Ένα από τα πιο ανάγλυφα αποτελέσματα της εφαρμογής του διπόλου «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο» είναι η επικράτηση στον δημόσιο διάλογο και συμπεριφορά του δόγματος "ή μαζί μου, ή εναντίον μου". Αν και ως λαός ποτέ δεν φημιζόμασταν για την απόρριψη του μανιχαϊσμού, η κρίση έχει μεγεθύνει (και) αυτό το αρνητικό μας στοιχείο. Από αυτή την αντιμετώπιση δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν οι τελευταίοι ακτιβισμοί των Atenistas, οι οποίοι, πέρα από τις όποιες ενστάσεις θα μπορούσε να προβάλει κάποιος, έτυχαν κατά κύριο λόγο χλεύης και μικροψυχίας.
Τόσο το βάψιμο των σκαλοπατιών της οδού Μαρασλή, όσο και το "ντύσιμο" δέντρων του Κέντρου ήταν δύο δράσεις που κύριο σκοπό είχαν να σπάσουν την κυριαρχία του γκρίζου στην Αθήνα. Πέραν αυτού, θα μπορούσαν να εκληφθούν ως συμβολικές κινήσεις προκειμένου να μην βλέπουμε την καθημερινότητά μας μουντή ή ανιαρή. Πρόκειται για δυο πράξεις ήπιες, εύκολα επανορθώσιμες και, το βασικότερο, κατάφεραν να κινητοποιήσουν την σκέψη (για αρχή, έστω) και άλλων κατοίκων της Πρωτεύουσας, οι οποίοι ένιωθαν μόνοι και αδύναμοι απέναντι στη μάχη με το μπετόν, την ασχήμια και την αδιαφορία της πόλης τους.
Έγιναν όλα καλώς; Όχι˙ αν και ήπια ενέργεια, το βάψιμο των σκαλοπατιών της Μαρασλή δεν είχε την σχετική άδεια του Δήμου, η οποία δόθηκε κατόπιν εορτής, δημιουργώντας παρεξηγήσεις οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν αποτραπεί˙ πέραν αυτού, η κορύφωση των δράσεων κατά την προεκλογική περίοδο, παρόλο που δεν είναι διόλου αθέμιτη, δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τα κίνητρα μιας οργάνωσης, η οποία, καίτοι στηρίζει ανοιχτά τον νυν Δήμαρχο, δεν εμφανίζεται ως όργανο προώθησής του. Στην ουσία, λοιπόν: Γεννώνται ορισμένα επιμέρους ζητήματα ως προς αυτές τις δράσεις, τα οποία δέον είναι να επισημανθούν, προκειμένου να μην αμαυρώνονται πρωτοβουλίες για το κοινό συμφέρον.
Αντ’ αυτών, η κριτική ασκήθηκε (οποία έκπληξις) με οπαδικούς όρους: Στην καλύτερη των περιπτώσεων ακούσαμε φτηνές ειρωνείες ("ωραία, σωθήκαμε")˙ στην χειρότερη γίναμε μάρτυρες μιας δυσανάλογης κατακραυγής ("εδώ ο κόσμος πεινά και εσείς ντύνετε δέντρα"). Το πιο εντυπωσιακό, μάλιστα, είναι ότι οι φωνές αυτές ακούστηκαν κυρίως από τον λεγόμενο «προοδευτικό χώρο», ο οποίος, παγιδευμένος στο εθνικό μας ψευτοδίλημμα, αρνείται πεισματικά οποιαδήποτε αλλαγή δεν αρχίζει και τελειώνει με την ανατροπή του επάρατου Μνημονίου.
Υπάρχει, όμως, και κάτι βαθύτερο και πολύ πιο επικίνδυνο από αυτή την παιδαριώδη πολιτική ανάλυση: Είναι η κουλτούρα του μαξιμαλισμού και της μιζέριας, η οποία καλλιεργείται με πρωτοφανή ένταση τα τελευταία χρόνια, ήδη πολύ πριν από την κρίση˙ οποιοσδήποτε στόχος δεν οδηγεί απευθείας στον επαγγελλόμενο Παράδεισο, θεωρείται αυτομάτως ταπεινός, για να μην πούμε μειοδοτικός. Μέχρι, λοιπόν, να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για να το πετύχουμε, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ρίχνουμε το ανάθεμα στο κακό το ριζικό μας που δεν μας έχει φέρει το αποτέλεσμα στο πιάτο. Συνεπώς, οποιαδήποτε μικρή βελτίωση της παρούσας κατάστασης κρίνεται ως ένα κακό και ύπουλο μακιγιάζ.
Αποτέλεσμα αυτής της βλακώδους λογικής που τέμνει σχεδόν οριζόντια τους πολιτικούς χώρους είναι να απομακρυνόμαστε από ρεαλιστικές θέσεις και να αδυνατούμε να κατανοήσουμε τα μέσα επίτευξης ενός στόχου, καθώς και την αναλογία σκοπού και διαδικασίας υλοποίησής του. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ανατροφοδοτούμενη περιχαράκωση στρατοπέδων, μας οδηγεί με κάθε βεβαιότητα στην πλήρη αδυναμία στοιχειώδους, έστω, διαλόγου. Ποιος ωφελείται; Οι κάθε είδους ακραίοι, απολίτικοι και βαθύτατα αντιδραστικοί και αντιπαραγωγικοί, οι οποίοι φαντάζονται ότι ο κόσμος θα αλλάξει με εκθέσεις ιδεών ή, ακόμα καλύτερα, θα αλλάξει για χατίρι τους επειδή δεν αντέχει άλλο την γκρίνια τους.
Όχι, οι Atenistas δεν θα μας σώσουν, ούτε τα παιδάκια δεν θα πεινάνε επειδή τα δέντρα φόρεσαν πουλόβερ, ακόμα ίσως οι παρεμβάσεις τους να μην είναι πάντα αισθητικά εύστοχες, αλλά μόνο κάποιος απύθμενα ανόητος θα μπορούσε να πιστεύει ότι ο χώρος που ζούμε, που ενεργούμε ως πολίτες, δεν καθορίζει την διάθεσή μας και αυτή με τη σειρά της τις πράξεις μας. Κανείς, ποτέ, δεν πέτυχε τίποτα από τον καναπέ και το πληκτρολόγιό του, φιλοσοφώντας ατέρμονα για το δίκιο των νέων που τα σπάνε και περιμένοντας το κράτος να συγκινηθεί από το δράμα που μεταδίδει διαρκώς στον περίγυρό του. Ανεξάρτητα αν θα έχουμε μνημόνιο, λαϊκή κυβέρνηση ή βασιλεία, η εικόνα της πόλης μας πρέπει να αλλάξει, προκειμένου να μην πνιγούμε μέσα της.
Διαβάζοντας την εξωφρενική είδηση ότι τρίτεκνοι από τον Βόλο έστειλαν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, συμπληρωμένες αιτήσεις υιοθεσίας των ίδιων τους των παιδιών από τους πολιτικούς της Κυβέρνησης (ναι, προσφέρουν τα παιδιά τους σε αυτούς που αποκαλούν τυράννους, φασίστες, δολοφόνους) νομίζω πως δείχνει πόσο βαθιά έχει εισχωρήσει στην ελληνική κοινωνία το δηλητήριο της μιζέριας, της αναξιοπρέπειας και της έλλειψης στοιχειώδους αυτοσεβασμού. Αυτό ακριβώς μεταδίδουμε στο περιβάλλον μας. Η νοοτροπία μας θα αλλάξει τις πόλεις μας, αλλά και το αντίστροφο: Ο περίγυρός μας θα τραβήξει προς τα πάνω και εμάς τους ίδιους. Ας διαλέξουμε αν θα μιλάμε τη γλώσσα του γκρίζου Κωλοέλληνα, ή την πολύχρωμη γλώσσα της προόδου και της αυτοβελτίωσης. Κι ας διαφωνήσουμε στην πορεία σε πολλά, ο δεύτερος δρόμος μόνο καλό μπορεί να μας κάνει.