Tuesday 26 July 2011

Η ιστορικότητα της Συμφωνίας των Βρυξελλών - και η χαμένη τιμή μιας γενιάς;

του Στέφανου Καβαλλιεράκη
(Δρ. Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών πανεπιστημίου Strasbourg II)

Α. Η ιστορική αναφορά

Η προ ολίγων ημερών Συμφωνία των Βρυξελλών για την διευθέτηση, επιμήκυνση η όπως αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί ρύθμιση του Ελληνικού χρέους θα συμπεριληφθεί σίγουρα από τον ιστορικό του μέλλοντος στη μακρά και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σειρά εκείνων των συμφωνιών και συνθηκών που καθόρισαν την δημιουργία, επέκταση και βίο του Ελληνικού κράτους από το 1830 και εντεύθεν. Παρ ότι στη λαϊκή μυθολογία ή ακόμα και σε σοβαροφανείς ιστορικές φωνές η Ελλάδα παρουσιάζεται ως το θύμα διεθνών συνομωσιών και διάφορων σκοτεινών σχεδίων, ήταν συνήθως η κερδισμένη από τα αποτελέσματα των διεθνών πολιτικών συμφωνιών ή συμβιβασμών. Από το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 που καθόρισε την σύσταση του Ελληνικού κράτους, τις συμφωνίες Λονδίνου και Βουκουρεστίου που σήμαναν το τέλος των Βαλκανικών πολέμων και το τριπλασιασμό του Ελληνικού Κράτους ως και τη συνθήκη των Σεβρών που ολοκλήρωνε τον ελληνικό μεγαλοϊδεατισμό το Ελληνικό κράτος αυξανόταν και ενσωμάτωνε συνεχώς εδάφη και πληθυσμούς. Ακόμη και η συνθήκη της Λωζάννης που διευθέτησε το θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και αποτελεί ακόμη και σήμερα τον ακρογωνιαίο λίθο στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας θεωρείται μια επιτυχημένη συνθήκη για μια χώρα που είχε υποστεί τόσο συντριπτική ήττα στο πεδίο της μάχης.

Τα επιτυχή αυτά αποτελέσματα δεν ήταν βέβαια το προϊόν μιας φιλανθρωπίας των μεγάλων αυτού του κόσμου. Η ύπαρξη πολιτικών και διαπραγματευτών μεγάλου διαμετρήματος όπως ο Καποδίστριας η ο Βενιζέλος, η ύπαρξη σημαντικών εσωτερικών πολιτικών συναινέσεων όπως του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων , εύστοχες γεωπολιτικές τοποθετήσεις όπως αυτή του Μεταξά παραμονές του Β Παγκοσμίου πολέμου έβαζαν την Ελλάδα πάντα στο στρατόπεδο των νικητών και προεξοφλούσαν την επίκαιρη τοποθέτηση της στο διαπραγματευτικό τραπέζι την επομένη της λήξης των πολεμικών επιχειρήσεων. Εξάλλου η Ελλάδα ήταν πάντα το αγαπημένο παιδί των «Μεγάλων» αυτού του κόσμου που επισφραγίστηκε και με το τριπλασιασμό της κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα επίτευγμα πρωτοφανές για ευρωπαϊκό κράτος. Εξάλλου οι περισσότερες «γκρίνιες» από τους συνήθεις διαμαρτυρομένους για την αντιμετώπιση της Ελλάδας στη διεθνή σκακιέρα, αφορά τη μη ενσωμάτωση περισσότερων εδαφών στην Ελληνική επικράτεια και όχι για την απόσχιση τους (είναι αυτονόητο ότι η περίπτωση της Μικράς Ασίας αποτελεί μια τελείως διαφορετική περίπτωση αφού περιήλθε στη κατοχή της Ελλάδας κατόπιν της Συνθήκης των Σεβρών και χάθηκε στο πεδίο της μάχης), ακόμη και όταν υπήρχαν και σχετικά ανέλπιστες διπλωματικές νίκες όπως του 1947 στο Παρίσι με την παραχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.

Β. Διαφοροποιήσεις και τα νέα διλήμματα

Τηρουμένων κάποιων αναλογιών η πρόσφατη Συμφωνία των Βρυξελλών πληροί κατά συνέπεια κάποια χαρακτηριστικά των μεγάλων Συνθηκών και Συμφωνιών του 19ου και 20ου αιώνα. Μια πανευρωπαϊκή σύγκλιση , μια συμφωνία κορυφής που αφορά την Ελλάδα, εκταμίευση τεραστίων κονδυλίων προς την Ελλάδα τα οποία διασφαλίζουν για κάποια τουλάχιστον χρόνια την οποία ευημερία πλαστή ή πραγματική έστω και ασφυκτιούσα από δω και πέρα, είχε κατοχυρωθεί τα τελευταία 30 χρόνια.

Η πρώτη σοβαρή διαφοροποίηση έχει να κάνει βέβαια με το πλαίσιο. Η Συμφωνία αυτή δεν είναι προϊόν πολεμικών συρράξεων ή νικών στα πολεμικά μέτωπα των οποίων τα παράγωγα κλήθηκε να διευθετήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Συμφωνία αυτή προήρθε από μια άνευ προηγουμένου κατάρρευση οικονομίας μιας ευρωπαϊκής χώρας, της ελληνικής, μέλους της ευρωζώνης η οποία το 2004 διοργάνωνε Ολυμπιακούς Αγώνες και μέχρι πριν λίγα χρόνια πρότασσε την οικονομία της ως ισχυρό χαρτί. Η οικονομική εξάρτηση που δημιουργείται δεν έχει ιστορικό προηγούμενο κατά συνέπεια οι αντιδράσεις , οι συνέπειες, η οργή και η αναπόφευκτη οικονομική ύφεση που θα χτυπήσουν μια αναπτυσσομένη –θεωρητικά τουλάχιστον οικονομία- είναι απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες. Η Ελληνική περίπτωση θα είναι μια “unique case” αφού οι Ευρωπαίοι πείστηκαν τελικά να δώσουν την οικονομική μάχη στο Ελληνικό έδαφος είτε για να προλάβουν να θωρακιστούν οι ίδιοι είτε γιατί δεν αντέχουν να την αντιμετωπίσουν στα ενδότερα.

Η δεύτερη σοβαρή και ίσως πιο σημαντική διαφοροποίηση είναι ο άξονας αναφοράς. Είτε το μεγάλο πλαίσιο ονομαζόταν Ιερά Συμμαχία, είτε Entente Cordiale είτε Σύμμαχοι η Ελλάδα είχε μια σταθερή αναφορά στον Αγγλογαλλικό άξονα και κυρίως βέβαια στην Αγγλία δημιούργημα της οποίας κυρίως απετέλεσε το Ελληνικό κράτος. Η αναφορά αυτή πλέον δεν υπάρχει, η Αγγλία βυθισμένη σε μια εσωστρέφεια και έναν αντιευρωπαϊσμό όσο και αποπροσανατολισμό έχει παραχωρήσει προ πολλού την πάλαι πότε πρωτεύουσα θέση της στο Γαλλογερμανικό άξονα, κυρίως δηλαδή στη Γερμανία. Η Ελλάδα θα πρέπει να συνδιαλέγεται πλέον μ έναν τελείως διαφορετικό από την Αγγλία μεγάλο διεθνή παίκτη. Πιο τραχιά, πιο απαιτητική, όχι τόσο εξευγενισμένη η γερμανική διπλωματία δε φαίνεται να τη νοιάζουν τόσο οι διεθνείς ισορροπίες ή οι σφαίρες επιρροής αλλά την απασχολούν στοιχεία όπως η μεθοδικότητα εκτέλεσης των ενεργειών, ο δημοσιονομικός και οικονομικός έλεγχος στοιχεία δηλαδή που της επέτρεψαν ν αναπτυχθεί και να πετύχει τους στόχους της τα τελευταία 20 χρόνια.

Γ. Οι κίνδυνοι

Η παρούσα κυβέρνηση φαινομενικά πέτυχε αυτό που όλοι θεωρητικά θέλανε , τη διατήρηση σε κάποιο ανεκτό όριο ενός βιωτικού επιπέδου το οποίο κατέκτησε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια μάλλον παράταιρα. Η επίτευξη μια τέτοιας δανειακής σύμβασης χωρίς τη συγκρότηση ενός κοινού εθνικού μετώπου ,σε κάποιους άξονες τουλάχιστον, υπονομεύει εξ αρχής την υλοποίηση της αφού καθιστά δραματικά ευάλωτη όποια κυβέρνηση επιχειρήσει να πάρει και να υλοποιήσει μέτρα για την αποπληρωμή των δυσβάστακτων δανειακών υποχρεώσεων. Η σημερινή κυβέρνηση δε δείχνει να αντιλαμβάνεται αυτή την πραγματικότητα και να κάνει τολμηρά βήματα σε μια τέτοια κατεύθυνση μην έχοντας είναι η αλήθεια και ιδιαίτερη στήριξη από τα υπόλοιπα κόμματα. Από τη μια η Αριστερά πιο ριζοσπαστικοποιημένη από ποτέ καταγγέλλει και αποκηρύσσει τον αστικό πολιτικό κόσμο και ουσιαστικά δε συνδιαλέγεται μ αυτόν αλλά δέχεται να χρηματοδοτείται από τα δάνεια που αυτός λαμβάνει και από την άλλη η Ελληνική Δεξιά φαίνεται να χάνει ή να παραχωρεί χωρίς ιδιαίτερες τύψεις το μεγαλύτερο επίτευγμα της στα μεταπολιτευτικά χρόνια, δηλ. τη διασύνδεση της χώρας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ο κυριότερος όμως κίνδυνος παραμένει το στίγμα. Πρόσφατα σ ένα ταξίδι μου στο Βέλγιο ο οδηγός ταξί με ρώτησε αν στην Ελλάδα έχετε να φάτε. Μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν ζητιάνοι και παρακατιανοί της Ευρώπης. Μια ολόκληρη γενιά κινδυνεύει να ζει με καταρρακωμένη τιμή και αξιοπρέπεια σε μια μόνιμη εξάρτηση μη αναστρέψιμης οικονομικής επαιτείας.

Αν και γίνεται πλέον κατανοητό ότι θα ζήσουμε χειρότερα από τη προηγούμενη γενιά , αν αποτύχει η δανειακή σύμβαση είναι ορατό επιπλέον να μη μας κληροδοτηθεί τίποτα από αυτά που κερδήθηκαν από τις προηγούμενες γενιές. Η περίοδος 1980-2008 κινδυνεύει να μείνει στην ιστορία σαν μια ιδιότυπη ελληνική Belle Époque και τα υπόλοιπα χρόνια σαν χρόνια ενός νέου Μεσοπολέμου μεταξύ δυο ακήρυχτων πολέμων. Οι εθνικές συζεύξεις δεν είναι πια χρήσιμες αλλά αναγκαστικές γιατί Συμφωνίες σαν αυτή των Βρυξελλών δεν απέχουν πολύ από το να αντικατασταθούν σύντομα από άλλες Συμφωνίες σε γειτονικές πόλεις που να επισφραγίζουν εθνικές χρεοκοπίες μ απρόβλεπτα αποτελέσματα.

No comments:

Post a Comment