
Σε αυτές τις εκλογές εμφανίζεται για πρώτη φορά δυναμικά ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει εδώ και αρκετά χρόνια τις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες: Η διεκδίκηση δημόσιου αξιώματος από κάποιον δηλωμένο ομοφυλόφιλο. Πρόκειται για ένα ζήτημα που διχάζει το σύνολο του πολιτικού χάρτη, καθώς φωνές υπέρ ή κατά τέτοιων υποψηφιοτήτων ακούγονται από όλους τους ιδεολογικούς χώρους. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, αν τέτοιες υποψηφιότητες πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης υποδοχής από την κοινωνία και, βέβαια, κατά πόσο οι "ορατές LGBT (lesbian, gay, bisexual, and transgender) υποψηφιότητες" συμβάλλουν όντως στην προσπάθεια ικανοποίησης των αιτημάτων αυτής της κοινωνικής ομάδας.
Κατ' αρχάς, το φαινόμενο δεν είναι ούτε πρόσφατο, ούτε ελληνικό: Από τον Harvey Milk, ο οποίος εξελέγη δημοτικός σύμβουλος του Σαν Φραντσίσκο στα τέλη της δεκαρτίας του 1970, μέχρι τον νυν Περιφερειάρχη της Απουλίας στην Ιταλία και επίδοξο αντίπαλον δέος του Sylvio Berlusconi στις επόμενες εκλογές Nichi Ventola, συχνά εμφανίζονται "ανοιχτά ομοφυλόφιλοι" (ατυχής απόδοση του όρου openly LGBT) υποψήφιοι σε κάθε είδους εκλογές. Στην Ελλάδα, αν και οι υπόνοιες για ομοφυλόφιλους πολιτικούς είναι εντυπωσιακά μεγάλες σε αριθμό, για πρώτη φορά στις φετινές αυτοδιοικητικές εκλογές οι πολίτες θα μπορούν να επιλέξουν και υποψηφίους οι οποίοι δηλώνουν ευθαρσώς ότι ανήκουν στο λεγόμενο "τρίτο φύλο". Οι υποψηφιότητες αυτές είναι του Δημήτρη Τσαμπρούνη με το συνδυασμό του Γιώργου Καμίνη "Δικαίωμα στην πόλη" και της Ειρήνης Πετροπούλου με το συνδυασμό της Ελένης Πορτάλιου "Ανοιχτή πόλη", αμφότερες για το Δήμο Αθηναίων.
Κατ' αρχάς, είναι αναντίρρητο ότι τα μέλη της LGBT κοινότητας πρέπει να αντιμετωπίζονται χωρίς διακρίσεις σε μια φιλελεύθερη κοινωνία. Διαφοροποιήσεις για το εύρος των δικαιωμάτων που θα πρέπει να τους δοθεί είναι φυσικό και εύλογο να υπάρχουν, ο πυρήνας των δικαιωμάτων, όμως, είναι σαφώς αδιαπραγμάτευτος για κάθε φιλελεύθερη αντίληψη. Σε αυτή την κατεύθυνση σαφώς και οι ορατές LGBT υποψηφιότητες συμβάλλουν θετικά, καθώς δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους πολίτες να αντιληφθούν έμπρακτα και οχι σε θεωρητικό επίπεδο ή υπό μορφή ψιθύρων ότι ο διαφορετικός σεξουαλικός προσανατολισμός δεν είναι "κουσούρι" ή μειονέκτημα, αλλά μια πτυχή της προσωπικότητας κάθε ατόμου που δεν το καθιστά από μόνη της ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο ικανό ως προς τη συμμετοχή στα κοινά.
Παρά ταύτα, υπάρχουν πολλές πτυχές των υποψηφιοτήτων αυτών που ενδεχομένως οδηγούν σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Η βασικότερη αυτών είναι η λανθασμένη προβολή του σεξουαλικού προσανατολισμού ως το βασικότερο χαρακτηριστικό των υποψηφίων. Το επιχείρημα "ψηφίστε με γιατί είμαι ομοφυλόφιλος" έχει την ίδια ακριβώς πολιτική αξία με το "ψηφίστε με γιατί είμαι ετεροφυλόφιλος", από μόνο του, δηλαδή, δεν έχει καμία πρακτική αξία για τον ψηφοφόρο που αναζητά την καλύτερη επιλογή. Οι LGBT υποψηφιότητες δυστυχώς παγιδεύονται σε αυτή την επιλογή, παραγνωρίζοντας ότι το δικαίωμα στη σεξουαλική αυτοδιάθεση είναι ένα μόνο από τα θέματα που καλούνται να διαχειριστούν. Με τον τρόπο αυτό, οι εν λόγω υποψήφιοι καθίστανται μονοδιάστατοι, ενώ, πολλές φορές στηρίζουν συνδυασμούς με τους οποίους έχουν σοβαρές διαφορές (τρανό παράδειγμα, η υποψηφιότητα Καμίνη). Απόρροια αυτού του προβλήματος είναι και το φαινόμενο της γκετοποίησης της LGBT κοινότητας, η οποία, αντί να γίνεται εξωστρεφής, κλείνεται περισσότερο στον εαυτό της, επιλέγοντας να στηρίξει "δικά της παιδιά" με μόνο κριτήριο τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Κάτι τέτοιο, όμως, οδηγεί πρώτον, σε απαξίωση αυτών των υποψηφιοτήτων από μη μέλη της κοινότητας και δεύτερον, σε αποξένωση των μελών της από την κοινωνία.
Συνοψίζοντας, όπως συμβαίνει σε κάθε μεταίχμιο της Ιστορίας, η θέση των LGBT υποψηφίων είναι ιδιαίτερα λεπτή και δύσκολη. Οφείλουν, παρά ταύτα, να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αρθρώσουν λόγο αμιγώς πολιτικό, χωρίς να επικεντρωθούν αποκλειστικά στην ιδιαιτερότητά τους. Μόνο έτσι θα κερδίσουν σε (μικρό ή μεγάλο) βάθος χρόνου το δικαίωμα στην ισότητα που με τόση θέρμη αναζητούν. Σε αντίθετη περίπτωση, οι LGBT υποψήφιοι θα εξελιχθούν σε άλλη μια βαλβίδα εκτόνωσης της καταπίεσης που νιώθει η συγκεκριμένη κοινότητα, χωρίς, όμως, να προσφέρουν πραγματική λύση στα προβλήματά τους.
Υ.Γ.: Όσοι δεν έχετε δει την ταινία "Milk", αξίζει να αφιερώσετε δύο ώρες σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και διδακτική ιστορία.