Friday, 30 November 2012

Εθελοντική έξοδος από την κρίση


Δύο από τα θέματα που μονοπωλούν την επικαιρότητα από τις συζητήσεις σχετικά με την πολυεπίπεδη κρίση που περνά η χώρα είναι η άνοδος των άκρων και η διάλυση του κοινωνικού ιστού. Δεν θα ήταν άδικο να υποστηρίξει κανείς ότι σε μεγάλο βαθμό τα προαναφερθέντα προβλήματα έχουν σχέση αιτιατού προς αίτιο. Θα άξιζε, λοιπόν, να διερευνηθεί πώς οδηγηθήκαμε σε αυτά τα δύο φαινόμενα, πώς αυτά αντιμετωπίζονται και αν υπάρχει ήδη φως στον ορίζοντα.

Ο κοινωνικός ιστός είχε καταστραφεί πολύ πριν από την κρίση. Όποιος το αντιλήφθηκε μετά το 2010, πολύ απλά είτε ζούσε σε άλλη χώρα, είτε δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω του: Αφενός η ακόρεστη και ταυτόχροχρονα χυδαία κατανάλωση δανεικών χρημάτων και αφετέρου η πολυφορεμένη ερώτηση «τι κάνει επιτέλους το κράτος;» ήταν η καθημερινότητα που αντικρύζαμε τουλάχιστον από το 2000 και μετά. Πρακτικά αυτό σήμαινε το εξής: Ένας πληθυσμός που, στην πλειονότητά του, λειτουργούσε αντικοινωνικά, σε βάρος των υπολοίπων, δικαίων και αδίκων, ταυτόχρονα επικαλείτο για όλες τις δυστυχίες που τύχαινε να αντικρύζει το «κακό κράτος», προς το οποίο, βέβαια, καμία υποχρέωση του ιδίου δεν αναγνώριζε.

Όταν η γυάλα στην οποία είχαμε βολευτεί κάποια στιγμή μοιραία έσπασε, φάνηκε η γύμνια της κοινωνίας μας: Όσοι κοιτούσαν την πάρτη τους συνέχισαν να το κάνουν, ενώ το κράτος, μέσω οριζοντίων περικοπών (καθώς οποιαδήποτε κάθετη συναντούσε τη σφοδρή αντίδραση δικαίων και, κυρίως, αδίκων) μείωσε σημαντικά τις παροχές προς τους αδύναμους, οι οποίες έτσι και αλλιώς ήταν ελλειμματικές, κυρίως λόγω φαινομένων όπως οι τυφλοί της Ζακύνθου. Εκεί βρήκαν πεδίο δόξης λαμπρό δύο κατηγορίες: Αφενός οι επαγγελματίες ευαίσθητοι της αριστεράς, που απαιτούσαν από την ετοιμοθάνατη αγελάδα να συνεχίσει να ταΐζει αδιακρίτως τους πάντες και αφετέρου κάτι τύποι με μαύρες μπλούζες που εξέλαβαν την ανάγκη των άλλων σαν ευκαιρία να δημιουργήσουν εκλογικό πελατολόγιο.

Και οι δύο συμπεριφορές δεν συνάντησαν καμία αντίδραση από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, το οποίο, παραζαλισμένο και αδρανές, απλά παρακολουθούσε τη μία πλευρά να αγνοεί την πραγματικότητα και την άλλη να την εκμεταλλεύεται πιο αισχρά από ποτέ, εξαρτώντας την ανάγκη κάποιου από το χρώμα του δέρματός του. Πολύ περισσότερο ανησυχητική από την εκλογική απήχηση της Χρυσής Αυγής είναι η κοινωνική αποδοχή που τυγχάνει, η ίδια κοινωνική αποδοχή την οποία διεκδικούσε επί τρεις δεκαετίες η αριστερά, προκειμένου να υποσκελίσουν τους νόμους του κράτους μέσω του «δίκιου» του εργάτη ή της εκάστοτε ενδιαφερόμενης κοινωνικής ομάδας.

Πώς αλλάζει όλο αυτό; Αν επιτέλους οι πολίτες ανακταλάβουν τις γειτονιές τους. Όχι ως απλή φυσική παρουσία, αλλά ως μηχανισμός επίλυσης ή άμβλυνσης τοπικών προβλημάτων, χωρίς να περιμένουν κανέναν μανδαρίνο και κανέναν αυτόκλητο σωτήρα που ζητά νομιμοποίηση για άλλες έκνομες ενέργειες. Και εδώ έρχεται ο θεμελιώδης ρόλος του εθελοντισμού, δηλαδή της παροχής βοήθειας στους αδύναμους, αλλά και της εξεύρεσης λειτουργικών λύσεων που βελτιώνουν την καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας.

Η συμβολή του εθελοντισμού είναι εξίσου πολυεπίπεδη με την κρίση: Αρχικά, εξοικονομεί χρόνο και χρήμα για το ίδιο το κράτος, αλλά αυτό είναι η μικρότερη οφέλεια εν προκειμένω. Αντίθετα, πιο σημαντικό είναι ότι εξοικονομεί χρόνο στους ίδιους τους πολίτες, καθώς τα προβλήματα αντιμετωπίζονται στον πυρήνα τους, από αυτούς που τα βιώνουν, χωρίς να περιμένουν το δυσκίνητο τέρας της γραφειοκρατίας. Συν τοις άλλοις, μέσω οργανωμένων ομάδων (π.χ. Γιατροί χωρίς σύνορα) παρέχονται εξειδικευμένες γνώσεις χωρίς τη διαμεσολάβηση ανθρώπων άσχετων με το πρόβλημα.

Όλα αυτά, φυσικά, χρειάζονται για να αποδώσουν στο βέλτιστο βαθμό την ταυτόχρονη λειτουργία ενός έξυπνου και ευέλικτου κράτους, το οποίο θα αναλαμβάνει δράση εκεί που οι πόροι και οι δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών εξαντλούνται. Υπάρχει, όμως, ένα όφελος που δεν μετριέται σε αριθμούς, δεν εμφανίζεται σε στατιστικές και δεν αποτυπώνεται σε δημοσκοπίσεις: Αυτό της καλλιέργειας της ανθρωπιάς, του αισθήματος του «ανήκειν» και της ευθύνης απέναντι στον συνάνθρωπο. Για να το πούμε απλά: Είναι αδύνατον για κάποιον που βιώνει την χαρά της ανυστερόβουλης προσφοράς στον πλησίον να παρασυρθεί σε ακραίες και μισαλλόδοξες σκέψεις και πράξεις.

Η κρίση που βιώνουμε μας έχει βοηθήσει ήδη να αναζητήσουμε την εσωτερική μας πληρότητα πέρα από υλικά αγαθά Υπάρχουν ομάδες πολιτών που προσπαθούν να βοηθήσουν αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη ή που επιδιώκουν να βελτιώσουν την καθημερινότητα της πόλης τους. Από το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών μέχρι τους Atenistas, από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό μέχρι το Χαμόγελο του Παιδιού, υπάρχουν οργανώσεις που καλύπτουν όλων των ειδών τις ανησυχίες. Γιατί μπορεί ο ίδιος ο εθελοντισμός να είναι μετα-ιδεολογία, δηλαδή υπεράνω της εκάστοτε ιδεολογίας του ατόμου, αλλά σίγουρα η επιλογή της προσφοράς αποτελεί συνάρτηση της προσωπικής του κοσμοθεωρίας. Εδώ θα συμβάλει δραστικά το HumanGrid, το νέο "παιδί" του TEDxAthens, μέσω του οποίου οι επί μέρους οργανώσεις μπορούν να οργανωθούν εύκολα μεταξύ τους, βελτιστοποιώντας το αποτέλεσμα της δουλειάς τους.

Όσα μας έφεραν ως εδώ είτε θα αλλάξουν, είτε θα μας πάρουν μαζί τους στην άβυσσο. Όπως πρέπει να τελειώνουμε με τις Μ.Κ.Ο. – βιτρίνα που προσφέρουν αέρα κοπανιστό, έτσι πρέπει να τελειώνουμε με τους ευαίσθητους που η αλληλεγγύη τους εξαντλείται σε μια πορεία που ζητά από το κράτος να κάνει καλύτερα αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει καλά, αλλά και με τον επαρχιωτισμό ενός κακώς νοούμενου ατομικισμού, που αρνείται την ύπαρξη ανθρώπων που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Ο εθελοντισμός δεν είναι σπορ για πλούσιες κυρίες μιας κάποιας ηλικίας, είναι δυναμική και διαρκής διαδρομή που τροφοδοτείται από το υστέρημα του καθενός μας. Και μόνο αν αλλάξουμε ως άτομα θα αλλάξουμε και ως κοινωνία.

Monday, 10 September 2012

Le con qui va payer*


Το κύριο θέμα συζήτησης στη Γαλλία τις τελευταίες ώρες είναι η κατάθεση αιτήματος εκ μέρους του πλουσιότερου Γάλλου, του Bernard Arnault, να αποκτήσει την βελγική υπηκοότητα. Πολλοί συνέδεσαν την κίνησή του αυτή με την πρόθεση των Γάλλων Σοσιαλιστών να επιβάλουν φορολογία 75% στα εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Την ίδια ώρα, η δημοσιότητα του ζητήματος επισκιάστηκε από το σημερινό πρωτοσέλιδο της αριστερής εφημερίδας Libération, η οποία χρησιμοποίησε τη φράση “Casse-toi, riche con” (σε ελεύθερη μετάφραση, “Σήκω φύγε, πλούσιε μαλάκα”).  Επειδή αφενός το θέμα της φορολόγησης στην Ελλάδα βρίσκεται στην επικαιρότητα (για εντελώς άλλους λόγους) και επειδή η μακρά θητεία της ελληνικής αριστεράς στη Γαλλία έχει δημιουργήσει έναν σχετικά κοινό τρόπο σκέψης (έστω και σε επίπεδο σχέσης πρωτοτύπου με κακέκτυπο), καλό θα ήταν να εξετάσουμε το θέμα με περισσότερη προσοχή.

Κατ’ αρχάς, ο Bernard Arnault είναι ιδιοκτήτης της  Moët Hennessy • Louis Vuitton S.A., γνωστής ως LVMH. Πρόκειται για έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου με περιουσία περίπου 41 δις δολάρια. Παράλληλα, τα προϊόντα της εταιρείας του αποτελούν την επιτομή την κομψότητας, του καλού γούστου και της χλιδής. Για αυτό το λόγο αυτό αποτελεί εξέχον μέλος της Λεγεώνας της Τιμής, μιας από τις ύψιστες τιμές της Γαλλίας. Με λίγα λόγια, ο Arnault προσωποποιεί μάλλον όσο κανείς στη Γαλλία την έννοια του chic, που τόσο περήφανους κάνει τους Γάλλους.

Τι οδήγησε αυτό τον άνθρωπο να ζητήσει την απόκτηση δεύτερης εθνικότητας; Ο ίδιος δηλώνει ότι θα παραμείνει Γάλλος φορολογούμενος και ότι η πράξη του αποσκοπεί στη διευκόλυνση των επιχειρηματικών του σχεδίων στο Βέλγιο και τη σύσφιξη των σχέσεών του με τον Albert Frère. Το τι πραγματικά επιδιώκει είναι κάτι που μόνο ο ίδιος το γνωρίζει, αλλά ας είμαστε καχύποπτοι και ας πούμε ότι θέλει να «γλιτώσει τα ωραία του λεφτά». Το κάνει με έναν τρόπο καθ’ όλα νόμιμο, αποδεχόμενος τις κοινωνικές συνέπειες της πράξης του, που δεν θα είναι και ιδιαίτερα σοβαρές, καθώς το milieu στο οποίο απευθύνεται δεν πετάει και τη σκούφια του για την υπερφορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων. Η ενέργειά του αυτή, δε, βρήκε σθεναρή υποστήριξη από το Γκωλικό κόμμα, ο υποψήφιος Πρόεδρος του οποίου, François Fillon, δήλωσε ότι «οι ηλίθιες αποφάσεις οδηγούν σε τρομακτικά αποτελέσματα». Σφοδρή επίθεση εναντίον του Arnold εξαπέλυσαν φυσικά τα μέλη του κυβερνώντος Parti Socialiste (οι θέσεις των δύο κομμάτων εδώ) και (οποία έκπληξις!) το Front National της Marine Le Pen, το οποίο τον χαρακτήρισε «κακό παράδειγμα».

Το ερώτημα, βέβαια, ξεκινά πολύ πριν από το αν έπραξε καλά ο Arnold: Η ουσία του είναι αν πρέπει να φορολογείται η μεγάλη περιουσία με τέτοιους συντελεστές και αν αυτό εντέλει είναι αποδοτικό. Στην πρώτη ερώτηση η απάντηση για εμένα είναι ξερά «όχι». Είναι αδιανόητο το κράτος να συμπεριφέρεται σαν μεγαλομέτοχος σε μια επιχείρηση όπου άλλος αναλαμβάνει τον επιχειρηματικό κίνδυνο και, στην τελική, άλλος πληρώνει. Αλλά επειδή η απάντηση αυτή είναι υποκειμενική, ως εδραζόμενη στην κοσμοθεωρία του καθενός, πάμε στο δεύτερο ερώτημα: Εδώ το «όχι» είναι πιο μεγάλο. Ευτυχώς (για τους φιλελεύθερους) ή δυστυχώς (για τους σοσιαλιστές), τα σύνορα πλέον είναι ανοιχτά ή, έστω, πολύ εύκολα προσπελάσιμα. Όσο, λοιπόν, υπάρχουν φορολογικοί παράδεισοι, τόσο οι φορομπήχτες θα είναι δυστυχισμένοι.

Το πιο πιθανό, λοιπόν, στην περίπτωση που ο Hollande εφαρμόσει την προεκλογική του δέσμευση, είναι να ξεμείνει η Γαλλία από εκατομμυριούχους, το κράτος να πάρει λιγότερα χρήματα και να χρειάζεται να ταΐσει περισσότερους ανέργους (μόνο στην LVMH εργάζονται περίπου 85.000 εργαζόμενοι). Κυνικό; Ίσως. Εκβιαστικό; Μπορεί. Το μόνο σίγουρο, όμως, είναι ότι πρόκειται για πραγματικότητα. Το μόνο επιχείρημα που μένει στους σοσιαλμανείς είναι του πατριωτισμού των επιχειρηματιών. Και εδώ, όμως, υπάρχει πρόβλημα: Πρώτον, επικαλούνται μια έννοια την οποία εν πολλοί έχουν συκοφαντήσει ταυτίζοντάς τη με τον εθνικισμό̇ και δεύτερον, αυτοί στους οποίους απευθύνονται νιώθουν (δικαίως ή αδίκως, είναι άλλη συζήτηση) ότι με τέτοιες πολιτικές ο ίδιος ο τόπος τους τούς πολεμά. Κοινώς, το κράτος ψάχνει τον μαλάκα (για να επανέλθουμε στην Libération) που θα πληρώσει.

Ας έρθουμε στα καθ’ ημάς, λοιπόν: Οι δύο κεντρικοί πυλώνες που ζητούν «να πληρώσει η πλουτοκρατία» είναι ο Συ.Ριζ.Α. και η Χρυσή Αυγή (οι Ανεξάρτητοι Έλληνες δεν έχουν αποφασίσει τι θέλουν και το Κ.Κ.Ε. έχει περιθωριοποιηθεί αισθητά). Πάντα με την καραμέλα του πεπλανημένου περιουσίου λαού (ή έθνους, κατά περίσταση), ζητούν να πληρώσουν αυτοί «που κερδίζουν από τον ιδρώτα του κοσμάκη». Πώς θα γίνει αυτό; Μάλλον με κάποιο μαγικό τρόπο. Τα κατορθώματα της σύμπραξης των άκρων τα καμαρώσαμε όλοι στην πρόσφατη ιστορία της Χαλυβουργίας. Την ίδια στιγμή, μεγάλες εταιρείες είναι έτοιμες να αποσυρθούν από τη χώρα, ενώ οι επενδύσεις είναι όνειρο απατηλό όσο η αξιωματική αντιπολίτευση, έχουσα προοπτική κυβερνησιμότητας, απειλεί ανοιχτά ότι σκοπεύει να καταπνίξει στη φορολόγηση κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία που δεν προσκυνά το μεγάλο τοτέμ του κράτους.

Συμπερασματικά, ο Bernard Arnault αποτελεί ένα απτό επιχείρημα γιατί η υπερφορολόγηση του πλούτου δεν μπορεί να πετύχει. Ίσως είναι από τα τελευταία καμπανάκια πριν από την κατάρρευση. Το μόνο που απομένει σε όσους ορέγονται λεφτά που δεν αξίζουν στο κράτος είναι φανφάρες οικονομικού εθνικισμού (ποιος ξεχνά τη δήλωση Τσίπρα για «λιγότερο Έλληνες» σχετικά με το δεύτερο μνημόνιο – που μόνο οικονομικά φιλελεύθερο δεν ήταν, αλλά τέλος πάντων) και χυδαιότητες για αριστερές φυλλάδες (που θα οδηγήσουν δικαστικά σε ακόμα μεγαλύτερα κέρδη για το «κακό» κεφάλαιο). Όσο το δόγμα της οικονομικής πολιτικής εντάσσεται στο πλαίσιο «αν η πραγματικότητα διαφωνεί μαζί μου, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα», τόσο θα την πληρώνει η μεσαία τάξη και θα συντηρούνται μόνο κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες με υπόγειες μπίζνες. Οι μαλάκες τελείωσαν, μαζί και το τζάμπα.

*Ο μαλάκας που θα πληρώσει

Friday, 27 July 2012

Άκυρο άλμα εις τριπλούν


Λίγες μόλις ώρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου και ενώ το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού για την σημαντικότερη αθλητική διοργάνωση ήταν τουλάχιστον μειωμένο τόσο λόγω κρίσης, όσο και λόγω των αλλεπάλληλων κρουσμάτων ντόπινγκ, τα οποία αποκαθήλωσαν μέχρι πρότινος μεγάλα ονόματα του ελληνικού αθλητισμού, ήρθε η ιστορία της Παρασκευής Παπαχρήστου για να διχάσει ξανά την ελληνική κοινωνία για μια σειρά θεμάτων, τα οποία ξεκινούν από την ουσία των Ολυμπιακών Αγώνων, σχετίζονται άμεσα με τον ρατσισμό και το hate speech, αλλά καταλήγουν σε ένα ερώτημα το οποίο οι περισσότεροι αποφεύγουν να μελετήσουν, δηλαδή την αντιμετώπιση του φαινομένου της εκρηκτικής ανόδου δημοφιλίας της Χρυσής Αυγής.

Ας ξεκινήσουμε με ένα σύντομο ιστορικό: Στις 22 Ιουλίου, η Παρασκευή Παπαχρήστου «ανεβάζει» στον προσωπικό της λογαριασμό στο Twitter το επίμαχο «αστείο». Τρεις ημέρες μετά, στις 25 Ιουλίου, και χωρίς κανείς να έχει αντιληφθεί τίποτα, η είδηση αρχίζει να εμφανίζεται σε μεγάλα αθλητικά sites, όπως του Nova Sport FM. Με ταχύτητα πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα, έξι ώρες μετά, η αθλήτρια του άλματος τριπλούν τίθεται εκτός Ολυμπιακών Αγώνων με ανακοίνωση της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής.

Ως προς το συμβάν καθ’ εαυτό, το ζήτημα εξαρτάται από την απάντηση που δίνει ο καθένας στο αν το σχόλιο της Παπαχρήστου ήταν ρατσιστικό ή όχι. Προφανώς το ότι δεν αποτελεί δική της δήλωση αλλά «ανέκδοτο» που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο τις τελευταίες ώρες δεν αλλάζει απολύτως τίποτα στην ευθύνη της. Προσωπικά, δεν γέλασα με το «χιούμορ» της, το βρήκα ηλίθιο, κακόβουλο, αλλά όχι ρατσιστικό: Μπορεί ο τρόπος που αναφέρεται στους «μαύρους» να μην είναι υπόδειγμα γαλατικής ευγένειας, θεωρώ, όμως, ότι συνιστά περισσότερο αποτυχημένο τσιτάτο παρά πρόθεση να υπονοήσει ότι οι «μαύροι» έχουν διαφορετικό αίμα από τους Έλληνες ή κάτι παρόμοιο. Έχω, λοιπόν, την εντύπωση ότι περισσότερο «μέτρησε» ο πρότερος «άτιμος βίος» της, παρά το ίδιο το tweet για το οποίο κατηγορείται (βλ. παλαιότερες αναρτήσεις της σχετικά με τη Χρυσή Αυγή).

Ακόμα, όμως, και σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή αν δεχτούμε εκ των συμφραζομένων την «ενοχή» της Παπαχρήστου, αφενός είναι απαράδεκτος ο αποκλεισμός της χωρίς πρώτα να κληθεί σε απολογία, αφετέρου κατά τη γνώμη μου η ποινή της παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας πράξης και τιμωρίας. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ο μεγαλύτερος στόχος ενός αθλητή, εργάζεται τέσσερα χρόνια για αυτόν, συνεπώς, για ένα παράπτωμα το οποίο δεν είναι ξεκάθαρο, η τιμωρία αγγίζει τα όρια του εξοντωτικού. Προσωπικά, η καλύτερή της τιμωρία θα ήταν αυτή που εισηγήθηκε η δημοσιογράφος Shannon Owens (αναλυτικά εδώ, το πρωτότυπο κείμενο εδώ).

Το θέμα της Παπαχρήστου, βέβαια, είναι η κορυφή του παγόβουνου που λέγεται αντιμετώπιση hate speech. Κανείς δεν αρνείται την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ λόγων μίσους και ρατσιστικών πράξεων. Υπάρχει, όμως, και σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο. Ο ρατσιστικός λόγος πρέπει να αντιμετωπίζεται με λόγο και μόνο με λόγο, ενώ είναι αναγκαίο κάθε ευνομούμενο κράτος να επαγρυπνά και να πατάσσει παραδειγματικά ρατσιστικές πράξεις εν τη γενέσει τους. Το να τιμωρείται κάποιος επειδή πιστεύει ότι είναι φυλετικά ανώτερος είναι ποινικοποίηση μιας ηλίθιας μεν, γνώμης δε.

Ακριβώς αυτή η ποινικοποίηση της ηλίθιας αυτής γνώμης είναι ίσως το πιο ευεπίφορο μέσο διάδοσής της. Ας πάμε πάλι στο παράδειγμα της Παπαχρήστου: Ο λογαριασμός της στο Twitter προχθές το πρωί αριθμούσε περίπου 100 followers. Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο πλησιάζει τους 9.000. Η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με το όντως υπαρκτό πρόβλημα του μεγάλου αριθμού μεταναστών που εισέρχονται σε σημαντικό βαθμό παράνομα στην χώρα έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα απωθημένων, ημιμάθειας και άγριων ενστίκτων. Υπάρχει ένα τεράστιο μέρος συμπολιτών μας που νιώθουν αδικημένοι και προδομένοι από το πολιτικό μας σύστημα. Στην πιο κρίσιμη καμπή της κρίσης η Πολιτεία οφείλει να είναι άτεγκτη απέναντι στους παραβάτες του νόμου, αλλά σκόπιμα ανεκτική απέναντι σε αυτούς που της επιτίθενται λεκτικά: Αν δεν το κάνει, θα ενισχύσει κι άλλο το αντισυστημικό προφίλ κάθε περιθωριακού και λούμπεν στοιχείου, ηρωοποιώντας το.

Στις πρόσφατες εκλογές του Ιουνίου η χώρα βρέθηκε μια ανάσα πριν από την άβυσσο που θα οδηγούσε μια βουλή όπου θα αποτελούσαν έκφραση της πλειοψηφίας το Κ.Κ.Ε., το Συ.Ριζ.Α., η Χρυσή Αυγή και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Αντί να προσπαθεί να φιμώσει τον παραλογικό τους, η Κυβέρνηση οφείλει να τους απαντήσει με τα έργα της, αλλιώς σύντομα θα βρεθεί αντιπολιτευόμενη, σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση. Αυτή τη στιγμή η φίμωση των άκρων (πέρα του ότι δεν με βρίσκει κατ’ αρχήν σύμφωνο) το βασικό είναι πως αποτελεί ατελέσφορη επιλογή, η οποία, μάλιστα, θα οδηγήσει στο αντίθετο από το ευκταίο αποτέλεσμα. Όταν οι πολίτες δουν έργο, τα λόγια των άκρων θα τους φαίνονται αδιάφορα ή, έστω, όχι τόσο ελκυστικά.


Η άποψή μου για την Παπαχρήστου είναι αρνητική. Δεν θα την ήθελα στην παρέα μου, δεν θα ένιωθα περήφανος που με εκπροσωπεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει για μια μαλακία (γιατί έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω το συμβάν) να την κάνουμε από ασυνείδητη φίλη του Ηλία Κασιδιάρη, ένθερμη και συνειδητή οπαδό του. Ζούμε στη χώρα της υποκρισίας και κυρίως της παντελούς περιπτωσιολογικής αντιμετώπιση περιστατικών, ανάλογα με το στρατόπεδο που ανήκει αυτός που μιλάει, όπου οι σημερινοί υπέρμαχοι της Παπαχρήστου έβριζαν τον Τατσόπουλο και τούμπαλιν, όπου η Φανή Χαλκία μιλούσε για φυλετική ανωτερότητα και δεν κουνήθηκε κανείς επειδή είχε χρυσό μετάλλιο στο στήθος. Σε αυτή τη χώρα η Χρυσή Αυγή ανέτειλε με φόντο τις μούντζες στην περίφημη «Άνω Πλατεία». Για τους αφελείς που τότε μιλούσαν για λαϊκές εξεγέρσεις είναι αργά για δάκρυα. Για τους υπολοίπους, είναι ώρα για πράξεις, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο με τις ανοησίες τους.

Sunday, 10 June 2012

Το τέλος της "κάλπικης λίρας"

του Κώστα Μίχου

Η "κάλπικη λίρα" είναι μια από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, ίσως και του παγκόσμιου. Γυρισμένη το 1955, στα χρόνια της μεταπολεμικής φτώχειας, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα και με μουσική Χατζιδάκι, αποτελείται από τέσσερις διαφορετικές ιστορίες, που κοινό σημείο έχουν μια κάλπικη λίρα, αυτήν που παρασυρμένος από έναν πειρασμό έφτιαξε ο Βασίλης Λογοθετίδης.

Από χέρι σε χέρι περνώντας, η λίρα ταυτίζεται κάθε φορά με τις ζωές και τα όνειρα των πρωταγωνιστών. Και κάθε φορά που η λίρα αποδεικνύεται κάλπικη, η ζωή ξαναγυρνά απ' την αρχή. Τελευταίος απ' όλους, ο Τάκης Χορν ανακοινώνει στην πρώην αγαπημένη του, Έλλη Λαμπέτη, που κάπου συνάντησε τυχαία, ότι "η λίρα που ορκιστήκαμε στην αγάπη μας ήταν κάλπικη".

Στα χρόνια εκείνα της μεγάλης ένδειας, ο Τζαβέλλας ήθελε πιθανόν να δείξει, ότι κάθε "κάλπικη λίρα" οδηγεί τους χαρακτήρες των ανθρώπων σε μια "κάλπικη ζωή". Και παρ' ότι την ταινία διατρέχει μια μελαγχολική διάθεση, πίσω από αυτήν κρύβεται ένας αισιόδοξος ρεαλισμός, εκείνος που επέτρεπε στους ανθρώπους της εποχής να διεκδικούν μέσα σε σκληρές συνθήκες την επιβίωση και τις επιδιώξεις τους, χωρίς κάλπικες λίρες.

Από εκείνη την εποχή, της δεκαετίας του '50, η Ελλάδα άλλαξε πολύ.

Σήμερα, όμως, εξήντα χρόνια μετά από τότε, το σύνδρομο της "κάλπικης λίρας" είναι ακόμη παντού γύρω μας. Η αλήθεια είναι ότι δεν έφυγε ποτέ.

Ανάμεσά μας, δεν έλειψαν ποτέ εκείνοι, που υπόσχονταν ότι "λίρες" που θα βρίσκονταν στην βασιλόπιτα ή στο πεζοδρόμιο θα άλλαζαν την ζωή μας.

Κι ανάμεσά μας υπάρχουν ακόμη εκείνοι, που υπόσχονται ότι τις παλιές κάλπικες λίρες, που ο μπακάλης αρνήθηκε να τις χαλάσει, θα τις αντικαταστήσουν με καινούριες, που θα βρεθούν με τον ίδιο τρόπο.

Σήμερα, όμως, είναι η ώρα μηδέν. Είναι η ώρα η Ελλάδα της δημιουργίας να συγκρουστεί οριστικά με το σύνδρομο της "κάλπικης λίρας" και τους εμπόρους του.

Γιατί όπως την καθημαγμένη Ελλάδα του '50 δεν την έβγαλαν από την κρίση "κάλπικες λίρες", αλλά η σκληρή δουλειά, η κοινωνική αλληλεγγύη και η εντιμότητα των πατεράδων μας, έτσι και σήμερα, την Ελλάδα που παλεύει να γλιτώσει την κατάρρευση δεν θα την σώσουν "κάλπικες λίρες", αλλά τα ίδια εκείνα χαρακτηριστικά, που πρέπει να αναζητήσουμε και να αναδείξουμε μέσα μας και γύρω μας.
Η σύγκρουση αυτή είναι, ευτυχώς ή δυστυχώς, αναγκαία προϋπόθεση για την επόμενη ημέρα. Και πρέπει να γίνει τώρα, γιατί δεν πρέπει και δεν μπορεί να αφήσουμε άλλες γενιές Ελλήνων να φθείρουν τις ζωές τους με την ανακύκλωση των ιδίων ιδεοληψιών, που χρόνια τώρα κρατούν δέσμια την κοινωνία μας.

Είναι ώρα να βάλουμε ένα τέλος στις "κάλπικες λίρες" και στους εμπόρους τους.

Thursday, 31 May 2012

Όλοι. Όρθιοι.


Το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου διαμόρφωσε έναν διαφορετικό κομματικό χάρτη μετά τριάντα χρόνια κυριαρχίας στις θέσεις κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης της Νέας Δημοκρατίας και του Πα.Σο.Κ.. Δημιούργησε μια κοινοβουλευτική Βαβέλ στην οποία εκπροσωπούνται πλέον όλοι οι πολιτικοί χώροι, με αποτέλεσμα μοιραία να οδηγηθούμε στην ακυβερνησία και τις επαναληπτικές εκλογές. Καθώς έχουμε διανύσει την μισή προεκλογική περίοδο, θα ήταν χρήσιμο, απομακρυσμένοι από τα γεγονότα των πρώτων εκλογών, να επαναξιολογήσουμε ορισμένα δεδομένα και, κυρίως, να εξετάσουμε ποιος δρόμος είναι πιο πιθανό να μας απομακρύνει από την πλήρη κατάρρευση της χώρας.

Κάνοντας λόγο για «κομματικό χάρτη» και όχι «πολιτικό», ας εστιάσουμε στο είδος της μετατόπισης που συντελέστηκε πριν από 25 ημέρες: Η αλματώδης για τα δεδομένα ενός μικρομεσαίου κόμματος άνοδος του Συ.Ριζ.Α.  και η κατάρρευση του κόμματος του Ευάγγελου Βενιζέλου θα ήταν αφελές να χαρακτηριστεί πολιτική μετατόπιση. Από τον Νίκο Φωτόπουλο στη Λούκα Κατσέλη και από τους συμβούλους του Άκη Τσοχατζόπουλου στη Σοφία Σακοράφα, είναι προφανές ότι το παλιό, καλό, βαθύ Πα.Σο.Κ. είναι εδώ, ενωμένο και αποφασισμένο να μην αφήσει τα προνόμια που μοίραζε αφειδώς ο Αντρέας να γίνουν στάχτη επειδή το πάρτι τους συγκρούστηκε με την πραγματικότητα. Εξάλλου, ο «πρασινοφρουρός», πολύ περισσότερο από χρώμα, είναι έργο. Αντίστοιχα, στελέχη ενός χώρου που, ούτε «λαϊκή» είναι, ούτε «δεξιά», δημιούργησαν το δικό τους μόρφωμα, τους «Ανεξάρτητους Έλληνες». Ουσιαστικά, λοιπόν, μιλάμε για απόσχιση των λαϊκιστικών μερών των δύο μεγάλων κομμάτων λόγω της αποδυνάμωσης των κεντρομόλων δυνάμεών τους.

Ένα δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει από τις διερευνητικές εντολές είναι ότι το λεγόμενο «αντιμνημόνιο» είναι μια ανοησία: Πέραν της ενδεχόμενης σύμπραξης Συ.Ριζ.Α. και Ανεξάρτητων Ελλήνων (το γιατί ακριβώς από πάνω), κανένα άλλο κόμμα του «χώρου» δεν βρέθηκε κοντά σε συμφωνία για συγκυβέρνηση: Η μεν Δημ.Αρ. επειδή ξεκίνησε ως υπεύθυνη Αριστερά (για να καταλήξει ένα μεγαλοπρεπές χασμουρητό), το δε Κ.Κ.Ε. και η Χρυσή Αυγή επειδή η πολιτική τους κουλτούρα (;) δεν περιλαμβάνει συνεργασίες. Τελικά, λοιπόν, το «αντιμνημόνιο» δεν είναι παρά μια υπέρ-πολιτική έννοια, στην οποία μπορούν πολλοί (αν όχι όλοι) να συμφωνήσουν επί της αρχής, αλλά είναι αδύνατον να αποτελέσει γνώμονα χάραξης πολιτικής, ακριβώς επειδή το αντιμνημονιακό πλήθος είναι παντελώς ετερόκλητο.

Σε αυτή την πολιτική κατάσταση, με τη χώρα ένα βήμα από την πλήρη διάλυση και την Ευρώπη χωρίς πυξίδα, η έκβαση οποιαδήποτε πολιτικής είναι, ας μην κρυβόμαστε, προϊόν τυχαιότητας σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από το σύνηθες. Ίσως ακόμα και οι παλαβές πολιτικές του Συ.Ριζ.Α. να έχουν αποτέλεσμα αρχικά θετικό. Το ζήτημα είναι ότι πολύ σύντομα με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγηθούμε στην ίδια κατάσταση, εκτός αν στα γεράματα αλλάξουν μυαλά ο βουλευτής Πα.Σο.Κ. την περίοδο 1981-1989 Μανώλης Γλέζος, ο οποίος έχει το θράσος σήμερα να μιλά για το ελληνικό χρέος, τη διόγκωση του οποίου από το 25% στο 100% ψήφιζε, ο Βένιος Αγγελόπουλος, ο οποίος δηλώνει alter ego του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου και κάτι απίθανοι τύποι που έχουν μπερδέψει τη νομισματική πορεία της χώρας με τον «τρίτο γύρο» του Κομουνισμού και την διαχείριση του κράτους με απωθημένα, φαντασιακά και εμμονές. Ας είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας: Και να μας χαριστεί το χρέος, με τα πρωτογενή ελλείμματα που παράγουμε, πολύ σύντομα θα το δούμε πάλι μπροστά μας.

Εδώ ακριβώς καλείται να παίξει τον ρόλο της η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, το κατεξοχήν κόμμα που εκφράζει τον χώρο που κλήθηκε να πάρει τις πιο δύσκολες αποφάσεις για τη χώρα, τον χώρο που πέτυχε το ελληνικό θαύμα της δεκαετίας του 1950, την εγκαθίδρυση της μακρότερης δημοκρατίας που γνώρισε ο τόπος, την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Με όλα τα λάθη, τις παραλείψεις, τις διαψεύσεις προσδοκιών και τις ευκαιριακές έριδες, η Νέα Δημοκρατία παραμένει η μόνη δύναμη που μπορεί να ανακόψει την επέλαση του νέου Αντρέα και του συρφετού του. Οφείλει να γκρεμίσει την «κουλτούρα Πα.Σο.Κ.» όπως ακριβώς έκανε το 1989, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές ιδεολογικό ρεύμα υπέρ της. Οφείλει να πει την αλήθεια, όσο πικρή και αν είναι, και, το βασικότερο, να προτείνει ένα σαφές, εύληπτο και ρεαλιστικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Αυτό εμπνεύστηκε ο Εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής και πέτυχε με το παράδειγμά του. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ευρύτερες συμμαχίες, ακόμα και από χώρους που δεν ηχούν ευχάριστα. Ούτε εμένα αποτελούν πρώτη προτίμηση τα πρώην στελέχη του Λα.Ο.Σ., την ύστατη, όμως, ώρα μας ενώνουν περισσότερα από όσα μας χωρίζουν σε πολιτικές και όχι υπερ-πολιτικές έννοιες. Το ίδιο, εξάλλου, έκανε και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, διά τι να το κρύψωμεν, άλλως τε.

Τις δύο επόμενες βδομάδες θα δοθεί μια αληθινή μάχη. Αυτή η μάχη είναι μέρος του ακήρυχτου πολέμου που υφίσταται εδώ και χρόνια σε Πανεπιστήμια, σε δρόμους και εν γένει στην κοινωνία. Μέχρι στιγμής, η Αριστερά ξεσάλωσε, με αποτέλεσμα μια de facto ακυβερνησία. Η πλάκα, όμως, τελειώνει εδώ. Τον Αλέξη Τσίπα τον γνωρίζουμε όλοι στο πρόσωπο του νεοσυμμορίτη που έκλεινε με τον τσαμπουκά τις Σχολές μας και φώναζε για Μελιγαλάδες, Ξηρούς και λοιπά. Αρκετά διέφθειραν έναν λαό που από φιλότιμος έγινε κρατικοδίαιτος. Το διακύβευμα σαφές: Ή γινόμαστε ένα σύγχρονο Ευρωπαϊκό κράτος, ή γινόμαστε Βενεζουέλα. Όπως έκαναν οι Δαπίτες στα αμφιθέατρα, πόρτα με πόρτα, ψήφο με ψήφο, απέναντι στο πανεπιστημιακό κατεστημένο και της δυναμεις της παραφροσύνης. Η μάχη της πραγματικής αλλαγής για την Ελλάδα είναι η μάχη της γενιάς μας και οφείλουμε να την δώσουμε με περηφάνια όλοι. Και, όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι.

Wednesday, 4 April 2012

Γαλλικές Προεδρικές Εκλογές - Οι ταυτόσημες παράλληλες πορείες των Nicolas Sarkozy και François Hollande

του Στέφανου Καβαλλιεράκη (Δρ. Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών πανεπιστημίου Strasbourg II)

Εισαγωγή

Στην επικείμενη γαλλική προεδρική εκλογή δεν συγκρούονται φαινομενικά δυο εκ διαμέτρου αντίθετες σχολές και δυο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι όσο πολλοί πιστεύουν. Φαίνεται αντίθετα να συγκρούονται δυο άνδρες που έχουν ζήσει σχεδόν παράλληλες ζωές.

Παιδιά των αντίστοιχων κομματικών σωλήνων των κομματικών τους φορέων,του σοσιαλιστικού κόμματος και της γαλλικής Δεξιάς - ναι υπάρχουν και στις άλλες χώρες τέτοιοι σωλήνες- ο François Gérard Georges Hollande, γεννημένος το 1954 ο εκλεκτός των γάλλων σοσιαλιστών και ο Nicolas Paul Stéphane Sarközy de Nagy-Bocsa, πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, πρίγκιπας της Ανδόρας και ισχυρός ανήρ της Γαλλικής Δεξιάς γεννημένος το 1955 ετοιμάζονται για μια προεδρική μάχη η οποία θα αναβιώσει τις ιστορικές κόντρες των πολιτικών « πατεράδων» τους, του François Mitterrand και του Jacques Chirac αντίστοιχα. Ετοιμάζονται για μια από τις πιο αμφίρροπες προεδρικές μάχες της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας , ίσως πιο αμφίρροπη και απρόβλεπτη μάχη και από αυτή του 1974 όταν ο Valéry Giscard d'Estaing θα επικρατήσει του Mitterrand μόλις με 425.000 ψήφους την μικρότερη στα χρονικά διαφορά σε προεδρική εκλογή αλλά και του 1981 όταν ο Valéry Giscard d'Estaing χάνοντας απρόβλεπτα από τον François Mitterrand πήγε σπίτι του απευθύνοντας την περίφημη τηλεοπτική καληνύχτα στους Γάλλους πολίτες.

Κοινωνικό και ακαδημαϊκό υπόβαθρο

Οι δυο τωρινοί βασικοί υποψήφιοι στο μόνο που θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν είναι η προέλευση τους. Καταγόμενος από μάλλον ένα μικροαστικό τυπικό γαλλικό περιβάλλον ο Hollande ακολουθεί την τυπική ακαδημαϊκή καριέρα των γάλλων πολιτικών. Πολιτικές Επιστήμες στο Στρασβούργο-μια εξαιρετική σχολή, ENA-την Σχολή των Γάλλων ηγετών και γρήγορη ενασχόληση με την πολιτική και το Σοσιαλιστικό κόμμα Γαλλίας. Ο Sarkozy, ο Sarko για τους Γάλλους, παιδί ενός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος ουγγρικής , εβραϊκής, ελληνικής αλλά και γαλλικής προέλευσης , έγινε δικηγόρος που απέτυχε όμως να τελειώσει την Σχολή Πολιτικών Επιστημών στο Παρίσι λόγω κακών αγγλικών , κάτι που μάλλον δεν ξεπέρασε ποτέ.

Με έντονες προσωπικές ζωές και οι δυο, θυελλώδεις γάμους και πολλά παιδιά ο Hollande και ο Sarkozy δεν διστάζουν να εκθέτουν την προσωπική τους ζωή και να περιβάλλονται από ισχυρές γυναίκες με κύρος. Αντίθετα με τον Chirac και τον Mitterrand οι οποίοι είχαν πιο προσεκτικές προσεγγίσεις στη προσωπική τους ζωή, το νέο αντίπαλο δίδυμο της γαλλικής πολιτικής ζωής δεν διστάζει να θέσει την προσωπική του ζωή στη διάθεση της επικοινωνίας. Η σχέση της Bruni με τον Sarkozy απασχόλησε τον παγκόσμιο τύπο ενώ η επί χρόνια σχέση και συμβίωση Hollande-Royal ανέδειξε ένα ισχυρό πολιτικό δίδυμο στο εσωτερικό του σοσιαλιστικού κόμματος και στην υποψηφιότητα της τελευταίας το 2007 για τις προεδρικές και κατέληξε σ ένα πολιτικό μίσος με αποκορύφωμα την εσωκομματική τους κόντρα για το ποιος θα είναι υποψήφιος το 2012 από μεριάς των σοσιαλιστών. Η αγαπημένη των Ελλήνων σοσιαλιστών στην εσωκομματική αυτή διαδικασία θα έρθει 4η και καταϊδρωμένη ενώ ο πρώην σύντροφος της με τον οποίο έχουν 4 παιδιά θα θριαμβεύσει. Ο Hollande έχει σχέση σήμερα με μια από τις πιο ισχυρές γυναίκες της γαλλικής δημοσιογραφίας την Valérie Trierweiler.

Η ιδιότυπη σχέση τους με τον Jacques Chirac

Αν όμως η θητεία και των δυο στο κατ’ ευφημισμόν ασθενές φύλο τους ενώνει, έχουν και οι δυο ένα άλλο κοινό και αρκετά ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: πέρασαν από την πολεμική κονίστρα του Jacques Chirac, του χαλκέντερου Γάλλου πολιτικου της Δεξιάς ή super menteur ( αρχιψεύτη) κατά τους Guignols την πιο διάσημη γαλλική σατυρική εκπομπή. Και οι δυο υπέστησαν αρχικά βαριές προσωπικές πολιτικές ήττες αλλά στο τέλος σε βάθος χρόνου κατάφεραν να ανταπεξέρθουν.

Το 1981 ο Mitterrand στέλνει τον 27 χρονο προστατευόμενο του να διεκδικήσει την βουλευτική έδρα της Corrège μια περιοχής της Κεντρικής Γαλλίας από τον Chirac ήδη ισχυρό άνδρα της γαλλικής Δεξιάς , υποψήφιο πρόεδρο και μελλοντικό Δήμαρχο του Παρισιού. Όταν ο Chirac έμαθε τα όνομα του αντιπάλου φέρεται να είπε «ποιος είναι αυτός; Και το σκύλο μου να κατεβάσω θα τον κερδίσει». Όντως ο Chirac θα τον κερδίσει από τον πρώτο γύρο, ο Hollande όμως θα επανέρθει στην Corrège το 1988 και θα την κερδίσει την βουλευτική έδρα.
Το 1995 ο Chirac έχοντας κατέρθει 2 φορές ήδη υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές και έχοντας χάσει μοιάζει ένα πληγωμένο ξοφλημένο θηρίο ειδικά όταν ο προστατευόμενος του Nicolas Sarkozy δήμαρχος του πιο ακριβού ίσως προαστίου της Γαλλίας του Neuilly-sur-Seine και πρώην υπουργός στην περίοδο της πολιτικής συγκατοίκησης στη Γαλλία διενεργεί μια εντυπωσιακή πολιτική πατροκτονία εκφράζοντας την στήριξη του στον κεντρώο πολιτικό και πρώην πρωθυπουργό Édouard Balladur. Ο Chirac ένα χρόνο πριν από τις προεδρικές του 1995 μοιάζει καταδικασμένος αφού οι δημοσκοπήσεις τον φέρνουν μέχρι και 20 μονάδες πίσω από τον Balladur ενώ την άλλη θέση στο δεύτερο γύρο των προεδρικών έχει εξασφαλίσει ο διανοούμενος Γάλλος σοσιαλιστής πολιτικός Lionel Jospin ιδιαίτερα αγαπητός και αυτός στους ημεδαπούς τότε σοσιαλιστές-εκσυγχρονιστές. Ο Chirac θα κάνει ένα μεγάλο come-back και όχι μόνο θα πάρει την δεύτερη θέση στον πρώτο γύρο ξεπερνώντας τον Balladur κατα 2,5% αλλά θα επικρατήσει και του Jospin στο δεύτερο γύρο εκλεγόμενος για πρώτη φορά Πρόεδρος. Ο Sarkozy θα πέσει σε πολιτική δυσμένεια και θα επανέρθει στην κεντρική πολιτική σκηνή το 1999 αναλαμβάνοντας την αρχηγία του διαλυμένου γκωλικού κόμματος και πιο δυναμικά το 2002 μετά το δημοκρατικό σοκ που υπέστη η Γαλλία με την είσοδο Le Pen στο δεύτερο γύρο των Προεδρικών.

Η εσωκομματική τους επιβολή

Ο Sarkozy κατάφερε να ενώσει την γαλλική Δεξιά κάτω από την ομπρέλα του UMP και ν απορροφήσει σημαντικά στελέχη του κεντρώου και φιλελεύθερου χώρου στο νέο πολιτικό σχηματισμό. Για τον Hollande αυτή η επικράτηση ήταν πιο δύσκολη αφού χρεώθηκε εν πολλοίς την αποτυχημένη εκστρατεία του 2002 για τους σοσιαλιστές ως πρώτος γραμματέας του κόμματος και ύστερα βέβαια την αναγκαστική στήριξη Chirac απέναντι στο Le Pen. Αποσυρόμενος από τα κοινά για κάποιο διάστημα κρύφτηκε προβάλλοντας την τότε σύντροφο του και όταν έφτασε η κρίσιμη ώρα για αυτόν κατάφερε να εξουδετερώσει τους ελέφαντες του Σοσιαλιστικού κόμματος δηλαδή τα παλιά στελέχη και την εκλεκτή τους Martine Aubry γραμματέα του Σοσιαλιστικού κόμματος , την πρώην σύντροφο του πλέον Segolène Royal αλλά και να εκμεταλλευτεί την πολυδιάσπαση των νέων στελεχών.

Τα διακυβεύματα - οι εκτιμήσεις

Κάνοντας όλη αυτή την αναδρομή θέλω να δείξω ότι ο Hollande δεν κομίζει κάτι καινούριο και ούτε πακτωλούς χρημάτων για ανάπτυξη διαθέτει. Παρόμοιας πολιτικής συγκρότησης και λογικής το διακύβευμα θα είναι πιο πολύ ποιος από τους δυο θα μπορέσει να προσδώσει στη Γαλλία το λούστρο της ισχυρής παγκόσμιας δύναμης και να την έχει μέσα στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων. Εξάλλου ήδη οι Γάλλοι αντιλαμβάνονται ότι η έξοδος τους από την κρίση δεν θα είναι θέμα τόσο οικονομικής όσο πολιτικής επιβολής. O Sarkozy έδειξε ότι μπορεί να προσδώσει αυτή την ισχύ στη Γαλλία. Την ξαναέβαλε στο ΝΑΤΟ, μια κίνηση που τον έφερε σε ρήξη με την ίδια την πολιτική παράδοση του κόμματος του. Η Γαλλία είναι σήμερα ένας ισχυρός παίκτης στη παγκόσμια σκακιέρα αφού δημιούργησε έναν ισχυρό άξονα με την Αμερική και δημιούργησε μια σταθερή συμμαχία με την Γερμανία.

Δυο κρίσιμα τεχνικά ζητήματα είναι ότι στον δεύτερο γύρο ο Sarkozy μοιάζει να μπορεί να προσελκύσει πιο αποτελεσματικά τους ψηφοφόρους της Άκρας Δεξιάς απ ότι ο Hollande της Ριζοσπαστικής Αριστεράς η οποία θα ναι επίσης πολύ ισχυρή στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Επιπλέον πολλά στελέχη του Σοσιαλιστικού κόμματος ειδικά της παλιάς φρουράς φαίνεται να προτιμούν τον Sarkozy και τα γενναία πολιτικά ανοίγματα που τους έκανε. Επιπλέον η γαλλική Δεξιά μοιάζει πιο συμπαγής σε αντίθεση με τους αρκετούς εσωκομματικούς λάκκους που έχει να υπερπηδήσει ο Hollande. Καταλαβαίνοντας την αδυναμία του στο επίπεδο της πολιτικής ισχύος ο Hollande επιχείρησε να αλλάξει ατζέντα προτείνοντας υψηλή φορολόγηση των πλουσίων που θα έφτανε στο 75% και επαναδιαπραγμάτευση του Συμφώνου Σταθερότητας. Δύσκολα εφαρμόσιμες εξαγγελίες και οι δυο, μ αυτό τον τρόπο όμως ο σοσιαλιστής υποψήφιος θέλησε να υπενθυμίσει την προνομιακή και πολλές φορές σκανδαλώδη σχέση του αντιπάλου του με την France d’en haut δηλαδή την Γαλλία των ανώτερων κοινωνικά και οικονομικά στρωμάτων. Ελπίζει έτσι να προσελκύσει στο δεύτερο γύρο τους ψηφοφόρους της Αριστεράς και ειδικά του υποψηφίου του Front de Gauche (Μέτωπο της Αριστεράς) Jean-Luc Mélenchon ο οποίος συγκεντρώνει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά στο πρώτο γύρο τα οποία τον φέρνουν στην τέταρτη θέση, και οι οποίοι θεωρούν τον Hollande μάλλον αρκετά συστημικό. Η επαναδιαπραγμάτευση του Συμφώνου εκτός από την έκδηλη αντιπάθεια μεταξύ Γάλλων Σοσιαλιστών και Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών μαρτυρά και μια προσπάθεια του Hollande για αφύπνιση του γαλλικού « σωβινισμού» τον οποίο θα μπορέσει να καρπωθεί εκλογικά.

Αν όμως σ ένα σημείο ο Sarkozy έχει ένα σαφές προβάδισμα είναι η προσήλωση του στην αρχή της laïcité δηλαδή της κοσμικότητας του κράτους και είναι αυτή η αρχή τόσο ιερή για το γαλλικό κράτος που σχεδόν καθορίζει το δικαίωμα στη citoyenneté δηλαδή την υποχρέωση του κράτους να αναγνωρίσει σε κάθε ένα ή κάθε μια το δικαίωμα του πολίτη εντός της γαλλικής Επικράτειας. Η σθεναρή στάση του Sarkozy απέναντι στα φαινόμενα της μαντήλας στα σχολεία και γενικώς στο θέμα των θρησκευτικών συμβόλων και της προάσπισης του κοσμικού κράτους του έδωσε πόντους. Η έτσι και αλλιώς άνευρη και λίγο καρικατουρίστικη φιγούρα του Hollande προστίθεται στην αδυναμία των Σοσιαλιστών να ορθώσουν ένα πειστικό λόγο για θέματα εσωτερικής ασφαλείας και συνοχής.

Επίλογος

Ο Sarkozy ξεκινάει από πιο μειονεκτική θέση . Ακόμη και αν έχει καταφέρει να βελτιώσει την δημοσκοπική του εικόνα στο Α γύρο των προεδρικών και μάλιστα σ αυτό έπαιξε καίριο ρόλο και το θέμα του δολοφόνου της Τουλούζης, δεν παύει στις περισσότερες αν όχι σε όλες δημοσκοπήσεις του δεύτερου γύρου να ηττάται. Έτσι κινδυνεύει να γίνει μόλις ο δεύτερος Πρόεδρος της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας που δεν θα κάνει répétition μετά τον D’Estaing και να καληνυχτίσει νωρίς τους Γάλλους. Έχει όμως ακόμα χαρτιά να ρίξει στο τραπέζι και φαίνεται να είναι και ο μοναδικός που μπορεί να το κάνει. Θα αντιστρέψει το κλίμα; Ο καιρός γαρ εγγύς…

Saturday, 10 March 2012

Οι πολιτικές “ομορφιές”, όμορφα καίγονται

Αναμφίβολα ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα της επικαιρότητας των τελευταίων μηνών είναι ο Πάνος Καμμένος: Ο βουλευτής της Β΄ Αθηνών, ο οποίος επί δύο χρόνια κατηγορούσε ανοιχτά την κυβέρνηση και τον πρώην Πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου για προδοσία και αποκόμιση εσόδων από την καταστροφή της χώρας, αφού έμεινε κομματικά εκτεθειμένος μετά την υπερψήφιση του δεύτερου “Μνημονίου” από την Νέα Δημοκρατία, προανήγγειλε την αποχώρησή του από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τελικά διαγράφηκε και ίδρυσε τον δικό του πολιτικό φορέα, τους “Ανεξάρτητους Έλληνες”. Ας δούμε, λοιπόν, πώς ένας “μεγαλομεσαίου” μεγέθους βουλευτής, με πλούσιο παρελθόν στην διατύπωση θεωριών συνωμοσίας και σχετικά αθόρυβη παρουσία εκτός καναλιών εξελίχθηκε στον φερόμενο υπ’ αριθμό ένα «κίνδυνο» για το υπάρχον πολιτικό σύστημα και κατά πόσο έχει τις δυνατότητες να το πετύχει.

Το φαινόμενο “Πάνος Καμμένος” είναι μια αναγκαιότητα της πολιτικής μας κουλτούρας: Από τη στιγμή που τα δύο μεγάλα κόμματα έπαψαν έναν ακήρυχτο πλειστηριασμό παροχών και εκατέρωθεν κριτικής, ένα μεγάλο μέρος του κόσμου τους ένιωσε «προδομένο» για τις δεκαετίες που ξόδεψε σε αντιπαραθέσεις με τους «απέναντι». Επιπλέον, η στροφή 180 μοιρών της οικονομικής πολιτικής της χώρας έχει μοιραία στρέψει μεγάλο μέρος της “εκλογικής πελατείας” της Νέας Δημοκρατίας και του Πα.Σο.Κ. εναντίον τους, είτε δικαίως, είτε αδίκως.

Σε αυτά τα δύο κενά επιχειρεί να βασιστεί ο ιδρυτής των “Ανεξάρτητων Ελλήνων”, προκειμένου να δημιουργήσει ένα νέο δίπολο, αυτό των “μνημονικών” και των “αντιμνημονιακών”. Σε αυτή του την προσπάθεια δεν περισσεύει κανείς από το πολιτικό φάσμα. Η τομή του πολιτικού συστήματος που διακηρύσσει ο Πάνος Καμμένος είναι οριζόντια: Οι υποταγμένοι απέναντι στους πατριώτες, οι ψεύτες απέναντι στους τίμιους, εντέλει οι κακοί απέναντι στους καλούς. Η ανάρτησή του στο Facebook σχετικά με τον Μίκη Θεοδωράκη είναι ενδεικτική: “ΗΜΟΥΝ ΔΕΞΙΟΣ, ΗΣΟΥΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΛΛΟΙ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ” (sic). Λίγος πατριωτισμός της Δεξιάς, λίγη επαναστατικότητα της Αριστεράς, λίγο υπερκομματικότητα όπως άνθισε στις πλατείες της χώρας, λίγη μαζικότητα και η “ιδεολογία” του νέου κόμματος είναι έτοιμη.

Η φαινόμενη μεγάλη διείσδυση του Πάνου Καμμένου, όμως, εντοπίζεται στον χώρο των social media: Οι λογαριασμοί του στο Facebook και το Twitter παρουσιάζουν τεράστια επισκεψιμότητα, ενώ ο ίδιος φροντίζει να τις ανανεώνει με μανιώδη ρυθμό, απαντώντας σχεδόν σε όλους. Είναι, δε, αξιοσημείωτος ο αριθμός των αναδημοσιεύσεων που λαμβάνουν οι αναρτήσεις του. Ακόμα και αν δεν είναι όλα τα προφίλ που συμμετέχουν σε αυτό τον “ηλεκτρονικό οργασμό” αληθινά (μια πρόχειρη αναζήτηση θα σας πείσει επ’ αυτού), οι δημοσιεύσεις του ανεξάρτητου βουλευτή σπάνε κάθε προηγούμενο ρεκόρ αποδοχής για Έλληνα πολιτικό. Το βασικό όπλο του Πάνου Καμμένου είναι ακριβώς αυτό: Η προσέλκυση ψηφοφόρων από το Internet. Ελλείψει σοβαρού και επαρκούς πραγματικού μηχανισμού, η μέθοδος αυτή είναι σχεδόν μονόδρομος, καθώς του εξασφαλίζει, εκτός από προβολή (όπως και τα παραδοσιακά μέσα), και αλληλεπίδραση με τον κόσμο “του”.

Μέχρι εδώ όλα καλά και άγια (;) για τους “Ανεξάρτητους Έλληνες”. Τώρα, όμως, αρχίζουν ορισμένα σοβαρά προβλήματα. Αρχικά, το μείζον πολιτικό θέμα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο Πάνος Καμμένος είναι το παρελθόν του: Εκλέγεται ανελλιπώς βουλευτής από το 1993 με τη σημαία της Νέας Δημοκρατίας, συμμετείχε, δε, και στην τελευταία και, κατά κοινή ομολογία, πιο αποτυχημένη, κυβέρνηση, αυτή του 2007-2009, έστω και ως Υφυπουργός. Σύμφωνοι, στην πολιτική δεν υπάρχει παρθενογένεση, αλλά, από την άλλη πλευρά, ο Πάνος Καμμένος δεν έχει καμία διάθεση να παραδεχτεί λάθη του παρελθόντος του. Ακόμα επιμένει ότι δεν έφυγε αυτός από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά το κόμμα από αυτόν. Επίσης, σύντομα οι “Ανεξάρτητοι Έλληνες” θα κληθούν να γίνουν σαφέστεροι από τα ευχολόγια της ιδρυτικής διακήρυξης. Εκεί, λοιπόν, θα συναντήσουν δυσκολίες στο να πείσουν τον κόσμο ότι εκφράζουν καλύτερα την «ανατροπή» από την Αριστερά ή την Εθνική (;) “Ιδέα” από της Άκρα Δεξιά.

Συν τοις άλλοις, ιστορικά καμία προσπάθεια δημιουργίας ενός πολιτικού μορφώματος από τα σπλάχνα των δύο μεγάλων δεν πέτυχε χωρίς ένα αναγκαίο (αλλά μη επαρκές) στοιχείο: Τις Τοπικές Οργανώσεις. Το Κ.Ε.Π. του Δημήτρη Αβραμόπουλου, τα κόμματα που ίδρυσε ο Στέφανος Μάνος, το Ε.Σ.Κ. του Γεράσιμου Αρσένη, αλλά και η Φιλελεύθερη Συμμαχία, οι Οικολόγοι Πράσινοι, το Άρμα Πολιτών και πολλά ακόμα κόμματα απέτυχαν ή αποτυγχάνουν μέχρι στιγμής (και) ελλείψει κομματικών μηχανισμών που μπορούν να αναζητήσουν ψήφους πόρτα-πόρτα. Ο μόνος που το πέτυχε αυτό και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε είναι ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός. Η διαπροσωπική σχέση κομματικού στελέχους και ψηφοφόρου δεν μπορεί να υποκατασταθεί (ακόμα, τουλάχιστον) από τα social media. Συνεπώς, η ηλεκτρονική αποθέωση του Πάνου Καμμένου δεν μεταφράζεται σε ισοδύναμο αριθμό ψήφων, ούτε σε στελέχη που θα αγωνιστούν για να του φέρουν ψηφοφόρους.

Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες” αποτυπώνουν μια τάση ενός κομματιού των Ελλήνων πολιτών να διαμαρτυρηθεί για την κατάσταση που επικρατεί και εκδηλώνεται τους τελευταίους μήνες με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Η δυσαρέσκεια αυτή είναι υπαρκτή και πρέπει να προβληματίσει έντονα τις ηγεσίες των “ιστορικών” κομμάτων της χώρας, τα οποία φέρουν τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την σημερινή κατάρρευση. Από την άλλη, όμως, ένα ακόμη κόμμα διαμαρτυρίας χωρίς όραμα, πλάνο και πρόγραμμα είναι το τελευταίο που χρειαζόμαστε, ειδικά από τη στιγμή που προβάλλει θέσεις και προτάσεις χιλιοειπωμένες και, κυρίως, ηθικοπλαστικού χαρακτήρα.

Για τους λόγους αυτούς, το ακροατήριο του Πάνου Καμμένου μοιραία θα συρρικνώνεται όσο περνά ο καιρός για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί υπάρχουν κόμματα που εκφράζουν αυθεντικότερα την (δίκαιη ή άδικη, είναι άλλο θέμα) αγανάκτηση του κόσμου, και δεύτερον, γιατί το εκπληκτικά χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (μια ματιά στη σελίδα του θα σας πείσει) κοινό στο οποίο απευθύνεται περιμένει πράγματα τα οποία είναι προφανώς αδύνατον να γίνουν πραγματικότητα. Συνεπώς, ή οι “Ανεξάρτητοι Έλληνες” θα απεμπολήσουν κάθε ίχνος ρεαλισμού και θα μείνουν μόνο με τον κάθε έξαλλο, είτε θα αναγκαστούν να στραφούν σε πιο ώριμο κοινό, το οποίο, όμως, δύσκολα μπορούν να κερδίσουν.

Ο Πάνος Καμμένος κινδυνεύει να πάθει ό,τι και ο Δημήτρης Τσοβόλας στις εκλογές του 1989, όταν έγινε ο πρώτος βουλευτής που έσπασε το φράγμα των 100.000 σταυρών στη Β΄ Αθηνών: Πίστεψε ότι η δημοφιλία του ήταν ανεξάρτητη από την συμπόρευσή του με το Πα.Σο.Κ., με αποτέλεσμα να ιδρύσει το ΔΗ.Κ.ΚΙ. και να διαψευστεί πανηγυρικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ιδρυτής των “Ανεξάρτητων Ελλήνων” δεν περίμενε καν τις εκλογές για να επιβεβαιώσει το λαϊκό του έρεισμα. Ας ελπίσουμε ότι με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα αναφωνήσει κάτι παρόμοιο με τον (σαφέστατα αξιοπρεπέστερο και πιο συγκροτημένο) Βύρωνα Πολύδωρα στις εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας το 1997, δηλαδή κάτι σαν “Μου δώσατε το like σας, αλλά όχι την ψήφο σας”.

Monday, 27 February 2012

Η κεντροδεξιά σήμερα

του Κώστα Μίχου

Ο χώρος της κεντροδεξιάς διαμορφώθηκε με τα σύγχρονα του χαρακτηριστικά μόλις από το έτος 1974 και μετά, με σημείο αναφοράς την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας.

Και ενώ η ιστορική Νέα Δημοκρατία εισήλθε στην πολιτική σκηνή θεωρητικά ως διάδοχο κόμμα της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης, αποτέλεσε ένα νέο πολιτικό μέγεθος, το οποίο είχε από την ΕΡΕ περισσότερες διαφορές από όσο ένα όνομα.

Πράγματι, ενώ στην προδικτατορική εποχή ο δικομματισμός είχε σημείο αναφοράς τον διαχωρισμό Δεξιάς και Κέντρου, η αποδυνάμωση του Κέντρου μετά την εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο απορρόφησε μέχρι και το 1981 τα απομεινάρια του, δημιούργησε προοδευτικά έναν διαχωρισμό με σημεία αναφοράς την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά, καθώς ο κόσμος του Κέντρου, που παρέμεινε χωρίς αυτοτελή πολιτική στέγη, είτε προσχώρησε σε ένα από τα δύο νέα κόμματα, είτε παρέμεινε πολιτικά εκκρεμής ανάμεσά τους.

Συγχρόνως, δύο ακόμη παράγοντες διαμόρφωσαν τις συνθήκες δημιουργίας της μεταδικτατορικής ενιαίας κεντροδεξιάς παράταξης με εκφραστή την Νέα Δημοκρατία:

Η πρώτη ήταν η οριστική επίλυση του πολιτειακού ζητήματος, που κατήργησε στην πράξη ένα μεγάλο σημείο διχασμού στον κεντροδεξιό κόσμο, σε συνδυασμό με την σταθεροποίηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που κατέστησε εξωτικά στο πολίτευμά μας τα ακραία δεξιά στοιχεία.

Η δεύτερη ήταν η πανηγυρική προσήλωση της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας στον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας, τον οποίον στα χρόνια 1974-1980 ο ιδρυτής της ουσιαστικά επέβαλε με το κύρος του ως δομική αρχή της παράταξης, γύρω από τον οποία οικοδομήθηκε το συνολικό πολιτικό δόγμα της παράταξης, σε συνδυασμό με την αρχή της υπεύθυνης οικονομικής πολιτικής, βασισμένης στην δημιουργία εθνικού πλούτου, με την χρήση εργαλείων και του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.

Τα βασικά αυτά χαρακτηριστικά ήταν που δημιούργησαν τα ιδεολογικά όρια, μέσα στα οποία στις τρεισήμιση δεκαετίες που μεσολάβησαν χώρεσαν -σχετικά αρμονικά- κοινωνικές ομάδες με διαφορετικά πολλά επιμέρους πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους.

Πράγματι, στον χώρο της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας χώρεσαν επί όλα αυτά τα χρόνια δύο βασικές κατ’ αρχήν κατηγορίες απόψεων: Από την μία η λεγόμενη φιλελεύθερη πλευρά, πιό κοντά στον χώρο του κέντρου, που υπογράμμιζε τον περιορισμό του κράτους και την δημοσιονομική σταθερότητα ως κύρια εργαλεία για την ανάπτυξη της χώρας. Και από την άλλη η λεγόμενη λαϊκή-κοινωνική πλευρά, πιό κοντά στην δεξιά, που υπογράμμιζε την ανάγκη χρήσης κρατικών εργαλείων μέσα σε μια οικονομία με φιλελεύθερα, ωστόσο, χαρακτηριστικά.

Στις παρυφές των δύο αυτών βασικών τάσεων, χωρούσαν επίσης στην ιστορική Νέα Δημοκρατία πολλές ακόμη επιμέρους πολιτικές τάσεις: οι ψηφίσαντες την βασιλευομένη δημοκρατία στο δημοψήφισμα του 1974, ο χώρος της λεγομένης πατριωτικής δεξιάς, ο χώρος των λεγομένων ακραίων φιλελεύθερων, ο χώρος των κρατιστών και πολλές άλλες πολιτικές υποδιαιρέσεις, που συχνά επικαλύπτονταν μεταξύ τους.

Οι διαφορετικές αυτές απόψεις δημιουργούσαν στις ηγεσίες της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας την ανάγκη να βαδίζει συχνά σε επικίνδυνες και λεπτές ισορροπίες.

Όμως, και παρ’ ότι οι πολιτικές διαφορές αυτές ήταν πάντα αισθητές στο εσωκομματικό τοπίο της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας, το αξιοπερίεργο είναι ότι η ενότητα του κόμματος αυτού σπάνια απειλήθηκε από ιδεολογικές διασπάσεις· αντίθετα, όλες οι πολιτικές διασπάσεις που την απείλησαν είχαν κατά κύριο λόγο αφετηρία σε προσωπικά χαρακτηριστικά.

Πράγματι, η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου, η ΠΟΛ.ΑΝ. του Αντώνη Σαμαρά και το Κ.Ε.Π. του Δημήτρη Αβραμόπουλου δεν επεχείρησαν να εκφράσουν μία συγκεκριμένη τάση εντός της κεντροδεξιάς ή έναν διάφορο πολιτικό χώρο από αυτόν της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας, αλλά αντίθετα είχαν σκοπό να κινηθούν σε ολόκληρο το φάσμα της Κεντροδεξιάς παράταξης με κύριο πρόταγμα τα ιδιαίτερα κάθε φορά προσωπικά χαρακτηριστικά των ιδρυτών και ηγετών τους.

Μόνη εξαίρεση για πολλά χρόνια στον κανόνα αυτό υπήρξε η ίδρυση του ΛΑΟΣ, το οποίο εξ αρχής δήλωσε ότι απευθύνεται στον χώρο της λαϊκής-πατριωτικής δεξιάς, ακροατήριο στο οποίο ήδη πριν την ίδρυση του κόμματος αυτού απευθυνόταν προνομιακά ως βουλευτής και τηλεοπτικός ομιλητής ο κ. Γ. Καρατζαφέρης. Ο συγκεκριμένος αυτός πολιτικός προσδιορισμός ήταν, ίσως, και ο λόγος που, παρ’ ότι ο Γ. Καρατζαφέρης μειονεκτούσε σημαντικά σε επίπεδο πολιτικό και επικοινωνιακό, καθώς και από άποψη χαρισμάτων, έναντι των κ.κ. Στεφανόπουλου, Σαμαρά και Αβραμόπουλου, κατάφερε -σε αντίθεση με αυτούς- να διατηρήσει για το κόμμα του υψηλά σχετικά ποσοστά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το έτος 2004 μέχρι σήμερα, εκφράζοντας σε έναν βαθμό έναν χώρο που είχε επί πολλά χρόνια μια διακριτή αυτοτέλεια εντός του πολιτικού χώρου της κεντροδεξιάς -ή καλύτερα στις παρυφές του.

Έτσι, η ιστορική Νέα Δημοκρατία κατάφερε από την ίδρυσή της όχι μόνο να εκφράσει με την μέγιστη δυνατή πληρότητα τον συνολικό πολιτικό χώρο της κεντροδεξιάς, αλλά και να αποτελέσει μια ισχυρή κυβερνητική δύναμη, που διατήρησε μια σταθερή πολιτικά και εκλογικά παρουσία σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης και αποτέλεσε, παρά τα λάθη της, τον ιστορικά δικαιωμένο σήμερα φορέα διακυβέρνησης της χώρας.

Σήμερα, ωστόσο, εν μέσω γενικά ακραίων συνθηκών, διαμορφώνεται στον χώρο της Κεντροδεξιάς ένα διαφορετικό τοπίο: Εκείνοι που συνυπήρξαν επί τριάντα πέντε και πλέον χρόνια οικοδομώντας μια κοινή ιστορία πάνω στις κοινές τους παραδοχές, μοιάζουν σαν τίποτε μέχρι χθές να τους συνέδεε, δημιουργώντας ένα σύνθετο πολιτικό μωσαϊκό με εντυπωσιακές διαφορές στην ρητορεία, στην αισθητική και στις διακηρύξεις.

Η ίδια η Νέα Δημοκρατία επεχείρησε μετά το 2009, σε μια προσπάθεια ανανέωσης της ταλαιπωρημένης της πολιτικής ταυτότητας μετά την βαριά της εκλογική ήττα, μια στροφή προς τα δεξιά, με κύριο στόχο να ανασυνταχθεί πολιτικά σε ορεινότερες δεξιές θέσεις, αποστασιοποιούμενη -καλώς ή κακώς- από πρόσωπα και πράγματα του παρελθόντος της, καθώς και από την προσέγγιση του «μεσαίου χώρου».

Η στροφή αυτή συνέπεσε με την εμφάνιση στην πολιτική ζωή του διλήμματος «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» και η τοποθέτηση της Νέας Δημοκρατίας στις τάξεις του αντιμνημονιακού μετώπου δημιούργησε τις συνθήκες για την ημιεπίσημη απελευθέρωση μιας ρητορείας, με χαρακτηριστικά που απείχαν σε αξιοσημείωτο βαθμό από την παραδοσιακή κοίτη της, την ίδια ώρα που η επίσημη Νέα Δημοκρατία είχε μια ψυχραιμότερη κοινοβουλευτική στάση.

Στην ίδια χρονική συγκυρία το ΛΑΟΣ επιχειρούσε με την «υπεύθυνη στάση» του να προσεγγίσει πολίτες έξω από το σκληρό του ακροατήριο, ενώ η έξοδος από την Νέα Δημοκρατία της Ντόρας Μπακογιάννη, της οποίας η αφετηρία θα είχε ούτως ή άλλως αιτία τον περίπλοκο συμβολισμό της ανάδειξης του Σαμαρά στην ηγεσία του κόμματος, προσέλαβε προεχόντως πολιτικά χαρακτηριστικά.

Αντίστοιχα, και η μεταστροφή της Νέας Δημοκρατίας, που επιβλήθηκε σχεδόν αναγκαστικά μετά την έκρυθμη κατάσταση που επικράτησε στο διάστημα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2011 και την πολιτική καταρράκωση του Γ. Παπανδρέου, που εκφράστηκε αρχικά μέσα από την επιλογή της να μετάσχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου και ακολούθως να υπερψηφίσει την δεύτερη δανειακή σύμβαση, λειτούργησε επίσης ως παράγοντας μιας νέας ανακατάταξης στον χώρο της Κεντροδεξιάς.

Πράγματι, καθώς η «αντιμνημονιακή» ρητορεία είχε ήδη από καιρό αποκτήσει μια αυτοτέλεια έναντι της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και είχε καταγράψει μια σημαντική κοινωνική δυναμική, ένα σημαντικό κομμάτι βουλευτών επέλεξε κατ’ αρχήν να μην ακολουθήσει, ενώ ο Πάνος Καμμένος με τον Γιάννη Μανώλη στο πλευρό του έδωσαν ήδη κομματική υπόσταση στην διαφωνία τους, την ίδια ώρα που ο πρώην αρχηγός του Εθνικού Μετώπου, Μάκης Βορίδης, βρέθηκε να μετατρέπεται σε προβεβλημένο στέλεχος και υπουργό της Νέας Δημοκρατίας.

Ο ΛΑΟΣ από πλευράς του, βλέποντας συνωστισμό στις μέχρι πρόσφατα θέσεις του και πιθανολογώντας πολιτικό κενό στον χώρο του «αντιμνημονιακού» κόσμου, άλλαξε αιφνιδίως στρατόπεδο, επιχειρώντας να επιστρέψει στο στενό του ακροατήριο, που μέχρι τότε ήταν θεωτηρικώς έκθετο σε διεμβολισμό από την Νέα Δημοκρατία και την άκρα δεξιά.

Αντίστοιχα, η Δημοκρατική Συμμαχία διεπίστωσε ότι οι δρόμοι της με την Νέα Δημοκρατία ξανασυναντιούνται πολιτικά, χωρίς να έχουν ωριμάσει πλήρως οι συνθήκες κομματικής ταύτισης, ενώ η ΔΡΑΣΗ και άλλοι μικρότεροι κεντρώοι-φιλελεύθεροι σχηματισμοί δεν θέλησαν ποτέ να παραιτηθούν της αυτοτέλειάς τους, επιμένοντας σε υποδιαιρέσεις που θυμίζουν έντονα τον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

Τέλος, η Χρυσή Αυγή προβάλλει για πρώτη φορά στο πολιτικό σκηνικό ως μία μετρήσιμη πολιτική δύναμη, που συναντά ένα πολιτικό ακροατήριο δουλεμένο σε θέσεις κοντινές στις δικές της διακηρύξεις, την ίδια ώρα που η γενική μεταβλητότητα του πολιτικού συστήματος κάμπτει τα αντανακλαστικά, τα οποία μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν θα της επέτρεπαν να ελπίζει σε μία κεντρική πολιτική παρουσία.

Συγχρόνως, όλες οι παραπάνω διαφορετικές πολιτικές εκδοχές, προερχόμενες οι περισσότερες από το ενιαίο σώμα της κεντροδεξιάς παράταξης, διεκδικώντας την πολιτική επικράτηση ή επιβίωσή τους υιοθετούν και στις μεταξύ τους σχέσεις μια έντονη ρητορεία, η οποία υπογραμμίζει τις όποιες υφιστάμενες πολιτικές διαφορές τους και προσθέτει -σε επίπεδο ηθικό και συναισθηματικό- επιπλέον προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα.

Σήμερα, όμως, η χώρα μας εισέρχεται σε μια βαθιά οικονομική και υπαρξιακή κρίση και οι ζωές και οι προσδοκίες των Ελλήνων πολιτών αλλάζουν ραγδαία και βίαια. Και ενώ αποδομείται το πολιτικό και ηθικό υπόβαθρο του ΠΑΣΟΚ και των νοοτροπιών και πρακτικών που αυτό εισήγαγε στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου μας, την ίδια ώρα δικαιώνονται οι διαχρονικές θέσεις που η ιστορική Νέα Δημοκρατία ως εκφραστής της μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης υπερασπίστηκε, με σημαντικά λάθη και δισταγμούς, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Έτσι, σήμερα όσο ποτέ ξανά από το 1974 ο τόπος χρειάζεται την στιβαρή παρουσία της μεγάλης υπεύθυνης Κεντροδεξιάς, της ιστορικής Νέας Δημοκρατίας, η οποία θα υπερβεί τις πολιτικές και συναισθηματικές αβεβαιότητες και, όπως και σε εκείνες τις δύσκολες ώρες, που η χώρα έφτασε στα χείλη του γκρεμού, θα προτάξει τις βασικές επιλογές του έθνους, θα εγγυηθεί την συνέχεια του κράτους και θα δημιουργήσει τις συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής ασφάλειας, που είναι αναγκαίες για να επανέλθει η κοινωνική και οικονομική ζωή στην ομαλότητα.

Στην παράταξη αυτή θα πρέπει όλοι -με εξαίρεση τα εκτός κοινοβουλευτικής τάξης και αρχών στοιχεία- να μπορούν να χωρέσουν, σε επίπεδο συμβολικό και πολιτικό, διατηρώντας τις διαφορετικές ευαισθησίες τους ενταγμένες και υποταγμένες στις βασικές ιδεολογικές αρχές των πηγών του 1974 και στην υπέρτατη ανάγκη, στην οποία καλεί η στιγμή.

Η παράταξη αυτή θα μπορούσε να είναι η μόνη που θα μπορέσει να αποτελέσει μέσα στις συνθήκες διάλυσης του πολιτικού σκηνικού την δύναμη εκείνη που θα κρατήσει την χώρα όρθια και θα υπερασπιστεί διεθνώς τα συμφέροντα και τα δικαιώματά της, αλλά και να αντέξει την δοκιμασία της δύσκολης διακυβέρνησης που θα χρειαστεί ο τόπος στα επόμενα χρόνια, εξασφαλίζοντας μια πλατιά εντολή βασισμένη στην αλήθεια. Την οποία όλοι την ξέρουμε.

Όλοι θα πρέπει να θυμούνται, ότι οι εκλογές που έρχονται δεν είναι το τέλος του δύσκολου δρόμου, είναι σχεδόν η αρχή του.

Thursday, 12 January 2012

Ο Στέφανος Καβαλλιεράκης πάει Ευελπίδων

Ο Στέφανος Καβαλλιεράκης (ο οποίος πριν από λίγες μέρες έγραψε ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα του «ταρίφα» των 80’s – βλ. εδώ) είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος από το Πανεπιστήμιο Strasbourg II στον τομέα των Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών. Έχει πολλούς φίλους δικηγόρους, σε σημείο που πολλοί συνάδελφοί μου αναρωτιούνται γιατί έχει χαθεί τελευταία από τα δικαστήρια. Υπόθεση εργασίας: Έστω ότι ο Στέφανος σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης που πλήττει πρωτίστως τους ελεύθερους επαγγελματίες, αποφασίζει να επενδύσει ένα σημαντικό ποσό σε έναν κλάδο της ελληνικής οικονομίας στον οποίο μπορεί να βοηθηθεί από τις γνωριμίες του.

Αυτή η υπόθεση εργασίας ουσιαστικά περιγράφει τη βασική (τουλάχιστον, έτσι προβλήθηκε από τους δικηγόρους που υποστήριξαν στο Διαδίκτυο την αποχή) ένσταση των Δικηγορικών Συλλόγων, οι αντιδράσεις των οποίων κορυφώνονται με την αποχή που προκήρυξε προχθές το μεσημέρι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών και επικυρώθηκε σήμερα από την Ολομέλεια των Συλλόγων μέχρι την Τρίτη. Το ζήτημα της αποχής καθεαυτής έχει ξανασχολιαστεί σε αυτό το blog (βλ. εδώ, αλλά και την εξαιρετική παρέμβαση του Κώστα Μίχου), συνεπώς ας δούμε την ουσία της ίδρυσης νομικών εταιριών από μη νομικούς που προωθείται και αν όντως η αποχή θα συμβάλει θετικά στην αποτροπή τους.

Ας πάρουμε κάποια γενικότερα δεδομένα πριν δούμε τα θετικά και τα αρνητικά της ρύθμισης αυτής: Πρώτον: Τα έσοδα του δικηγορικού κλάδου μειώνονται για μια σειρά από λόγους: Πρώτος και καλύτερος, η γενική οικονομική κατάσταση, που αποθαρρύνει τους υποψήφιους πελάτες από το να προσφύγουν στην Δικαιοσύνη ή, ακόμα χειρότερα, τους οδηγεί στο να μην πληρώνουν. Επιπλέον, ο φόρτος εργασίας των δικαστηρίων είναι ήδη τεράστιος, με αποτέλεσμα η τελεσιδικία μιας υπόθεσης να παίρνει χρόνια – η φράση «Καταθέτεις την αγωγή ως ασκούμενος και την δικάζεις ως δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω» φοριέται πολύ τελευταία. Συνεπώς, η αμοιβή του δικηγόρου αργεί. Δεύτερον, οι αμοιβές των Νέων Δικηγόρων – συνεργατών είναι ήδη ιδιαίτερα χαμηλές, περίπου 1.000€ το μήνα στην καλύτερη περίπτωση. Τρίτον: Οι Δικηγόροι, όπως και όλοι οι ελεύθεροι (ή σχεδόν ελεύθεροι) επαγγελματίες, πλήττονται από τη βάρβαρη φορολογία που τους επιβάλλει ένα κράτος που αρνείται να ελέγξει τι εισόδημα έχουν πραγματικά και απλά θέτει (ο Θεός να τα κάνει) τεκμήρια. Συμπέρασμα: Ο όγκος των χρημάτων που διακινείται στον τομέα της Δικαιοσύνης είναι σταθερά μειούμενος και αυτό δεν προβλέπεται να αλλάξει σύντομα, καθώς δεν προβλέπεται σύντομα να ανατραπούν τα τρία ως άνω δεδομένα.

Οι νομικές εταιρίες από μη νομικούς θα συνέβαλαν στη διεύρυνση του κύκλου χρήματος του δικηγορικού χώρου. Όποιος διαφωνεί με την ιδέα αυτή, μπορεί να καταφύγει στον δανεισμό για να σταματήσει την πτωτική πορεία του κύκλου εργασιών του, αν και, με τα υπάρχοντα οικονομικα δεδομένα, ο δανεισμός είναι σαφέστατα δύσκολος και αρκετά επικίνδυνος Επιπλέον, θα προσδώσουν στα γραφεία κάτι που κατά κοινή ομολογία λείπει: Οργάνωση και προγραμματισμό, καθώς τα περισσότερα γραφεία λειτουργούν χωρίς ή, έστω, με εμπειρικές γνώσεις management. Τέλος, μέσω μεγάλων εταιριών θα γινόταν πιο εύκολη η σύνδεση των Νομικών Σχολών με την αγορά εργασίας, με τον κατάλληλο εκσυγχρονισμό, βέβαια, των Γραφείων Διασύνδεσης.

Γιατί, όμως, η ιδέα των νομικών εταιριών από μη νομικούς είναι τόσο αντιδημοφιλής; Κατ’ αρχάς, για τον μύθο περί συμπίεσης των αμοιβών και χειροτέρευσης των εργασιακών σχέσεων. Αφ’ ενός οι νέες νομικές εταιρίες στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν καλούς επαγγελματίες προφανώς δεν θα δώσουν μισθούς πείνας (αλλιώς πολύ απλά δεν θα βρουν καλούς εργαζομένους) και αφ’ ετέρου οι μισθοί των έμμισθων δικηγόρων είναι ήδη τόσο χαμηλοί που δεν έχουν σοβαρό περιθώριο μείωσης. Συν τοις άλλοις, οι μισθοί αυτών των εταιριών στην Αμερική, όπου υφίστανται, είναι σε δυσθεώρητους για τα ελληνικά δεδομένα αριθμούς. Μύθος είναι επίσης η επαπειλούμενη επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων: Αυτή τη στιγμή οι έμμισθοι δικηγόροι είναι από τους πλέον σκληρά εργαζομένους, συνήθως χωρίς καν ωράριο. Επειδή ακόμα και οι πλέον σκληροπυρηνικοί προφήτες του εργασιακού μεσαίωνα δεν προβλέπουν πάνω από 16 ώρες εργασίας, ας τα πουν σε κάποιον άλλο κλάδο που κινδυνεύει να χάσει τη βολή του.

Δύο ακόμα μύθοι σχετίζονται από τη μία με την υποβάθμιση του δικηγόρου σε υπάλληλο και από την άλλη στην αδυναμία διοίκησης μιας νομικής εταιρίας από κάποιον που δεν ξέρει τα «κόλπα». Αναφορικά με τον πρώτο, συγγνώμη, αλλά δεν νομίζω ότι κάποιος που τελείωσε Νομική μπορεί να έχει ένα τόσο ασήμαντο επαγγελματικό σύμπλεγμα. Σχετικά με τον δεύτερο, απλά ας σκεφτούμε ότι ο «Άκτωρ» μια χαρά ιδρύθηκε και γιγαντώθηκε από έναν μη πτυχιούχο Πολυτεχνείου, ομοίως και το «Υγεία» από έναν μη πτυχίο Ιατρικής – οι παθογένειες που εμφανίζουν αυτοί οι χώροι ουδεμία σχέση έχουν με αυτό. Για να μην τα πολυλογούμε, το αν αυτός που πληρώνει και αυτός που (ευελπιστεί να) κερδίζει χρήματα από μια νομική εταιρία είναι νομικός ή όχι προσωπικά μου είναι παντελώς αδιάφορο και αρνούμαι ότι έχει την παραμικρή σχέση με οποιαδήποτε πολιτική, ιδεολογική ή νομική προσέγγιση.

Είναι απορίας άξια η οξεία αντίδραση απ’ τη στιγμή που, στην ουσία, ελάχιστα πράγματα θα αλλάξουν συγκριτικά με το υπάρχον καθεστώς: Ήδη γραφεία αναλαμβάνουν την πλήρη νομική εκπροσώπηση εταιριών με πάγια αντιμισθία. Μάλιστα, οι περισσότεροι δικηγόροι αποζητούν τέτοιες ευκαιρίες, οι οποίες αποτελούν βασικό χρηματικό «αιμοδότη» του γραφείου τους. Υπάρχει, τελικά, κάτι που αλλάζει δραματικά με αυτή την δαιμονοποιημένη ρύθμιση; Ενδεχομένως, ναι: Αυτό είναι η απόλυτη κυριαρχία των Δικηγορικών Συλλόγων, οι οποίοι προφανώς θα δυσκολεύονται περισσότερο στο να λαμβάνουν ακραία μέτρα όπως οι αποχές. Κρίνοντας από τις αντιδράσεις πολλών συναδέλφων στην πρόσφατη ανακοίνωση, δεν νομίζω ότι η δυσαρέσκεια προς κάτι τέτοιο θα είναι τεράστια.

Ασφαλώς οι νομικές εταιρίες από μη νομικούς δεν θα λύσουν όλα τα προβλήματα του κλάδου. Σίγουρα, όμως, θα συμβάλουν στην ομαλότερη μετάβαση στην νέα εποχή της δικηγορίας, χωρίς τους επαρχιωτισμούς του παρελθόντος. Όσοι είναι αντίθετοι στην ίδρυσή τους, ας πουν ξεκάθαρα ότι προτείνουν μια μακρά περίοδο οικονομικής στενότητας, αφήνοντας κατά μέρος ηθικολογίες περί συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, τις οποίες θυμούνται μόνο στις ζημίες, ενώ αξιώνουν τα κέρδη τους να «μετράνε» σαν αυτά των πλήρως ελεύθερων επαγγελματιών. Η για άλλη μια φορά απαράδεκτη στάση του Υπουργείου και της Κυβέρνησης απέναντι στους δικηγόρους δεν αναιρεί τα θετικά μέτρα της νέας νομοθετικής ρύθμισης. Και κάτι τελευταίο, όσο κάποιοι προσπαθούν να ξορκίσουν τους κακούς κερδοσκόπους με αποχές, τόσο οι τελευταίοι θα τρίβουν τα χέρια τους, περιμένοντας να πέσει όχι το ώριμο, αλλά το σάπιο φρούτο.

Saturday, 7 January 2012

Κοινωνικά και Πολιτικά συμπεράσματα μετά από μια κουβέντα μ’έναν τιμημένο “ταρίφα” των 80’s


του Στέφανου Καβαλλιεράκη
(Δρ. Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών πανεπιστημίου Strasbourg II)


Ι. Το γενικό πλαίσιο

Όταν γύρισα από το εξωτερικό το 2006 έτυχε οι περισσότερες εργασίες μου να βρίσκονται ή να σχετίζονται στο κέντρο. Το θέμα της κίνησης μου προς και από το Κέντρο το έλυσα με συγκοινωνία η οποία από το Βύρωνα είναι αρκετά αξιοπρεπής και την επιστροφή λίγο κάποιος φίλος, πάλι λεωφορείο κανά περπάτημα και δυο τρεις φορές την πολυτέλεια του ταξί. Εξάλλου η εξοικονόμηση από την μη χρήση του αυτοκινήτου το επέτρεπε. Αν και ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στον έλληνα ταξιτζή, έχοντας ως παιδί, έφηβος αλλά και φοιτητής τις αναμνήσεις παλαιών συχνά άθλιων αυτοκινήτων, τριπλόκουρσα, κατέβασμα εκεί που βολεύει τον οδηγό και όχι τον πελάτη και άλλα χαριτωμένα από την εποχή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, της εποχής των Κολλάδων και του σημιτικού εκσυγχρονισμού. Παρ όλα αυτά ήταν και η εποχή που το ταξί ήταν μια από τις πιο προσοδοφόρες μπίζνες που υπήρχαν.

Η αλήθεια είναι ότι η Ολυμπιάδα στο χώρο των ταξί φαίνεται ότι έκανε ένα από τα λίγα καλά που προσέφερε σ αυτό τον τόπο. Υπήρξε μια ανανέωση του στόλου, μπήκαν αποδείξεις, πιο σωστά ταξίμετρα, γενικά το ταμπλό του ταξί μαζί με το GPS μοιάζει πιο πολύ με πολυχώρο. Πρόσφατα μάλιστα μπήκα και σε ταξί μ ενσωματωμένο ταξίμετρο στον καθρέφτη. Το στελεχιακό δυναμικό επίσης των ταξί δείχνει αρκετά ανανεωμένο, πολλά νέα παιδιά χρεωμένα με δεκάδες χιλιάδες ευρώ τα τελευταία χρόνια σε “κατασκευαστικά” δάνεια για να πάρουν μια άδεια συνήθως ευγενέστατα και με ιδιαίτερο επαγγελματισμό ενώ η εύρεση ταξί έγινε πολύ πιο εύκολη λόγω κρίσης .

Αυτή την μάλλον ειδυλλιακή κατάσταση στη χώρα των ταξί ήρθε –επιτέλους- να μου την ανατρέψει η προχθεσινή μίνι περιπέτεια μου.

ΙΙ. Ο πρωταγωνιστής

Γύρω στις 9.00 το βράδυ μετά από μια κουραστική ημέρα ήρθε η ώρα να πάρω ένα ταξί να πάω προς τον αγαπημένο Βύρωνα. Συνήθως τους περνάω τους οδηγούς ταξί ένα μικρό face control αλλά ήμουν τόσο ψόφιος που εκείνη την στιγμή δε θ αναγνώριζα ούτε την πρώην γυναίκα μου (που δεν έχω ακόμη). Το πρώτο που με παραξένεψε ήταν μια περίεργη μυρωδιά που είχε το ταξί, δυο σακούλες στην θέση του συνοδηγού ήταν η απάντηση, η μυρωδιά της προτηγανισμένης πατάτας πρόδιδε το περιεχόμενο της πρώτης σακούλας, ενώ το λαδωμένο δεξί χέρι που έμπαινε αρειμανίως στην δεύτερη περιείχε ένα μάλλον σιχαμένα λιπαρό κρέας. Μικρό το κακό σκέφτηκα , εδώ πέθαινα εγώ της πείνας εξάλλου όταν τον ξανακοίταξα καλύτερα ήταν κοντά στα δύο μέτρα και καμιά 150αριά κιλά. Λίγο αργότερα ήρθε το δεύτερο χτύπημα. Η συνήθης ερώτηση των οδηγών ταξί όταν τους λες Βύρωνα είναι αν πάμε από Φορμίωνος ή Φρύνης δλδ στο κέντρο Βύρωνα. Όλως περιέργως όχι δεν με ρώτησε αλλά διάλεξε την διαδρομή της Φορμίωνος η οποία δεν με εξυπηρετεί, αλλά κομμάτια να γίνει ξανασκέφτηκα ας μην κάνουμε débat τώρα. Όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα όμως τα γαλλικά του συμπαθούς οδηγού ήταν πολύ καλύτερα από τα δικά μου.

Στο πρώτο φανάρι που σταμάτησε διαπίστωσα ότι τα φώτα δεν λειτουργούσαν και είχα την μάλλον ατυχή ιδέα να το επισημάνω. «Πάλι χάλασε το γ***δι?» αναρωτήθηκε βάζοντας στο στόμα του μια τεράστια μπουκιά λίπους με πατάτες. Ανοίγει την πόρτα, κατεβαίνει και αρχίζει να βαράει τον προβολέα. « Δεν κάνει επαφή το φις» μου φώναζε απ’ έξω και εγώ έγνεφα συγκαταβατικά το κεφάλι. Ο σκηνοθέτης όμως είχε κέφια αφού ξαφνικά πραγματικά από το πουθενά προέβαλλε μια ξανθιά ύπαρξη ομολογουμένως εντυπωσιακή. « Είστε ελεύθερος» ? ρώτησε με μια γλυκιά αφέλεια τον τραχύ οδηγό. «Μακάρι να ήμουν κοριτσάρα μου, που πας?» ήταν η μάλλον αναμενόμενη ερώτηση του οδηγού. «Αμπελοκήπους» του είπε εκείνη, με ζώσανε φίδια εκείνη την στιγμή μήπως μου ζητούσε να κάνουμε καμιά μικρή παράκαμψη στην καλύτερη ή με πέταγε κιόλας από το αυτοκίνητο για να επιβιβάσει την «κοριτσάρα» στην χειρότερη. «Βύρωνα πάω» της είπε με φανερή δυσαρέσκεια , ευτυχώς σκέφτηκα αντιστάθηκε. Μπήκε μέσα με μια σχετικά ευέλικτη για τα κιλά του κίνηση χωρίς βέβαια να έχει φτιάξει το φως αφού είχε ανοίξει και το πράσινο αναφωνώντας « Και κ***α και ξανθιά» αποφάνθηκε και μου έδωσε να καταλάβω ότι παίρνει πόντους για το γενικό προϊόν αλλά το ξανθό προσθέτει το κάτι παραπάνω. « Δεν έχουμε πια λεφτά αγόρι μου για τέτοιες, μόνο αν κάτσει κανένα τυχερό» . Η κουβέντα για την κρίση ήταν πια προ των θυρών.

ΙΙΙ. Η κρίση και η αντιμετώπιση της

Τα δεδομένα ήταν πια στο τραπέζι , το θύμα, το case study και ο υποχρεωμένος ακροατής, μεταφέρω πλέον σχεδόν αυτούσια:

-«Εδώ μας κατάντησαν οι παλιοκερατάδες, οι Αρσακειάδες του Κολεγίου (sic) , στην Ελλάδα πια είναι μόνο για να περνάς καλά και να ζεις παράνομα, αυτό κάνω και γω. Εμένα που με βλέπεις γεννήθηκα στην παρανομία δεν θα αφήσω τις παλιό***τες να με γ***νε μέρα με την μέρα».

Μια πρώτη προσπάθεια να τον διακόψω στέφθηκε με πανηγυρική αποτυχία. Συνέχισε απτόητος:

-«Πλήρωσα μόνο το χαράτσι έτσι για να τους έχω χεσμένους και για να τους γ***ω όποτε θέλω. Μου στείλανε 600 ευρω τέλη γιατί έχω λέει πολυτελές αμάξι. Ναι ρε π***τηδες, έχω μ αυτό κ***ώνω. Πήγα κατέθεσα τις πινακίδες και τύπωσα δυο δικές μου και κυκλοφορώ τι θα μου κάνουν? Επιτηδεύματα, αλληλεγγύη, έκτακτη εισφορά δεν πλήρωσα τίποτα. Ξέρεις τι έκανα, σε μια φάρμα έξω από την Χαλκίδα που έχω πήρα μια Αγελάδα, 7 γουρούνια και 17 κουνέλια (sic) , έβγαλα το λάδι μου και όταν όλες οι γ***όλες θα πεινάνε στην Αθήνα τον Μάρτιο εγώ θα ξεχειμωνιάζω εκεί» (Το πώς θα ξεχειμωνιάζει κάπως το Μάρτιο είναι μια άλλη κουβέντα στην οποία δεν θέλησα να μπω).
Να σου και η πολιτική εκτίμηση, στο τελευταίο δεν πολύ -διαφωνούσα κάπου εκεί βλέπω και γω το μπαμ αλλά δεν υπήρχε λόγος να εκφράσω την συναίνεση μου και να διακόψω τον ανεκτίμητης αξίας θεατρικό μονόλογο.

-«Μην ασχολείσαι μ αυτή την χώρα ήταν και θα είναι ένα μπ***δελο» ήταν οι τελευταίες σοφές κουβέντες που ακούστηκαν από τα χείλη του.

Επίλογος: Tα πολιτικά συμπεράσματα

Ευτυχώς ο Βύρωνας πλησίαζε και όπως έλεγε και ο παππούλης μου να ναι καλά εκεί που βρίσκεται, ο Βύρωνας είναι τόσο κοντά και τόσο μακριά όσο χρειάζεται από το Κέντρο. Όταν κατέβηκα εννοείται σε απόσταση 6-7 λεπτών περπάτημα από το σπίτι μου, τα αυτιά μου βούιζαν από τον λεκτικό βιασμό en frqnçais αλλά όσο περπατούσα σκεφτόμουν 2-3 πράγματα:

1. Η επανάσταση στην Ελλάδα δεν θα έρθει μάλλον όπως την φαντάζονται οι φίλοι μας από την Αριστερά δηλαδή συλλογικά , με μαχητικές πορείες κτλ αλλά ατομικά. Ένας ένας θα σταματήσουμε να πληρώνουμε ζώντας σε μια « εμφανή παρανομία» και κάπως έτσι θα πορευόμαστε.

2. Δεν υπάρχει κανένα συλλογικό όραμα ούτε σωτηρίας, ουτε αντίδρασης και το χειρότερο δε δείχνει να υπάρχει κανείς να μπορεί να το εμπνεύσει.

3. Έχει εγγραφεί πλέον με βεβαιότητα στο συλλογικό υποσυνείδητο ότι το μεγάλο μπαμ είναι θέμα χρόνου.

Είχα μπει ήδη σπίτι μου , το νερό έβραζε και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τα μακαρόνια μου, το αγαπημένο φαγητό κάθε εργένη που σέβεται τον εαυτό του.