Saturday, 8 March 2014

Το απεχθές του Κουφώ

Η τρομοκρατία αποτελεί πάντα ένα θέμα που γεννά έντονες συζητήσεις. Ειδικά σε μια χώρα που κατά καιρούς μια διόλου αμελητέα μερίδα του πληθυσμού έχει εμφανιστεί ως απολογητές, ακόμα και υποστηρικτές τρομοκρατικών πράξεων, οτιδήποτε σχετίζεται με αυτές αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης. Από τον κανόνα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα, το οποίο δίνει μια πολύτιμη ευκαιρία να πάρουμε ξεκάθαρη θέση σε μια σειρά από επί μέρους ζητήματα, τα οποία τις περισσότερες φορές ανακύπτουν συγκαλυμμένα ή δευτερεύοντα.

Πρώτο ζήτημα είναι, νομίζω, η τοποθέτηση το περίφημου «πονήματος» σε μια κλίμακα απαξίας: Πολλοί συγκρίνουν τα απομνημονεύματα του Κουφοντίνα με βιβλία όπως «Ο αγών μου», με συλλογές λόγων του Λένιν, του Παπαδόπουλου ή με έργα απολογητών ακραίων καθεστώτων, όπως φερ’ ειπείν του Κωνσταντίνου Πλεύρη ή υποστηρικτών του Πολ Ποτ. Με την κατηγορία των απολογητών το βιβλίο του Κουφοντίνα διαφέρει σε ένα πολύ βασικό σημείο: Στο ότι το χέρι που γράφει, όσο απεχθές κι αν είναι το πνεύμα που το κινεί, δεν είναι το ίδιο βαμμένο με αίμα. Ως προς τα έργα δικτατόρων , όπου η παραπάνω διάκριση δεν υφίσταται, υπάρχει μια λιγότερο διακριτή, αλλά σοβαρή διαφοροποίηση: Η ένταξη της βίας μέσα σε μια φρικιαστική, αλλά υπαρκτή ιδεολογία, η χρήση της ως εργαλείου. Στην περίπτωση της τρομοκρατίας η ανθρώπινη ζωή περιφρονείται πιο βάναυσα από οπουδήποτε αλλού, καθώς η απώλειά της δεν είναι μέσο μιας γενικότερης (διεστραμμένης) επιδίωξης, αλλά χρησιμεύει απλώς για να βγάλει τον φονιά από το περιθώριο του περιθωρίου. Γι’ αυτό πιστεύω βαθύτατα ότι τα κείμενα τρομοκρατών είναι ό,τι πιο αισχρό μπορεί να γραφτεί. Ο Κουφοντίνας δεν πολιτικολογεί έστω και ακραία στρεβλά˙ περηφανεύεται για τις άνανδρες δολοφονίες που διέπραξε.

Δεύτερο ζήτημα είναι η ευθύνη του εκδότη: Ανατρέχοντας για μια πανεπιστημιακή εργασία σε φύλλο της «Καθημερινής» λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα είχε αρνηθεί να αναδημοσιεύσει την προκήρυξη της 17 Νοέμβρη με την αιτιολογία ότι δεν θα ικανοποιήσει τον κύριο σκοπό των δολοφόνων, ο οποίος δεν ήταν το έγκλημα καθεαυτό, αλλά να φέρουν στην επιφάνεια διά αυτού τις άκρως περιθωριακές τους απόψεις. Φρονώ ότι αυτή είναι η πιο ακέραια στάση απέναντι στην τρομοκρατία˙ αφ’ ης στιγμής η προκήρυξη είναι το κυρίως πιάτο της τρομοκρατικής ενέργειας, η αντιμετώπιση της ρίζας του προβλήματος πρέπει να ξεκινά από τον περιορισμό των διαύλων διάδοσης του ψευδο-μηνύματος. Αυτός ο περιορισμός είναι σχεδόν αυτονόητο ότι δεν πρέπει να γίνεται κρατικά: Όσο ψευδεπίγραφο και αν είναι το μήνυμα, δεν παύει να έχει την μορφή λόγου. Πρέπει, λοιπόν, να επαφίεται στην στάση του εκδότη η δημοσιοποίηση ή μη. Άλλως τε, σε μια εποχή που η διάδοση του λόγου είναι πρακτικά μη ελέγξιμη, κάτι τέτοιο θα ήταν ατελέσφορο. Και εδώ είναι το μεγάλο λογικό άλμα των Εκδόσεων Λιβάνη: Οι εκδοτικοί οίκοι δεν είναι ευαγή ιδρύματα για να δημοσιεύουν όποιο κείμενο λαμβάνουν στο όνομα της ελευθερίας του λόγου˙ προβαίνουν σε ξεσκαρτάρισμα και κρίνουν τι θα τους ωφελήσει, με κριτήριο το στίγμα που θέλουν να δώσουν. Η φωνή του Κουφοντίνα θα ακουγόταν, έστω και από κάποιες περιθωριακές εκδόσεις. Εκδίδοντάς το, τα Νέα Σύνορα διάλεξαν στρατόπεδο.

Τρίτο ζήτημα, αλληλένδετο με το δεύτερο, είναι η αντιμετώπιση της επιλογής του εκδότη, ήτοι η ευθύνη των διανομέων και των αναγνωστών. Η εμπορία ενός βιβλίου που πουλάει μόνο αίμα ανυποψίαστων θυμάτων από αυτόκλητους και νομιζόμενους δικαστές είναι κάτι που αξιολογείται ομοίως με την έκδοση του βιβλίου. Και γι’ αυτό είναι επαινετή η στάση του Free Thinking Zone, το οποίο αρνείται να πουλήσει το βιβλίο του Κουφοντίνα, αφιερώνοντας ένα σημείο του καταστήματος στα βιβλία που μπορεί να είχαν εκδώσει τα θύματα της 17 Νοέμβρη.

Ένα επιπλέον ζήτημα στην περίπτωσή μας είναι καθαρά πολιτικό και αφορά στον επιμελητή του βιβλίου: Ο κ. Νίκος Γιαννόπουλος είναι επιφανές μέλος της «ΡΟΖΑ», συνιστώσας του Συ.Ριζ.Α., η οποία, μάλιστα, ιδρύθηκε με αποκλειστικό σκοπό την συμμετοχή στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόσφατα αυτοδιαλύθηκε αποδεχόμενη την πρόταση του κ. Αλέξη Τσίπρα. Η χαλαρή πολιτική μελών της Κουμουνδούρου δεν μπορεί να αποτελεί πρόσχημα για υποστηρικτές θρασύδειλων φονιάδων. Καλώς ή κακώς, στην πολιτική δεν μπορείς να μονοπωλήσεις όλους τους πολιτικούς χώρους, αργά ή γρήγορα καλείσαι να διαλέξεις «με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις». Κλείνοντας το μάτι στον κάθε Γιαννόπουλο στο όνομα της προοπτικής εξουσίας (κουκιά είναι αυτά), ο Συ.Ριζ.Α. δεν πετυχαίνει τίποτα λιγότερο από το να απομακρύνεται από την πολιτική κληρονομία του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, δημιουργώντας μια αμιγώς λούμπεν και εχθρική προς τους δημοκρατικούς θεσμούς πτέρυγα εντός του, η οποία αναπόδραστα τον στιγματίζει.

Και ερχόμαστε στο πλέον κομβικό ζήτημα: Ποιος πρέπει να αξιολογεί τις παραπάνω συμπεριφορές; Ή, καλύτερα, ποιος μπορεί να τιμωρήσει αποτελεσματικότερα όσους ποντάρουν στο αίμα; Πιστεύω ότι είναι οι πολίτες, με τα χρήματα και την ψήφο τους. Αν το βιβλίο του Κουφοντίνα και το κόμμα που ανέχεται υποστηρικτές του πατώσουν, οι επόμενοι θα το σκεφτούν πολλές φορές να επιδιώξουν οφέλη από τη γοητεία του περιθωρίου. Αντίστοιχα, η ακέραια στάση απέναντί του μπορεί να λειτουργήσει άμεσα ή έμμεσα και ως διαφήμιση – δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάτι μεμπτό σε αυτό.

Αυτός θα είναι ο θρίαμβος του φιλελευθερισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, αλλά και η διάψευση όσων πιστεύουν ότι η ατομική ελευθερία μπορεί να υπάρξει αυτόνομη της οικονομικής ή το αντίστροφο. Η αγορά που ασκεί πολιτική δεν είναι κάτι απρόσωπο, είναι το σύνολο ατόμων που αποφασίζουν ποιους θα επαινέσουν και ποιους θα αποδοκιμάσουν, σταθμίζοντας και αποδεχόμενοι κέρδη και ζημίες. Ασφαλώς δεν πρόκειται για ένα σύστημα τέλειο, αλλά για αυτό που δίνει τις πειστικότερες απαντήσεις και δίνει το μέγιστο δυνατό πεδίο δράσης στα μέλη του, καλώντας τα να κρίνουν κατά συνείδηση και όχι να περιμένουν μια ανώτερη δύναμη να αποφασίσει για αυτούς.

Συμπερασματικά, το βιβλίο του Κουφοντίνα δοκιμάζει την δημοκρατία μας. Δεν πρόκειται για επιγενόμενη πράξη, αλλά για μέρος της τρομοκρατικής ενέργειας. Η κοινωνία που τόσο βαθιά μισεί ο «συγγραφέας» θα του επιτρέψει να μιλήσει, αλλά δεν έχει καμία υποχρέωση να τον ακούσει ή να σεβαστεί το έμεσμά του. Αντίθετα, δικαιούται να στείλει τον ίδιο και όσους συμμαχούν μαζί του εκεί που πραγματικά και από επιλογή τους ανήκουν, δηλαδή στο πιο σκοτεινό σημείο του περιθωρίου. Θα το πετύχει, δε, εμφατικότερα βασιζόμενη στις δικές της δυνατότητες, κρίνοντας κατά περίσταση και όχι ζητώντας ένα νέο index librorum prohibitorum. Το μήνυμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: Κανένας διάλογος με αυτούς που υποτιμούν ανερυθρίαστα την αξία της ανθρώπινης ζωής. Μαζί τους διαλέγεται μόνο η ποινική δικαιοσύνη.

No comments:

Post a Comment