Wednesday, 23 March 2011

Son don’t get caught on the wrong side…*

Περίπου τρεις μήνες από την έναρξη των μεγάλων και αλυσιδωτών αναταραχών σε χώρες της Βόρειας Αφρικής, η ένταση των συγκρούσεων φαίνεται να φτάνει στο αποκορύφωμά της, ιδιαίτερα μετά την εμπλοκή δυτικών δυνάμεων στην προσπάθεια του λαού της Λιβύης να ανατρέψει τον Μουαμάρ Καντάφι. Ο αναβρασμός που επικρατεί στις χώρες της Βόρειας Αφρικής επαναφέρει ένα βασικό ερώτημα εξωτερικής πολιτικής και Διεθνούς Δικαίου, κατά πόσο, δηλαδή, είναι νόμιμη και θεμιτή η ένοπλη παρέμβαση στα εσωτερικά άλλης χώρας. Επαναφέρει, όμως, και μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με τη στάση που επιθυμούμε να κρατά η χώρα μας σε τέτοιου τύπου διεθνείς εξελίξεις.

Επιγραμματικά, ως προς τη νομιμότητα και το θεμιτό της ένοπλης επέμβασης σε έδαφος τρίτης χώρας ή, έστω της απειλής της, για ανθρωπιστικούς λόγους, η απάντηση είναι καταφατική, εδραζόμενη τόσο στην κοινή λογική, όσο και στο Διεθνές Δίκαιο, αρκεί, βεβαίως να πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις που θέτει το Κεφάλαιο VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ήτοι η απειλή για τη διεθνή ειρήνη ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί, με αποκορύφωμα την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.. Τέτοια περίπτωση αποτελεί η Απόφαση 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. κατά της Λιβύης.

Πέρα, όμως, από το νομικό σκέλος του θέματος, ίσως ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλλοπρόσαλλη στάση πολιτικών ομάδων στη χώρα μας, καθώς και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν: Η Αριστερά, αν και σιωπούσε μέχρι πρότινος (εξαιρουμένων των εκτός τόπου και χρόνου δηλώσεων του Αλέκου Αλαβάνου περί μετατροπής της Πλατείας Συντάγματος σε Πλατεία Ταχρίρ, η απάντηση εδώ), τις τελευταίες ώρες ανακάλυψε το δράμα των λαών της Βόρειας Αφρικής. Και η αρχική στάση της, όσο και η ύστερη, αν και φαινομενικά παράδοξες, είναι εύκολα εξηγήσιμες: Τόσο το καθεστώς του Μπεν Άλι στην Τυνησία, όσο και του Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, δεν αποτελούν παρά εφαρμογή του σοσιαλισμού στα σημερινά δεδομένα, το αποδεικνύει, άλλωστε η συμμετοχή τόσο του πρώτου, όσο και του δεύτερου στην περίφημη Σοσιαλιστική Διεθνή, από την οποία διεγράφησαν κατόπιν (περίπου) εορτής. Για τον Καντάφι, μόνο και μόνο η στήριξη του Ούγκο Τσάβες, του ιερού τοτέμ της Αριστεράς, καθιστά οποιαδήποτε άλλη αναζήτηση περιττή. Τι κοινό έχουν όλοι οι προαναφερθέντες, εκτός από το σοσιαλιστικό μανδύα των καθεστώτων τους; Φυσικά τον απολυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η σιωπή της Αριστεράς, λοιπόν, αν και στο εξωτερικό προκαλεί απορία και οργή, προκύπτει από τη σύγκρουση της ιδεολογικής συγγένειας με τον αυταρχισμό των εν λόγω καθεστώτων. Οι κραυγές της ενάντια στη διεθνή επέμβαση ήταν τόσο αναμενόμενες όσο και η καταδίκη της από τον ίδιο τον Καντάφι: Ο αντιαμερικανισμός για κάθε mainstream Αριστερό είναι κάτι περισσότερο από ιδεολογία, είναι τρόπος σκέψης και ζωής.

Από την ίδια ιδεοληψία εμπνεύστηκε και στην ίδια απλουστευτική στάση κατέληξε και η Ακροδεξιά, η οποία, προκειμένου να μην χάσει πελατεία στον πλειστηριασμό απομονωτισμού και λαϊκισμού, έφτασε στο διασκεδαστικό σημείο να αυτοαναιρέσει μέχρι και τον βασικό πυλώνα της ιδεολογίας της, δηλαδή την εθνική συνέχεια του ελληνισμού, δηλώνοντας ότι ουδέποτε Άραβας σκοτώθηκε από Έλληνα, θεωρώντας προφανώς, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία Ιαπωνική. Προδομένο από την «κληρονομιά» του Ανδρέα Παπανδρέου, το Πα.Σο.Κ. αναδείχθηκε αδύναμο να αναλάβει ρυθμιστικό ρόλο στην επόμενη μέρα της Μεσογείου, αρκούμενο σε μια άνευρη στάση με «ναι μεν, αλλά…», γεμάτη κοινοτοπίες και γενικότητες, δείχνοντας αιχμάλωτο σε έναν ακόμα νεοελληνικό μύθο, αυτόν του φίλου και συμμάχου Καντάφι, του οποίου το "Πράσινο βιβλίο" υποκαθιστούσε το Ευαγγέλιο στα γραφεία του κόμματος κατά τη δεκαετία του 1980…

Εδώ, βέβαια, πρέπει να ξεκαθαριστεί και μία άλλη πλευρά του ζητήματος: Προφανώς και οι δυτικές δυνάμεις έχουν συμφέροντα από την επέμβαση, προφανώς στην καλύτερη των περιπτώσεων αδιαφορούσαν επί δεκαετίες για τα συμφέροντα των λαών της Βόρειας Αφρικής και προφανώς ο πρότερος βίος τους δεν είναι ακριβώς έντιμος. Ευτυχώς ή δυστυχώς, όμως, στη διεθνή πολιτική δε μετράνε τόσο τα κίνητρα, αλλά το αποτέλεσμα, συνεπώς, αφ’ ης στιγμής ο λαός της Λιβύης αδυνατεί να ανατρέψει μόνος του έναν παράφρονα ο οποίος βοβμαρδίζει την ίδια του τη χώρα και σκοτώνει αδιακρίτως συμπολίτες του προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία (ή, έστω, το ανθρωπιστικό κόστος θα είναι μεγαλύτερο σε περίπτωση μη παρέμβασης, λόγω της υπεροπλίας της πλευράς Καντάφι), η θέση της χώρας μας θα έπρεπε να είναι δυναμικά υπέρ της επέμβασης. Όσον αφορά, δε, στο οικονομικό κόστος της συμμετοχής αυτής, το επιχείρημα ισχύει και ανεστραμμένο, αρκεί να αναλογιστούμε τα προνόμια που θα απολαύσουν οι ρυθμιστές της διάδοχης κατάστασης, τόσο πολιτικά, δημιουργώντας μια νέα ζώνη μεταξύ Δύσης και Τρίτου Κόσμου, η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει σε πλείστα όσα ζητήματα, όπως η μετανάστευση, όσο και τα οικονομικά, ειδικά στη δύσκολη συγκυρία που βρίσκεται η χώρα μας.

Είναι καιρός να ωριμάσουν οι συνθήκες στη χώρα μας, ώστε να ξεκινήσουμε να αντιμετωπίζουμε (και) ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όχι με γνώμονα το θυμικό μας, αλλά τη λογική. Σε μια ένοπλη σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων, η ορθή επιλογή κρίνεται συνήθως εκ του αποτελέσματος και αυτός που ανακηρύσσεται στο τέλος νικητής είναι όποιος συγκεντρώνει τα προτερήματα της προνοητικότητας και της σύνεσης, χωρίς, όμως, να παραγνωρίζει τις αξίες της ανθρώπινης ζωής και της αξιοπρέπειας. Προσοχή, λοιπόν, να μη βρεθούμε στη λάθος πλευρά για άλλη μια φορά…

*Στίχος από το τραγούδι των Gogol Bordello “When the Universes Collide

Wednesday, 2 March 2011

Παίζοντας μπάλα με τον Μπάμπη τον Σουγιά…

Το πρόσφατο ντέρμπι μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού, εκτός από τις ατέρμονες συζητήσεις για τις διαιτητικές αποφάσεις, έδωσε αφορμή για να συζητήσουμε για άλλη μια φορά το θέμα της βίας στα γήπεδα, με αφορμή όσα συνέβησαν εντός του γηπέδου, όσα διαδραματίστηκαν μετά τη λήξη του αγώνα και όσα γράφτηκαν ένθεν κακείθεν από οπαδικές εφημερίδες πριν και μετά από αυτόν. Ήδη η Πολιτεία κατάφερε να αυτογελοιοποιηθεί αναβάλλοντας τον τελικό του Κυπέλλου μπάσκετ υπό τον φόβο επεισοδίων, δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο αδύναμη και απρόθυμη να βρει μια λύση η οποία θα προστατεύει τον αθλητισμό, χωρίς να τον «αποστειρώνει». Επειδή πιστεύω ότι το να αναζητάμε ποιος έφταιξε περισσότερο, ποιος προκάλεσε πρώτος και ποιος δικαίως προκλήθηκε δεν οδηγούν πουθενά, αλλά, αντίθετα, αποτελούν εγγύηση ότι στο επόμενο παιχνίδι θα συμβούν χειρότερα, καλό θα ήταν να εξετάσουμε πώς μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του και όχι μόνο τα συμπτώματά του.

Μια πρόταση που κατά καιρούς ακούγεται και έχει επανέλθει στο προσκήνιο μέσω φημών είναι ο αποκλεισμός των ελληνικών ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το είχε προτείνει παλαιότερα ο Ντέμης Νικολαΐδης ως Πρόεδρος ης Α.Ε.Κ., ακούγεται ότι το σκέφτεται ο νυν Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ποδοσφαιρική Ομοσπονδίας, Μισέλ Πλατινί. Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα αυτή κατά το παρελθόν είχε αποδώσει καρπούς κατά το παρελθόν, με λαμπρότερο παράδειγμα την εφαρμογή του στην Αγγλία της Θάτσερ. Μόνο που στην «ελληνική περίπτωση» υπάρχει μια ουσιώδης διαφοροποίηση: Δεν «εξάγουμε» χούλιγκαν, σε αντίθεση με την Αγγλία της δεκαετίας του 1980, όταν το πρόβλημα είχε επεκταθεί εκτός των συνόρων της χώρας. Τα «καλόπαιδά» μας, ευτυχώς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όταν βρίσκονται σε ευρωπαϊκά γήπεδα είναι «Παναγίες», ή, για να το πούμε κατά την ποδοσφαιρικότερη διάλεκτο, «κότες», για τον απλούστατο λόγο ότι η αστυνομία εκεί δεν έχει δεύτερες σκέψεις αν με τη συμπεριφορά της «θα προκαλέσει τον ψυχισμό των παιδιών» ή οτιδήποτε άλλο εφευρίσκουμε στην Ελλάδα για να μην (την αφήσουμε να) κάνει σωστά τη δουλειά της. Επιπλέον, ο περιορισμός εντός των συνόρων δεν είναι καθόλου αμφίβολο να δημιουργήσει χειρότερη εξαθλίωση από την ήδη υπάρχουσα. Συμπέρασμα πρώτο, λοιπόν, ότι χρειαζόμαστε σοβαρή αστυνόμευση.

Η άλλη πρόταση που πολλοί πιστεύουν ότι θα έλυνε το πρόβλημα είναι η κατάργηση των συνδέσμων. Εδώ η συζήτηση γίνεται σοβαρότερη: Όντως, οι σύνδεσμοι έχουν άκρως βεβαρημένο ιστορικό και έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τη βία, έχω, όμως, σοβαρότατες επιφυλάξεις κατά πόσο είναι εφικτό, αλλά και σκόπιμο, να καταργηθούν: Ως προς το εφικτό, το μεγαλύτερο εμπόδιο αποτελεί το άρθρο 12 του Συντάγματος: Πρώτον, δεν απαιτείται άδεια για τη σύσταση του σωματείου και δεύτερον, ακόμη και σε περίπτωση αποκάλυψης παράνομης δραστηριότητας από σύνδεσμο, απαιτείται δικαστική απόφαση για τη διάλυσή του, συνεπώς υπερβολικά μεγάλος χρόνος. Συν τοις άλλοις, υπάρχουν σύνδεσμοι – υποδείγματα (κυρίως μικρότερων ομάδων ή μεγάλων ξένων), οι οποίοι, όσο «μειονοτικοί» και να είναι, δεν είναι δυνατόν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι με τους πολλούς εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντες. Ως προς τη σκοπιμότητα, πιστεύω ότι εδώ κρύβεται η μεγαλύτερη παγίδα για όσους θέλουν να λύσουν το πρόβλημα: Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι αν τώρα, που ο «εχθρός» είναι φανερός, δε μπορούμε να χτυπήσουμε δραστικά τη βία, πόσο δυσκολότερο θα είναι όταν περιβάλλουμε αυτό τον «εχθρό» με ένα αόρατο πέπλο. Στην περίπτωση των συνδέσμων, η λύση είναι η δημιουργία μητρώων, πέρα από γελοιοδέστατες καταστάσεις, όπως αυτή της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων προ ετών.

Τι θα μπορούσε, λοιπόν, να αποτελέσει λύση στο πρόβλημα, αφού τα παραπάνω είναι τουλάχιστον ημίμετρα; Όσο κι αν φαίνεται αρχικά τρελό και επικίνδυνο, η λύση θα μπορούσε να δοθεί πολύ απλά με την κατάργηση της τοποθέτησης των φιλάθλων στο γήπεδο με κριτήριο την οπαδική τους προτίμηση και την τυχαία διασπορά τους. Αυτό, βέβαια, απαιτεί κάποιες συγκεκριμένες και απλούστατες, όταν υπάρχει βούληση, προϋποθέσεις: Ονομαστικό εισιτήριο, κάμερες ασφαλείας, διάθεση εισιτηρίων αυστηρά και μόνο έξω από το γήπεδο (και όχι από τους συνδέσμους), ουσιαστικοί έλεγχοι κατά την είσοδο στο γήπεδο και ένα αυστηρό ποινικό πλαίσιο για τους παραβάτες. Αν, παρά ταύτα, υπάρχουν ακόμη «επιστήμονες» με τόσο υψηλή ευφυΐα που επιμένουν να παίζουν ξύλο, νομίζω ότι η μέριμνα της Πολιτείας προς τους ηλιθίους πρέπει να έχει και όρια…

Συνοψίζοντας, το πρόβλημα είναι όντως μεγάλο και θυμίζει τους στίχους ενός παλιού τραγουδιού του Σαββόπουλου. Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι τις υπερβολικές δηλώσεις όπως αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας (ο οποίος κατά το παρελθόν έχει διαπρέψει στο χαΐδεμα αυτιών) πει «εθνικού εξευτελισμού», απέχουμε όσο και από τη λύση του προβλήματος. Μόνο όταν το ζήτημα της βίας στα γήπεδα τεθεί στις σωστές του διαστάσεις θα μπορούμε να βρούμε την πραγματική του λύση και όχι μια αφορμή για να αποτινάξουμε την ευθύνη μας για την ύπαρξη και τη διόγκωσή του. Πρέπει, όμως, πρώτα να απαντήσουμε ειλικρινά στους εαυτούς μας αν το θέλουμε πραγματικά...