Saturday, 17 December 2011

Τα μαγαζιά των Ελλήνων τα Χριστούγεννα

του Κώστα Μίχου

Όποιος έχει αποτολμήσει ένα ιδιωτικό εμπορικό εγχείρημα ξέρει πολύ καλά ότι πίσω και από το τελευταίο "μαγαζί" που κάθε μέρα ή νύχτα διεκδικεί το μερίδιό του στην οικονομική δραστηριότητα κρύβεται ένας μεγάλος κόπος και κίνδυνος, αλλά και ένας ολόκληρος μικρός κόσμος.

Από τα παλιά χρόνια ήταν η φύση της οικονομίας μας και του Έλληνα τέτοια, που το σύνολο της ιδιωτικής οικονομίας αναπτύχθηκε πάνω στην μικρή οικονομική μονάδα, την στηριγμένη στην πρωτοβουλία και στην ενέργεια ενός ή δύο και στην εξαρτημένη εργασία κάποιων ακόμη, που άλλοτε προσπαθούσε απλά να επιβιώσει, κι άλλοτε εξασφάλιζε στους ιδιοκτήτες της μια δικαίωση μεταφρασμένη σε πλούτο και καταξίωση.

Παντοπωλεία, κρεοπωλεία, εμπορικά καταστήματα και μικρές βιοτεχνίες στην αρχή, μετά δικηγορικά και τεχνικά γραφεία, ιατρεία, σούπερ μάρκετ και σουβλατζίδικα• και πιό μετά αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, κομμωτήρια, γυμναστήρια, μπουτίκ, πολυτελή εστιατόρια και μπάρ και ό,τι άλλο προέκυψε με την πορεία των ετών από την αυξανόμενη ζήτηση της κατανάλωσης.

Και ακόμη κι όταν μεγάλες ξένες εταιρείες ήρθαν να διεκδικήσουν κι αυτές το μερίδιό τους στην ολοένα και πιό απαιτητική ελληνική αγορά, τα μαγαζιά των Ελλήνων, μικρά και μεγάλα, άντεξαν και συνέχισαν να ζούν και να αποτελούν τον κορμό της ιδιωτικής ελληνικής οικονομίας, αλλάζοντας κι αυτά γρήγορα, τόσο οι βιτρίνες τους, όσο και οι άνθρωποί τους, μαζί με την ελληνική κοινωνία.

Το μόνο που δεν άλλαξε όλα τα χρόνια αυτά ήταν η γκρίνια και το μόνιμο παράπονο του Έλληνα "μαγαζάτορα", πότε για έναν φόρο που μπήκε παραπάνω, πότε για ένα πρόστιμο του Δήμου ή της εφορίας και πάντοτε για την "κρίση" της οικονομίας, που κάθε -μα κάθε- χρόνο είχε συνέπεια "η αγορά να έχει κάτσει 20% σε σχέση με πέρυσι".

Μα και η συγκαταβατική γκρίνια αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αναγκαία ψυχολογική άμυνα του Έλληνα "εμπόρου", που ανεξάρτητα από την κατάστασή του έβλεπε το μαγαζί του να πλέει σε ένα αβέβαιο οικονομικό και διοικητικό περιβάλλον και να βαδίζει σε μια λεπτή ισορροπία• και έμαθε για τον λόγο αυτό ο Έλληνας "έμπορος" να λειτουργεί σαν το στρείδι, πάντα επιφυλακτικός σε κάθε στροφή της πολιτικής και οικονομικής εξέλιξης.

Μα έφτασε η ώρα, που δεν είναι η "γκρίνια" που δημιουργεί της ειδήσεις για την "πτώση της αγοράς", αλλά η πραγματικότητα.

Ο πλούτος που μέσα σε τριάντα χρόνια δημιούργησε νέες πραγματικότητες και ανάγκες στην ελληνική αγορά και που πάνω στο κύμα του τα μαγαζιά των Ελλήνων έφτασαν στην σημερινή τους γεωγραφία "έτσι ξαφνικά" χάθηκε.

Και το πρόβλημα φέτος δεν είναι ότι η αγορά "κάθησε" 20 ή 30%, αλλά ότι η αγορά -και μαζί με αυτήν και η ελληνική κοινωνία- άλλαξαν, οριστικά και ριζικά.

Την φετινή αγορά δεν την αποτελούν υπάλληλοι που πήραν δυό ολόκληρους μισθούς, αλλά έναν κι αυτόν κομμένο• ούτε κάτοχοι πιστωτικών καρτών με ατελείωτα υπόλοιπα, ούτε εισπράκτορες παχυλών μισθωμάτων, τόκων ή μερισμάτων και πωλητές πατρικών ή προπατορικών ακινήτων.

Την φετινή αγορά την αποτελούν Έλληνες που βλέπουν την καταναλωτική τους δύναμη να έχει μειωθεί όχι μόνο θεαματικά, αλλά και με έναν τρόπο μόνιμο.

Η μεταβολή αυτή, ιδωμένη συνολικά, σημαίνει ένα απλό πράγμα: Τα σημερινά μαγαζιά των Ελλήνων, στο είδος και τον αριθμό τους, είναι γεννήματα μιας κοινωνίας που πια δεν υπάρχει κι αλλάζει μέρα με την μέρα• και με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, δεν θα ξαναϋπάρξει ποτέ.

Στο τέλος αυτής της αλλαγής, πολλά από αυτά τα μαγαζιά, ό,τι κι αν κάνουν οι ιδιοκτήτες τους, όση υπομονή κι αν δείξουν κι ό,τι θυσίες και να κάνουν, θα καταλήξουν αόρατα μπροστά σε ένα κοινό που θα είναι υποχρεωμένο ή θα μάθει να τα προσπερνά χωρίς να τα βλέπει.

Κοντά σε όλα τα παραπάνω, έρχεται και ένα επιτιθέμενο κράτος, που τιμωρεί σήμερα με αυστηρότητα για όσα μέχρι χθές το ίδιο ευνοούσε.

Έτσι, τα φετινά Χριστούγεννα, έχουν κάτι πένθιμο για τα μαγαζιά των Ελλήνων, σαν τέλος μιας εποχής που έρχεται πριν έρθει η αρχή της επόμενης.

Όμως, τα μαγαζιά των Ελλήνων, ακόμη κι αν είναι αναγκασμένα να μάθουν για μια ακόμη φορά να ζούν σε ένα νέο τοπίο, είναι αυτά που κάθε φορά μετά από τόσες πολλές εθνικές καταστροφές και τραγωδίες, αβοήθητα από τους πάντες, μπήκαν μπροστά και έσυραν το κάρο για την γέννηση κάθε φορά μιας νέας οικονομίας.

Και σήμερα, μπροστά σε ένα κράτος ανίκανο να λύσει τα προβλήματα που εκείνο δημιούργησε, στην δημιουργικότητα και την πρωτοβουλία των Ελλήνων πάλι πέφτει ο κλήρος για να ξεκινήσει να λειτουργεί -σχεδόν πάλι από την αρχή- μια διαφορετική, καινούρια, θετική και παραγωγική οικονομία• αλλα και ο κλήρος για την δημιουργία μιας νέας αισιοδοξίας, που είναι αναγκαία για να μην προκαλέσει η κατάρρευση της κρατικής οικονομίας συμφορές στην ελληνική κοινωνία.

Τα μαγαζιά των Ελλήνων πρέπει άλλη μια φορά να παλέψουν για την επιβίωσή τους αλλάζοντας και να γεννηθούν ξανά σε νέες μορφές και πάνω σε νέες ιδέες.
Στον αγώνα τους αυτό, για την επιβίωσή τους και την αλλαγή τους, τα μαγαζιά των Ελλήνων αξίζουν τον σεβασμό όλων μας.

Εύχομαι καλά Χριστούγεννα σε όλους τους Έλληνες "μαγαζάτορες".

Sunday, 4 December 2011

Μπρόκολο ή φόρος; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω.

Γνωρίζω ότι έχω αρκετά περιττά κιλά. Γνωρίζω, επίσης, ότι αυτό δεν είναι καλό για την υγεία μου και έχω προσπαθήσει αρκετές φορές να τα χάσω, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Ο τρόπος ζωής μου και η δουλειά μου δεν με βοηθούν, αλλά ευτυχώς ο καλός πατερούλης που λέγεται κράτος ετοιμάζεται να με σώσει, όπως τόσες και τόσες φορές έχει κάνει στο παρελθόν. Η είδηση πέρασε στα "ψίλα", τόσο λόγω των καταιγιστικών εξελίξεων των τελευταίων δύο μηνών, αλλά και λόγω της γενικής απάθειας που δείχνουν οι Έλληνες σε θέματα φορολόγησης της ελευθερίας επιλογής: Η Δανία είναι η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που εισήγαγε φόρο επί των κορεσμένων λιπαρών των τροφών. Είναι, τελικά, αυτή η λύση στο (όντως υπαρκτό) πρόβλημα της παχυσαρκίας ή μήπως πρόκειται για μια ατελέσφορη παρέμβαση στον στενό πυρήνα των ατομικών μας δικαιωμάτων;

Το πρώτο επιχείρημα των υποστηρικτών αυτού του μέτρου είναι ότι έτσι θα μειωθεί η κατανάλωση βλαπτικών τροφών, όπως έγινε με τα τσιγάρα. Προσωπικά, δεν γνωρίζω κανέναν καπνιστή που να "το έκοψε" για οικονομικούς λόγους. Οι περισσότεροι απλά "έριξαν" την ποιότητα του προϊόντος που αγόραζαν ή κατέφυγαν στα "στριφτά". Συνεπώς, το πιο πιθανό αποτέλεσμα αυτού του μέτρου θα είναι η κατανάλωση φτηνότερων (άρα και χειρότερης ποιότητας τις περισσότερες φορές) τροφών με παρόμοια ποσότητα λιπαρών. Η όποια μείωση, λοιπόν, της ποσότητας θα συνεπάγεται ενδεχομένως μεγαλύτερη πτώση της ποιότητας, άρα, με απλά λόγια, το κράτος κερδοσκοπεί με τα πάθη των πολιτών του χωρίς επί της ουσίας να πετυχαίνει τον αρχικό σκοπό του.

Ένα άλλο επιχείρημα θα μπορούσε να είναι ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα είναι πιο ευάλωτα σε ασθένειες, άρα είναι λιγότερο παραγωγικά και ενδέχεται να επιβαρύνουν περισσότερο τις δαπάνες για την υγεία. Με την ίδια ακριβώς λογική, θα έπρεπε να αποθαρρύνουμε τους πολίτες από το να ακολουθούν επαγγέλματα με αυξημένο στρες, όπως δικηγόροι και γιατροί, με αυξημένο κίνδυνο, όπως οι αστυνομικοί, ή θα έπρεπε να επιβληθεί επιπλέον φόρος σε επικίνδυνα χόμπι. Επειδή, λοιπόν, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θα είχαμε μια κοινωνία δημοσίων υπαλλήλων με ζωή που δεν θα τη ζήλευε ακόμα και υπερήλικας συνταξιούχος, δεν νομίζω ότι αυτό το επιχείρημα είναι ορθό. Εξάλλου, για αυτούς τους λόγους υπάρχει και η ιδιωτική ασφάλιση, την οποία οι απανταχού κρατιστές ξορκίζουν χειρότερα και από τον Διάβολο.

Τέλος, το επιχείρημα της προστασίας του "κοινού καλού" είναι νομίζω καταφανώς έωλο: Είναι ανήθικο, ανεδαφικό και ανεφάρμοστο να επιβάλλονται περιορισμοί στον τρόπο ζωής οποιουδήποτε με πρόσχημα μια αόριστη έννοια, πολλώ δε μάλλον είναι απαράδεκτο και παράνομο στο όνομα αυτής της αόριστης έννοιας να διαχωρίζει το κράτος τους πολίτες σε "καλούς" και "κακούς", τιμωρώντας τους πρώτους με οικονομικές ποινές όπως η φορολόγηση της προσωπικής επιλογής τους, για ένα θέμα.Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, δεν βλάπτεται κανένας άλλος πέραν του ίδιου του ατόμου, συνεπώς ελλείπει ακόμα και η επίφαση της προστασίας τρίτων προσώπων, όπως έγινε με τον αστείο αντικαπνιστικό νόμο.

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, το θέμα της παχυσαρκίας είναι και σοβαρό, και μεγάλης έντασης. Οι μόνες πρωτοβουλίες που μπορεί και πρέπει να πάρει το κράτος σε συνεργασία με την κοινωνία των Πολιτών είναι να ενημερώσει με έξυπνο και αποτελεσματικό τρόπο για τα προβλήματα που δημιουργεί το υπερβολικό βάρος, να δημιουργήσει χώρους άθλησης που δεν θα αποθαρρύνουν τον πολίτη από την άθληση, αλλά θα του προσφέρουν εναλλακτικές επιλογές και, τέλος, να ενθαρρύνει (διά της απουσίας του από την ρύθμιση της αγοράς) την παραγωγή μεσογειακών προϊόντων, η καλλιέργεια των οποίων έχει αντικατασταθεί από πάσης φύσεως αδρά επιδοτούμενα άχρηστα προϊόντα. Αν, πάλι, δεν τα καταφέρει, τότε κακό του κεφαλιού του κάθε παχύσαρκου. Υπάρχει, όμως, κάτι πολύ χειρότερο από την παχυσαρκία, και αυτό είναι η φορολόγηση της προσωπικής μας ελευθερίας.