Οι πορείες της τοπικής αυτοδιοίκησης και της κεντρικής πολιτικής άλλες φορές συναντώνται και άλλες ακολουθούν παράλληλες διαδρομές. Στις εκλογές των δύο προηγουμένων εβδομάδων παρατηρούμε μια αύξηση της τάσης διαχωρισμού τους που ξεκίνησε ήδη από εκείνες του 2010. Υποψήφιοι με βαρύ πολιτικό και κομματικό παρελθόν υπέστησαν ήττες από πρόσωπα με σαφώς λιγότερα «χιλιόμετρα». Θα άξιζε, λοιπόν, να εξετάσουμε αυτό το φαινόμενο, όπως επίσης το κατά πόσο είναι ενιαίο ή εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους.
Οι δύο ηχηρότερες εκπλήξεις των δημοτικών εκλογών του 2010, ο Γιώργος Καμίνης και ο Γιάννης Μπουτάρης, αυτή τη φορά κατέβηκαν με την ταμπέλα του φαβορί και την επιβεβαίωσαν, ο μεν πρώτος δύσκολα, ο δε δεύτερος ευκολότερα. Παρά ταύτα, χρειάστηκε να αλλάξουν αρκετά πράγματα στην στρατηγική τους εν συγκρίσει με την προ τετραετίας εκστρατεία τους˙ ο εκλογικός καταποντισμός του Πα.Σο.Κ. ήταν ο βασικότερος λόγος που, από «πράσινες» υποψηφιότητες προερχόμενες από την κοινωνία των πολιτών μετατράπηκαν σε αμιγώς αχρωμάτιστους συνδυασμούς. Εντέλει, μάλιστα, δεν αποκλείεται η «Ελιά» να κέρδισε στις Ευρωεκλογές ορισμένες ανέλπιστες ψήφους, οι οποίες συμπαρασύρθηκαν από το ρεύμα που δημιούργησαν οι αυτοδιοικητικοί υποψήφιοι που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της.
Ο Δήμαρχος Αθηναίων είχε να αντιμετωπίσει κυρίως ένα ιδιαίτερα έμπειρο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, τον Άρη Σπηλιωτόπουλο και ένα νέο πρόσωπο του Συ.Ριζ.Α., τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη. Και, ενώ οι προβλέψεις ήθελαν μάχη μεταξύ των δύο πρώτων, τελικά ο υποψήφιος της Κουμουνδούρου αποδείχτηκε πολύ σκληρότερος του αναμενομένου. Τελικά, όμως, ο πιο υπερκομματικός χαρακτήρας του Γιώργου Καμίνη του έδωσε μια αρκετά αγχωτική νίκη. Ο Γιάννης Μπουτάρης εκμεταλλεύτηκε επίσης την διείσδυσή του σε ευρύτερους πολιτικούς χώρους, προκειμένου να υπερισχύσει του πιο «κομματικού» Σταύρου Καλαφάτη.
Πέρα, όμως, από τους υπερκομματικούς, οι κομματικοί υποψήφιοι υπέστησαν ήττα (οδυνηρότερη αυτή τη φορά) από μη πολιτικούς συνδυασμούς˙ τον δρόμο του Απόστολου Γκλέτσου στην Στυλίδα ακολούθησαν ο Ηλίας Ψινάκης στον Μαραθώνα, ο Αχιλλέας Μπέος στο Βόλο και ο Γιάννης Μώραλης στον Πειραιά (με πολλές υποσημειώσεις, καθώς, παρά την μη πολιτική αφετηρία, παρουσίασε ένα πλήρες πρόγραμμα, με το οποίο καθένας θα μπορούσε να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει).
Γιατί, λοιπόν, οι κομματικοί υποψήφιοι απέτυχαν; Η πρώτη εύκολη απάντηση είναι ότι τα κόμματα έχουν χάσει την διείσδυση που είχαν προ κρίσης. Πολλοί, μάλιστα, διατηρούν μια παιδικά εχθρική στάση εναντίον τους. Αποτέλεσμα αυτού είναι πρώτον να απευθύνονται σε ένα περιορισμένο κοινό, αφετέρου ο απέναντι πόλος να μπορεί να συσπειρωθεί πολύ ευκολότερα, ετεροπροσδιοριζόμενος αρνητικά εναντίον τους.
Υπάρχει, όμως, κάτι λίγο βαθύτερο, η ανάγκη των δημοτών να νιώσουν τον δήμαρχο σαν έναν από αυτούς. Αυτό φρονώ πως είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντούν στελέχη της κεντρικής πολιτικής σκηνής˙ αν και στις «μεγάλες» κάλπες οι πολίτες εμπιστεύονται την εμπειρία, την προβολή και την δημοσιότητα του πολιτικού, για τη γειτονιά του αποζητά κάτι πιο «γήινο», πιο προσιτό στα μέτρα του. Συνεπώς, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, Καμίνης και Ψινάκης, παρά το χάος που χωρίζει τις προσωπικότητές τους, εκφράζουν, με εντελώς διαφορετικό τρόπο βέβαια, την ίδια τάση
Η αλήθεια είναι ότι οι τοπικοί άρχοντες κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Παρά ταύτα, περιπτώσεις όπως του νέου Δημάρχου Βόλου δεν μπορούν παρά να προβληματίσουν ως προς το κριτήριο του κόσμου. Και αυτό αποτελεί τεράστια πρόκληση και ευκαιρία για τα ελληνικά κόμματα: Να βρουν υποψηφίους που θα ανταποκρίνονται στο γενικότερο αίτημα των καιρών μας, αλλά θα το εκφράζουν θετικά. Να τους επιτρέψουν να αυτονομηθούν από την κομματική τους γραμμή, να τους αφήσουν να εργαστούν εν συνεχεία ως δήμαρχοι όλων των δημοτών τους και εν τέλει να συνταχθούν αυτά πίσω τους, προκειμένου να αποκομίσουν και αυτά το κέρδος της στήριξης άξιων τοπικών αρχόντων. Πολύ πιθανώς, σε λίγα χρόνια να έχουν μια σειρά από ικανότατα στελέχη για να τα αξιοποιήσουν και σε κεντρικό επίπεδο.
Ειδικά στον χώρο της κεντροδεξιάς, η ανάγκη αυτή νομίζω πως είναι εντονότερη. Πέρα από την ήττα των στελεχών της (τα οποία, βέβαια, κατέγραψαν σε γενικές γραμμές μια αξιοπρεπέστατη προεκλογική περίοδο), η Νέα Δημοκρατία χρειάζεται «νέο αίμα», προκειμένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, να ανταποκριθεί στα επικαιροποιημένα αιτήματα της κοινωνίας και να δώσει ένα σύγχρονο στίγμα. Όπου εμπιστεύτηκε νέους ανθρώπους που δεν αρκέστηκαν στη νεότητα και τα κομματικά τους ένσημα, αλλά στηρίχθηκαν στην παρουσία τους στις τοπικές κοινωνίες (πχ Αγρίνιο, Μύκονος), τα αποτελέσματα ήταν άριστα.
Το 1986 η Νέα Δημοκρατία ξεκίνησε την πορεία προς την ανατροπή του Παπανδρεϊσμού εκλέγοντας τρία από τα επιφανέστερα στελέχη της, τον Μιλτιάδη Έβερτ, τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο και τον Σωτήρη Κούβελα στους Δήμους της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης αντίστοιχα. Και αν ο αντίπαλος παρουσιάζει (ενίοτε ανατριχιαστικές) ομοιότητες, η συγκυρία δεν είναι ίδια˙ σήμερα καλείται να επαναλάβει το πείραμα με διαφορετικά συστατικά. Αν τα καταφέρει, τότε τα αποτελέσματα δεν θα μείνουν σε τοπικό επίπεδο, αλλά θα επεκταθούν αργά ή γρήγορα και σε κεντρικό.