Monday, 27 February 2012

Η κεντροδεξιά σήμερα

του Κώστα Μίχου

Ο χώρος της κεντροδεξιάς διαμορφώθηκε με τα σύγχρονα του χαρακτηριστικά μόλις από το έτος 1974 και μετά, με σημείο αναφοράς την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας.

Και ενώ η ιστορική Νέα Δημοκρατία εισήλθε στην πολιτική σκηνή θεωρητικά ως διάδοχο κόμμα της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης, αποτέλεσε ένα νέο πολιτικό μέγεθος, το οποίο είχε από την ΕΡΕ περισσότερες διαφορές από όσο ένα όνομα.

Πράγματι, ενώ στην προδικτατορική εποχή ο δικομματισμός είχε σημείο αναφοράς τον διαχωρισμό Δεξιάς και Κέντρου, η αποδυνάμωση του Κέντρου μετά την εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο απορρόφησε μέχρι και το 1981 τα απομεινάρια του, δημιούργησε προοδευτικά έναν διαχωρισμό με σημεία αναφοράς την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά, καθώς ο κόσμος του Κέντρου, που παρέμεινε χωρίς αυτοτελή πολιτική στέγη, είτε προσχώρησε σε ένα από τα δύο νέα κόμματα, είτε παρέμεινε πολιτικά εκκρεμής ανάμεσά τους.

Συγχρόνως, δύο ακόμη παράγοντες διαμόρφωσαν τις συνθήκες δημιουργίας της μεταδικτατορικής ενιαίας κεντροδεξιάς παράταξης με εκφραστή την Νέα Δημοκρατία:

Η πρώτη ήταν η οριστική επίλυση του πολιτειακού ζητήματος, που κατήργησε στην πράξη ένα μεγάλο σημείο διχασμού στον κεντροδεξιό κόσμο, σε συνδυασμό με την σταθεροποίηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που κατέστησε εξωτικά στο πολίτευμά μας τα ακραία δεξιά στοιχεία.

Η δεύτερη ήταν η πανηγυρική προσήλωση της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας στον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας, τον οποίον στα χρόνια 1974-1980 ο ιδρυτής της ουσιαστικά επέβαλε με το κύρος του ως δομική αρχή της παράταξης, γύρω από τον οποία οικοδομήθηκε το συνολικό πολιτικό δόγμα της παράταξης, σε συνδυασμό με την αρχή της υπεύθυνης οικονομικής πολιτικής, βασισμένης στην δημιουργία εθνικού πλούτου, με την χρήση εργαλείων και του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.

Τα βασικά αυτά χαρακτηριστικά ήταν που δημιούργησαν τα ιδεολογικά όρια, μέσα στα οποία στις τρεισήμιση δεκαετίες που μεσολάβησαν χώρεσαν -σχετικά αρμονικά- κοινωνικές ομάδες με διαφορετικά πολλά επιμέρους πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους.

Πράγματι, στον χώρο της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας χώρεσαν επί όλα αυτά τα χρόνια δύο βασικές κατ’ αρχήν κατηγορίες απόψεων: Από την μία η λεγόμενη φιλελεύθερη πλευρά, πιό κοντά στον χώρο του κέντρου, που υπογράμμιζε τον περιορισμό του κράτους και την δημοσιονομική σταθερότητα ως κύρια εργαλεία για την ανάπτυξη της χώρας. Και από την άλλη η λεγόμενη λαϊκή-κοινωνική πλευρά, πιό κοντά στην δεξιά, που υπογράμμιζε την ανάγκη χρήσης κρατικών εργαλείων μέσα σε μια οικονομία με φιλελεύθερα, ωστόσο, χαρακτηριστικά.

Στις παρυφές των δύο αυτών βασικών τάσεων, χωρούσαν επίσης στην ιστορική Νέα Δημοκρατία πολλές ακόμη επιμέρους πολιτικές τάσεις: οι ψηφίσαντες την βασιλευομένη δημοκρατία στο δημοψήφισμα του 1974, ο χώρος της λεγομένης πατριωτικής δεξιάς, ο χώρος των λεγομένων ακραίων φιλελεύθερων, ο χώρος των κρατιστών και πολλές άλλες πολιτικές υποδιαιρέσεις, που συχνά επικαλύπτονταν μεταξύ τους.

Οι διαφορετικές αυτές απόψεις δημιουργούσαν στις ηγεσίες της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας την ανάγκη να βαδίζει συχνά σε επικίνδυνες και λεπτές ισορροπίες.

Όμως, και παρ’ ότι οι πολιτικές διαφορές αυτές ήταν πάντα αισθητές στο εσωκομματικό τοπίο της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας, το αξιοπερίεργο είναι ότι η ενότητα του κόμματος αυτού σπάνια απειλήθηκε από ιδεολογικές διασπάσεις· αντίθετα, όλες οι πολιτικές διασπάσεις που την απείλησαν είχαν κατά κύριο λόγο αφετηρία σε προσωπικά χαρακτηριστικά.

Πράγματι, η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου, η ΠΟΛ.ΑΝ. του Αντώνη Σαμαρά και το Κ.Ε.Π. του Δημήτρη Αβραμόπουλου δεν επεχείρησαν να εκφράσουν μία συγκεκριμένη τάση εντός της κεντροδεξιάς ή έναν διάφορο πολιτικό χώρο από αυτόν της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας, αλλά αντίθετα είχαν σκοπό να κινηθούν σε ολόκληρο το φάσμα της Κεντροδεξιάς παράταξης με κύριο πρόταγμα τα ιδιαίτερα κάθε φορά προσωπικά χαρακτηριστικά των ιδρυτών και ηγετών τους.

Μόνη εξαίρεση για πολλά χρόνια στον κανόνα αυτό υπήρξε η ίδρυση του ΛΑΟΣ, το οποίο εξ αρχής δήλωσε ότι απευθύνεται στον χώρο της λαϊκής-πατριωτικής δεξιάς, ακροατήριο στο οποίο ήδη πριν την ίδρυση του κόμματος αυτού απευθυνόταν προνομιακά ως βουλευτής και τηλεοπτικός ομιλητής ο κ. Γ. Καρατζαφέρης. Ο συγκεκριμένος αυτός πολιτικός προσδιορισμός ήταν, ίσως, και ο λόγος που, παρ’ ότι ο Γ. Καρατζαφέρης μειονεκτούσε σημαντικά σε επίπεδο πολιτικό και επικοινωνιακό, καθώς και από άποψη χαρισμάτων, έναντι των κ.κ. Στεφανόπουλου, Σαμαρά και Αβραμόπουλου, κατάφερε -σε αντίθεση με αυτούς- να διατηρήσει για το κόμμα του υψηλά σχετικά ποσοστά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το έτος 2004 μέχρι σήμερα, εκφράζοντας σε έναν βαθμό έναν χώρο που είχε επί πολλά χρόνια μια διακριτή αυτοτέλεια εντός του πολιτικού χώρου της κεντροδεξιάς -ή καλύτερα στις παρυφές του.

Έτσι, η ιστορική Νέα Δημοκρατία κατάφερε από την ίδρυσή της όχι μόνο να εκφράσει με την μέγιστη δυνατή πληρότητα τον συνολικό πολιτικό χώρο της κεντροδεξιάς, αλλά και να αποτελέσει μια ισχυρή κυβερνητική δύναμη, που διατήρησε μια σταθερή πολιτικά και εκλογικά παρουσία σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης και αποτέλεσε, παρά τα λάθη της, τον ιστορικά δικαιωμένο σήμερα φορέα διακυβέρνησης της χώρας.

Σήμερα, ωστόσο, εν μέσω γενικά ακραίων συνθηκών, διαμορφώνεται στον χώρο της Κεντροδεξιάς ένα διαφορετικό τοπίο: Εκείνοι που συνυπήρξαν επί τριάντα πέντε και πλέον χρόνια οικοδομώντας μια κοινή ιστορία πάνω στις κοινές τους παραδοχές, μοιάζουν σαν τίποτε μέχρι χθές να τους συνέδεε, δημιουργώντας ένα σύνθετο πολιτικό μωσαϊκό με εντυπωσιακές διαφορές στην ρητορεία, στην αισθητική και στις διακηρύξεις.

Η ίδια η Νέα Δημοκρατία επεχείρησε μετά το 2009, σε μια προσπάθεια ανανέωσης της ταλαιπωρημένης της πολιτικής ταυτότητας μετά την βαριά της εκλογική ήττα, μια στροφή προς τα δεξιά, με κύριο στόχο να ανασυνταχθεί πολιτικά σε ορεινότερες δεξιές θέσεις, αποστασιοποιούμενη -καλώς ή κακώς- από πρόσωπα και πράγματα του παρελθόντος της, καθώς και από την προσέγγιση του «μεσαίου χώρου».

Η στροφή αυτή συνέπεσε με την εμφάνιση στην πολιτική ζωή του διλήμματος «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» και η τοποθέτηση της Νέας Δημοκρατίας στις τάξεις του αντιμνημονιακού μετώπου δημιούργησε τις συνθήκες για την ημιεπίσημη απελευθέρωση μιας ρητορείας, με χαρακτηριστικά που απείχαν σε αξιοσημείωτο βαθμό από την παραδοσιακή κοίτη της, την ίδια ώρα που η επίσημη Νέα Δημοκρατία είχε μια ψυχραιμότερη κοινοβουλευτική στάση.

Στην ίδια χρονική συγκυρία το ΛΑΟΣ επιχειρούσε με την «υπεύθυνη στάση» του να προσεγγίσει πολίτες έξω από το σκληρό του ακροατήριο, ενώ η έξοδος από την Νέα Δημοκρατία της Ντόρας Μπακογιάννη, της οποίας η αφετηρία θα είχε ούτως ή άλλως αιτία τον περίπλοκο συμβολισμό της ανάδειξης του Σαμαρά στην ηγεσία του κόμματος, προσέλαβε προεχόντως πολιτικά χαρακτηριστικά.

Αντίστοιχα, και η μεταστροφή της Νέας Δημοκρατίας, που επιβλήθηκε σχεδόν αναγκαστικά μετά την έκρυθμη κατάσταση που επικράτησε στο διάστημα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2011 και την πολιτική καταρράκωση του Γ. Παπανδρέου, που εκφράστηκε αρχικά μέσα από την επιλογή της να μετάσχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου και ακολούθως να υπερψηφίσει την δεύτερη δανειακή σύμβαση, λειτούργησε επίσης ως παράγοντας μιας νέας ανακατάταξης στον χώρο της Κεντροδεξιάς.

Πράγματι, καθώς η «αντιμνημονιακή» ρητορεία είχε ήδη από καιρό αποκτήσει μια αυτοτέλεια έναντι της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και είχε καταγράψει μια σημαντική κοινωνική δυναμική, ένα σημαντικό κομμάτι βουλευτών επέλεξε κατ’ αρχήν να μην ακολουθήσει, ενώ ο Πάνος Καμμένος με τον Γιάννη Μανώλη στο πλευρό του έδωσαν ήδη κομματική υπόσταση στην διαφωνία τους, την ίδια ώρα που ο πρώην αρχηγός του Εθνικού Μετώπου, Μάκης Βορίδης, βρέθηκε να μετατρέπεται σε προβεβλημένο στέλεχος και υπουργό της Νέας Δημοκρατίας.

Ο ΛΑΟΣ από πλευράς του, βλέποντας συνωστισμό στις μέχρι πρόσφατα θέσεις του και πιθανολογώντας πολιτικό κενό στον χώρο του «αντιμνημονιακού» κόσμου, άλλαξε αιφνιδίως στρατόπεδο, επιχειρώντας να επιστρέψει στο στενό του ακροατήριο, που μέχρι τότε ήταν θεωτηρικώς έκθετο σε διεμβολισμό από την Νέα Δημοκρατία και την άκρα δεξιά.

Αντίστοιχα, η Δημοκρατική Συμμαχία διεπίστωσε ότι οι δρόμοι της με την Νέα Δημοκρατία ξανασυναντιούνται πολιτικά, χωρίς να έχουν ωριμάσει πλήρως οι συνθήκες κομματικής ταύτισης, ενώ η ΔΡΑΣΗ και άλλοι μικρότεροι κεντρώοι-φιλελεύθεροι σχηματισμοί δεν θέλησαν ποτέ να παραιτηθούν της αυτοτέλειάς τους, επιμένοντας σε υποδιαιρέσεις που θυμίζουν έντονα τον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

Τέλος, η Χρυσή Αυγή προβάλλει για πρώτη φορά στο πολιτικό σκηνικό ως μία μετρήσιμη πολιτική δύναμη, που συναντά ένα πολιτικό ακροατήριο δουλεμένο σε θέσεις κοντινές στις δικές της διακηρύξεις, την ίδια ώρα που η γενική μεταβλητότητα του πολιτικού συστήματος κάμπτει τα αντανακλαστικά, τα οποία μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν θα της επέτρεπαν να ελπίζει σε μία κεντρική πολιτική παρουσία.

Συγχρόνως, όλες οι παραπάνω διαφορετικές πολιτικές εκδοχές, προερχόμενες οι περισσότερες από το ενιαίο σώμα της κεντροδεξιάς παράταξης, διεκδικώντας την πολιτική επικράτηση ή επιβίωσή τους υιοθετούν και στις μεταξύ τους σχέσεις μια έντονη ρητορεία, η οποία υπογραμμίζει τις όποιες υφιστάμενες πολιτικές διαφορές τους και προσθέτει -σε επίπεδο ηθικό και συναισθηματικό- επιπλέον προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα.

Σήμερα, όμως, η χώρα μας εισέρχεται σε μια βαθιά οικονομική και υπαρξιακή κρίση και οι ζωές και οι προσδοκίες των Ελλήνων πολιτών αλλάζουν ραγδαία και βίαια. Και ενώ αποδομείται το πολιτικό και ηθικό υπόβαθρο του ΠΑΣΟΚ και των νοοτροπιών και πρακτικών που αυτό εισήγαγε στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου μας, την ίδια ώρα δικαιώνονται οι διαχρονικές θέσεις που η ιστορική Νέα Δημοκρατία ως εκφραστής της μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης υπερασπίστηκε, με σημαντικά λάθη και δισταγμούς, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Έτσι, σήμερα όσο ποτέ ξανά από το 1974 ο τόπος χρειάζεται την στιβαρή παρουσία της μεγάλης υπεύθυνης Κεντροδεξιάς, της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας, η οποία θα υπερβεί τις πολιτικές και συναισθηματικές αβεβαιότητες και, όπως και σε εκείνες τις δύσκολες ώρες, που η χώρα έφτασε στα χείλη του γκρεμού, θα προτάξει τις βασικές επιλογές του έθνους, θα εγγυηθεί την συνέχεια του κράτους και θα δημιουργήσει τις συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής ασφάλειας, που είναι αναγκαίες για να επανέλθει η κοινωνική και οικονομική ζωή στην ομαλότητα.

Στην παράταξη αυτή θα πρέπει όλοι -με εξαίρεση τα εκτός κοινοβουλευτικής τάξης και αρχών στοιχεία- να μπορούν να χωρέσουν, σε επίπεδο συμβολικό και πολιτικό, διατηρώντας τις διαφορετικές ευαισθησίες τους ενταγμένες και υποταγμένες στις βασικές ιδεολογικές αρχές των πηγών του 1974 και στην υπέρτατη ανάγκη, στην οποία καλεί η στιγμή.

Η παράταξη αυτή θα μπορούσε να είναι η μόνη που θα μπορέσει να αποτελέσει μέσα στις συνθήκες διάλυσης του πολιτικού σκηνικού την δύναμη εκείνη που θα κρατήσει την χώρα όρθια και θα υπερασπιστεί διεθνώς τα συμφέροντα και τα δικαιώματά της, αλλά και να αντέξει την δοκιμασία της δύσκολης διακυβέρνησης που θα χρειαστεί ο τόπος στα επόμενα χρόνια, εξασφαλίζοντας μια πλατιά εντολή βασισμένη στην αλήθεια. Την οποία όλοι την ξέρουμε.

Όλοι θα πρέπει να θυμούνται, ότι οι εκλογές που έρχονται δεν είναι το τέλος του δύσκολου δρόμου, είναι σχεδόν η αρχή του.