Sunday, 29 December 2013

Miseristas

Ένα από τα πιο ανάγλυφα αποτελέσματα της εφαρμογής του διπόλου «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο» είναι η επικράτηση στον δημόσιο διάλογο και συμπεριφορά του δόγματος "ή μαζί μου, ή εναντίον μου". Αν και ως λαός ποτέ δεν φημιζόμασταν για την απόρριψη του μανιχαϊσμού, η κρίση έχει μεγεθύνει (και) αυτό το αρνητικό μας στοιχείο. Από αυτή την αντιμετώπιση δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν οι τελευταίοι ακτιβισμοί των Atenistas, οι οποίοι, πέρα από τις όποιες ενστάσεις θα μπορούσε να προβάλει κάποιος, έτυχαν κατά κύριο λόγο χλεύης και μικροψυχίας.

 Τόσο το βάψιμο των σκαλοπατιών της οδού Μαρασλή, όσο και το "ντύσιμο" δέντρων του Κέντρου ήταν δύο δράσεις που κύριο σκοπό είχαν να σπάσουν την κυριαρχία του γκρίζου στην Αθήνα. Πέραν αυτού, θα μπορούσαν να εκληφθούν ως συμβολικές κινήσεις προκειμένου να μην βλέπουμε την καθημερινότητά μας μουντή ή ανιαρή. Πρόκειται για δυο πράξεις ήπιες, εύκολα επανορθώσιμες και, το βασικότερο, κατάφεραν να κινητοποιήσουν την σκέψη (για αρχή, έστω) και άλλων κατοίκων της Πρωτεύουσας, οι οποίοι ένιωθαν μόνοι και αδύναμοι απέναντι στη μάχη με το μπετόν, την ασχήμια και την αδιαφορία της πόλης τους.

Έγιναν όλα καλώς; Όχι˙ αν και ήπια ενέργεια, το βάψιμο των σκαλοπατιών της Μαρασλή δεν είχε την σχετική άδεια του Δήμου, η οποία δόθηκε κατόπιν εορτής, δημιουργώντας παρεξηγήσεις οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν αποτραπεί˙ πέραν αυτού, η κορύφωση των δράσεων κατά την προεκλογική περίοδο, παρόλο που δεν είναι διόλου αθέμιτη, δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τα κίνητρα μιας οργάνωσης, η οποία, καίτοι στηρίζει ανοιχτά τον νυν Δήμαρχο, δεν εμφανίζεται ως όργανο προώθησής του. Στην ουσία, λοιπόν: Γεννώνται ορισμένα επιμέρους ζητήματα ως προς αυτές τις δράσεις, τα οποία δέον είναι να επισημανθούν, προκειμένου να μην αμαυρώνονται πρωτοβουλίες για το κοινό συμφέρον.

Αντ’ αυτών, η κριτική ασκήθηκε (οποία έκπληξις) με οπαδικούς όρους: Στην καλύτερη των περιπτώσεων ακούσαμε φτηνές ειρωνείες ("ωραία, σωθήκαμε")˙ στην χειρότερη γίναμε μάρτυρες μιας δυσανάλογης κατακραυγής ("εδώ ο κόσμος πεινά και εσείς ντύνετε δέντρα"). Το πιο εντυπωσιακό, μάλιστα, είναι ότι οι φωνές αυτές ακούστηκαν κυρίως από τον λεγόμενο «προοδευτικό χώρο», ο οποίος, παγιδευμένος στο εθνικό μας ψευτοδίλημμα, αρνείται πεισματικά οποιαδήποτε αλλαγή δεν αρχίζει και τελειώνει με την ανατροπή του επάρατου Μνημονίου.

Υπάρχει, όμως, και κάτι βαθύτερο και πολύ πιο επικίνδυνο από αυτή την παιδαριώδη πολιτική ανάλυση: Είναι η κουλτούρα του μαξιμαλισμού και της μιζέριας, η οποία καλλιεργείται με πρωτοφανή ένταση τα τελευταία χρόνια, ήδη πολύ πριν από την κρίση˙ οποιοσδήποτε στόχος δεν οδηγεί απευθείας στον επαγγελλόμενο Παράδεισο, θεωρείται αυτομάτως ταπεινός, για να μην πούμε μειοδοτικός. Μέχρι, λοιπόν, να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για να το πετύχουμε, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ρίχνουμε το ανάθεμα στο κακό το ριζικό μας που δεν μας έχει φέρει το αποτέλεσμα στο πιάτο. Συνεπώς, οποιαδήποτε μικρή βελτίωση της παρούσας κατάστασης κρίνεται ως ένα κακό και ύπουλο μακιγιάζ.

Αποτέλεσμα αυτής της βλακώδους λογικής που τέμνει σχεδόν οριζόντια τους πολιτικούς χώρους είναι να απομακρυνόμαστε από ρεαλιστικές θέσεις και να αδυνατούμε να κατανοήσουμε τα μέσα επίτευξης ενός στόχου, καθώς και την αναλογία σκοπού και διαδικασίας υλοποίησής του. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ανατροφοδοτούμενη περιχαράκωση στρατοπέδων, μας οδηγεί με κάθε βεβαιότητα στην πλήρη αδυναμία στοιχειώδους, έστω, διαλόγου. Ποιος ωφελείται; Οι κάθε είδους ακραίοι, απολίτικοι και βαθύτατα αντιδραστικοί και αντιπαραγωγικοί, οι οποίοι φαντάζονται ότι ο κόσμος θα αλλάξει με εκθέσεις ιδεών ή, ακόμα καλύτερα, θα αλλάξει για χατίρι τους επειδή δεν αντέχει άλλο την γκρίνια τους.

Όχι, οι Atenistas δεν θα μας σώσουν, ούτε τα παιδάκια δεν θα πεινάνε επειδή τα δέντρα φόρεσαν πουλόβερ, ακόμα ίσως οι παρεμβάσεις τους να μην είναι πάντα αισθητικά εύστοχες, αλλά μόνο κάποιος απύθμενα ανόητος θα μπορούσε να πιστεύει ότι ο χώρος που ζούμε, που ενεργούμε ως πολίτες, δεν καθορίζει την διάθεσή μας και αυτή με τη σειρά της τις πράξεις μας. Κανείς, ποτέ, δεν πέτυχε τίποτα από τον καναπέ και το πληκτρολόγιό του, φιλοσοφώντας ατέρμονα για το δίκιο των νέων που τα σπάνε και περιμένοντας το κράτος να συγκινηθεί από το δράμα που μεταδίδει διαρκώς στον περίγυρό του. Ανεξάρτητα αν θα έχουμε μνημόνιο, λαϊκή κυβέρνηση ή βασιλεία, η εικόνα της πόλης μας πρέπει να αλλάξει, προκειμένου να μην πνιγούμε μέσα της.


Διαβάζοντας την εξωφρενική είδηση ότι τρίτεκνοι από τον Βόλο έστειλαν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, συμπληρωμένες αιτήσεις υιοθεσίας των ίδιων τους των παιδιών από τους πολιτικούς της Κυβέρνησης (ναι, προσφέρουν τα παιδιά τους σε αυτούς που αποκαλούν τυράννους, φασίστες, δολοφόνους) νομίζω πως δείχνει πόσο βαθιά έχει εισχωρήσει στην ελληνική κοινωνία το δηλητήριο της μιζέριας, της αναξιοπρέπειας και της έλλειψης στοιχειώδους αυτοσεβασμού. Αυτό ακριβώς μεταδίδουμε στο περιβάλλον μας. Η νοοτροπία μας θα αλλάξει τις πόλεις μας, αλλά και το αντίστροφο: Ο περίγυρός μας θα τραβήξει προς τα πάνω και εμάς τους ίδιους. Ας διαλέξουμε αν θα μιλάμε τη γλώσσα του γκρίζου Κωλοέλληνα, ή την πολύχρωμη γλώσσα της προόδου και της αυτοβελτίωσης. Κι ας διαφωνήσουμε στην πορεία σε πολλά, ο δεύτερος δρόμος μόνο καλό μπορεί να μας κάνει.

Tuesday, 8 October 2013

Σκέψεις μιας ουράς: Το εύλογο, το υπέρμετρο και τα "γραμμάτια" δεκαετιών απραξίας

Η πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του νέου καθεστώτος όσον αφορά στα γραμμάτια προείσπραξης με βρήκε σε "εξωδικαστηριακή" δουλειά, με αποτέλεσμα να βρεθώ σήμερα για πρώτη φορά μπροστά στο νέο αγαπημένο θέμα συζήτησης του δικηγορικού κόσμου: Την ουρά στα γραμμάτια προείσπραξης. Οι προσδοκίες μου ότι η επιλογή του Δικηγορικού Συλλόγου αντί κάποιου κεντρικού δικαστηρίου θα με γλίτωνε από χρόνο και ορθοστασία διαψεύστηκε ήδη στην είσοδο του κτηρίου, όταν η απάντηση στην ερώτηση "τι γίνεται στον δεύτερο όροφο;" ήταν ένα δυνατό γέλιο.

Ο κόσμος που περίμενε για το "μαγικό χαρτί" ξεπερνούσε την αίθουσα, αλλά και το κλιμακοστάσιο, φτάνοντας μέχρι τη σκάλα που οδηγεί στον πρώτο όροφο. Από τα έξι ταμεία λειτουργούσαν στη 1.30 τα δύο και, μετά τις 2, μόνο το ένα. Τελικά, χρειάστηκε να φτάσει η ώρα 2.35 ώστε να έρθει η σειρά μου. Γύρω μου, δικηγόροι μεγαλύτεροι ή συνομήλικοί μου και ασκούμενοι προσπαθούσαν να διασκεδάσουν τον εκνευρισμό τους ή να βρουν κάποιον "υπεύθυνο" για να τον διοχετεύσουν.

Έχοντας, λοιπόν, περάσει (ορθότερα: πετάξει στα σκουπίδια) μια ώρα και δέκα λεπτά από τη ζωή μου και από τη δουλειά μου, αλλά με κάθε επιφύλαξη να κάνω λάθος λόγω της πρόσφατης εισόδου μου στο επάγγελμα, θα ήθελα να γράψω κάποιες σκέψεις σχετικά με το νέο σύστημα των γραμματίων προείσπραξης, αλλά κυρίως σχετικά με την αντιμετώπιση των αλλαγών στον τομέα της Δικαιοσύνης από τα συνδικαλιστικά όργανα των δικηγόρων.

Ας ξεκινήσουμε με μια όχι ιδιαίτερα "εύηχη" παραδοχή: Η αλλαγή του συστήματος των προεισπράξεων θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες (το τονίζω: υπό άλλες συνθήκες), να είναι πρώτον δικαιότερη και δεύτερον προς το συμφέρον των δικηγόρων: Είναι αλήθεια πως υπήρχε "ανισότητα" αντιμετώπισης ορισμένων δικογράφων, καθώς για παράδειγμα η κατάθεση αγωγής επέβαλλε και πριν την καθιέρωση του νέου Κώδικα περί Δικηγόρων έκδοση γραμματίου (σε μεταγενέστερο, βέβαια, στάδιο), ενώ δεν συνέβαινε το ίδιο στην κατάθεση αίτησης αντικατάστασης περιοριστικών όρων, φερ’ ειπείν. Από εκεί και πέρα, η έκδοση γραμματίου θα ήταν ένα επιπλέον "όπλο" στα χέρια του δικηγόρου, προκειμένου να εξασφαλίσει εγκαίρως την αμοιβή του για μια πολύ επίπονη δουλειά, όπως είναι η σύνταξη ενός δικογράφου, η οποία πλέον κατά κανόνα έχει πάψει να πληρώνεται αυτοτελώς.

Γιατί, όμως, ένα εν δυνάμει δίκαιο και ωφέλιμο μέτρο δεν καταλήγει να λειτουργεί ως τέτοιο; Κατά τη γνώμη μου, για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί συμβαίνει σε μια εποχή παντελώς ακατάλληλη, όπου ήδη οι δικηγόροι παλεύουν να εξασφαλίσουν τα ήδη υψηλά έξοδά τους και οι πελάτες αδυνατούν (ή, έστω, προφασίζονται ότι αδυνατούν) πολλές φορές να τα καλύψουν, με αποτέλεσμα να καλείται ο δικηγόρος να απορροφήσει (και) αυτό το κονδύλι. Δεύτερον, γιατί συνοδεύεται με αρκετά γενναία αύξηση της αξίας πολλών από τα ήδη υφιστάμενα γραμμάτια, κάτι που, ουσιαστικά, διαιωνίζει την προαναφερθείσα "ανισότητα". Με αυτό τον τρόπο ένα μέτρο που θα μπορούσε να είναι ακόμα και εύλογο καταλήγει να είναι από υπέρμετρο έως εξοντωτικό.

Και εδώ έρχεται το μεγάλο ζήτημα: Πώς αντέδρασε το δικηγορικό σώμα σε όλα αυτά; Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών απλά ενημέρωσε για την τροποποίηση και η "αντιπολίτευση" κατήγγειλε την αλλαγή, τα έριξε στο «κακό μνημόνιο» και ζήτησε να επανέλθουμε στην προτεραία κατάσταση. Από τη μία, λοιπόν, σιωπηλή αποδοχή, από την άλλη ο γνωστός μαξιμαλιστικός καταγγελτικός λόγος. Επί του πρακτέου, ουδέν: Οι ουρές είναι είτε ένα ασήμαντο σύμπτωμα, είτε μια καλή δεξαμενή αγανάκτησης. Και με τις δύο εκδοχές, υποβαθμίζεται μόνο ένα πράγμα: Η αξία της εργατοώρας του δικηγόρου, ο σεβασμός στο χρόνο του.

Η (μη) αντίδραση στο υπαρκτό πρόβλημα των προεισπράξεων αποτυπώνει ανάγλυφα την απροθυμία των δικηγόρων να κάνουν πιο εύκολη τη ζωή τους σε μια κοινωνία και ένα δικαιικό σύστημα που αλλάζει και κανείς εδώ και δεκαετίες δεν παρακολουθεί την αλλαγή αυτή. Το σημερινό σύμπτωμα είναι ενδεικτικότατο: Ο τρόπος έκδοσης του γραμματίου είναι αρχαίος• θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει και ηλεκτρονικός, όπως συμβαίνει σε τόσες συναλλαγές πλέον. Αν δεν προτιμηθεί το ηλεκτρονικό γραμμάτιο, θα έπρεπε να βρεθεί επιπλέον προσωπικό για να εξυπηρετούνται περισσότεροι δικηγόροι ταυτόχρονα και, αν αυτό το προσωπικό δεν μπορεί να προσληφθεί (παρ’ όλο που κάθε προείσπραξη περιλαμβάνει ποσοστό υπέρ Δικηγορικού Συλλόγου), ας ζητηθεί να επεκταθεί η άσκηση στα Δικαστήρια (άλλο μεγάλο θέμα) και στους Δικηγορικούς Συλλόγους, όχι, όμως, για να κόβουν οι ασκούμενοι γραμμάτια, αλλά για να ελευθερώσουν άλλες θέσεις, προκειμένου οι υπάλληλοι των Δικηγορικών Συλλόγων να μπορούν να κάνουν αυτή τη δουλειά.

Δυστυχώς στον συνδικαλισμό των δικηγόρων έχει επικρατήσει ό,τι συμβαίνει σε όλες τις εκφάνσεις συνδικαλιστικής δράσης: Οι καταγγελίες περισσεύουν, και οι πρακτικές λύσεις δεν συμφέρουν, εξ ου και δαιμονοποιούνται ως "ασπιρίνη στον καρκίνο". Δυστυχώς, όμως, ο συνδικαλισμός (και αυτό το γνωρίζω γιατί το έχω πράξει ως φοιτητής) δεν είναι μόνο ωραία λόγια, ακραία ξεσπάσματα (λόγου χάριν αποχές) και μεγάλοι στόχοι• χρειάζονται επιπλέον συνειδητοποίηση της κατάστασης πριν από την προσπάθεια βελτίωσής της και λύση των προβλημάτων της καθημερινότητας του κλάδου. Χωρίς αυτά, πάντα θα κυνηγάμε τα μεγάλα για να μας τάξει κάποιος τα ακόμα μεγαλύτερα και να βολευτούμε με λιγότερα από όσα δικαιούμαστε. Ας καταλάβουμε επιτέλους ότι, για κάθε προείσπραξη που κόβουμε, πληρώνουμε "γραμμάτια" δεκαετιών απραξίας, άρνησης της πραγματικότητας και εσωστρέφειας.

UPDATE 9/10/2013: Επειδή, εκτός πολλών άλλων, από τον συνδικαλισμό μας περισσεύει και η μικροψυχία, να πούμε ένα μπράβο στον ΔΣΑ που εν τέλει ανταποκρίθηκε στην ανάγκη αλλαγής του τρόπου έκδοσης του γραμματίου. Μια ακόμα πιο έγκαιρη ενημέρωση θα είχε αμβλύνει πολλές παρεξηγήσεις και θα μας είχε γλιτώσει από αρκετά νεύρα, αλλά αυτό είναι επουσιώδες και αρκετά "επικοινωνιακό" για να μιζεριάσουμε. Ευελπιστώντας ότι όλα θα λειτουργήσουν σύμφωνα με τις ανάγκες και τις προσδοκίες μας, συγχαρητήρια για αυτή την πραγματική βελτίωση της καθημερινότητάς μας. Η αυτονόητη ανάγκη δεν αίρει ότι κάποιος προσπάθησε και (φαίνεται ότι) πέτυχε να την ικανοποιήσει.

Wednesday, 18 September 2013

Έι, εσύ...

Ναι, εσύ... Δεν ξέρω πώς να σε αποκαλέσω· τη λέξη "φίλος" την κρατάω για όσους το νιώθω πραγματικά· πολλές φορές στο παρελθόν ήθελα να σε αποκαλέσω "μαλάκα", αλλά οι τρόποι μου δεν μου το επέτρεπαν. Ξερω, ούτε εσύ με πας· σε έχω δει να μοιράζεις ηλεκτρονικούς ψόφους αριστερά και δεξιά. Έμαθα και εγώ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε χθες τη νύχτα. Είχε πάει να δει μπάλα και τον μαχαίρωσαν. Και εγώ εκείνη την ώρα γυρνούσα, υποθέτω και εσύ. Θα μπορούσε να είχε συμβεί και σε εμάς. Γι' αυτό, θα ήθελα να σου πω δυο πράγματα, δε θα σου φάω πολλή ώρα.

Όχι ότι πριν συνεννοούμασταν, αλλά εδώ και τρία - τέσσερα χρόνια η δουλειά έχει παραγίνει. Φαντάζομαι ότι και εσύ περνάς δύσκολα, το ίδιο και εγώ - κι ας μην το πιστεύεις. Και αυτή η στενότητα στην τσέπη πολλές φορές μας βαράει στο μυαλό. Νομίζουμε ότι θα ξεγελάσουμε την πείνα μας ή τις ώρες που (δεν) μας περισσεύουν επιτιθέμενοι ο ένας στον άλλο. Έχει συμβεί σε όλους να διαφωνήσουν με κάποιον ακόμα και όταν βήχει, αλλά κάπου το έχουμε χάσει· συμφωνούμε εξ αρχής ότι πρέπει να διαφωνήσουμε και το γυρνάμε όλοι μαζί στο τσάμικο.

Δεν ξέρω γιατί στα λέω όλα αυτά. Κάποιοι "δικοί μου" ή "δικοί σου" ίσως το δουν στραβά. Δεν με πειράζει, ελπίζω ούτε εσένα. Σκοτώθηκε ένας άνθρωπος, τι διάολο, θα καταλάβουν. Όχι, δεν έφαγε "ψιλές", ούτε του σπάσανε κάνα χέρι, ούτε του άνοιξαν το κεφάλι - αλήθεια, γιατί το θεωρούμε λίγο αυτό; Τον σκότωσαν ρε, το καταλαβαίνεις; Το είχα σκεφτεί πολλές φορές πως θα γινόταν αργά ή γρήγορα, φαντάζομαι και εσύ το ίδιο. Αλλά είναι διαφορετικό όταν συμβαίνει. Δεν το χωράει το μυαλό μου ότι κάποιος δεν θα γυρίσει σπίτι του επειδή ένας παρανοϊκός θεώρησε ότι του χαλούσε την ιδεολογική (τρομάρα του) μανέστρα.

Από τότε που έσκασε (μας ήρθε, αν προτιμάς) αυτή η κρίση, έχουμε πάψει να ιεραρχούμε οτιδήποτε. Συμψηφίζουμε ό,τι βρίσκουμε μπροστά μας μπας και πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είμαστε στη σωστή πλευρά. Και φτάσαμε να μετράμε μπουνιές, κλωτσιές και κουτουλιές· όποιος ρίξει μια λιγότερη είναι το θύμα, άρα δικαιούται να ρίξει την επόμενη. Επίσης, προσπαθούμε να κάνουμε και ποιοτική μέτρηση του ξύλου, ανάλογα με τα κίνητρά του. Η ζωή του "Άλλου" αρχίζει να μετράει λιγότερο από τα πιστεύω μας.

Έχουμε οχυρωθεί στον μανιχαϊσμό μας και κάθε ξένο προς αυτό που πιστεύουμε μας ενοχλεί. Για ην ακρίβεια, μας φοβίζει. Και προσπαθούμε να το απομακρύνουμε. Και όσο οχυρωνόμαστε καλύτερα, τόσο τα επιχειρήματά μας λιγοστεύουν. Ίσως όχι τόσο τα δικά σου ή τα δικά μου, αλλά πολλών "δικών σου" και "δικών μου" που δεν διάβασαν τόσο, που αρκέστηκαν στη σχολική μας μονομέρεια. Και ο φόβος μεγαλώνει. Και μεγαλώνει και η άγνοια. Και ξανά το ίδιο· φαύλος κύκλος.

Και φτάνουμε στους "Μελιγαλάδες"· στους "Γράμμους". Σ' αυτές τις ωραίες εποχές που η περιχαράκωση ήταν υποχρεωτική, άρα εύκολη. Στο "ή εμείς, ή αυτοί" Με ένα "εμείς", καθάρισες. Θα φροντίσουν οι μεν ή οι δε με τα μπράτσα, τα καδρόνια, τα μαχαίρια, τις μολότωφ. Καθάρισες; Αμ δε. Ή θα γίνεις το σκυλάκι τους και αυτοί οι προστάτες σου, ή κάποια στιγμή θα βρεθείς στο "άλλοι". Και ξέρεις, η μεταστροφή τιμωρείται σκληρότερα. Η επιταγή που πάνε πολλοί να τους δώσουν είναι λευκή· την κάνουν ό,τι θέλουν και σου στέλνουν τη "λυπητερή".

Ξέρω, νιώθεις ισχυρότερος από αυτούς, τους θεωρείς "χρήσιμους ηλιθίους" για να κάνεις τη δουλειά σου. Δεν είναι έτσι. Πριν από εσένα και εμένα την έπαθαν πολλοί. Στο τέλος θα αναγκαστούμε να βγάλουμε το σκασμό. Αλλά και να μη γίνει έτσι, θες να δεις να ξεπέφτουν συγγενείς, φίλοι, γνωστοί σου, επειδή δεν έχουν την ευστροφία ή τον δυναμισμό σου; Το χωρά η κουλτούρα σου να χαρίζεις κόσμο σε ουρακοτάγκους χωρίς να τους δώσεις εναλλακτική;

Μεγάλε, έχουμε πρόβλημα. Δεν είναι μόνο ότι χθες σκοτώθηκε ο KillahP - αν και αυτό αρκεί, είναι μόνο η αρχή: Έχει ανοίξει ένας κύκλος αίματος που, αν τον αφήσουμε να μεγαλώσει, θα τυλίξει τους λαιμούς μας και θα μας πνίξει. Και πρέπει να τον κλείσουμε εμείς. 30 χρόνια οι "δικοί μου" και οι "δικοί σου" έκαναν κούφια κηρύγματα σε γεμάτα στομάχια. Έλαχε σ' εμάς να ξεσκατώσουμε. Μπορούμε να αγανακτήσουμε, να εξεγερθούμε για αυτό που μας έκαναν οι "απέναντι" των παλιών· δεν θα αλλάξει κάτι, όμως· ο λογαριασμός θα παραμένει εκεί. Και θα μεγαλώνει.

Δεν έχω έρθει να στο παίξω άγιος, εξάλλου αυτή η χώρα είναι ένα μεγάλο χωριό. Ξέρεις πολλές μαλακίες που έχω κάνει. Σου λέω πως έχω κάνει κι άλλες. Ξέρω πως το ίδιο ισχύει και για εσένα. Και ξέρω πως θα κάνουμε κι άλλες στο μέλλον. Δεν σου ζητάω να σταματήσουμε, θα ήταν αντίθετο στην ανθρώπινη φύση. Σου ζητάω να μην ορίζουμε αυτή την ίδια την ανθρώπινη φύση μόνο με την κτηνώδη υπόστασή της. Σου ζητάω να απομονώσουμε αυτούς που ιδεολογικοποιούν την βλακεία τους. Τους ξέρεις και τους ξέρω. Σου ζητάω να σταματήσεις να κοιτάζεις μόνο πίσω και το ίδιο υπόσχομαι να κάνω και εγώ.

Χθες τα καθάρματα έκαναν ένα μεγάλο λάθος: Υλοποίησαν την απειλή τους, που γοήτευε πολλούς καταπιεσμένους ή έτρεφε πολλά απωθημένα εκδίκησης. Έδειξαν το πραγματικό τους πρόσωπο, πλέον δεν έχουν τίποτα να υπόσχονται ή να εκφοβίζουν. Ήρθε η ώρα να τους τελειώσουμε. Αλλά δεν θα τα καταφέρω μόνος μου, ούτε θα το καταφέρεις εσύ με "κόκκινους στρατούς". Σε όλο τον πλανήτη έχει αποδειχτεί ότι εμείς μαζί μπορούμε να τους κάνουμε να ντρέπονται να κυκλοφορούν. Ας το κάνουμε και εδώ. Αυτά τα ζώα δεν είναι "δικοί μου", ποτέ δεν ήταν. Ούτε τα κόκκινα ζώα είναι "δικοί σου".



Δεν θα είναι βαρετή η επόμενη μέρα, στο υπόσχομαι: Πάλι θα διαφωνούμε, πάλι θα βριζόμαστε, πάλι θα τσακωνόμαστε· αλλά αυτό θα γίνεται όταν είναι ανάγκη, δεν θα είναι ο αυτοσκοπός μας. Θα βρούμε και πολλά να συμφωνούμε. Πάνω σε αυτά είναι επιτέλους η ώρα να οικοδομήσουμε αυτή την θεοπάλαβη χώρα και να ξανανάψουμε τα φώτα που αυτή έδωσε στη Δύση. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να ξανασυστηθούμε.

Tuesday, 16 July 2013

Ένα παζλ για την Ελλάδα

του Ηλία Δ. Γεωργουλάκου,
φοιτητή Νομικής Δ.Π.Θ.

Η ποικιλομορφία και η πολυσυλλεκτικότητα αποτελούν βασικούς πυλώνες και απαραίτητα εχέγγυα για τη δημιουργία μιας υγιούς κοινωνικής βάσης, πάνω στην οποία μπορεί να στηριχτεί με ασφάλεια η μετεξέλιξη και πορεία ενός λαού. Όταν απουσιάζουν τα στοιχεία αυτά, ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση φαντάζουν ουτοπικές καταστάσεις ενώ θα έπρεπε να αποτελούν κύριους στόχους για ένα κοινωνικό σύνολο, που σέβεται τον εαυτό του και τον περίγυρο του.

Κάπως έτσι έχει και η κατάσταση με την Ελλάδα μας. Στην πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας του ελληνικού κράτους,απουσιάζει η φαντασία, η συμμετοχή,η υπεύθυνη στάση. Μα πάνω από όλα, εκλείπει η διάθεση και η όρεξη για όλα τα παραπάνω και αυτό είναι το πιο αποκαρδιωτικό.

Παρατηρείται λοιπόν, ένα κράμα πολιτικών δυνάμεων,που χαρακτηρίζεται από μια μοναδική ανιδιομορφία και μια έλλειψη σημείων κοινής συνεννόησης.

Από τη μια το συγκυβερνητικό σχήμα, έτοιμο για μεταρρυθμίσεις με κάθε κόστος, από την άλλη το αντιμνημονιακό μέτωπο, αντίθετο και κάθετο σε όλα. Από τη μία οι προτάσεις για την πολυπόθητη αλλαγή που τόσο προσδοκούσαμε, με τεράστιες θυσίες όμως, από την άλλη ένα ουτοπικό σχέδιο επιβίωσης,με ελάχιστο κόπο, αλλά με πολύ μεγάλο κόστος, την προσκόλληση στο χτες και μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία. Να αλλάξουμε, να πάμε μπροστά.

Απότοκο της παραπάνω πολιτικής διαφοροποίησης, ένα μεγάλο πολιτικό χάσμα, που στερεί στην Ελλάδα τη δυνατότητα, να πορευτεί αξιόπιστα και μαζικά στη νέα εποχή. Ο διχασμός στο εσωτερικό της χώρας, αποτυπώνεται ανάγλυφα και αμαυρώνει την εθνική προσπάθεια, που γίνεται για να αποβάλλουμε αυτά που τόσα χρόνια, μας τυραννούσαν και εμπόδιζαν την ανάπτυξη μας.

Εδώ έγκειται και το βασικό ερώτημα που προκύπτει από τον συλλογισμό που ανέπτυξα. Για ποιο λόγο,οι πολιτικές δυνάμεις του συνταγματικού τόξου, δεν μπορούν να βρουν ελάχιστα πεδία κοινής συνεννόησης. Δεν είναι επειδή δε μπορούν,ούτε επειδή δεν γίνεται. Είναι επειδή δεν θέλουν. Είναι επειδή, έχουν μάθει να χρησιμοποιούν τις μεγάλες ιδεολογικές τους διαφωνίες, ως δικαιολογία για φθηνή κομματική αντιπαράθεση προκειμένου να γίνουν αρεστοί στα μάτια των παθιασμένων και αιώνιων ψηφοφόρων τους.

Με το να βάζουν το κομματικό συμφέρον πάνω από το εθνικό, το μοναδικό που καταφέρνουν είναι να υποσκάπτουν το μέλλον της πατρίδας, στο βωμό του πρόσκαιρου πολιτικού κέρδους και της παραμονής σε κάποιο πολιτικό μετερίζι.

Και αυτό είναι που οφείλουμε να καταλάβουμε πρώτο από όλα, αν θέλουμε να έχουμε ελπίδες επιβίωσης. Πλέον μπαίνει σε πρώτη μοίρα η Ελλάδα και ως εκ τούτου, πρέπει να είμαστε συναγωνιστές και όχι ανταγωνιστές, συμπαίκτες και όχι αντίπαλοι. Η συμβολή του καθενός σε αυτή την προσπάθεια,δεν είναι μονάχα πολιτική επιλογή,είναι κάτι πολύ ανώτερο, εθνικό καθήκον και κοινωνική προσταγή.

Σίγουρα δεν είναι ο,τι πιο εύκολο, να προσπεράσει ένα ολόκληρο σύστημα τις ριζικές του διαφωνίες και να συμπαραταχθεί σε ένα ενιαίο αγώνα, με κοινό στόχο. Τα ουσιαστικά και ελπιδοφόρα όμως,ποτέ δεν ήταν εύκολα.

Και σε αυτή τη φάση, οφείλουν να συμβάλλουν όλοι ο καθένας με τον τρόπο του. Γιατί πολύ απλά, δε νοείται σύγχρονο και υγιές κράτος, δίχως επενδύσεις και ανάπτυξη, δίχως πρόνοια για τους κοινωνικά αδύναμους, χωρίς παιδεία και υγεία για όλους. Όλα αυτά όμως υπό το πρίσμα, μιας πραγματικής προσπάθειας για αλλαγή, χωρίς ιδιοτελείς υπεκφυγές και διαθέσεις για επαναδημιουργία τσιφλικιών και κατεστημένου.

Όταν γίνει αυτή η πολυπόθητη συνένωση, το σκηνικό στην Ελλάδα θα μοιάζει με παζλ, γεμάτο χρώματα και ποικιλομορφία. Από αυτά τα παζλ, που δε βαριέσαι να τα φτιάχνεις και δε θέλεις να τελειώσουν ποτέ. Γιατί κάθε κομμάτι, προσφέρει στο σύνολο, κάτι το μοναδικό και συναπεικονίζει μια ενιαία εικόνα, την Ελλάδα μας. Και αν δεν είναι τέλειο δεν πειράζει,στα μάτια μας θα φαντάζει, γιατί δεν θα έχουμε τίποτα πλέον να χωρίζουμε, μόνο να συνδημιουργήσουμε. Και όλη μας η προσπάθεια, θα επικεντρώνεται στο επόμενο κομμάτι, μέχρι να το κάνουμε πραγματικά τέλειο.

Sunday, 16 June 2013

Εισήγηση στο 9ο Τακτικό Συνέδριο της ΟΝΝΕΔ

ΟΝΝΕΔίτες και ΟΝΝΕΔίτισσες,

Σήμερα, στο 9ο Τακτικό Συνέδριο της Οργάνωσής μας, είναι μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ να αναζητήσουμε τους πυλώνες πάνω στους οποίους θα οικοδομήσουμε το ρόλο της Οργάνωσης, τόσο σε παραταξιακό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Ο πρώτος πυλώνας είναι η αλλαγή νοοτροπίας. Πριν από τρια χρόνια, η ΟΝΝΕΔ έγινε ο πρώτος πολιτικός οργανισμός που κατάλαβε το αδιέξοδο πάνω στο οποίο είχε δομηθεί σχεδόν όλη η πολιτική ζωή του τόπου: Κλειστά γραφεία, λογικές επετηρίδας, μικροπολιτική αντί πολιτικής, υποβάθμιση της ιδεολογίας για να γίνουμε αρεστοί σε περισσότερους μεν, ετερόκλητους δε.

Πριν από τρία χρόνια είπαμε "ως εδώ". Πριν από τρία χρόνια ξεκινήσαμε κάτι δύσκολο, μα αναγκαίο και αυτονόητο: Να ξαναφέρουμε την πολιτική στην κορυφή της ατζέντας μας και την νεολαία στην πρώτη γραμμή των αγώνων. Είμαστε πεήφανοι που, και σε αυτή την προσπάθεια, ήμασταν πρωτοπόροι. Έχουμε, ομως, κι άλλο δρόμο μπροστά μας, κι άλλα πράγματα τα οποία οφείλουμε να διορθώσουμε. Με πίστη στις αξίες και τις ιδέες μας, με σεβασμό στην προσπάθεια που έχουμε κάνει ως τώρα, θα τα καταφέρουμε.

Ο δεύτερος πυλώνας είναι ο έλεγχος των πεπραγμένων του κόμματός μας. Η εποχή της ΟΝΝΕΔ στο ρόλο του απλού χειροκροτητή, ευτυχώς για όλους, και πρωτίστως για το ίδιο το κόμμα μας, έχει φτάσει στο τέλος της. Πάντα σεβόμενοι την πείρα και την πορεία των μεγαλύτερων στελεχών, είναι χρέος μας να υποδεικνύουμε, με καλή πρόθεση, αστοχίες και παραλείψεις, αλλά και να επικροτούμε και να στηρίζουμε έμπρακτα τις υπεύθυνες, άρα και πατριωτικές, επιλογές. Πρώτη απ' όλους, το έχει ανάγκη η ίδια η Νέα Δημοκρατία. Έχουμε ανάγκη από νέες φωνές, νέες ιδέες, νέα πολιτική. Και είμαστε εδώ, όχι για να "καπελώσουμε", αλλά για να συνδημιουργήσουμε.

Ο τρίτος πυλώνας είναι η προετοιμασία του εδάφους για τις μεταρρυθμίσεις. Ποιος θα ξεχάσει ένα από τα μεγαλύτερα καυχήματα της παράταξης, το σπάσιμο του κρατικού μονοπωλίου στα Μέσα Ενημέρωσης στα τέλη της δεκαετίας του '80, κόντρα σε "Σταμουλοκολλάδες", σε θεούς και δαίμονες; Τότε, ήταν ο ραδιοφωνικός σταθμός της ΟΝΝΕΔ και της ΔΑΠ που έφεραν μια πραγματική επανάσταση στην ελληνική κοινωνία. Τώρα, καλούμαστε να κάνουμε το ίδιο σε όλους τους τομείς, στις τοπικές κοινωνίες αλλά και σε κεντρικό επίπεδο. Η ανατροπή του παπανδρεϊκού κορπορατισμού που μας έφερε ως εδώ είναι το μεγάλο μας στοίχημα, είναι το ίδιο το μέλλον μας.

Ο τέταρτος και ίσως πιο σημαντικός πυλώνας είναι η ιδεολογική επικράτηση. Η δύναμη και η αξία της Νέας Δημοκρατίας είναι ο παραταξιακός της χαρακτήρας, ότι δηλαδή δεν στηρίζεται στην στείρα ιδεολογική καθαρότητα, αλλά στη σύνθεση φιλελεύθερων και συντηρητικών ιδεών. Ακόμα και όταν διαφωνούμε, "μπορούμε να διαφωνούμε γιατί μπορούμε να συνυπάρχουμε", όπως έλεγε ο επιφανέστερος νεκρός της παράταξής μας, ο Παύλος Μπακογιάννης.

Η σύνθεση δεν σημαίνει ιδεολογικός χυλός, αλλά κοινή συνισταμένη των πεποιθήσεων και των αγωνιών μας. Είμαστε αυτοί που θα εγγυηθούμε την ενότητα της παράταξης, αυτή που μας οδήγησε σε μεγάλες νίκες.

Φίλες και φίλοι,

Προέρχομαι από την ΔΑΠ Κομοτηνής, μια οργάνωση που έμαθε να επιβιώνει, να μάχεται και να νικά πολιτικά, στο φως, με επιχειρήματα και διάλογο. Εδώ και τρία χρόνια, η ΟΝΝΕΔ έχει αναγεννηθεί και αυτό πιστώνεται σε όσους πίστεψαν σε αυτή, στον απερχόμενο Πρόεδρο Ανδρέα Παπαμιμίκο και σε όσους στηρίξαμε έμπρακτα αυτή την προσπάθεια.

Με οδηγό αυτή την επιτυχημένη πορεία και Πρόεδρο τον Σάκη Ιωαννίδη, θα συνεχίσουμε να αλλάζουμε όσα μας ενοχλούν, όσα βάζουν εμπόδια στο μέλλον μας. Είμαστε η γενιά που παρέλαβε, πέρα από ένα δυσβάσταχτο οικονομικό χρέος, ένα ακόμα μεγαλύτερο, ηθικό: Να οικοδομήσει μια χώρα σύγχρονη, περήφανη και παραγωγική. Και είμαστε καταδικασμένοι να πετύχουμε, γιατί είμαστε "η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει, κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει".

Σας ευχαριστώ.

Friday, 31 May 2013

"Σήκω χόρεψε Κεμάλ μου"

Αν υπάρχει μια σταθερά στη χώρα αυτά τα τελευταία τρία χρόνια της κρίσης, αυτή είναι η δήλωση ότι «μετά από αυτό, τα έχουμε δει όλα». Η δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη σταθερά, είναι η διάψευση της δήλωσης στην αμέσως επόμενη «στροφή» της διαδρομής. Αν και ομολογώ ότι η φαντασία μου είναι αρκετά πεπερασμένη για να μαντέψω τι άλλο μπορεί να συμβεί σε αυτή τη μαγική χώρα, νομίζω ότι η είδηση της απαγόρευσης διδασκαλίας στο μάθημα της μουσικής δημοτικού σχολείου του τραγουδιού “Κεμάλ” των Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου χρειάζεται περισσότερη ανάλυση, τόσο για το πώς καταφέραμε (γιατί περί κατορθώματος πρόκειται) να ζήσουμε εν έτει 2013 μετά Χριστόν μια τέτοια ιλαροτραγωδία, όσο και για το τι μπορούμε να κάνουμε όσοι δεν θέλουμε να αναπνέουμε αυτό το βόθρο.

Κατ’ αρχάς, είναι βέβαιο ότι η απαγόρευση είναι έργο δύο ανίδεων πρωταγωνιστών: Είναι πραγματικά αδύνατον να έχεις ακούσει τον «Κεμάλ» ακόμα και μέσα σε ταξί σε ώρα αιχμής και να πιστεύεις ότι έχει έστω και ένα ψήγμα ισλαμικής προπαγάνδας. Τι συνέβη, λοιπόν; Ο γονιός ακούει τη λέξη “Κεμάλ” και τον συνδέει με την prime time ζώνη μεγάλων καναλιών. Έξαλλος, απευθύνεται στη διευθύντρια, η οποία στην καλύτερη περίπτωση συνδέει το τραγούδι με τον Κεμάλ Ατατούρκ, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην απαγόρευση. Διάλογοι ανίδεων, δηλαδή. Μόνο; Όχι. Ταυτόχρονα, είναι και διάλογος ηλίθιων. Γιατί πρέπει να είσαι ηλίθιος για να σπεύσεις να απαγορεύσεις κάτι που δεν γνωρίζεις. Και εδώ αρχίζει το μεγάλο πρόβλημα.

Και αν η ιδιότητα του γονιού ευτυχώς δεν ρυθμίζεται από το κράτος, αυτή του διευθυντή δημοσίου σχολείου ρυθμίζεται. Είναι προφανές, νομίζω, ότι η εν λόγω διευθύντρια είναι πιο ακατάλληλη και από τον Ηρώδη για να διευθύνει την διαμόρφωση παιδιών σε τόσο κρίσιμη ηλικία. Είναι η μόνη ακατάλληλη; Δυστυχώς, όχι. Όλοι έχουμε εμπειρίες ανθρώπων που ήταν πλήρως ακατάρτιστοι για διευθυντικές θέσεις και, παρά, ταύτα, στρογγυλοκάθονταν σε αυτές. Οι λόγοι είναι δύο: Πρώτον, η εμμονή του ελληνικού συστήματος αποκλειστικά και μόνο σε αντικειμενικά κριτήρια που δεν εξετάζουν την ουσιαστική καταλληλότητα του υποψηφίου, παρά μόνο τα (αναγκαία, αλλά μη επαρκή) τυπικά προσόντα. Δεύτερον, η εκ πλαγίου παράκαμψη της σειράς κατάταξης ακόμα και αυτών των τυπικών προσόντων υπέρ των εκάστοτε “ημετέρων”. Ο παραλογισμός αυτός ξεκινά από την αρχή της εκπαίδευσης και φτάνει μέχρι την κορωνίδα της., τα πανεπιστήμια. Στείρα παπαγαλία και γνωριμίες είναι απαράβατοι κανόνες του συστήματός μας. Με αυτά τα δεδομένα, πάλι καλά που δεν απαγόρευσαν και το “νιάου βρε γατούλα” ως υποκίνηση εχθροπάθειας προς τους σκύλους.

Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα πιο βαθύ και επικίνδυνο: Ο υφέρπων επαρχιώτικος πουριτανισμός όλης της κοινωνίας μας. Μην ξεχνάμε ότι η πρώτη μεγάλη πολέμιος του Χατζιδάκι την περίοδο της Μεταπολίτευσης ήταν το επίσημο όργανο της “Αλλαγής”, η απόλυτη φυλλάδα του αίσχους, το σκουπίδι του παγκόσμιου κιτρινισμού, η λαοφιλής “Αυριανή”. Να το πούμε απλά: Ο Μάνος έκανε κάτι αδιανόητο και πολύ επικίνδυνο για τον ιθαγενή μπαμπουίνο: Σκεφτόταν. Και σκεφτόταν ελεύθερα και φωναχτά, γκρεμίζοντας βεβαιότητες και στεγανά. Το συμπέρασμα, το προϊόν αυτής της σκέψης, ήταν αδιάφορο. Το πρόβλημα ήταν η διαδικασία.

Αν αυτός ο πουριτανισμός αυτή τη στιγμή εκφράζεται με όρους mainstream από το μόρφωμα που έχει κάνει την αποστροφή προς τη σκέψη επίσημη σημαία του, τη Χρυσή Αυγή, είναι αφέλεια και στρουθοκαμηλισμός να πιστεύουμε ότι η κατάσταση αυτή ανέκυψε με την κρίση. Η κακώς νοούμενη “βλαχιά” είναι κυρίαρχη σε όλους τους πολιτικούς χώρους τα τελευταία τριάντα χρόνια. Μετασχηματίζεται και “μακιγιάρεται” ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρου, αλλά η ουσία της παραμένει αναλλοίωτη. Τη βλέπουμε στα γερόντια που αγωνιούν για τα φωνήεντα της Ελληνικής και γι’ αυτό σκίζουν βιβλία, στις κυράτσες που σκανδαλίζονται από ένα θεατρικό έργο που παίζεται σε ιδιωτικό χώρο, στα μπάχαλα που διακόπτουν ομιλίες διεθνώς αναγνωρισμένων καθηγητών επειδή διαφωνούν μαζί τους.

Τι κάνουμε, λοιπόν; Ας πούμε τα καλά νέα: Κάποια στιγμή, ο πίθηκος κατέβηκε από τα δέντρα και εξανθρωπίστηκε. Αργά αλλά σταθερά, η κοινωνία εκσυγχρονίζεται. Αλλά αυτό σημαίνει ότι θα περιμένουμε να μας δικαιώσουν μετά θάνατον  τα δισέγγονά μας; Όχι. Η πρόοδος της κοινωνίας είναι δική μας υπόθεση, δικό μας χρέος. Το ίδιο και η επιτάχυνσή της. Στον κάθε αγράμματο γονιό που ανησυχεί για την υγιή (κατά την περιορισμένη του αντιληπτική ικανότητα) ανάπτυξη του παιδιού του, οφείλουμε να δίνουμε ένα υγιές πρότυπο. Οφείλουμε να διώξουμε τον φόβο του και, ακόμα περισσότερο, το φόβο του παιδιού. Απέναντι στην αχαρακτήριστη διευθύντρια χρειάζεται σκληρή, σαφής και διαρκής κριτική, ώστε να περιορίσει την μιζέρια της στη θλιβερή της προσωπικότητα. Απέναντι στον κρατικό μηχανισμό που την ορίζει οφείλουμε δύο πράγματα: Πρώτον, σημαντική άνοδο των κριτηρίων επιλογής των προσώπων που το διαχειρίζονται, και δεύτερον, συμμετοχή.

Τι κάνει αυτή τη στιγμή ο πληθυσμός που δεν λειτουργεί με όρους αγέλης; Σχεδόν τίποτα απ΄ όλα αυτά: Απαξιοί την πολιτική, καταφεύγει σε φτηνή και στείρα ειρωνεία προς τους λειτουργούς της κρατικής μηχανής, βουλιάζει στον ελιτισμό και, συνάμα (!), στο υπόγειο ρουσφέτι και, τέλος, περιμένει να του παραδοθεί η εξουσία ελέω Θεού, με πολίτες που ξάφνου θα δει το φως το αληθινό και τότε, άσπιλος και αμόλυντος, θα κυβερνήσει εν σοφία και δικαιοσύνη. Συγγνώμη, αλλά την τελευταία φορά που συνέβη αυτό ήταν πριν από δύο χιλιάδες χρόνια και αφού μεσολάβησε μια σταύρωση. Δεν θα ήταν άδικο να λέγεται ότι κάθε κοινωνία έχει τις ελίτ που της αξίζουν.

Τα υγιώς σκεπτόμενα άτομα της χώρας, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, οφείλουν να εκτεθούν απέναντι στον πουριτανισμό, την αμορφωσιά και την βλακεία. Έχουν χρέος απέναντι στην ύπαρξή τους, στην ιδιότητά τους ως πολίτες, να λερώσουν τα χέρια τους για να βγουν όλοι μαζί, αλλά πρωτίστως οι ίδιοι, από τη λάσπη. Δεν έχουμε ανάγκη από μη μου άπτου θεωρητικούς με σηκωμένο φρύδι και δάχτυλο, αλλά από ανθρώπους καθημερινούς, που νοιάζονται για την πνευματική τους ανέλιξη ως παράγοντα της κοινωνικής τους ευμάρειας. Έχουμε ανάγκη από πολεμιστές που θα κοιτάξουν το τέρας κατάματα, δεν θα τρομάξουν και θα το πολεμήσουν ανελέητα με όπλο το λόγο και το πνεύμα του.


Στο σκοτάδι της κακογουστιάς, της αγραμματοσύνης οφείλουμε να απαντήσουμε αταλάντευτα, με περισσότερη κουλτούρα, με περισσότερη παρουσία σε όλα τα κοινωνικά μήκη και πλάτη. Πολύς κόσμος θα ακολουθήσει, αρκεί να μην φοβηθούμε εμείς. Όπως την 7η Σεπτεμβρίου 1987, όταν ένας φτασμένος συνθέτης, ήδη όμως γερασμένος, απογοητευμένος και άρρωστος, πήρε το λόγο μέσα στο κατάμεστο, αλλά ανυποψίαστο, Καλλιμάρμαρο και επέφερε το πιο σφοδρό ηθικό χτύπημα στον Αυριανισμό, την ιδεολογία που εξόντωσε την αξιοπρέπειά του. Ο ίδιος δεν έζησε για να τον θάψει, ίσως να μην επιβιώσουμε και εμείς μέχρι τότε. Αλλά είναι μια από τις αποστολές μας σε αυτό τον πλανήτη να τον αφήσουμε πιο βαθιά απ’ όσο τον βρήκαμε.

Tuesday, 30 April 2013

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και οι εποχές του

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μνημονιακής τριετίας που συμπλήρωσε η χώρα μας είναι αναμφίβολα η δραματική μείωση της δημοτικότητας και της επιρροής των πολιτικών στην κοινωνία. Παλαιότεροι αστέρες τηλεοπτικών παραθύρων, με χιλιάδες υποστηρικτές σε συγκεντρώσεις τους, αντιμετωπίζουν πλέον την περιφρόνηση, αν όχι τη χλεύη ή ακόμα και την οργή, των μέχρι πρότινος οπαδών τους. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλούς απλούς πολίτες, μια καλή κουβέντα των οποίων για κάποιον πολιτικό μπορεί να τους οδηγήσει σε συζητήσεις επί συζητήσεων, όχι πάντα με κομψότητα εκφράσεων και καλή κατάληξη.

Το φαινόμενο αυτό ήταν εν πολλοίς αναμενόμενο: Ένα πολιτικό σύστημα που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχανε ευκαιρία να κολακεύει έναν λαό που κακόμαθε στην δανεική ευκολία δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη αντιμετώπιση όταν η στρέβλωση που δημιούργησε δεν μπορούσε να χορτάσει πλέον μόνο με ωραία λόγια, ελλείψει κρατικού (και έξωθεν δανειζόμενου) χρήματος. Οι πολιτικοί μας έθισαν και εθίστηκαν στο στρογγύλεμα και την αοριστολογία. Με όπλο την δήθεν πολιτική ορθότητα προσπάθησαν να κρύψουν την ιδεολογική τους ένδεια και τον φόβο τους απέναντι σε όποιον ξεβόλευαν. Δυστυχώς (και) για αυτούς, το πλήρωμα του χρόνου (και των δανεικών) ήρθε, μαζί με την αποδοκιμασία, τις ύβρεις και τους προπηλακισμούς.

Μέσα σε αυτό το αρνητικό για τους πολιτικούς κλίμα, εμφανίζεται μια εξαίρεση: Ένας παλιός πολιτικός, ο οποίος καταφέρνει να κερδίζει, αν όχι φίλους, τουλάχιστον συμπαθούντες και μετανοήσαντες. Πρόκειται, φυσικά, για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος εδώ και τρία χρόνια έχει αρχίσει να γίνεται ξανά επίκαιρος, να προβάλλεται από τα μέσα, αλλά και να προβάλλει τον εαυτό του χωρίς να τα έχει ανάγκη. Και αν αρχικά η αύξηση της δημοφιλίας του φαίνεται παράδοξη όταν μιλάμε για έναν λαό οργισμένο επειδή του χάλασαν τον βαθύ του ύπνο, παρά ταύτα η αρχική αυτή παραδοξότητα νομίζω πως έχει αρκετά λογική εξήγηση.

Κατ’ αρχάς, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν προσπάθησε ποτέ να είναι ευχάριστος στο ακροατήριό του: Ακόμα και στο απόγειο της πλασματικής ευημερίας, όταν οι «συνάδελφοί» του ανταγωνίζονταν ποιος θα δώσει τα περισσότερα, ο Επίτιμος Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας επέμενε στη γραμμή που είχε χαράξει, ότι υποθηκεύουμε το μέλλον των παιδιών μας. Η προ εικοσαετίας ομιλία του για το Δ.Ν.Τ. είναι ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η επιμονή του αυτή κόστισε στον ίδιο, τα βιολογικά και τα πολιτικά του παιδιά την πολιτική περιθωριοποίηση ή, για τους διαδόχους του, την υπαναχώρηση σε πολλά ζητήματα προκειμένου να επιβιώσουν πολιτικά.

Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό που δικαίωσε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του είναι ο άμεσος και αιχμηρός του λόγος, χωρίς να εκφεύγει από την κοσμιότητα. Ως παλιός κοινοβουλευτικός, ο «Ψηλός» ξέρει πως η σωστή πολιτική επίθεση βασίζεται στη σταθερή θέση, τη βαθιά γνώση και τον σοβαρό λόγο, όχι στους φτηνούς εντυπωσιασμούς. Η φράση του «Ήταν τόσο αντιπαθής όπως λέω εγώ καμιά φορά όσο μόνο ένας Γάλλος Σοσιαλιστής μπορεί να είναι.» αποδεικνύει πώς ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ταυτόχρονα κόσμιος και αιχμηρός προς τον πολιτικό του αντίπαλο.

Πέρα, όμως, από την συνέπεια, την ειλικρίνεια και την ρητορική ικανότητα, νομίζω ότι υπάρχει κάτι ακόμα που δίνει τη δυνατότητα στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να αυξάνει την αποδοχή του. Αυτό είναι η προσαρμοστικότητα στην εποχή που ζει. Είναι αυτό που τον κάνει, στα 95 του χρόνια αισίως, να παράγει πολιτικό λόγο πολύ υψηλών απαιτήσεων, επίκαιρο και κατανοητό. Ως «πολιτικό ζώο» παλαιάς κοπής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική τρέχει πιο γρήγορα από τον πολιτικό. Η παρουσία του στο facebook είναι υποδειγματική. Το μεγαλύτερο μέρος, βέβαια, πρέπει να πιστωθεί στους διαχειριστές της, είναι, όμως, πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και η δική του γενική κατεύθυνση διαχείρισης είναι ορθή. Πετυχαίνει με αυτό τον τρόπο να ορίζει ο ίδιος την ατζέντα της συζήτησης και όχι να σύρεται πίσω από ατυήν.

Είχα την τύχη να παρευρεθώ στην συζήτηση με τους bloggers πριν από περίπου μια εβδομάδα. Η πληρότητα των απαντήσεων, που συχνά ήταν πολύ ευρύτερου περιεχομένου από τις ερωτήσεις, ο αυτοσαρκασμός (η δήλωση πως «δεν πεθαίνουμε» θα μείνει στην ιστορία), τα «καρφιά» προς τους πολιτικούς του αντιπάλους και οι προτροπές του για εθνική συνεννόηση, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα εύστοχες ερωτήσεις που του έγιναν, έφεραν ως αποτέλεσμα έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο, αλλά και ένα μούδιασμα στη σκέψη αν θα μπορούσαν να κάνουν πολλοί Έλληνες πολιτικοί μια τόσο ουσιαστική συζήτηση.

Εδώ και τρία χρόνια, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παίρνει μια πικρή ρεβάνς από την ιστορία. Όσα είχε επισημάνει ως κακώς κείμενα οδήγησαν στο μοιραίο με τον πιο εμφατικό τρόπο. Όλο και περισσότεροι πολίτες που το 1993 τον «μαύρισαν» σήμερα ομολογούν πως έκαναν λάθος. Όσοι τον υποστηρίζαμε και πριν από το 2009, μπορούμε πλέον να το λέμε χωρίς να φοβόμαστε τον κάθε παλαβό ή ανίδεο κρατιστή. Οι ευχάριστοι αντίπαλοί του βλέπουν το δημιούργημά τους να τους πλακώνει, την ώρα που εκείνος χτίζει, λίγο μεροληπτικά από ένα σημείο και μετά, αποσιωπώντας τα λάθη του, την υστεροφημία του, χωρίς, όμως (και εδώ είναι η ουσία) να αρκείται σε ένα «σας τα ‘λεγα». Ακόμα και στην υπερβολή του, όμως, ποιος μπορεί να δώσει άδικο σε κάποιον που υπέμεινε τόση απαξίωση; Ποιος θα τολμήσει αυτή τη φορά να δει το δέντρο και όχι το δάσος, δηλαδή τις μνημειώδεις ομιλίες του στην παρουσίαση του βιβλίου των πεπραγμένων της κυβέρνησής του, αλλά και πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη;

Με 48 περίπου χρόνια κοινοβουλευτικής παρουσίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είναι ο μακροβιότερος Έλληνας βουλευτής, χωρίς τη δεδομένη στιγμή να απειλείται από κάποιον. Αυτά τα 48 χρόνια υποστήριξε τον φιλελευθερισμό σε όλες του τις εκφάνσεις, μένοντας πιστός πρωτίστως στις ιδέες του. Έκανε λάθη, όπως κάθε δραστήριος πολιτικός, η δικαίωσή του άργησε, αλλά, ακόμα και τώρα, σε πολύ προχωρημένη ηλικία, έχοντας χάσει τη σύντροφο της ζωής του και βλέποντας τη χώρα του να παραπαίει, αναλαμβάνει τον ρόλο του statesman, ρόλο που όλοι οι επόμενοι πρώην ηγέτες δεν μπορούσαν ή φοβήθηκαν να αναλάβουν, γνωρίζοντας πως δύσκολα θα προλάβει να δει την ανάκαμψη να έρχεται. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατάφερε να κερδίσει το χρόνο όχι τόσο γιατί έζησε πολύ, αλλά γιατί από νωρίς κατάλαβε ότι αυτός ο χρόνος δεν είναι ούτε αιώνιος, ούτε στατικός.

Sunday, 31 March 2013

Ο Στέλιος Σταυρίδης, οι φιλελεύθεροι και οι εκλογές του 2012

Σε μια περίοδο που η Τρικομματική Κυβέρνηση προσπαθεί να βρει ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής πολιτικής αφενός και μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων αφετέρου, η είδηση της τοποθέτησης του Στέλιου Σταυρίδη στη θέση του Προέδρου του Ταμείου Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου ήταν από τις πιο ευχάριστες (αλλά δυστυχώς ποσοτικά λίγες) ειδήσεις. Ένας επιχειρηματίας εγγνωσμένης αξίας, δοκιμασμένος σε καίριες θέσεις, αναλαμβάνει τον τομέα που εδώ και τρία χρόνια έχει βαλτώσει. Και μόνο η υστερική αντίδραση των "νεόνυμφων" Συ.Ριζ.Α. και Ανεξάρτητων Ελλήνων είναι μια καλή πρώτη ένδειξη ότι ο Στέλιος Σταυρίδης είναι ικανός να αναστρέψει την εικόνα κούφιων εξαγγελιών χωρίς αποτέλεσμα.

Ο Στέλιος Σταυρίδης στις εκλογές του Μαΐου ήταν επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας της Δράσης, ενώ σε αυτές του Ιουνίου επέλεξε να συστρατευθεί με την Νέα Δημοκρατία, ως τελευταίος στη λίστα υποψηφίων της Α΄ Αθηνών. Η διαφοροποίησή του αυτή νομίζω ότι γεννά ένα ενδιαφέρον ερώτημα κατά πόσο τα λεγόμενα φιλελεύθερα κόμματα ακολούθησαν σωστή στρατηγική στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Και, λέγοντας φιλελεύθερα κόμματα, εννοώ την Δράση, την Δημοκρατική Συμμαχία και την Φιλελεύθερη Συμμαχία. Η Δημιουργία, Ξανά, εξάλλου, κατά δήλωση πολλών μελών της (βλ. εδώ) δεν είναι αμιγως φιλελεύθερο κόμμα, γι' αυτό και δεν θα εξεταστεί για τις πρώτες εκλογές, παρά μόνο υπό το πρίσμα της μετέπειτα συνεργασίας της με τον συνασπισμό Δράσης - Φι.Σ..

Στις εκλογές του Μαΐου η συνεργασία Δράσης και Φιλελεύθερης Συμμαχίας, με εξαίρεση ορισμένες μικρές αντιδράσεις ως προς το πρόσωπο του κ. Γρηγόρη Βαλλιανάτου, ήταν και λογικά αναγκαία, και αρκετά επιτυχημένη: Δύο κόμματα με παρόμοιο πρόγραμμα, πολύ κοντινές καταβολές και σχεδόν κοινές αντιλήψεις ήταν λάθος να κατέβουν χωριστά. Γι' αυτό και έφτασαν αρκετά κοντά να πετύχουν το στόχο του 3%. Δεν το πέτυχαν γιατί η τρίτη συνισταμένη της "φιλελεύθερης εξίσωσης", η Δημοκρατική Συμμαχία, δεν κατάφερε να βρει κοινό βηματισμό με τον ήδη διαμορφωθέντα συνασπισμό. Μετά την "μνημονιακή" στροφή της Νέας Δημοκρατίας, το κόμμα της κ. Μπακογιάννη είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος του ακροατηρίου του, καθώς οι μεν δεδηλωμένα δεξιού προσανατολισμού κεντρώοι είχαν σοβαρό λόγο να ψηφίσουν Νέα Δημοκρατία, λόγω του κινδύνου που αποτελούσαν (και αποτελούν ακόμα) για τη χώρα οι συνιστώσες λαϊκισμού του κ. Τσίπρα, οι δε αμιγώς φιλελεύθεροι είχαν ήδη μια ελκυστική εναλλακτική. Αποτέλεσμα αυτού ήταν δύο κόμματα που είχαν σε μεγάλο ποσοστό κοινή δεξαμενή ψηφοφόρων να πάρουν αθροιστικά περίπου 5% και να μείνουν αμφότερα εκτός Βουλής.

Το λάθος της αυτόνομης καθόδου έσπευσε να διορθώσει πρώτη η Ντόρα Μπακογιάννη, επιστρέφοντας στη Νέα Δημοκρατία και δίνοντας μια αναγκαία εκλογική και ψυχολογική ώθηση προς τη νίκη. Δυστυχώς, δεν συνέβη το ίδιο και με τις Δράση - Φι.Σ., οι οποίες επέλεξαν έναν αταίριαστο γάμο με ένα κόμμα απολίτικο, χωρίς σαφή προσανατολισμό, κάτι σαν τους Αγανακτισμένους "από την ανάποδη". Η λογική του 2,5+2,5=5% χωρίς διαπιστωμένη κοινή δεξαμενή, σε συνδυασμό με την τουλάχιστον άγαρμπη συνένωση (θυμηθείτε την απρεπή συμπεριφορά του κ. Τζήμερου προς τον Πρόεδρο της Φι.Σ. κ. Γρ. Βαλλιανάτο) και το αποτέλεσμα ήταν 2,5+2,5=2,5%.

Αποτέλεσμα αυτής της λανθασμένης τακτικής ήταν να μείνει ξανά η Βουλή χωρίς εκπροσώπιση ενός δυναμικού, καλλιεργημένου και επίκαιρου χώρου, όπως οι Φιλελεύθεροι. Η απουσία γίνεται ιδιαίτερα αισθητή όταν η συζήτηση πηγαίνει στις τόσο αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, την μείωση του δημοσίου τομέα και τις αποκρατικοποιήσεις. Ταυτόχρονα, η ταύτιση της "Δημιουργία Ξανά" με το μνημόνιο οδηγεί σε νέα κατασυκοφάντηση του χώρου, παρά τις διαφορετικές διαδρομές που ακολουθούν πλέον τα κόμματα του συνασπισμού του Ιουνίου. Τι μένει, λοιπόν; Μόνο η λεγόμενη "φιλελεύθερη πτέρυγα" της Νέας Δημοκρατίας να παλεύει με την άρνηση Πα.Σο.Κ. και Δημ.Αρ. να απολυθούν ακόμη και οι επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι, τη στιγμή που ο (όχι άμοιρος ευθυνών) ιδιωτικός τομέας καταρρέει μέρα με τη μέρα υπό το βάρος της ασφυκτικής φορολογικής πολιτικής.

Στις εκλογές του Μαΐου η Δράση, εκμεταλλευόμενη και την ανατροπή του κομματικού χάρτη της χώρας και σε συνεργασία με την Φι.Σ., προσέφερε σε πολλούς μια πολύ ενδιαφέρουσα επιλογή, τόσο λόγω της προσωπικότητας του κ. Μάνου, όσο και για την πληθώρα ικανών στελεχών που είχε. Ακόμα περισσότεροι και από αυτούς που την ψήφισαν ήταν αυτοί που βρέθηκαν ένα βήμα από το να το κάνουν, μεταξύ των οποίων και ο γράφων. Δυστυχώς, δεν έφτασε το πολυπόθητο 3%. Εκεί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, όφειλε να επιλέξει μια συνεργασία πιο ορθολογική, καθώς πολλά στελέχη της υπήρξαν είτε "πολιτικά τέκνα" του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, είτε όψιμοι θαυμαστές του. Αντί, λοιπόν, μιας ανίερης (στο όνομα της "ιδεολογικής καθαρότητας") συμμαχίας με τη Νέα Δημοκρατία, επελέγη ο "χαρισματικός διαφημιστής". Αν παρακολουθήσει κάποιος το ξεκατίνιασμα των τελευταίων ημερών στη "Δημιουργία, Ξανά" νομίζω ότι δεν θα έχει αμφιβολία ως προς το ποια επιλογή ήταν περισσότερο βλαπτική.

Ευτυχώς, υπήρξαν έστω και λίγα στελέχη που αντελήφθησαν γρήγορα το διακύβευμα των δεύτερων εκλογών και έκαναν ευκολότερη την δυνατότητα αξιοποίησής τους, όχι για προσωπικό όφελος, αλλά για να καταφέρει επιτέλους η Ελλάδα να σταθεί ξανά στα πόδια της, τα οποία τσάκισε συστηματικά και εκ προμελέτης ο κρατισμός, ο κορπορατισμός και ο λαϊκισμός. Μακάρι να είχαμε ένα δυνατό φιλελεύθερο κόμμα. Αφού δεν το έχουμε, μακάρι να είχαμε περισσότερους σαν τον κ. Στέλιο Σταυρίδη σε κυβερνητικές θέσεις. Ποτέ δεν είναι αργά, τόσο για την μία πλευρά, όσο και για την άλλη.

Monday, 7 January 2013

Η Ευρώπη μεταξύ Putin και Hollande

Υπάρχουν ελάχιστα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα του πού οδηγεί η υπερφορολόγηση από αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες στη Γαλλία. Η εξαγγελία του François Hollande περί φορολόγησης των εισοδημάτων άνω του ενός εκατομμυρίου Ευρώ με συντελεστή 75% είχε προκαλέσει αντιδράσεις ήδη κατά την προεκλογική περίοδο, ευνοώντας (κρίνοντας εκ του αποτελέσματος) τον τότε υποψήφιο και νυν Πρόεδρο της Γαλλίας. Ακολούθησαν οι πρώτες αντιδράσεις, με κυριότερη αυτή του Bernard Arnault, για να έρθει η κορύφωση του «δράματος» λίγο πριν από το τέλος του 2012, όταν ο Gérard Depardieu, μια από τις διασημότερες φιγούρες του γαλλικού κινηματογράφου, ήρθε σε ρήξη με την κυβέρνηση της χώρας του, βρίσκοντας καταφύγιο στη Ρωσία του Putin.

Για την φορομπηχτική πολιτική του Γάλλου Προέδρου έχουμε ξανασυζητήσει πρόσφατα (βλ. εδώ). Το μόνο που πρέπει να προστεθεί συγκριτικά με αυτό το κείμενο είναι η αντισυνταγματικότητα του συγκεκριμένου νόμου, όπως έκρινε το Γαλλικό Συνταγματικό Δικαστήριο (περισσότερες λεπτομέρειες εδώ). Εκτός, λοιπόν, από (υποκειμενικά) ανήθικη και (αντικειμενικά) ατελέσφορη, η σημαία των Γάλλων σοσιαλιστών κατά την προεκλογική περίοδο αποδεικνύεται και παράνομη.

Θα περίμενε κανείς οι εμπνευστές αυτής της νομικής φάρσας να πουν απλά ένα “συγγνώμη, λάθος” και να κοιτάξουν να διορθώσουν τις ατέλειες του νομοθετήματος. Το Parti Socialiste, όμως, ακολούθησε διαφορετική τακτική, και, αφού υποσχέθηκε μόνο νομικής φύσης αλλαγές, πέρασε στην αντεπίθεση, αποκαλώντας δια στόματος του Πρωθυπουργού της χώρας, Jean-Marc Ayrault, “αθλία” (minable) την απόφαση του Gerard Depardieu να αλλάξει υπηκοότητα προκειμένου να προστατεύσει την περιουσία του! Τέτοια δικαίωση της ρήσης “ήταν τόσο αντιπαθής, όσο μόνο ένας Γάλλος σοσιαλιστής θα μπορούσε να είναι”, ούτε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν την περίμενε.

Ο Depardieu είχε όλα τα δίκια με το μέρος του να παραδώσει το γαλλικό του διαβατήριο: Κανείς δεν θα ήθελε να ανήκει σε μια χώρα που ο κόπος και η φήμη σου αποτελούν πηγή εσόδων για αυτούς που σε αποκαλούν “άθλιο”. Η, δε, ανοιχτή επιστολή του αποτελεί πραγματικά ένα μανιφέστο υπέρ της οικονομικής ελευθερίας και των ανθρώπων της δημιουργίας. Όλα καλώς καμωμένα από τον Γάλλο ηθοποιό. Όλα; Όχι. Η επιλογή του να αποδεχτεί το ρωσικό διαβατήριο που του προσέφερε ο Putin με αντάλλαγμα το 13% της περιουσίας του ήρθε να περιπλέξει την κατάσταση.

Στην επιστολή του ο Depardieu έκανε λόγο για την αναλγησία που επέδειξε το γαλλικό κράτος προς τον γιο του όταν αυτός βρέθηκε με μικροποσότητα ηρωίνης. Αλήθεια, αναζήτησε την αντιμετώπιση που επιφυλάσσει η νέα του πατρίδα σε παρόμοιες περιπτώσεις μικρού βεληνεκούς παρανομίας; Αναρωτήθηκε αν στη Ρωσία ευδοκιμούν οι “αληθινοί Ευρωπαίοι”, οι “πολίτες του κόσμου”, όπως αυτοπροσδιορίστηκε; Προφανώς, όχι. Προφανώς, δεν ασχολήθηκε με την καθημερινή καταπάτηση θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Κοίταξε την τσέπη του, και καλά έκανε. Καλά έκανε; Όχι, γιατί ο ίδιος επέλεξε (και ορθά) να ιδεολογικοποιήσει το φορολογικό του πρόβλημα.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, καλό θα είναι να γυρνάμε στις ρίζες της συζήτησης περί φιλελευθερισμού. Κατά τη γνώμη μου, η πιο συμπυκνωμένη ρήση για τον φιλελευθερισμό ανήκει στην Margaret Thatcher: “There can be no liberty unless there is economic liberty”. Η ελευθερία αρχίζει, αλλά δεν τελειώνει στην οικονομία. Καμία κοινωνία δεν γίνεται να ευδοκιμήσει χωρίς δημιουργικούς πολίτες οι οποίοι θα ανταμείβονται (και) οικονομικά για το έργο τους, απολαμβάνοντας τους καρπούς του. Με την ίδια βεβαιότητα, όμως, καμία κοινωνία δεν μπορεί να βασιστεί μόνο εκεί, καταπατώντας πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα όσων διαφωνούν μαζί της.

Προσωπικά, η εικόνα των ελλήνων φιλελευθέρων για ακόμα μια φορά μου φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων: Μονομανία στην οικονομική ελευθερία και παράκαμψη όλων των άλλων πτυχών ενός κράτους με ιταμά επιχειρήματα τύπου “κανείς δεν είναι τέλειος”. Ναι, σαφώς υπάρχουν παθογένειες σε όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα, αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι είναι δικαιολογημένη η μετατόπιση στο άλλο άκρο, αυτό της δημοκρατικής επίφασης ενός απαράδεκτου καθεστώτος, το οποίο δεν είναι καν οικονομικά φιλελεύθερο, αλλά βασίλειο μονοπωλίων. Με αφορισμούς, μανιχαϊστικές λογικές, εξυπνακισμούς και πολιτεύεσθαι πιο εκδικητικό και από την αριστερά των 80’s, δεν πρέπει να απορεί κανείς γιατί οι εν Ελλάδι φιλελεύθεροι κινούνται σταθερά στα “λοιπά” των εκλογικών αναμετρήσεων.

Η επόμενη μέρα ξημερώνει με νικητή της μάχης τον Putin. Μεγάλος χαμένος δεν είναι ο Hollande, αλλά το ίδιο το ευρωπαϊκό πνεύμα, η κουλτούρα ολόκληρης της ηπείρου, η οποία βλέπει τους εκφραστές της να απεμπολούν τις αρχές και τις αξίες της επειδή δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει τον πλούτο τους. Αργά αλλά σταδιακά, τα στρατόπεδα μιας σοσιαλμανούς παλαιάς Ευρώπης και των καμουφλαρισμένων βαρβάρων παίρνουν θέση μάχης, αναζητώντας διάσημους “κράχτες”, όπως ο Depardieu.

Τα πραγματικά ελεύθερα πνεύματα θα συνθλιβούν, όποιο στρατόπεδο κι αν διαλέξουν, εκτός αν αποφασίσουν επιτέλους να δημιουργήσουν το δικό τους δρόμο, βασισμένο στον πολιτισμό, τη δημιουργικότητα και την αριστεία που πήγαν μπροστά την Ευρώπη μέσα στους αιώνες. Όπως είπε και ο François Fillon με αφορμή την υπόθεση Arnault, “οι ηλίθιες αποφάσεις οδηγούν σε τρομακτικά αποτελέσματα”. Καθοριστικό ρόλο θα παίξουν όσοι χρησιμοποιήσουν την δημοφιλία και την αναγνωρισιμότητά τους προς αυτή την κατεύθυνση. Όσες λαμπερές προσωπικότητες ενδώσουν στις ένθεν κακείθεν σειρήνες, μάλλον η λάμψη τους ήταν μεγαλύτερη από την (εγνωσμένη, παρά ταύτα) αξία τους.