Δύο από τα θέματα
που μονοπωλούν την επικαιρότητα από τις συζητήσεις σχετικά με την πολυεπίπεδη
κρίση που περνά η χώρα είναι η άνοδος των άκρων και η διάλυση του κοινωνικού
ιστού. Δεν θα ήταν άδικο να υποστηρίξει κανείς ότι σε μεγάλο βαθμό τα
προαναφερθέντα προβλήματα έχουν σχέση αιτιατού προς αίτιο. Θα άξιζε, λοιπόν, να
διερευνηθεί πώς οδηγηθήκαμε σε αυτά τα δύο φαινόμενα, πώς αυτά αντιμετωπίζονται
και αν υπάρχει ήδη φως στον ορίζοντα.
Ο κοινωνικός
ιστός είχε καταστραφεί πολύ πριν από την κρίση. Όποιος το αντιλήφθηκε μετά το
2010, πολύ απλά είτε ζούσε σε άλλη χώρα, είτε δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω
του: Αφενός η ακόρεστη και ταυτόχροχρονα χυδαία κατανάλωση δανεικών χρημάτων
και αφετέρου η πολυφορεμένη ερώτηση «τι κάνει επιτέλους το κράτος;» ήταν η καθημερινότητα
που αντικρύζαμε τουλάχιστον από το 2000 και μετά. Πρακτικά αυτό σήμαινε το
εξής: Ένας πληθυσμός που, στην πλειονότητά του, λειτουργούσε αντικοινωνικά, σε
βάρος των υπολοίπων, δικαίων και αδίκων, ταυτόχρονα επικαλείτο για όλες τις
δυστυχίες που τύχαινε να αντικρύζει το «κακό κράτος», προς το οποίο, βέβαια,
καμία υποχρέωση του ιδίου δεν αναγνώριζε.
Όταν η γυάλα στην
οποία είχαμε βολευτεί κάποια στιγμή μοιραία έσπασε, φάνηκε η γύμνια της
κοινωνίας μας: Όσοι κοιτούσαν την πάρτη τους συνέχισαν να το κάνουν, ενώ το
κράτος, μέσω οριζοντίων περικοπών (καθώς οποιαδήποτε κάθετη συναντούσε τη
σφοδρή αντίδραση δικαίων και, κυρίως, αδίκων) μείωσε σημαντικά τις παροχές προς
τους αδύναμους, οι οποίες έτσι και αλλιώς ήταν ελλειμματικές, κυρίως λόγω
φαινομένων όπως οι τυφλοί της Ζακύνθου. Εκεί βρήκαν πεδίο δόξης λαμπρό δύο
κατηγορίες: Αφενός οι επαγγελματίες ευαίσθητοι της αριστεράς, που απαιτούσαν
από την ετοιμοθάνατη αγελάδα να συνεχίσει να ταΐζει αδιακρίτως τους πάντες και
αφετέρου κάτι τύποι με μαύρες μπλούζες που εξέλαβαν την ανάγκη των άλλων σαν
ευκαιρία να δημιουργήσουν εκλογικό πελατολόγιο.
Και οι δύο
συμπεριφορές δεν συνάντησαν καμία αντίδραση από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο,
το οποίο, παραζαλισμένο και αδρανές, απλά παρακολουθούσε τη μία πλευρά να αγνοεί
την πραγματικότητα και την άλλη να την εκμεταλλεύεται πιο αισχρά από ποτέ,
εξαρτώντας την ανάγκη κάποιου από το χρώμα του δέρματός του. Πολύ περισσότερο
ανησυχητική από την εκλογική απήχηση της Χρυσής Αυγής είναι η κοινωνική αποδοχή
που τυγχάνει, η ίδια κοινωνική αποδοχή την οποία διεκδικούσε επί τρεις
δεκαετίες η αριστερά, προκειμένου να υποσκελίσουν τους νόμους του κράτους μέσω
του «δίκιου» του εργάτη ή της εκάστοτε ενδιαφερόμενης κοινωνικής ομάδας.
Πώς αλλάζει όλο
αυτό; Αν επιτέλους οι πολίτες ανακταλάβουν τις γειτονιές τους. Όχι ως απλή
φυσική παρουσία, αλλά ως μηχανισμός επίλυσης ή άμβλυνσης τοπικών προβλημάτων,
χωρίς να περιμένουν κανέναν μανδαρίνο και κανέναν αυτόκλητο σωτήρα που ζητά
νομιμοποίηση για άλλες έκνομες ενέργειες. Και εδώ έρχεται ο θεμελιώδης ρόλος
του εθελοντισμού, δηλαδή της παροχής βοήθειας στους αδύναμους, αλλά και της
εξεύρεσης λειτουργικών λύσεων που βελτιώνουν την καθημερινότητα της τοπικής
κοινωνίας.
Η συμβολή του
εθελοντισμού είναι εξίσου πολυεπίπεδη με την κρίση: Αρχικά, εξοικονομεί χρόνο
και χρήμα για το ίδιο το κράτος, αλλά αυτό είναι η μικρότερη οφέλεια εν
προκειμένω. Αντίθετα, πιο σημαντικό είναι ότι εξοικονομεί χρόνο στους ίδιους
τους πολίτες, καθώς τα προβλήματα αντιμετωπίζονται στον πυρήνα τους, από αυτούς
που τα βιώνουν, χωρίς να περιμένουν το δυσκίνητο τέρας της γραφειοκρατίας. Συν
τοις άλλοις, μέσω οργανωμένων ομάδων (π.χ. Γιατροί χωρίς σύνορα) παρέχονται
εξειδικευμένες γνώσεις χωρίς τη διαμεσολάβηση ανθρώπων άσχετων με το πρόβλημα.
Όλα αυτά, φυσικά,
χρειάζονται για να αποδώσουν στο βέλτιστο βαθμό την ταυτόχρονη λειτουργία ενός
έξυπνου και ευέλικτου κράτους, το οποίο θα αναλαμβάνει δράση εκεί που οι πόροι
και οι δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών εξαντλούνται. Υπάρχει, όμως, ένα
όφελος που δεν μετριέται σε αριθμούς, δεν εμφανίζεται σε στατιστικές και δεν
αποτυπώνεται σε δημοσκοπίσεις: Αυτό της καλλιέργειας της ανθρωπιάς, του
αισθήματος του «ανήκειν» και της ευθύνης απέναντι στον συνάνθρωπο. Για να το
πούμε απλά: Είναι αδύνατον για κάποιον που βιώνει την χαρά της ανυστερόβουλης
προσφοράς στον πλησίον να παρασυρθεί σε ακραίες και μισαλλόδοξες σκέψεις και
πράξεις.
Η κρίση που
βιώνουμε μας έχει βοηθήσει ήδη να αναζητήσουμε την εσωτερική μας πληρότητα πέρα
από υλικά αγαθά Υπάρχουν ομάδες πολιτών που προσπαθούν να βοηθήσουν αυτούς που
πραγματικά έχουν ανάγκη ή που επιδιώκουν να βελτιώσουν την καθημερινότητα της
πόλης τους. Από το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών μέχρι τους Atenistas, από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό μέχρι το
Χαμόγελο του Παιδιού, υπάρχουν οργανώσεις που καλύπτουν όλων των ειδών τις
ανησυχίες. Γιατί μπορεί ο ίδιος ο εθελοντισμός να είναι μετα-ιδεολογία, δηλαδή
υπεράνω της εκάστοτε ιδεολογίας του ατόμου, αλλά σίγουρα η επιλογή της
προσφοράς αποτελεί συνάρτηση της προσωπικής του κοσμοθεωρίας. Εδώ θα συμβάλει δραστικά το HumanGrid, το νέο "παιδί" του TEDxAthens, μέσω του οποίου οι επί μέρους οργανώσεις μπορούν να οργανωθούν εύκολα μεταξύ τους, βελτιστοποιώντας το αποτέλεσμα της δουλειάς τους.
Όσα μας έφεραν ως
εδώ είτε θα αλλάξουν, είτε θα μας πάρουν μαζί τους στην άβυσσο. Όπως πρέπει να
τελειώνουμε με τις Μ.Κ.Ο. – βιτρίνα που προσφέρουν αέρα κοπανιστό, έτσι πρέπει
να τελειώνουμε με τους ευαίσθητους που η αλληλεγγύη τους εξαντλείται σε μια
πορεία που ζητά από το κράτος να κάνει καλύτερα αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ
να κάνει καλά, αλλά και με τον επαρχιωτισμό ενός κακώς νοούμενου ατομικισμού,
που αρνείται την ύπαρξη ανθρώπων που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Ο
εθελοντισμός δεν είναι σπορ για πλούσιες κυρίες μιας κάποιας ηλικίας, είναι
δυναμική και διαρκής διαδρομή που τροφοδοτείται από το υστέρημα του καθενός
μας. Και μόνο αν αλλάξουμε ως άτομα θα αλλάξουμε και ως κοινωνία.