού και μπροστά στο φάσμα μιας ανυπολόγιστης οικονομικής, αλλά και κοινωνικής καταστροφής. Και όλα αυτά με πρωτοβουλία του ίδιου του πρωθυπουργού της χώρας, η οποία τελικά απετράπη λόγω της σφοδρότατης αντίδρασης της πλειοψηφίας των κυβερνητικών στελεχών και κυρίως εξαιτίας της εθνικά υπεύθυνης και με μεγάλο πολιτικό κόστος στάσης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όλοι, ακόμα και οι πιο αδαείς, είναι σε θέση να αντιληφθούν, ότι ο κ. Παπανδρέου δεν επεδίωκε την νομιμοποίηση της πολιτικής του με την εν λόγω εξαγγελία. Άλλωστε, αν επιθυμούσε κάτι τέτοιο θα προσέφευγε σε εκλογές. Η επίκληση του λόγου αυτού αναιρέθηκε από τον ίδιο λίγο αργότερα, όταν τελικά αναγκάστηκε να πάρει πίσω το δημοψήφισμα. Δεν δίστασε μάλιστα να ισχυριστεί, ότι, με την συναίνεση της Νέας Δημοκρατίας στην συμφωνία της Συνόδου Κορυφής, δεν υπάρχει πλέον λόγος για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, συνεχίζοντας με τα λεγόμενά του τον δίχως τέλος κατήφορο του ιδίου και της χώρας. Είναι σαφές, ότι τα κίνητρα του κ. Παπανδρέου ήταν καθαρά ιδιοτελή, τυχοδιωκτικά και είχαν ως μοναδικό σκοπό την, μέσω της ωμής εκβίασης των πολιτών, παραμονή του στην εξουσία. Άλλωστε, δεν γεννάται πλέον η παραμικρή αμφιβολία ότι ο κ. Παπανδρέου, μέχρι και την τελευταία στιγμή, πριν αναγκαστεί να παραδώσει την εξουσία, εξάντλησε και την τελευταία πιθανότητα που είχε προκειμένου να διατηρήσει την καρέκλα του, φτάνοντας μέχρις του σημείου να επιχειρήσει να επιβάλει ως πρωθυπουργό τον κ. Πετσάλνικο, δηλαδή άνθρωπο της απόλυτης επιρροής του, αδιαφορώντας προκλητικά για το εθνικό συμφέρον.

Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος και η σύνοδος των Καννών απέδειξαν ότι, απ’ τον Οκτώβριο του 2009 και για περίπου δύο χρόνια, στο τιμόνι της υπερήφανης και σπουδαίας αυτής χώρας βρέθηκε ένας άκρως επικίνδυνος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία εξαπατώντας τον ελληνικό λαό με το περίφημο "λεφτά υπάρχουν". Ένας πρωθυπουργός που με τις απίστευτες παλινωδίες, καθυστερήσεις των πρώτων μηνών της διακυβέρνησής του, με την άρνησή του να λάβει το οποιοδήποτε μέτρο που θα ανέκοπτε τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού, αλλά και με την εμμονή του στην διαρκή δυσφήμηση της χώρας στο εξωτερικό ("κυβερνώ μια διεφθαρμένη χώρα", "αλλάζουμε ή βουλιάζουμε", σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του τότε Υπ.Οικ. περί "Τιτανικού" κ.α.), δεν πέτυχε τίποτα άλλο απ’ το να στοχοποιήσει την χώρα, να μετατρέψει την κρίση χρέους σε πρωτόγνωρη κρίση δανεισμού και τελικά να οδηγήσει την Ελλάδα με χειρουργική ακρίβεια εκτός αγορών, στην αγκαλιά του Δ.Ν.Τ. και στο Μνημόνιο.

Η καταστροφική πολιτική του δεν ολοκληρώθηκε με την υπογραφή του Μνημονίου στις αρχές Μαΐου 2010, αλλά το σημείο εκείνο αποτέλεσε το εφαλτήριο για την διάλυση της ελληνικής οικονομίας και του κοινωνικού ιστού της χώρας. Η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ υπό του κ. Παπανδρέου, 18 περίπου μήνες μετά την υπογραφή του Μνημονίου, το οποίο ακολούθησαν διαδοχικές επικαιροποιήσεις του και ψήφιση αμέτρητων νομοσχεδίων, όχι μόνο δεν κατάφερε να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε έναντι των δανειστών, αλλά το μόνο που πέτυχε ήταν να διαρραγεί η κοινωνική συνοχή, χωρίς κανένα οικονομικό αποτέλεσμα. Η οικονομία της Ελλάδας σήμερα βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ αυτή που βρισκόταν τον Οκτώβριο του 2009 και τον Μάιο του 2010, ενώ στην πραγματική οικονομία οι εκθέσεις κάνουν λόγο για μια άνευ προηγουμένου καταστροφή.

Κατά την διάρκεια αυτών των κρίσιμων μηνών, επλήγη κατ’ επανάληψη η διεθνής αξιοπιστία της χώρας, καθώς όχι μόνο δεν επιτυγχάνονταν οι στόχοι που ετίθεντο, αλλά συγχρόνως αποκαλύπτετο η διαρκής αθέτηση των συμφωνηθέντων (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, τις κραυγαλέες περιπτώσεις διορισμών στο δημόσιο και την διόγκωση των δημοσίων δαπανών). Τούτο, δε, την στιγμή που οι έτερες χώρες του Μνημονίου (Πορτογαλία, Ιρλανδία) παρουσίαζαν, μικρή έστω, βελτίωση των δεικτών τους, καθιστώντας την Ελλάδα ως το μαύρο πρόβατο της ευρωπαϊκής οικογένειας.

Παράλληλα, όσο η χώρα βυθιζόταν στην ύφεση και όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην εξαθλίωση και όσο η χρεωκοπία φάνταζε ολοένα και πιο κοντά, οι δανειστές "ξεφορτώνονταν" τα τοξικά ελληνικά ομόλογα και ενίσχυαν καθημερινά την άμυνά τους απέναντι στους κλυδωνισμούς που θα προκαλούσε ένα ελληνικό πιστωτικό γεγονός.

Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος δεν ήταν μια "γκάφα". Ούτε η στάση του πρωθυπουργού στις Κάννες ήταν απλά "ατυχής", όπως συνηθίζουμε να λέμε για να εξωραΐσουμε μια κατάσταση. Στις Κάννες, όπου παρεμπιπτόντως ο άφρων πρωθυπουργός δεν δίστασε να επικαλεστεί (σύμφωνα με πληροφορίες Γάλλων και Γερμανών δημοσιογράφων) κίνδυνο πραξικοπήματος στην Ελλάδα (!) προκειμένου να δικαιολογήσει την αδιανόητη ενέργειά του, η χώρα ταπεινώθηκε και διασύρθηκε βαρύτατα.

Όμως, ο κ. Παπανδρέου, με την τελευταία αυτή παράστασή του, άφησε και μια "παρακαταθήκη" δένοντας την Ελλάδα χειροπόδαρα, ταπεινωμένη, απαξιωμένη και χωρίς καμιά αξιόλογη διαπραγματευτική δύναμη.

Η στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και ιδίως του γαλλογερμανικού άξονα και των δανειστών, μετά την 31η Οκτωβρίου, επιδεινώθηκε δραματικά για τα ελληνικά συμφέροντα. Το ίδιο συνέβη και στην κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών χωρών. Οι μέχρι πρότινος επικρίσεις για την μη επίτευξη των στόχων, που είχαν μεν εξελιχθεί στην πορεία του χρόνου σε αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της χώρας μας, αλλά συνοδεύονταν τουλάχιστον απ’ τις διαβεβαιώσεις για παραμονή στην ζώνη του ευρώ, μετατράπηκαν εν μια νυκτί σε προσβλητικές για την Ελλάδα και τον πρωθυπουργό της εκφράσεις και – το κυριότερο – σε ευθείες απειλές για έξοδο απ’ την ευρωζώνη.

Απ’ το σημείο αυτό και εντεύθεν οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις απώλεσαν την - έστω και περιορισμένη, έστω και ελάχιστη - δυνατότητα να επιτύχουν τους στόχους που θέτουν οι ευρωπαϊκές συμφωνίες με μια άλλη καλύτερη πολιτική με μικρότερο κοινωνικό κόστος. Αυτή ήταν και η έσχατη πράξη του δράματος της κυβέρνησης Παπανδρέου, την οποία θα επωμιστούν στις πλάτες τους οι επόμενες κυβερνήσεις και ο ελληνικός λαός.