του Στέφανου Καβαλλιεράκη
(Δρ. Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών πανεπιστημίου Strasbourg II)
(Δρ. Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών πανεπιστημίου Strasbourg II)
Ι. Το γενικό πλαίσιο
Όταν γύρισα από το εξωτερικό το 2006 έτυχε οι περισσότερες εργασίες μου να βρίσκονται ή να σχετίζονται στο κέντρο. Το θέμα της κίνησης μου προς και από το Κέντρο το έλυσα με συγκοινωνία η οποία από το Βύρωνα είναι αρκετά αξιοπρεπής και την επιστροφή λίγο κάποιος φίλος, πάλι λεωφορείο κανά περπάτημα και δυο τρεις φορές την πολυτέλεια του ταξί. Εξάλλου η εξοικονόμηση από την μη χρήση του αυτοκινήτου το επέτρεπε. Αν και ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στον έλληνα ταξιτζή, έχοντας ως παιδί, έφηβος αλλά και φοιτητής τις αναμνήσεις παλαιών συχνά άθλιων αυτοκινήτων, τριπλόκουρσα, κατέβασμα εκεί που βολεύει τον οδηγό και όχι τον πελάτη και άλλα χαριτωμένα από την εποχή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, της εποχής των Κολλάδων και του σημιτικού εκσυγχρονισμού. Παρ όλα αυτά ήταν και η εποχή που το ταξί ήταν μια από τις πιο προσοδοφόρες μπίζνες που υπήρχαν.
Η αλήθεια είναι ότι η Ολυμπιάδα στο χώρο των ταξί φαίνεται ότι έκανε ένα από τα λίγα καλά που προσέφερε σ αυτό τον τόπο. Υπήρξε μια ανανέωση του στόλου, μπήκαν αποδείξεις, πιο σωστά ταξίμετρα, γενικά το ταμπλό του ταξί μαζί με το GPS μοιάζει πιο πολύ με πολυχώρο. Πρόσφατα μάλιστα μπήκα και σε ταξί μ ενσωματωμένο ταξίμετρο στον καθρέφτη. Το στελεχιακό δυναμικό επίσης των ταξί δείχνει αρκετά ανανεωμένο, πολλά νέα παιδιά χρεωμένα με δεκάδες χιλιάδες ευρώ τα τελευταία χρόνια σε “κατασκευαστικά” δάνεια για να πάρουν μια άδεια συνήθως ευγενέστατα και με ιδιαίτερο επαγγελματισμό ενώ η εύρεση ταξί έγινε πολύ πιο εύκολη λόγω κρίσης .
Αυτή την μάλλον ειδυλλιακή κατάσταση στη χώρα των ταξί ήρθε –επιτέλους- να μου την ανατρέψει η προχθεσινή μίνι περιπέτεια μου.
ΙΙ. Ο πρωταγωνιστής
Γύρω στις 9.00 το βράδυ μετά από μια κουραστική ημέρα ήρθε η ώρα να πάρω ένα ταξί να πάω προς τον αγαπημένο Βύρωνα. Συνήθως τους περνάω τους οδηγούς ταξί ένα μικρό face control αλλά ήμουν τόσο ψόφιος που εκείνη την στιγμή δε θ αναγνώριζα ούτε την πρώην γυναίκα μου (που δεν έχω ακόμη). Το πρώτο που με παραξένεψε ήταν μια περίεργη μυρωδιά που είχε το ταξί, δυο σακούλες στην θέση του συνοδηγού ήταν η απάντηση, η μυρωδιά της προτηγανισμένης πατάτας πρόδιδε το περιεχόμενο της πρώτης σακούλας, ενώ το λαδωμένο δεξί χέρι που έμπαινε αρειμανίως στην δεύτερη περιείχε ένα μάλλον σιχαμένα λιπαρό κρέας. Μικρό το κακό σκέφτηκα , εδώ πέθαινα εγώ της πείνας εξάλλου όταν τον ξανακοίταξα καλύτερα ήταν κοντά στα δύο μέτρα και καμιά 150αριά κιλά. Λίγο αργότερα ήρθε το δεύτερο χτύπημα. Η συνήθης ερώτηση των οδηγών ταξί όταν τους λες Βύρωνα είναι αν πάμε από Φορμίωνος ή Φρύνης δλδ στο κέντρο Βύρωνα. Όλως περιέργως όχι δεν με ρώτησε αλλά διάλεξε την διαδρομή της Φορμίωνος η οποία δεν με εξυπηρετεί, αλλά κομμάτια να γίνει ξανασκέφτηκα ας μην κάνουμε débat τώρα. Όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα όμως τα γαλλικά του συμπαθούς οδηγού ήταν πολύ καλύτερα από τα δικά μου.
Στο πρώτο φανάρι που σταμάτησε διαπίστωσα ότι τα φώτα δεν λειτουργούσαν και είχα την μάλλον ατυχή ιδέα να το επισημάνω. «Πάλι χάλασε το γ***δι?» αναρωτήθηκε βάζοντας στο στόμα του μια τεράστια μπουκιά λίπους με πατάτες. Ανοίγει την πόρτα, κατεβαίνει και αρχίζει να βαράει τον προβολέα. « Δεν κάνει επαφή το φις» μου φώναζε απ’ έξω και εγώ έγνεφα συγκαταβατικά το κεφάλι. Ο σκηνοθέτης όμως είχε κέφια αφού ξαφνικά πραγματικά από το πουθενά προέβαλλε μια ξανθιά ύπαρξη ομολογουμένως εντυπωσιακή. « Είστε ελεύθερος» ? ρώτησε με μια γλυκιά αφέλεια τον τραχύ οδηγό. «Μακάρι να ήμουν κοριτσάρα μου, που πας?» ήταν η μάλλον αναμενόμενη ερώτηση του οδηγού. «Αμπελοκήπους» του είπε εκείνη, με ζώσανε φίδια εκείνη την στιγμή μήπως μου ζητούσε να κάνουμε καμιά μικρή παράκαμψη στην καλύτερη ή με πέταγε κιόλας από το αυτοκίνητο για να επιβιβάσει την «κοριτσάρα» στην χειρότερη. «Βύρωνα πάω» της είπε με φανερή δυσαρέσκεια , ευτυχώς σκέφτηκα αντιστάθηκε. Μπήκε μέσα με μια σχετικά ευέλικτη για τα κιλά του κίνηση χωρίς βέβαια να έχει φτιάξει το φως αφού είχε ανοίξει και το πράσινο αναφωνώντας « Και κ***α και ξανθιά» αποφάνθηκε και μου έδωσε να καταλάβω ότι παίρνει πόντους για το γενικό προϊόν αλλά το ξανθό προσθέτει το κάτι παραπάνω. « Δεν έχουμε πια λεφτά αγόρι μου για τέτοιες, μόνο αν κάτσει κανένα τυχερό» . Η κουβέντα για την κρίση ήταν πια προ των θυρών.
ΙΙΙ. Η κρίση και η αντιμετώπιση της
Τα δεδομένα ήταν πια στο τραπέζι , το θύμα, το case study και ο υποχρεωμένος ακροατής, μεταφέρω πλέον σχεδόν αυτούσια:
-«Εδώ μας κατάντησαν οι παλιοκερατάδες, οι Αρσακειάδες του Κολεγίου (sic) , στην Ελλάδα πια είναι μόνο για να περνάς καλά και να ζεις παράνομα, αυτό κάνω και γω. Εμένα που με βλέπεις γεννήθηκα στην παρανομία δεν θα αφήσω τις παλιό***τες να με γ***νε μέρα με την μέρα».
Μια πρώτη προσπάθεια να τον διακόψω στέφθηκε με πανηγυρική αποτυχία. Συνέχισε απτόητος:
-«Πλήρωσα μόνο το χαράτσι έτσι για να τους έχω χεσμένους και για να τους γ***ω όποτε θέλω. Μου στείλανε 600 ευρω τέλη γιατί έχω λέει πολυτελές αμάξι. Ναι ρε π***τηδες, έχω μ αυτό κ***ώνω. Πήγα κατέθεσα τις πινακίδες και τύπωσα δυο δικές μου και κυκλοφορώ τι θα μου κάνουν? Επιτηδεύματα, αλληλεγγύη, έκτακτη εισφορά δεν πλήρωσα τίποτα. Ξέρεις τι έκανα, σε μια φάρμα έξω από την Χαλκίδα που έχω πήρα μια Αγελάδα, 7 γουρούνια και 17 κουνέλια (sic) , έβγαλα το λάδι μου και όταν όλες οι γ***όλες θα πεινάνε στην Αθήνα τον Μάρτιο εγώ θα ξεχειμωνιάζω εκεί» (Το πώς θα ξεχειμωνιάζει κάπως το Μάρτιο είναι μια άλλη κουβέντα στην οποία δεν θέλησα να μπω).
Να σου και η πολιτική εκτίμηση, στο τελευταίο δεν πολύ -διαφωνούσα κάπου εκεί βλέπω και γω το μπαμ αλλά δεν υπήρχε λόγος να εκφράσω την συναίνεση μου και να διακόψω τον ανεκτίμητης αξίας θεατρικό μονόλογο.
-«Μην ασχολείσαι μ αυτή την χώρα ήταν και θα είναι ένα μπ***δελο» ήταν οι τελευταίες σοφές κουβέντες που ακούστηκαν από τα χείλη του.
Επίλογος: Tα πολιτικά συμπεράσματα
Ευτυχώς ο Βύρωνας πλησίαζε και όπως έλεγε και ο παππούλης μου να ναι καλά εκεί που βρίσκεται, ο Βύρωνας είναι τόσο κοντά και τόσο μακριά όσο χρειάζεται από το Κέντρο. Όταν κατέβηκα εννοείται σε απόσταση 6-7 λεπτών περπάτημα από το σπίτι μου, τα αυτιά μου βούιζαν από τον λεκτικό βιασμό en frqnçais αλλά όσο περπατούσα σκεφτόμουν 2-3 πράγματα:
1. Η επανάσταση στην Ελλάδα δεν θα έρθει μάλλον όπως την φαντάζονται οι φίλοι μας από την Αριστερά δηλαδή συλλογικά , με μαχητικές πορείες κτλ αλλά ατομικά. Ένας ένας θα σταματήσουμε να πληρώνουμε ζώντας σε μια « εμφανή παρανομία» και κάπως έτσι θα πορευόμαστε.
2. Δεν υπάρχει κανένα συλλογικό όραμα ούτε σωτηρίας, ουτε αντίδρασης και το χειρότερο δε δείχνει να υπάρχει κανείς να μπορεί να το εμπνεύσει.
3. Έχει εγγραφεί πλέον με βεβαιότητα στο συλλογικό υποσυνείδητο ότι το μεγάλο μπαμ είναι θέμα χρόνου.
Είχα μπει ήδη σπίτι μου , το νερό έβραζε και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τα μακαρόνια μου, το αγαπημένο φαγητό κάθε εργένη που σέβεται τον εαυτό του.
Όταν γύρισα από το εξωτερικό το 2006 έτυχε οι περισσότερες εργασίες μου να βρίσκονται ή να σχετίζονται στο κέντρο. Το θέμα της κίνησης μου προς και από το Κέντρο το έλυσα με συγκοινωνία η οποία από το Βύρωνα είναι αρκετά αξιοπρεπής και την επιστροφή λίγο κάποιος φίλος, πάλι λεωφορείο κανά περπάτημα και δυο τρεις φορές την πολυτέλεια του ταξί. Εξάλλου η εξοικονόμηση από την μη χρήση του αυτοκινήτου το επέτρεπε. Αν και ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στον έλληνα ταξιτζή, έχοντας ως παιδί, έφηβος αλλά και φοιτητής τις αναμνήσεις παλαιών συχνά άθλιων αυτοκινήτων, τριπλόκουρσα, κατέβασμα εκεί που βολεύει τον οδηγό και όχι τον πελάτη και άλλα χαριτωμένα από την εποχή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, της εποχής των Κολλάδων και του σημιτικού εκσυγχρονισμού. Παρ όλα αυτά ήταν και η εποχή που το ταξί ήταν μια από τις πιο προσοδοφόρες μπίζνες που υπήρχαν.
Η αλήθεια είναι ότι η Ολυμπιάδα στο χώρο των ταξί φαίνεται ότι έκανε ένα από τα λίγα καλά που προσέφερε σ αυτό τον τόπο. Υπήρξε μια ανανέωση του στόλου, μπήκαν αποδείξεις, πιο σωστά ταξίμετρα, γενικά το ταμπλό του ταξί μαζί με το GPS μοιάζει πιο πολύ με πολυχώρο. Πρόσφατα μάλιστα μπήκα και σε ταξί μ ενσωματωμένο ταξίμετρο στον καθρέφτη. Το στελεχιακό δυναμικό επίσης των ταξί δείχνει αρκετά ανανεωμένο, πολλά νέα παιδιά χρεωμένα με δεκάδες χιλιάδες ευρώ τα τελευταία χρόνια σε “κατασκευαστικά” δάνεια για να πάρουν μια άδεια συνήθως ευγενέστατα και με ιδιαίτερο επαγγελματισμό ενώ η εύρεση ταξί έγινε πολύ πιο εύκολη λόγω κρίσης .
Αυτή την μάλλον ειδυλλιακή κατάσταση στη χώρα των ταξί ήρθε –επιτέλους- να μου την ανατρέψει η προχθεσινή μίνι περιπέτεια μου.
ΙΙ. Ο πρωταγωνιστής
Γύρω στις 9.00 το βράδυ μετά από μια κουραστική ημέρα ήρθε η ώρα να πάρω ένα ταξί να πάω προς τον αγαπημένο Βύρωνα. Συνήθως τους περνάω τους οδηγούς ταξί ένα μικρό face control αλλά ήμουν τόσο ψόφιος που εκείνη την στιγμή δε θ αναγνώριζα ούτε την πρώην γυναίκα μου (που δεν έχω ακόμη). Το πρώτο που με παραξένεψε ήταν μια περίεργη μυρωδιά που είχε το ταξί, δυο σακούλες στην θέση του συνοδηγού ήταν η απάντηση, η μυρωδιά της προτηγανισμένης πατάτας πρόδιδε το περιεχόμενο της πρώτης σακούλας, ενώ το λαδωμένο δεξί χέρι που έμπαινε αρειμανίως στην δεύτερη περιείχε ένα μάλλον σιχαμένα λιπαρό κρέας. Μικρό το κακό σκέφτηκα , εδώ πέθαινα εγώ της πείνας εξάλλου όταν τον ξανακοίταξα καλύτερα ήταν κοντά στα δύο μέτρα και καμιά 150αριά κιλά. Λίγο αργότερα ήρθε το δεύτερο χτύπημα. Η συνήθης ερώτηση των οδηγών ταξί όταν τους λες Βύρωνα είναι αν πάμε από Φορμίωνος ή Φρύνης δλδ στο κέντρο Βύρωνα. Όλως περιέργως όχι δεν με ρώτησε αλλά διάλεξε την διαδρομή της Φορμίωνος η οποία δεν με εξυπηρετεί, αλλά κομμάτια να γίνει ξανασκέφτηκα ας μην κάνουμε débat τώρα. Όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα όμως τα γαλλικά του συμπαθούς οδηγού ήταν πολύ καλύτερα από τα δικά μου.
Στο πρώτο φανάρι που σταμάτησε διαπίστωσα ότι τα φώτα δεν λειτουργούσαν και είχα την μάλλον ατυχή ιδέα να το επισημάνω. «Πάλι χάλασε το γ***δι?» αναρωτήθηκε βάζοντας στο στόμα του μια τεράστια μπουκιά λίπους με πατάτες. Ανοίγει την πόρτα, κατεβαίνει και αρχίζει να βαράει τον προβολέα. « Δεν κάνει επαφή το φις» μου φώναζε απ’ έξω και εγώ έγνεφα συγκαταβατικά το κεφάλι. Ο σκηνοθέτης όμως είχε κέφια αφού ξαφνικά πραγματικά από το πουθενά προέβαλλε μια ξανθιά ύπαρξη ομολογουμένως εντυπωσιακή. « Είστε ελεύθερος» ? ρώτησε με μια γλυκιά αφέλεια τον τραχύ οδηγό. «Μακάρι να ήμουν κοριτσάρα μου, που πας?» ήταν η μάλλον αναμενόμενη ερώτηση του οδηγού. «Αμπελοκήπους» του είπε εκείνη, με ζώσανε φίδια εκείνη την στιγμή μήπως μου ζητούσε να κάνουμε καμιά μικρή παράκαμψη στην καλύτερη ή με πέταγε κιόλας από το αυτοκίνητο για να επιβιβάσει την «κοριτσάρα» στην χειρότερη. «Βύρωνα πάω» της είπε με φανερή δυσαρέσκεια , ευτυχώς σκέφτηκα αντιστάθηκε. Μπήκε μέσα με μια σχετικά ευέλικτη για τα κιλά του κίνηση χωρίς βέβαια να έχει φτιάξει το φως αφού είχε ανοίξει και το πράσινο αναφωνώντας « Και κ***α και ξανθιά» αποφάνθηκε και μου έδωσε να καταλάβω ότι παίρνει πόντους για το γενικό προϊόν αλλά το ξανθό προσθέτει το κάτι παραπάνω. « Δεν έχουμε πια λεφτά αγόρι μου για τέτοιες, μόνο αν κάτσει κανένα τυχερό» . Η κουβέντα για την κρίση ήταν πια προ των θυρών.
ΙΙΙ. Η κρίση και η αντιμετώπιση της
Τα δεδομένα ήταν πια στο τραπέζι , το θύμα, το case study και ο υποχρεωμένος ακροατής, μεταφέρω πλέον σχεδόν αυτούσια:
-«Εδώ μας κατάντησαν οι παλιοκερατάδες, οι Αρσακειάδες του Κολεγίου (sic) , στην Ελλάδα πια είναι μόνο για να περνάς καλά και να ζεις παράνομα, αυτό κάνω και γω. Εμένα που με βλέπεις γεννήθηκα στην παρανομία δεν θα αφήσω τις παλιό***τες να με γ***νε μέρα με την μέρα».
Μια πρώτη προσπάθεια να τον διακόψω στέφθηκε με πανηγυρική αποτυχία. Συνέχισε απτόητος:
-«Πλήρωσα μόνο το χαράτσι έτσι για να τους έχω χεσμένους και για να τους γ***ω όποτε θέλω. Μου στείλανε 600 ευρω τέλη γιατί έχω λέει πολυτελές αμάξι. Ναι ρε π***τηδες, έχω μ αυτό κ***ώνω. Πήγα κατέθεσα τις πινακίδες και τύπωσα δυο δικές μου και κυκλοφορώ τι θα μου κάνουν? Επιτηδεύματα, αλληλεγγύη, έκτακτη εισφορά δεν πλήρωσα τίποτα. Ξέρεις τι έκανα, σε μια φάρμα έξω από την Χαλκίδα που έχω πήρα μια Αγελάδα, 7 γουρούνια και 17 κουνέλια (sic) , έβγαλα το λάδι μου και όταν όλες οι γ***όλες θα πεινάνε στην Αθήνα τον Μάρτιο εγώ θα ξεχειμωνιάζω εκεί» (Το πώς θα ξεχειμωνιάζει κάπως το Μάρτιο είναι μια άλλη κουβέντα στην οποία δεν θέλησα να μπω).
Να σου και η πολιτική εκτίμηση, στο τελευταίο δεν πολύ -διαφωνούσα κάπου εκεί βλέπω και γω το μπαμ αλλά δεν υπήρχε λόγος να εκφράσω την συναίνεση μου και να διακόψω τον ανεκτίμητης αξίας θεατρικό μονόλογο.
-«Μην ασχολείσαι μ αυτή την χώρα ήταν και θα είναι ένα μπ***δελο» ήταν οι τελευταίες σοφές κουβέντες που ακούστηκαν από τα χείλη του.
Επίλογος: Tα πολιτικά συμπεράσματα
Ευτυχώς ο Βύρωνας πλησίαζε και όπως έλεγε και ο παππούλης μου να ναι καλά εκεί που βρίσκεται, ο Βύρωνας είναι τόσο κοντά και τόσο μακριά όσο χρειάζεται από το Κέντρο. Όταν κατέβηκα εννοείται σε απόσταση 6-7 λεπτών περπάτημα από το σπίτι μου, τα αυτιά μου βούιζαν από τον λεκτικό βιασμό en frqnçais αλλά όσο περπατούσα σκεφτόμουν 2-3 πράγματα:
1. Η επανάσταση στην Ελλάδα δεν θα έρθει μάλλον όπως την φαντάζονται οι φίλοι μας από την Αριστερά δηλαδή συλλογικά , με μαχητικές πορείες κτλ αλλά ατομικά. Ένας ένας θα σταματήσουμε να πληρώνουμε ζώντας σε μια « εμφανή παρανομία» και κάπως έτσι θα πορευόμαστε.
2. Δεν υπάρχει κανένα συλλογικό όραμα ούτε σωτηρίας, ουτε αντίδρασης και το χειρότερο δε δείχνει να υπάρχει κανείς να μπορεί να το εμπνεύσει.
3. Έχει εγγραφεί πλέον με βεβαιότητα στο συλλογικό υποσυνείδητο ότι το μεγάλο μπαμ είναι θέμα χρόνου.
Είχα μπει ήδη σπίτι μου , το νερό έβραζε και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τα μακαρόνια μου, το αγαπημένο φαγητό κάθε εργένη που σέβεται τον εαυτό του.
No comments:
Post a Comment