Saturday, 17 December 2011

Τα μαγαζιά των Ελλήνων τα Χριστούγεννα

του Κώστα Μίχου

Όποιος έχει αποτολμήσει ένα ιδιωτικό εμπορικό εγχείρημα ξέρει πολύ καλά ότι πίσω και από το τελευταίο "μαγαζί" που κάθε μέρα ή νύχτα διεκδικεί το μερίδιό του στην οικονομική δραστηριότητα κρύβεται ένας μεγάλος κόπος και κίνδυνος, αλλά και ένας ολόκληρος μικρός κόσμος.

Από τα παλιά χρόνια ήταν η φύση της οικονομίας μας και του Έλληνα τέτοια, που το σύνολο της ιδιωτικής οικονομίας αναπτύχθηκε πάνω στην μικρή οικονομική μονάδα, την στηριγμένη στην πρωτοβουλία και στην ενέργεια ενός ή δύο και στην εξαρτημένη εργασία κάποιων ακόμη, που άλλοτε προσπαθούσε απλά να επιβιώσει, κι άλλοτε εξασφάλιζε στους ιδιοκτήτες της μια δικαίωση μεταφρασμένη σε πλούτο και καταξίωση.

Παντοπωλεία, κρεοπωλεία, εμπορικά καταστήματα και μικρές βιοτεχνίες στην αρχή, μετά δικηγορικά και τεχνικά γραφεία, ιατρεία, σούπερ μάρκετ και σουβλατζίδικα• και πιό μετά αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, κομμωτήρια, γυμναστήρια, μπουτίκ, πολυτελή εστιατόρια και μπάρ και ό,τι άλλο προέκυψε με την πορεία των ετών από την αυξανόμενη ζήτηση της κατανάλωσης.

Και ακόμη κι όταν μεγάλες ξένες εταιρείες ήρθαν να διεκδικήσουν κι αυτές το μερίδιό τους στην ολοένα και πιό απαιτητική ελληνική αγορά, τα μαγαζιά των Ελλήνων, μικρά και μεγάλα, άντεξαν και συνέχισαν να ζούν και να αποτελούν τον κορμό της ιδιωτικής ελληνικής οικονομίας, αλλάζοντας κι αυτά γρήγορα, τόσο οι βιτρίνες τους, όσο και οι άνθρωποί τους, μαζί με την ελληνική κοινωνία.

Το μόνο που δεν άλλαξε όλα τα χρόνια αυτά ήταν η γκρίνια και το μόνιμο παράπονο του Έλληνα "μαγαζάτορα", πότε για έναν φόρο που μπήκε παραπάνω, πότε για ένα πρόστιμο του Δήμου ή της εφορίας και πάντοτε για την "κρίση" της οικονομίας, που κάθε -μα κάθε- χρόνο είχε συνέπεια "η αγορά να έχει κάτσει 20% σε σχέση με πέρυσι".

Μα και η συγκαταβατική γκρίνια αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αναγκαία ψυχολογική άμυνα του Έλληνα "εμπόρου", που ανεξάρτητα από την κατάστασή του έβλεπε το μαγαζί του να πλέει σε ένα αβέβαιο οικονομικό και διοικητικό περιβάλλον και να βαδίζει σε μια λεπτή ισορροπία• και έμαθε για τον λόγο αυτό ο Έλληνας "έμπορος" να λειτουργεί σαν το στρείδι, πάντα επιφυλακτικός σε κάθε στροφή της πολιτικής και οικονομικής εξέλιξης.

Μα έφτασε η ώρα, που δεν είναι η "γκρίνια" που δημιουργεί της ειδήσεις για την "πτώση της αγοράς", αλλά η πραγματικότητα.

Ο πλούτος που μέσα σε τριάντα χρόνια δημιούργησε νέες πραγματικότητες και ανάγκες στην ελληνική αγορά και που πάνω στο κύμα του τα μαγαζιά των Ελλήνων έφτασαν στην σημερινή τους γεωγραφία "έτσι ξαφνικά" χάθηκε.

Και το πρόβλημα φέτος δεν είναι ότι η αγορά "κάθησε" 20 ή 30%, αλλά ότι η αγορά -και μαζί με αυτήν και η ελληνική κοινωνία- άλλαξαν, οριστικά και ριζικά.

Την φετινή αγορά δεν την αποτελούν υπάλληλοι που πήραν δυό ολόκληρους μισθούς, αλλά έναν κι αυτόν κομμένο• ούτε κάτοχοι πιστωτικών καρτών με ατελείωτα υπόλοιπα, ούτε εισπράκτορες παχυλών μισθωμάτων, τόκων ή μερισμάτων και πωλητές πατρικών ή προπατορικών ακινήτων.

Την φετινή αγορά την αποτελούν Έλληνες που βλέπουν την καταναλωτική τους δύναμη να έχει μειωθεί όχι μόνο θεαματικά, αλλά και με έναν τρόπο μόνιμο.

Η μεταβολή αυτή, ιδωμένη συνολικά, σημαίνει ένα απλό πράγμα: Τα σημερινά μαγαζιά των Ελλήνων, στο είδος και τον αριθμό τους, είναι γεννήματα μιας κοινωνίας που πια δεν υπάρχει κι αλλάζει μέρα με την μέρα• και με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, δεν θα ξαναϋπάρξει ποτέ.

Στο τέλος αυτής της αλλαγής, πολλά από αυτά τα μαγαζιά, ό,τι κι αν κάνουν οι ιδιοκτήτες τους, όση υπομονή κι αν δείξουν κι ό,τι θυσίες και να κάνουν, θα καταλήξουν αόρατα μπροστά σε ένα κοινό που θα είναι υποχρεωμένο ή θα μάθει να τα προσπερνά χωρίς να τα βλέπει.

Κοντά σε όλα τα παραπάνω, έρχεται και ένα επιτιθέμενο κράτος, που τιμωρεί σήμερα με αυστηρότητα για όσα μέχρι χθές το ίδιο ευνοούσε.

Έτσι, τα φετινά Χριστούγεννα, έχουν κάτι πένθιμο για τα μαγαζιά των Ελλήνων, σαν τέλος μιας εποχής που έρχεται πριν έρθει η αρχή της επόμενης.

Όμως, τα μαγαζιά των Ελλήνων, ακόμη κι αν είναι αναγκασμένα να μάθουν για μια ακόμη φορά να ζούν σε ένα νέο τοπίο, είναι αυτά που κάθε φορά μετά από τόσες πολλές εθνικές καταστροφές και τραγωδίες, αβοήθητα από τους πάντες, μπήκαν μπροστά και έσυραν το κάρο για την γέννηση κάθε φορά μιας νέας οικονομίας.

Και σήμερα, μπροστά σε ένα κράτος ανίκανο να λύσει τα προβλήματα που εκείνο δημιούργησε, στην δημιουργικότητα και την πρωτοβουλία των Ελλήνων πάλι πέφτει ο κλήρος για να ξεκινήσει να λειτουργεί -σχεδόν πάλι από την αρχή- μια διαφορετική, καινούρια, θετική και παραγωγική οικονομία• αλλα και ο κλήρος για την δημιουργία μιας νέας αισιοδοξίας, που είναι αναγκαία για να μην προκαλέσει η κατάρρευση της κρατικής οικονομίας συμφορές στην ελληνική κοινωνία.

Τα μαγαζιά των Ελλήνων πρέπει άλλη μια φορά να παλέψουν για την επιβίωσή τους αλλάζοντας και να γεννηθούν ξανά σε νέες μορφές και πάνω σε νέες ιδέες.
Στον αγώνα τους αυτό, για την επιβίωσή τους και την αλλαγή τους, τα μαγαζιά των Ελλήνων αξίζουν τον σεβασμό όλων μας.

Εύχομαι καλά Χριστούγεννα σε όλους τους Έλληνες "μαγαζάτορες".

Sunday, 4 December 2011

Μπρόκολο ή φόρος; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω.

Γνωρίζω ότι έχω αρκετά περιττά κιλά. Γνωρίζω, επίσης, ότι αυτό δεν είναι καλό για την υγεία μου και έχω προσπαθήσει αρκετές φορές να τα χάσω, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Ο τρόπος ζωής μου και η δουλειά μου δεν με βοηθούν, αλλά ευτυχώς ο καλός πατερούλης που λέγεται κράτος ετοιμάζεται να με σώσει, όπως τόσες και τόσες φορές έχει κάνει στο παρελθόν. Η είδηση πέρασε στα "ψίλα", τόσο λόγω των καταιγιστικών εξελίξεων των τελευταίων δύο μηνών, αλλά και λόγω της γενικής απάθειας που δείχνουν οι Έλληνες σε θέματα φορολόγησης της ελευθερίας επιλογής: Η Δανία είναι η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που εισήγαγε φόρο επί των κορεσμένων λιπαρών των τροφών. Είναι, τελικά, αυτή η λύση στο (όντως υπαρκτό) πρόβλημα της παχυσαρκίας ή μήπως πρόκειται για μια ατελέσφορη παρέμβαση στον στενό πυρήνα των ατομικών μας δικαιωμάτων;

Το πρώτο επιχείρημα των υποστηρικτών αυτού του μέτρου είναι ότι έτσι θα μειωθεί η κατανάλωση βλαπτικών τροφών, όπως έγινε με τα τσιγάρα. Προσωπικά, δεν γνωρίζω κανέναν καπνιστή που να "το έκοψε" για οικονομικούς λόγους. Οι περισσότεροι απλά "έριξαν" την ποιότητα του προϊόντος που αγόραζαν ή κατέφυγαν στα "στριφτά". Συνεπώς, το πιο πιθανό αποτέλεσμα αυτού του μέτρου θα είναι η κατανάλωση φτηνότερων (άρα και χειρότερης ποιότητας τις περισσότερες φορές) τροφών με παρόμοια ποσότητα λιπαρών. Η όποια μείωση, λοιπόν, της ποσότητας θα συνεπάγεται ενδεχομένως μεγαλύτερη πτώση της ποιότητας, άρα, με απλά λόγια, το κράτος κερδοσκοπεί με τα πάθη των πολιτών του χωρίς επί της ουσίας να πετυχαίνει τον αρχικό σκοπό του.

Ένα άλλο επιχείρημα θα μπορούσε να είναι ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα είναι πιο ευάλωτα σε ασθένειες, άρα είναι λιγότερο παραγωγικά και ενδέχεται να επιβαρύνουν περισσότερο τις δαπάνες για την υγεία. Με την ίδια ακριβώς λογική, θα έπρεπε να αποθαρρύνουμε τους πολίτες από το να ακολουθούν επαγγέλματα με αυξημένο στρες, όπως δικηγόροι και γιατροί, με αυξημένο κίνδυνο, όπως οι αστυνομικοί, ή θα έπρεπε να επιβληθεί επιπλέον φόρος σε επικίνδυνα χόμπι. Επειδή, λοιπόν, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θα είχαμε μια κοινωνία δημοσίων υπαλλήλων με ζωή που δεν θα τη ζήλευε ακόμα και υπερήλικας συνταξιούχος, δεν νομίζω ότι αυτό το επιχείρημα είναι ορθό. Εξάλλου, για αυτούς τους λόγους υπάρχει και η ιδιωτική ασφάλιση, την οποία οι απανταχού κρατιστές ξορκίζουν χειρότερα και από τον Διάβολο.

Τέλος, το επιχείρημα της προστασίας του "κοινού καλού" είναι νομίζω καταφανώς έωλο: Είναι ανήθικο, ανεδαφικό και ανεφάρμοστο να επιβάλλονται περιορισμοί στον τρόπο ζωής οποιουδήποτε με πρόσχημα μια αόριστη έννοια, πολλώ δε μάλλον είναι απαράδεκτο και παράνομο στο όνομα αυτής της αόριστης έννοιας να διαχωρίζει το κράτος τους πολίτες σε "καλούς" και "κακούς", τιμωρώντας τους πρώτους με οικονομικές ποινές όπως η φορολόγηση της προσωπικής επιλογής τους, για ένα θέμα.Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, δεν βλάπτεται κανένας άλλος πέραν του ίδιου του ατόμου, συνεπώς ελλείπει ακόμα και η επίφαση της προστασίας τρίτων προσώπων, όπως έγινε με τον αστείο αντικαπνιστικό νόμο.

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, το θέμα της παχυσαρκίας είναι και σοβαρό, και μεγάλης έντασης. Οι μόνες πρωτοβουλίες που μπορεί και πρέπει να πάρει το κράτος σε συνεργασία με την κοινωνία των Πολιτών είναι να ενημερώσει με έξυπνο και αποτελεσματικό τρόπο για τα προβλήματα που δημιουργεί το υπερβολικό βάρος, να δημιουργήσει χώρους άθλησης που δεν θα αποθαρρύνουν τον πολίτη από την άθληση, αλλά θα του προσφέρουν εναλλακτικές επιλογές και, τέλος, να ενθαρρύνει (διά της απουσίας του από την ρύθμιση της αγοράς) την παραγωγή μεσογειακών προϊόντων, η καλλιέργεια των οποίων έχει αντικατασταθεί από πάσης φύσεως αδρά επιδοτούμενα άχρηστα προϊόντα. Αν, πάλι, δεν τα καταφέρει, τότε κακό του κεφαλιού του κάθε παχύσαρκου. Υπάρχει, όμως, κάτι πολύ χειρότερο από την παχυσαρκία, και αυτό είναι η φορολόγηση της προσωπικής μας ελευθερίας.

Sunday, 13 November 2011

Η παρακαταθήκη του Γιώργου Παπανδρέου

του Αντίοπου Δ. Σελιανίτη

Στις 31 Οκτωβρίου 2011 ο πρωθυπουργός, κ. Παπανδρέου, μόλις 4 ημέρες μετά την συμφωνία της συνόδου Κορυφής των Βρυξελλών για την αναδιάρθρωση (κούρεμα) του ελληνικού χρέους, εξαγγέλλει στην Κ.Ο. του ΠαΣοΚ την διενέργεια δημοψηφίσματος για την αποδοχή η μη της συμφωνίας της 26ης – 27ης Οκτωβρίου. Τούτο, δε, την στιγμή που αμέσως μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το τελικό ύψος του "κουρέματος", η κυβέρνηση, όχι μόνο συνήνεσε και συνυπέγραψε το κείμενο της συμφωνίας, αλλά έσπευσε κιόλας – εντελώς υποκριτικά – να την εμφανίσει στην ελληνική κοινή γνώμη ως επιτυχία, προσωπική επιδίωξη και νίκη του πρωθυπουργού.

Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος συνοδεύτηκε από μια ακατάληπτη και αλλοπρόσαλλη ρητορεία απερίγραπτου λαϊκισμού, που οδήγησε ακόμα και εναπομείναντες θερμούς υποστηρικτές του κ. Παπανδρέου να αναρωτηθούν αν είναι σε θέση να αντιληφθεί την πραγματικότητα και πού οδηγεί την χώρα.

Η ενέργεια του πρωθυπουργού άφησε άφωνη την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο, προκάλεσε χάος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, χάος σχετικά με το πρόγραμμα δανεισμού της χώρας, ενώ παράλληλα τορπίλισε εν τη γενέσει της την ίδια την συμφωνία για το εθελοντικό κούρεμα του ελληνικού χρέους.

Της απονενοημένης και άφρονος εξαγγελίας του δημοψηφίσματος ακολούθησε η σύνοδος τωνG20 της 2ας Νοεμβρίου στις Κάννες, όπου η χώρα έμελλε να υποστεί μια πρωτόγνωρη εθνική ταπείνωση. Η καγκελάριος της Γερμανίας και ο πρόεδρος της Γαλλίας, αφού αντιμετώπισαν με σκαιό τρόπο και αποδοκίμασαν δημοσίως τον Έλληνα πρωθυπουργό - και στο πρόσωπό του την ίδια την χώρα μας, ακύρωσαν το ερώτημα του δημοψηφίσματος, όπως είχε τεθεί απ’ τον κ. Παπανδρέου (όχι όμως και από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης κ. Βενιζέλο ο οποίος είχε ήδη μιλήσει ανοιχτά στην Κ.Ο. του ΠαΣοΚ για το πραγματικό διακύβευμα του δημοψηφίσματος) και του επέβαλαν το αδιανόητο ερώτημα "ευρώ ή δραχμή", το οποίο αποδέχθηκε ο πρωθυπουργός διασύροντας και ταπεινώνοντας την χώρα διεθνώς για ακόμη μια φορά.

Οι ώρες που ακολούθησαν την σύνοδο των Καννών είναι ίσως οι δραματικότερες της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας. Η χώρα βρέθηκε στο χείλος της αβύσσου, στα πρόθυρα ενός νέου εθνικού διχασμού και μπροστά στο φάσμα μιας ανυπολόγιστης οικονομικής, αλλά και κοινωνικής καταστροφής. Και όλα αυτά με πρωτοβουλία του ίδιου του πρωθυπουργού της χώρας, η οποία τελικά απετράπη λόγω της σφοδρότατης αντίδρασης της πλειοψηφίας των κυβερνητικών στελεχών και κυρίως εξαιτίας της εθνικά υπεύθυνης και με μεγάλο πολιτικό κόστος στάσης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όλοι, ακόμα και οι πιο αδαείς, είναι σε θέση να αντιληφθούν, ότι ο κ. Παπανδρέου δεν επεδίωκε την νομιμοποίηση της πολιτικής του με την εν λόγω εξαγγελία. Άλλωστε, αν επιθυμούσε κάτι τέτοιο θα προσέφευγε σε εκλογές. Η επίκληση του λόγου αυτού αναιρέθηκε από τον ίδιο λίγο αργότερα, όταν τελικά αναγκάστηκε να πάρει πίσω το δημοψήφισμα. Δεν δίστασε μάλιστα να ισχυριστεί, ότι, με την συναίνεση της Νέας Δημοκρατίας στην συμφωνία της Συνόδου Κορυφής, δεν υπάρχει πλέον λόγος για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, συνεχίζοντας με τα λεγόμενά του τον δίχως τέλος κατήφορο του ιδίου και της χώρας. Είναι σαφές, ότι τα κίνητρα του κ. Παπανδρέου ήταν καθαρά ιδιοτελή, τυχοδιωκτικά και είχαν ως μοναδικό σκοπό την, μέσω της ωμής εκβίασης των πολιτών, παραμονή του στην εξουσία. Άλλωστε, δεν γεννάται πλέον η παραμικρή αμφιβολία ότι ο κ. Παπανδρέου, μέχρι και την τελευταία στιγμή, πριν αναγκαστεί να παραδώσει την εξουσία, εξάντλησε και την τελευταία πιθανότητα που είχε προκειμένου να διατηρήσει την καρέκλα του, φτάνοντας μέχρις του σημείου να επιχειρήσει να επιβάλει ως πρωθυπουργό τον κ. Πετσάλνικο, δηλαδή άνθρωπο της απόλυτης επιρροής του, αδιαφορώντας προκλητικά για το εθνικό συμφέρον.

Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος και η σύνοδος των Καννών απέδειξαν ότι, απ’ τον Οκτώβριο του 2009 και για περίπου δύο χρόνια, στο τιμόνι της υπερήφανης και σπουδαίας αυτής χώρας βρέθηκε ένας άκρως επικίνδυνος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία εξαπατώντας τον ελληνικό λαό με το περίφημο "λεφτά υπάρχουν". Ένας πρωθυπουργός που με τις απίστευτες παλινωδίες, καθυστερήσεις των πρώτων μηνών της διακυβέρνησής του, με την άρνησή του να λάβει το οποιοδήποτε μέτρο που θα ανέκοπτε τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού, αλλά και με την εμμονή του στην διαρκή δυσφήμηση της χώρας στο εξωτερικό ("κυβερνώ μια διεφθαρμένη χώρα", "αλλάζουμε ή βουλιάζουμε", σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του τότε Υπ.Οικ. περί "Τιτανικού" κ.α.), δεν πέτυχε τίποτα άλλο απ’ το να στοχοποιήσει την χώρα, να μετατρέψει την κρίση χρέους σε πρωτόγνωρη κρίση δανεισμού και τελικά να οδηγήσει την Ελλάδα με χειρουργική ακρίβεια εκτός αγορών, στην αγκαλιά του Δ.Ν.Τ. και στο Μνημόνιο.

Η καταστροφική πολιτική του δεν ολοκληρώθηκε με την υπογραφή του Μνημονίου στις αρχές Μαΐου 2010, αλλά το σημείο εκείνο αποτέλεσε το εφαλτήριο για την διάλυση της ελληνικής οικονομίας και του κοινωνικού ιστού της χώρας. Η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ υπό του κ. Παπανδρέου, 18 περίπου μήνες μετά την υπογραφή του Μνημονίου, το οποίο ακολούθησαν διαδοχικές επικαιροποιήσεις του και ψήφιση αμέτρητων νομοσχεδίων, όχι μόνο δεν κατάφερε να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε έναντι των δανειστών, αλλά το μόνο που πέτυχε ήταν να διαρραγεί η κοινωνική συνοχή, χωρίς κανένα οικονομικό αποτέλεσμα. Η οικονομία της Ελλάδας σήμερα βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ αυτή που βρισκόταν τον Οκτώβριο του 2009 και τον Μάιο του 2010, ενώ στην πραγματική οικονομία οι εκθέσεις κάνουν λόγο για μια άνευ προηγουμένου καταστροφή.

Κατά την διάρκεια αυτών των κρίσιμων μηνών, επλήγη κατ’ επανάληψη η διεθνής αξιοπιστία της χώρας, καθώς όχι μόνο δεν επιτυγχάνονταν οι στόχοι που ετίθεντο, αλλά συγχρόνως αποκαλύπτετο η διαρκής αθέτηση των συμφωνηθέντων (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, τις κραυγαλέες περιπτώσεις διορισμών στο δημόσιο και την διόγκωση των δημοσίων δαπανών). Τούτο, δε, την στιγμή που οι έτερες χώρες του Μνημονίου (Πορτογαλία, Ιρλανδία) παρουσίαζαν, μικρή έστω, βελτίωση των δεικτών τους, καθιστώντας την Ελλάδα ως το μαύρο πρόβατο της ευρωπαϊκής οικογένειας.

Παράλληλα, όσο η χώρα βυθιζόταν στην ύφεση και όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην εξαθλίωση και όσο η χρεωκοπία φάνταζε ολοένα και πιο κοντά, οι δανειστές "ξεφορτώνονταν" τα τοξικά ελληνικά ομόλογα και ενίσχυαν καθημερινά την άμυνά τους απέναντι στους κλυδωνισμούς που θα προκαλούσε ένα ελληνικό πιστωτικό γεγονός.

Η εξαγγελία του δημοψηφίσματος δεν ήταν μια "γκάφα". Ούτε η στάση του πρωθυπουργού στις Κάννες ήταν απλά "ατυχής", όπως συνηθίζουμε να λέμε για να εξωραΐσουμε μια κατάσταση. Στις Κάννες, όπου παρεμπιπτόντως ο άφρων πρωθυπουργός δεν δίστασε να επικαλεστεί (σύμφωνα με πληροφορίες Γάλλων και Γερμανών δημοσιογράφων) κίνδυνο πραξικοπήματος στην Ελλάδα (!) προκειμένου να δικαιολογήσει την αδιανόητη ενέργειά του, η χώρα ταπεινώθηκε και διασύρθηκε βαρύτατα.

Όμως, ο κ. Παπανδρέου, με την τελευταία αυτή παράστασή του, άφησε και μια "παρακαταθήκη" δένοντας την Ελλάδα χειροπόδαρα, ταπεινωμένη, απαξιωμένη και χωρίς καμιά αξιόλογη διαπραγματευτική δύναμη.

Η στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και ιδίως του γαλλογερμανικού άξονα και των δανειστών, μετά την 31η Οκτωβρίου, επιδεινώθηκε δραματικά για τα ελληνικά συμφέροντα. Το ίδιο συνέβη και στην κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών χωρών. Οι μέχρι πρότινος επικρίσεις για την μη επίτευξη των στόχων, που είχαν μεν εξελιχθεί στην πορεία του χρόνου σε αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της χώρας μας, αλλά συνοδεύονταν τουλάχιστον απ’ τις διαβεβαιώσεις για παραμονή στην ζώνη του ευρώ, μετατράπηκαν εν μια νυκτί σε προσβλητικές για την Ελλάδα και τον πρωθυπουργό της εκφράσεις και – το κυριότερο – σε ευθείες απειλές για έξοδο απ’ την ευρωζώνη.

Απ’ το σημείο αυτό και εντεύθεν οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις απώλεσαν την - έστω και περιορισμένη, έστω και ελάχιστη - δυνατότητα να επιτύχουν τους στόχους που θέτουν οι ευρωπαϊκές συμφωνίες με μια άλλη καλύτερη πολιτική με μικρότερο κοινωνικό κόστος. Αυτή ήταν και η έσχατη πράξη του δράματος της κυβέρνησης Παπανδρέου, την οποία θα επωμιστούν στις πλάτες τους οι επόμενες κυβερνήσεις και ο ελληνικός λαός.

Thursday, 20 October 2011

Τι έγινε ρε παιδιά;

Όσοι πιστεύουν ότι η Ιστορία πολλές φορές εκδικείται, μάλλον δεν θα βρουν καλύτερο παράδειγμα από αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας. Λίγες μέρες μετά τη συμπλήρωση τριάντα ετών από τη μαύρη επέτειο της πρώτης εκλογής του Πα.Σο.Κ. και δύο ετών από την επάνοδό του στην εξουσία, το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο ίδιος ο γιός του πνίγονται από τα λάθη όλων των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, αλλά, κυρίως, από τη νοοτροπία που αυτός καθιέρωσε από την 18η Οκτωβρίου 1981 και εξής. Όπως θα αναρωτιόταν και γνωστός παρουσιαστής της κρατικής τηλεόρασης (πλέον), "τι έγινε ρε παιδιά;", πώς φτάσαμε να είμαστε θεατές στην πολλοστή επανάληψη τραγικών στιγμών όπως αυτές που ζούμε τις τελευταίες 48 ώρες, με αποκορύφωμα το θάνατο ενός ανθρώπου και, τέλος, με ποιόν τρόπο μπορούμε να αποφύγουμε την ολοκληρωτική διάλυση;

Κατ’ αρχάς, ας δούμε ποιά ήταν η πραγματική και δύσκολα επανορθώσιμη ζημιά που προκάλεσε ο Ανδρέας Παπανδρέου: Πέρα από τον αλόγιστο δανεισμό, την παράλυση των παραγωγικών δομών της χώρας μέσω επιδότησης της τεμπελιάς, αυτό που εντέλει μας οδήγησε στην ελεύθερη πτώση είναι η διάλυση του κοινωνικού συμβολαίου. Όπως αυτό ορίζεται σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες, η κυβέρνηση εκλέγεται με εντολή του λαού για να εφαρμόσει τις εξαγγελίες της. Το μεγάλο δυστύχημα ήταν ότι το Πα.Σο.Κ. έκανε πράξη το τότε προεκλογικό του σύθημα, έφερε τον ίδιο το λαό στην εξουσία, καταργώντας κάθε έννοια χρηστής διοίκησης, ιεραρχίας, αξιοσύνης και, εντέλει διάκρισης των εξουσιών. Η συνταγή ήταν απλή, εύπεπτη και ακολουθήθηκε σχεδόν από κάθε κυβέρνηση από το 1981 και μετά.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια εκλέγουμε κυβέρνηση περισσότερο για να της επιβληθούμε και λιγότερο για να κυβερνά βάσει ενός συντεταγμένου προγράμματος. Αυτό συντελείται όταν κάθε κοινωνική ομάδα αδιαφορεί παντελώς για το κόστος των πράξεών της, σκοπεύοντας απλώς να διατηρήσει τα κεκτημένα που απέκτησε τις περισσότερες φορές πέρα από τις ίδιες της τις προσδοκίες. Ο καθένας μας πατούσε πάνω στην παρανομία του διπλανού για να δικαιολογήσει την δική του ανομία, συνήθως με το επιχείρημα "τώρα η παράβαση του Χ σε πείραξε; Δεν βλέπεις τον Ψ τι κάνει;". Με αυτό τον τρόπο η νομιμότητα, εκτός από μειοψηφική πρακτική, κατέστη κάτι πολύ χειρότερο: ασύμφορη και, ως εκ τούτου, δείγμα ανοησίας.

Ο εύκολος δρόμος σύντομα έγινε κτήμα όλου του πολιτικού φάσματος, με την ανάλογη αισθητική και ηθική κατάπτωση. Το σκηνικό μονιμοποιήθηκε: Η κυβέρνηση ήταν αντιλαϊκή επειδή κάποιος έταζε περισσότερα, όταν ο "κάποιος" αναλάμβανε την εξουσία έκανε λόγο για "καμμένη γη" και ούτω καθ’ εξής, χωρίς κανείς να λογαριάζει τη διαρκή άνοδο του βιωτικού επιπέδου σε απόλυτους αριθμούς, πολλώ δε μάλλον χωρίς κανείς να αναζητά πάνω σε ποιές βάσεις στηρίζεται αυτό το οικοδόμημα.

Το σημερινό Πα.Σο.Κ., παρά το τεράστιο τίμημα που καταβάλλει, αρνείται ουσιαστικά να μετανιώσει για το προεκλογικό "λεφτά υπάρχουν", σκύβει το κεφάλι με την πρώτη απειλή που εκτοξεύει κάθε συντεχνία και ζητάει να πληρώσουν τα σπασμένα τα γνωστά κορόιδα, η νομοταγής μειοψηφία. Απέναντι σε όλα αυτά βρίσκεται ένας λαός παραζαλισμένος από μια νομοτέλεια που έφτασε σε πείσμα των ψευδών που του άρεσε να ακούει. Περισσότερο από αγανάκτηση για το παρελθόν, νιώθει έκπληξη για τη συμφορά και οργή για όσους του χαλάνε το όνειρο. Έτσι, κάνει ό,τι έκανε τριάντα χρόνια με επιτυχία: Βγαίνει στους δρόμους και ζητά τη βολή του και το δικαίωμα στην ήσσονα προσπάθεια με μέγιστη απόδοση.

Όσο και αν έχω κατά καιρούς ταχθεί κατά των πρόωρων εκλογών, είναι η πρώτη φορά μετά το 1993 που είναι επιβεβλημένες: Η σημερινή κυβέρνηση δεν εξελέγη απλά με διαμετρικά αντίθετο πρόγραμμα, αλλά επιδίδεται σε μια σειρά μέτρων άδικων και, κυρίως, παράνομων, με πρώτη και καλύτερη την αναδρομική φορολόγηση. Έχει φτάσει, δε στο έσχατο σημείο πολιτικού εξευτελισμού να εκβιάζει ανοιχτά τον κόσμο αλλά και τους ίδιους της τους βουλευτές με χρεοκοπία αν δεν ακολουθήσουν την καταστροφική πολιτική της, που ουδεμία σχέση έχει ακόμα και με το περίφημο αρχικό Μνημόνιο. Όλα αυτά, όμως, είναι επουσιώδη μπροστά στον κίνδυνο διάλυσης ακόμα και του θεμελιώδους κοινωνικού ιστού: Ο 53χρονος που έχασε τη ζωή του στη σημερινή συγκέντρωση είναι μόνο η αρχή των απωλειών μιας κοινωνίας που όλοι στρέφονται κατά πάντων τυφλά, χωρίς αιτήματα και ρεαλιστικές προτάσεις.

Η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να φύγει, αλλά όχι με κάθε μέσο και κάθε κόστος. Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, αυτό πρέπει να θεμελιώνεται σε ένα ισχυρό κοινωνικό συμβόλαιο και όχι σε ανέξοδες υποσχέσεις για διορισμούς. Ένας κακομαθημένος λαός καλείται να επιλέξει τους κυβερνήτες του από ένα κακομαθημένο πολιτικό σύστημα. Δεν ξέρω αν θα κάνει την ορθότερη επιλογή, αλλά σίγουρα θα ορίσει μόνος του την τύχη του, αναλαμβάνοντας τις αντίστοιχες ευθύνες. Ανώδυνος δρόμος δεν υπάρχει, , υπάρχει, όμως, διαφυγή μέσα από την ειλικρίνεια, την αξιοπρέπεια και την εργατικότητα, αρετές που κατά το πρόσφατο παρελθόν γλίτωσαν και εμάς και άλλους λαούς από σαφώς μεγαλύτερους κινδύνους.

Thursday, 13 October 2011

Παρίσταται άνευ...

Από σήμερα μέχρι και τις 19 Οκτωβρίου οι Δικηγόροι απέχουν των καθηκόντων τους, όπως αποφάσισε προχθές η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, κυρίως σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις προτάσεις του Υπουργού κ. Μιλτιάδη Παπαϊωάννου για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής Δικαιοσύνης, αλλά και για την συνολική πολιτική που ακολουθεί η Κυβέρνηση. Αν και έχω μόλις λίγους μήνες στην πλάτη μου ως ασκούμενος δικηγόρος, η αποχή αυτή μεταφράζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε αναβολή των δικών που έχουν προσδιοριστεί για αυτό το διάστημα και ορισμό νέας δικασίμου, όχι ιδιαίτερα σύντομης, πλην, βέβαια, όσων υποθέσεων κρίνονται για τον έναν ή τον άλλο λόγο κατεπείγουσες, οπότε και εκδικάζονται κανονικά. Σε μία περίοδο όπου ο κρατικός μηχανισμός έχει κατά κυριολεξία παραλύσει, θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί η στάση που κρατούν οι δικηγόροι, καθώς σε αυτή ρόλο ρυθμιστή επιτελεί ο μεγαλύτερος επιστημονικός Σύλλογος της χώρας, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.

Για τη δέσμη των μέτρων που αφορούν στην ταχύτερη απονομή Δικαιοσύνης μπορούν να ειπωθούν πολλά και έχουν σχεδόν όλα ήδη ειπωθεί: Έχουν προβληθεί επιχειρήματα περί αντισυνταγματικότητας της μεταφοράς δικαστηριακής ύλης στους Συμβολαιογράφους, έχουν εκφραστεί αμφιβολίες και ενστάσεις για το κατά πόσο μια τέτοια αλλαγή θα μείωνε σοβαρά το χρόνο εκδίκασης μιας υπόθεσης, ενώ υπάρχουν και φωνές που τάσσονται υπέρ συγκεκριμένων προτάσεων του Υπουργού (βλ. εδώ κείμενο του E-Lawyer με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα σχόλια).

Με τα παραπάνω μπορεί ο καθένας να συμφωνεί ή να διαφωνεί ανάλογα με την πολιτική και επιστημονική του τοποθέτηση, περισσότερο, όμως, πρέπει να επικεντρωθούμε στην αποχή αυτή καθ’ εαυτή ως μέσο διεκδίκησης των αιτημάτων του δικηγορικού κλάδου. Κατ’ αρχάς, τίθεται το ερώτημα αν μπορεί ένα νομικό πρόσωπο να επιβάλλει στα (υποχρεωτικά εγγεγραμμένα σε αυτό, προκειμένου να ασκήσουν δικηγορία) μέλη του αν και πότε θα εργαστούν, απειλώντας με κυρώσεις, έως και διαγραφή, όσους δεν εφαρμόζουν μια απόφαση η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει πολιτικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, ανάγεται στον σκληρό πυρήνα των ατομικών ελευθεριών. Άλλοι νομικοί, δε, όπως ο Καθηγητής κ. Ιωάννης Ληξουριώτης, εγείρουν ζήτημα νομιμότητας της ίδιας της απόφασης περί αποχής (αναλυτικά εδώ). Συνεπώς, με τα ελάχιστα νομικά που κατέχω, δεν είναι δυνατόν η μη αποχή να συνιστά λόγο οιασδήποτε πειθαρχικής δίωξης για παραβίαση απόφασης της Συνονιστικής Επιτροπής (άρθρο 64 παράγραφος 1 Κώδικα Περί Δικηγόρων).

Πέρα, όμως, από το καθαρά νομικό κομμάτι του ζητήματος, ας εξετάσουμε και τη σκοπιμότητα της αποχής: Όποιος είχε την τύχη να καταθέσει αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών τις τελευταίες ημέρες και άκουσε στον προσδιορισμό τον αριθμό "2015", δεν έκανε λάθος: Οι δικάσιμοι πλέον δίνονται με ορίζοντα τετραετίας, τα πινάκια είναι υπερφορτωμένα σε τρομακτικό βαθμό και οι αναβολές λόγω ωραρίου στην ημερίσια διάταξη. Αν, λοιπόν, η δικάσιμος τύχει σε μέρα αποχής, τότε μιλάμε για μια σημαντικότατη καθυστέρηση για την ολοκλήρωση της υπόθεσης, η οποία το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν ωφελεί κανέναν: Ούτε τον τελικό νικητή της δίκης, ο οποίος ενδέχεται μέχρι να δικαιωθεί να έχει καταστραφεί οικονομικά, ούτε τον ηττημένο, καθώς οι τόκοι υπερημερίας σε μία αστική υπόθεση πολλές φορές φτάνουν στο 100% του αρχικού κεφαλαίου, ούτε, βέβαια, τον ίδιο τον δικηγόρο, και δη τον νέο, του οποίου η αμοιβή αναβάλλεται, τη στιγμή που οι υποχρεώσεις του δεν περιμένουν.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα που περιγράφηκε πιο πάνω, θεωρώ, όσο μπορώ να εκφέρω γνώμη, ότι η (υποχρεωτική) αποχή είναι μια λύση μη νόμιμη, αλλά, κυρίως, παντελώς ατελέσφορη και εντέλει ζημιογόνα, τόσο για τους πολίτες, που βλέπουν το (έστω και χωλό) τελευταίο καταφύγιο που διέθεταν για "να βρουν το δίκιο τους" να καθυστερεί σε βαθμό που, στην πραγματικότητα, δεν αποδίδει Δικαιοσύνη, οδηγώντας την κοινωνία μακροπρόθεσμα στην αυτοδικία, όσο και για τους ίδιους τους δικηγόρους, των οποίων το κύρος και η αποτελεσματικότητα τίθενται εν αμφιβόλω, χωρίς επ' ουδενί να είναι οι μοναδικοί υπαίτιοι αυτής της κατάστασης, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι υποψήφιοι πελάτες να αναζητούν εξωδικαστική επίλυση των διαφορών τους, συρρικνώνοντας δραματικά τον κύκλο εργασιών για έναν δικηγόρο.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης χρειάζεται βαθύτατες αλλαγές και αυτό το ξέρει ίσως πρώτος από όλους ο ίδιος ο Πρόεδρος του Δ.Σ.Α., ως κατεξοχήν μάχιμος δικηγόρος. Είναι επίσης βέβαιο ότι οι Πρόεδροι των υπολοίπων Δικηγορικών Συλλόγων που αποφάσισαν την αποχή γνωρίζουν βαθύτερα το πρόβλημα από έναν ασκούμενο. Ίσως χρειάζονται περισσότεροι δικαστές, περισσότερα δικαστήρια, αύξηση του ωραρίου, υψηλότερα παράβολα. Σίγουρα, όμως, δεν χρειάζεται ούτε μία ημέρα καθυστέρηση, όσο ερασιτεχνικοί και αν είναι (και αυτοί) οι χειρισμοί της Κυβέρνησης, που προσπαθεί να θεσει άλλο ένα μανιχαϊστικό δίλημμα σε έναν λαό παραζαλισμένο από όσα συμβαίνουν γύρω του. Ο κύριος Γιάννης Αδαμόπουλος εξελέγη πανηγυρικά χάρη στη δουλειά και την προσωπικότητά του, αλλά και στη βοήθεια που παρείχε σε όλους τους νέους συναδέλφους με το βιβλίο του «Απλά και Χρήσιμα». Αυτό είναι που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή, απλές και χρήσιμες λύσεις.

Monday, 26 September 2011

Αίμα για το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη

Αν κάποιος επιχειρούσε να καταγράψει τα ορόσημα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, σίγουρα ξεχωριστή θέση στις σημειώσεις του θα έπρεπε να έχει η ημερομηνία της Τρίτης 26 Σεπτεμβρίου 1989. Εκείνο το πρωινό ο Παύλος Μπακογιάννης έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες της 17 Νοέμβρη στην είσοδο του πολιτικού του γραφείου στην οδό Ομήρου 35. Τι ήταν, όμως, αυτό που έκανε την απώλειά του τόσο σημαντική για την κατάρρευση της χώρας, και γιατί οι ιδέες και το όραμά του παραμένουν ακόμα και σήμερα τόσο επίκαιρα, ή, ακόμα καλύτερα, ζητούμενα για τη σημερινή πολιτική σκηνή;

Πιθανώς εκείνο το πρωΐ της 26ης Σεπτεμβρίου 1989, ούτε οι ίδιοι οι δολοφόνοι του Παύλου Μπακογιάννη δεν αναλογίζονταν το μέγεθος του χτυπήματος που θα επέφεραν στην πολιτική σκηνή της χώρας, αλλά και στην Ελλάδα την ίδια. Ο Παύλος Μπακογιάννης εκείνη την εποχή δεν ήταν απλά "ένας ακόμα βουλευτής": Από τις επιφανέστερες μορφές του εκτός συνόρων αντιδικτατορικού αγώνα, τον οποίο οι ανεκδιήγητοι Συνταγματάρχες τίμησαν (γιατί περί τιμής πρόκειται όταν προέρχεται από τα χέρια τους) με την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας, μετέπειτα κορυφαίος δημοσιογράφος και, τέλος, σύμβουλος του τότε Προέδρου της Ν.Δ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, βουλευτής Ευρυτανίας και εμπνευστής της Εθνικής Συμφιλίωσης. Μετριοπαθής, ορθολογιστής, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά άμεσος και δημοφιλής, κέρδιζε με το λόγο και το παράδειγμά του τον συνομιλητή του.

Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη στέρησε από τη Νέα Δημοκρατία το πιο μεγάλο ίσως όπλο της απέναντι στη λαίλαπα του Αντρέα Παπανδρέου: Ο Μπακογιάννης αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ Κεντροδεξιάς και Αριστεράς, καθώς τα αδιαμφισβήτητα δημοκρατικά "παράσημα" που έφερε από την εποχή της Χούντας γεφύρωναν το χάσμα Κεντροδεξιάς – Αριστεράς, αλλά λειτουργούσε και ως "ασπίδα" του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προς την Αριστερά, καλύπτοντας με την δική του προσωπικότητα τα γεγονότα του 1965. Ταυτόχρονα, ήταν από τα κεντρικά πρόσωπα της αναγέννησης της Νέας Δημοκρατίας από ένα γερασμένο κόμμα σε μια σύγχρονη αστική παράταξη που χωρούσε την «όλη Κεντροδεξιά». Ακόμα και η λεγόμενη "λαϊκή Δεξιά", μέσα από την συναναστροφή με άτομα όπως ο Μπακογιάννης, κατάφερε να εξελιχθεί, σε ένα μεγάλο μέρος της, σε μια ευρωπαϊκή συντηρητική έκφραση. Αυτά τα χαρίσματα του Παύλου Μπακογιάννη δε μπορούσαν, φυσικά, να τα δεχτούν ούτε οι πρασινοφρουροί της Αυριανής, που έβλεπαν το ψέμα τους να φθίνει μέρα με τη μέρα, ούτε η παλαβή Αριστερά, που δε μπορούσε να αποδεχτεί την απώλεια του μονοπωλίου στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Εκτός από το να ανακόψουν μακροπρόθεσμα όλα τα παραπάνω, οι αλήτες που σκότωσαν τον Παύλο Μπακογιάννη πέτυχαν και κάτι ακόμα σημαντικότερο: Προκάλεσαν φόβο σε όσους ήθελαν να αμφισβητήσουν τα θέσφατα του λαϊκισμού που κυριάρχησε από το 1981 και μετά. Δυστυχώς, ο δρόμος που χάραξε ο Μπακογιάννης παρέμεινε σχεδόν αδιάβατος, γιατί ελάχιστοι τόλμησαν να τον ακολουθήσουν με θάρρος, συνέπεια, όραμα και συγκεκριμένους στόχους. Αντ’ αυτού, προτίμησαν την εύκολη οδό του ρουσφετιού, των παροχών, της ανούσιας ρήτορας, της αδιαλλαξίας και του στρογγυλέματος. Τα αποτελέσματα σήμερα είναι κάτι παραπάνω από προφανή και αυταπόδεικτα.

Σήμερα, 22 χρόνια μετά την θρασύδειλη πράξη των περιθωριακών στοιχείων που φαντασιώνονταν ότι ασκούσαν πολιτική σκοτώνοντας τον αντίλογο, στο μέσο (;) μιας κρίσης που γκρεμίζει το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα, έχουμε μια τελευταία ευκαιρία να στείλουμε στις μαύρες σελίδες της Ιστορίας τα κατακάθια που μας έφεραν ως εδώ. Είναι η ώρα να απαιτήσουμε "Αίμα για το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη" με τρεις τρόπους: Πρώτον, καταστέλλοντας και επιφυλάσσοντας πραγματική τιμωρία στους κοινωνικά καθυστερημένους που προβαίνουν σε τέτοιες πράξεις, δεύτερον, τσακίζοντας ηθικά, πολιτικά και λογικά τον λαϊκισμό σε κάθε του έκφανση και, τρίτον και σημαντικότερο, δίνοντας το δικό μας αίμα, δείχνοντας στις άθλιες μειοψηφίες ότι δεν τους φοβόμαστε πια.

Η 26η Σεπτεμβρίου θα είναι πάντα μια μέρα μνήμης. Η "όλη Κεντροδεξιά" κλαίει σαν σήμερα κάθε χρόνο τον επιφανέστερο νεκρό της και ζητάει εκδίκηση, όχι μόνο για μια ζωή που χάθηκε πρόωρα και εντελώς άδικα, αλλά και για την προσπάθεια ανακοπής της κατηφορικής πορείας της χώρας, όταν αυτό ήταν σαφώς ευκολότερο απ’ όσο σήμερα. Αφήνοντας ένα λουλούδι στο σημείο που ο Παύλος Μπακογιάννης άφησε την τελευταία του πνοή, μπορεί κανείς να νιώσει τι σημαίνει ο στίχος "Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει" και μπορεί να νιώσει οργή για αυτούς που δεν άφησαν τη γενιά του να ζήσει έναν τόσο σπουδαίο πολιτικό. Τιμή και δόξα στον Παύλο Μπακογιάννη, λοιπόν, αλλά αυτό σήμερα δεν αρκεί. Απαιτείται "Αίμα για το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη". Και αυτό το αίμα πρέπει να είναι πρώτα απ’ όλα το δικό μας...

Sunday, 14 August 2011

Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι

Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από μια ακόμη τραγική ημέρα στην πολύπαθη ιστορία της Κύπρου. Σαν σήμερα το 1996, ο Σολωμός Σολωμού δολοφονείται άνανδρα στην προσπάθειά του να κατεβάσει την τουρκική σημαία από τα κατεχόμενα εδάφη του νησιού, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του ξαδέλφου του, Τάσου Ισαάκ, πάλι με ιταμό τρόπο. Με την αφορμή αυτή, θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο πολλοί αντιλαμβάνονται την εξωτερική πολιτική και, κυρίως, την άσκησή της.

Ας ξεκινήσουμε με δύο εύκολες παραδοχές: Ο Σολωμός Σολωμού και ο Τάσος Ισαάκ είναι ήρωες της κυπριακής ιστορίας˙ έδωσαν τη ζωή τους για ένα απόλυτα δίκαιο αίτημα, αυτό της αποχώρησης των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων από την πατρίδα τους (το ζήτημα "Ένωση ή ανεξάρτητη Κύπρος" είναι εν προκειμένω αδιάφορο), πέθαναν προκειμένου να υπηρετήσουν τα ιδανικά τους και οι δικοί τους άνθρωποι, αλλά και όλος ο ελληνισμός μπορεί να είναι περήφανος για την αυταπάρνησή τους. Επιπλέον, πέραν πάσης αμφιβολίας, η τουρκική πλευρά επέδειξε κτηνώδη αντίδραση απέναντι σε δύο περιπτώσεις που επ’ ουδενί δεν έθιγαν ουσιαστικά τα (θεμελιωμένα σε μια άδικη και παράνομη εισβολή) συμφέροντά της στο βόρειο μέρος του νησιού και, σίγουρα, θα μπορούσαν να είχαν αποτραπεί σχεδόν ειρηνικά.

Από εδώ και πέρα τα πράγματα γίνονται σαφώς πιο δύσκολα και επώδυνα: Δυστυχώς, οποιαδήποτε ψύχραιμη ματιά δε μπορεί παρά να διακρίνει δύο εντελώς άσκοπες θυσίες. Είναι εντελώς παράλογο να πιστέψει κανείς ότι η επέκταση για λίγα μέτρα μιας μηχανοκίνητης πορείας που διέσχισε τη μισή Ευρώπη ή μια κατεβασμένη σημαία θα δώσουν λύση σε ένα από τα πλέον δαιδαλώδη θέματα του Διεθνούς Δικαίου. Σαφώς η κίνησή τους δεν υπαγορεύτηκε από τη λογική, αλλά από το θυμικό τους και οι καταστάσεις ήταν τέτοιες που καθιστούν απόλυτα ανθρώπινη τη συμπεριφορά τους, ειδικά στην περίπτωση του Σολωμού, στερεί, όμως, για ένα τίποτα από την Κύπρο δύο ανθρώπους που αγαπούν πραγματικά την πατρίδα τους και που μπορούν να δώσουν τα πάντα για να τη δουν όπως ονειρεύονται. Καλώς ή κακώς, αν και μη επαρκής, η λογική είναι αναγκαία συνθήκη για την πρόοδο μιας κοινωνίας (επ’ αυτού βλ. εδώ σχετική ομιλία του Χαρίδημου Τσούκα).

Και αν η στάση των Ισαάκ και Σολωμού είναι κατανοητές, είναι σχιζοφρενικό και προκλητικό το φαινόμενο δήθεν πατριωτών, οι οποίοι από τη βολή του καναπέ τους ζητούν από άλλους να ακολουθήσουν το παράδειγμα των δύο ηρώων. Πρόκειται για του ίδιους "ελληναράδες" που φοροδιαφεύγουν, τους ίδιους που έκαναν την παραβατικότητα μαγκιά και τρόπο ζωής, τους ίδιους που πιθανότατα προσπάθησαν να βολέψουν τη δική τους στρατιωτική θητεία ή δικών τους ανθρώπων απαξιώνοντας τον θεσμό και αφήνοντας τον στρατό στα χέρια κάθε παρανοϊκού που πιστεύει ότι όλος ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει μέσα σε ένα στρατόπεδο. Πρόκειται για τους ίδιους πλειοδότες τσαμπουκά, πλασιέ κακογουστιάς και φτήνιας και μεταπράτες ανοησίας, οι οποίοι φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή μας κατάσταση, κυρίως σε επίπεδο νοοτροπίας και αισθητικής.

Είναι αυτοί που τορπιλίζουν κάθε προσπάθεια άρθρωσης νηφάλιου λόγου με κραυγές για "προδότες", "δειλούς", "νενέκους". Εκθρέφουν, έτσι, μια "πελατεία", η οποία χωρίς κανένα υπόβαθρο, χωρίς καμία παιδεία, χωρίς καμία γνώση του παρελθόντος, είναι έτοιμη να τιναχτεί όρθια στο όνομα μιας δήθεν εθνικής αγανάκτησης και να πάρει τα όπλα. Μόνο που, ακριβώς επειδή κανείς δεν τη δίδαξε τίποτα, το πιο πιθανό είναι να αυτοπυροβοληθεί ή να προκαλέσει παράπλευρες απώλειες. Δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να θέτεις μεγαλεπίβολους στόχους, αρκεί να μη χρειάζεται να τους πληρώσεις εσύ. Τα ιστορικά παραδείγματα, πολλά: Ο Δηλιγιάννης με τον "ατυχή" πόλεμο του 1897, το πραξικόπημα του Ιωαννίδη που οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου και πολλά ακόμα. Ο μόνος που κατάφερε να διαχειριστεί τον μεγαλοϊδεατισμό του με θετικά αποτελέσματα ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον διπλασιασμό της Ελλάδας κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και με τη Μικρσιατική Καταστροφή να βαραίνει και τις δικές του πλάτες.

Συμπερασματικά, η εξωτερική πολιτική, όσο και αν αυτό ακούγεται δυσάρεστό, χρειάζεται προπάντων λογική και σε εξαιρετικές περιστάσεις την ετοιμότητα, τον ηρωϊσμό και τη φιλοπατρία των πολιτών. Με όλο τον σεβασμό στη θυσία του Τάσου Ισαάκ και του Σολωμού Σολωμού, δε μας ωφελεί να ρίξουμε άλλο αίμα για να πούμε ότι κάναμε το καθήκον μας απέναντι στην πατρίδα. Για να δικαιωθεί η θυσία τους και να ακούγεται το όνομά τους στο βόρειο τμήμα της Κύπρου χρειαζόμαστε κι άλλους σαν την Τιτίνα Λοϊζίδου που θα διασύρουν διεθνώς την Τουρκία για τις θηριωδίες της. Όσο θα κυριαρχούν αυτοί που θεωρούν τη λογική σαν προδοσία και δειλία, τόσο τραγωδίες σαν της Κύπρου θα είναι πάντα μπροστά μας και όσο θα πέφτουν γαρύφαλλα όταν ακούγεται "Από τι φτιάχνονται των προδοτών οι φύτρες, και δεν τιμούνε όσους έχουνε φωνή" τόσο παιδιά με ήθος θα φεύγουν "πάντα γελαστοί και γελασμένοι"

Tuesday, 26 July 2011

Η ιστορικότητα της Συμφωνίας των Βρυξελλών - και η χαμένη τιμή μιας γενιάς;

του Στέφανου Καβαλλιεράκη
(Δρ. Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών πανεπιστημίου Strasbourg II)

Α. Η ιστορική αναφορά

Η προ ολίγων ημερών Συμφωνία των Βρυξελλών για την διευθέτηση, επιμήκυνση η όπως αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί ρύθμιση του Ελληνικού χρέους θα συμπεριληφθεί σίγουρα από τον ιστορικό του μέλλοντος στη μακρά και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σειρά εκείνων των συμφωνιών και συνθηκών που καθόρισαν την δημιουργία, επέκταση και βίο του Ελληνικού κράτους από το 1830 και εντεύθεν. Παρ ότι στη λαϊκή μυθολογία ή ακόμα και σε σοβαροφανείς ιστορικές φωνές η Ελλάδα παρουσιάζεται ως το θύμα διεθνών συνομωσιών και διάφορων σκοτεινών σχεδίων, ήταν συνήθως η κερδισμένη από τα αποτελέσματα των διεθνών πολιτικών συμφωνιών ή συμβιβασμών. Από το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 που καθόρισε την σύσταση του Ελληνικού κράτους, τις συμφωνίες Λονδίνου και Βουκουρεστίου που σήμαναν το τέλος των Βαλκανικών πολέμων και το τριπλασιασμό του Ελληνικού Κράτους ως και τη συνθήκη των Σεβρών που ολοκλήρωνε τον ελληνικό μεγαλοϊδεατισμό το Ελληνικό κράτος αυξανόταν και ενσωμάτωνε συνεχώς εδάφη και πληθυσμούς. Ακόμη και η συνθήκη της Λωζάννης που διευθέτησε το θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και αποτελεί ακόμη και σήμερα τον ακρογωνιαίο λίθο στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας θεωρείται μια επιτυχημένη συνθήκη για μια χώρα που είχε υποστεί τόσο συντριπτική ήττα στο πεδίο της μάχης.

Τα επιτυχή αυτά αποτελέσματα δεν ήταν βέβαια το προϊόν μιας φιλανθρωπίας των μεγάλων αυτού του κόσμου. Η ύπαρξη πολιτικών και διαπραγματευτών μεγάλου διαμετρήματος όπως ο Καποδίστριας η ο Βενιζέλος, η ύπαρξη σημαντικών εσωτερικών πολιτικών συναινέσεων όπως του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων , εύστοχες γεωπολιτικές τοποθετήσεις όπως αυτή του Μεταξά παραμονές του Β Παγκοσμίου πολέμου έβαζαν την Ελλάδα πάντα στο στρατόπεδο των νικητών και προεξοφλούσαν την επίκαιρη τοποθέτηση της στο διαπραγματευτικό τραπέζι την επομένη της λήξης των πολεμικών επιχειρήσεων. Εξάλλου η Ελλάδα ήταν πάντα το αγαπημένο παιδί των «Μεγάλων» αυτού του κόσμου που επισφραγίστηκε και με το τριπλασιασμό της κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα επίτευγμα πρωτοφανές για ευρωπαϊκό κράτος. Εξάλλου οι περισσότερες «γκρίνιες» από τους συνήθεις διαμαρτυρομένους για την αντιμετώπιση της Ελλάδας στη διεθνή σκακιέρα, αφορά τη μη ενσωμάτωση περισσότερων εδαφών στην Ελληνική επικράτεια και όχι για την απόσχιση τους (είναι αυτονόητο ότι η περίπτωση της Μικράς Ασίας αποτελεί μια τελείως διαφορετική περίπτωση αφού περιήλθε στη κατοχή της Ελλάδας κατόπιν της Συνθήκης των Σεβρών και χάθηκε στο πεδίο της μάχης), ακόμη και όταν υπήρχαν και σχετικά ανέλπιστες διπλωματικές νίκες όπως του 1947 στο Παρίσι με την παραχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.

Β. Διαφοροποιήσεις και τα νέα διλήμματα

Τηρουμένων κάποιων αναλογιών η πρόσφατη Συμφωνία των Βρυξελλών πληροί κατά συνέπεια κάποια χαρακτηριστικά των μεγάλων Συνθηκών και Συμφωνιών του 19ου και 20ου αιώνα. Μια πανευρωπαϊκή σύγκλιση , μια συμφωνία κορυφής που αφορά την Ελλάδα, εκταμίευση τεραστίων κονδυλίων προς την Ελλάδα τα οποία διασφαλίζουν για κάποια τουλάχιστον χρόνια την οποία ευημερία πλαστή ή πραγματική έστω και ασφυκτιούσα από δω και πέρα, είχε κατοχυρωθεί τα τελευταία 30 χρόνια.

Η πρώτη σοβαρή διαφοροποίηση έχει να κάνει βέβαια με το πλαίσιο. Η Συμφωνία αυτή δεν είναι προϊόν πολεμικών συρράξεων ή νικών στα πολεμικά μέτωπα των οποίων τα παράγωγα κλήθηκε να διευθετήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Συμφωνία αυτή προήρθε από μια άνευ προηγουμένου κατάρρευση οικονομίας μιας ευρωπαϊκής χώρας, της ελληνικής, μέλους της ευρωζώνης η οποία το 2004 διοργάνωνε Ολυμπιακούς Αγώνες και μέχρι πριν λίγα χρόνια πρότασσε την οικονομία της ως ισχυρό χαρτί. Η οικονομική εξάρτηση που δημιουργείται δεν έχει ιστορικό προηγούμενο κατά συνέπεια οι αντιδράσεις , οι συνέπειες, η οργή και η αναπόφευκτη οικονομική ύφεση που θα χτυπήσουν μια αναπτυσσομένη –θεωρητικά τουλάχιστον οικονομία- είναι απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες. Η Ελληνική περίπτωση θα είναι μια “unique case” αφού οι Ευρωπαίοι πείστηκαν τελικά να δώσουν την οικονομική μάχη στο Ελληνικό έδαφος είτε για να προλάβουν να θωρακιστούν οι ίδιοι είτε γιατί δεν αντέχουν να την αντιμετωπίσουν στα ενδότερα.

Η δεύτερη σοβαρή και ίσως πιο σημαντική διαφοροποίηση είναι ο άξονας αναφοράς. Είτε το μεγάλο πλαίσιο ονομαζόταν Ιερά Συμμαχία, είτε Entente Cordiale είτε Σύμμαχοι η Ελλάδα είχε μια σταθερή αναφορά στον Αγγλογαλλικό άξονα και κυρίως βέβαια στην Αγγλία δημιούργημα της οποίας κυρίως απετέλεσε το Ελληνικό κράτος. Η αναφορά αυτή πλέον δεν υπάρχει, η Αγγλία βυθισμένη σε μια εσωστρέφεια και έναν αντιευρωπαϊσμό όσο και αποπροσανατολισμό έχει παραχωρήσει προ πολλού την πάλαι πότε πρωτεύουσα θέση της στο Γαλλογερμανικό άξονα, κυρίως δηλαδή στη Γερμανία. Η Ελλάδα θα πρέπει να συνδιαλέγεται πλέον μ έναν τελείως διαφορετικό από την Αγγλία μεγάλο διεθνή παίκτη. Πιο τραχιά, πιο απαιτητική, όχι τόσο εξευγενισμένη η γερμανική διπλωματία δε φαίνεται να τη νοιάζουν τόσο οι διεθνείς ισορροπίες ή οι σφαίρες επιρροής αλλά την απασχολούν στοιχεία όπως η μεθοδικότητα εκτέλεσης των ενεργειών, ο δημοσιονομικός και οικονομικός έλεγχος στοιχεία δηλαδή που της επέτρεψαν ν αναπτυχθεί και να πετύχει τους στόχους της τα τελευταία 20 χρόνια.

Γ. Οι κίνδυνοι

Η παρούσα κυβέρνηση φαινομενικά πέτυχε αυτό που όλοι θεωρητικά θέλανε , τη διατήρηση σε κάποιο ανεκτό όριο ενός βιωτικού επιπέδου το οποίο κατέκτησε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια μάλλον παράταιρα. Η επίτευξη μια τέτοιας δανειακής σύμβασης χωρίς τη συγκρότηση ενός κοινού εθνικού μετώπου ,σε κάποιους άξονες τουλάχιστον, υπονομεύει εξ αρχής την υλοποίηση της αφού καθιστά δραματικά ευάλωτη όποια κυβέρνηση επιχειρήσει να πάρει και να υλοποιήσει μέτρα για την αποπληρωμή των δυσβάστακτων δανειακών υποχρεώσεων. Η σημερινή κυβέρνηση δε δείχνει να αντιλαμβάνεται αυτή την πραγματικότητα και να κάνει τολμηρά βήματα σε μια τέτοια κατεύθυνση μην έχοντας είναι η αλήθεια και ιδιαίτερη στήριξη από τα υπόλοιπα κόμματα. Από τη μια η Αριστερά πιο ριζοσπαστικοποιημένη από ποτέ καταγγέλλει και αποκηρύσσει τον αστικό πολιτικό κόσμο και ουσιαστικά δε συνδιαλέγεται μ αυτόν αλλά δέχεται να χρηματοδοτείται από τα δάνεια που αυτός λαμβάνει και από την άλλη η Ελληνική Δεξιά φαίνεται να χάνει ή να παραχωρεί χωρίς ιδιαίτερες τύψεις το μεγαλύτερο επίτευγμα της στα μεταπολιτευτικά χρόνια, δηλ. τη διασύνδεση της χώρας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ο κυριότερος όμως κίνδυνος παραμένει το στίγμα. Πρόσφατα σ ένα ταξίδι μου στο Βέλγιο ο οδηγός ταξί με ρώτησε αν στην Ελλάδα έχετε να φάτε. Μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν ζητιάνοι και παρακατιανοί της Ευρώπης. Μια ολόκληρη γενιά κινδυνεύει να ζει με καταρρακωμένη τιμή και αξιοπρέπεια σε μια μόνιμη εξάρτηση μη αναστρέψιμης οικονομικής επαιτείας.

Αν και γίνεται πλέον κατανοητό ότι θα ζήσουμε χειρότερα από τη προηγούμενη γενιά , αν αποτύχει η δανειακή σύμβαση είναι ορατό επιπλέον να μη μας κληροδοτηθεί τίποτα από αυτά που κερδήθηκαν από τις προηγούμενες γενιές. Η περίοδος 1980-2008 κινδυνεύει να μείνει στην ιστορία σαν μια ιδιότυπη ελληνική Belle Époque και τα υπόλοιπα χρόνια σαν χρόνια ενός νέου Μεσοπολέμου μεταξύ δυο ακήρυχτων πολέμων. Οι εθνικές συζεύξεις δεν είναι πια χρήσιμες αλλά αναγκαστικές γιατί Συμφωνίες σαν αυτή των Βρυξελλών δεν απέχουν πολύ από το να αντικατασταθούν σύντομα από άλλες Συμφωνίες σε γειτονικές πόλεις που να επισφραγίζουν εθνικές χρεοκοπίες μ απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Saturday, 9 July 2011

Ο Χάνιμπαλ στην ελληνική πολιτική σκηνή

Όταν στις 15 Δεκεμβρίου 2010 ο Βουλευτής και πρώην Υπουργός Κωστής Χατζηδάκης δεχόταν πρωτοφανή (για τα δεδομένα της εποχής) επίθεση από διαδηλωτές επειδή έπραξε το αυτονόητο (ακόμα…) να κινηθεί πεζός προς το γραφείο του, ελάχιστοι ήταν αυτοί που έδωσαν σημασία στο περιστατικό. Αντίθετα, πολλοί περισσότεροι εκδήλωσαν μέσω social media την επιδοκιμασία τους προς την πράξη και τους δράστες, θεωρώντας ότι τρόπον τινά αποδίδεται μια κάποια ανώτερης φύσης Δικαιοσύνη (και, φυσικά, παραγνωρίζοντας ότι τα θύματα εξελέγησαν με τη δική τους ψήφο).

Από τότε, δυστυχώς, η κατάσταση της χώρας επιδεινώθηκε και τέτοια περιστατικά έχουν εξελιχθεί σε ημερίσια διάταξη για όσους ασχολούνται με τα κοινά, ευτυχώς με αποτελέσματα λιγότερο "επιτυχή" από αυτά που υπέστη ο κύριος Χατζηδάκης: Η άνανδρη επίθεση στον κ. Αλέκο Αθανασιάδη παραλίγο να καλύψει την τραγελαφική στάση που κράτησε μέχρι να ψηφίσει το Μεσοπρόθεσμο, την ίδια μέρα που "Αγανακτισμένοι" προπηλάκιζαν μέχρι και… τη Λιάνα Κανέλλη (!!!). Και επειδή οι προπηλακισμοί απαιτούν τη φυσική παρουσία του θύματος, τη λύση δίνουν οι απειλές, είτε έντυπες, είτε παραστατικότερες

Προφανώς και οι πολιτικοί ηγέτες της χώρας αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων και των προσδοκιών ενός λαού που τους στήριξε με πάθος και νιώθει προδομένος. Αφενός, όμως, οι πολιτικοί των τελευταίων δεκαετιών δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να υπακούν το "λαϊκό αίσθημα" και να αναζητούν εύκολες και βραχυχρόνια ανώδυνες λύσεις, προκειμένου να μη χάσουν μια απαίδευτη πελατεία που τους ήταν απαραίτητη και, αφετέρου, οι προπηλακισμοί αυτοί δεν αποφέρουν κανένα κέρδος: Οι πολιτικοί μας αποκόπτονται από την καθημερινότητα, καθίστανται αναγκαίες υψηλότερες δαπάνες για την ασφάλειά τους και, βέβαια, δεν γίνεται καμία πρόοδος στην αναζήτηση μιας βιώσιμης λύσης για το ελληνικό πρόβλημα: Ο δράστης "ξεχαρμανιάζει", πιστεύει ότι ανταπέδωσε ένα μέρος των δεινών που του προκάλεσε ο πολιτικός και συνεχίζει ήσυχος τον μακάριο ύπνο του δικαίου τον οποίο κοιμάται την τελευταία τριακονταετία, προκαλώντας ακόμα περισσότερη ατολμία σε αυτούς που, παρά την τεράστια ευθύνη τους για την κατρακύλα της χώρας, είναι οι μόνοι (αν όχι οι ίδιοι, οι "διάδοχοί" τους) που μπορούν να δώσουν λύση στο σημερινό αδιέξοδο.

Συνοψίζοντας, οι επιθέσεις κατά (δικαίων ή αδίκων, δεν έχει σημασία και, στην τελική, ποιος θα το κρίνει;) πολιτικών σημαίνει πόλεμο κατά της Δημοκρατίας. Η Βουλή αποτελεί συστατικό στοιχείο του πολιτεύματός μας, θεσμό αναντικατάστατο που αμφισβητούν την αναγκαιότητά του μόνο όσοι πολιτικά αγράμματοι ονειρεύονται Λαϊκές Δημοκρατίες (ας ρωτήσουν πρώτα κατοίκους του πρώην Ανατολικού μπλοκ αν περνούσαν καλά σε τέτοια καθεστώτα). Η λύση στο (πολιτικό πρωτίστως) πρόβλημα της χώρας δεν μπορεί παρά να δοθεί πολιτικά – αν δοθεί, βέβαια, καθώς η αισιοδοξία όλων μας μειώνεται όταν ακόμα και τα θύματα εφαρμόζουν τον κανιβαλισμό μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας απαράδεκτες εκφράσεις για συναδέλφους τους με προβλήματα αναπηρίας ή κάνοντας χυδαίες επιθέσεις με βάση την εμφάνιση συναδέλφων τους

Υ.Γ.: Σήμερα το e-libero κλείνει ένα χρόνο ζωής. Ήταν ένας χρόνος δύσκολος, με πολλές ειδήσεις που προσφέρονταν για σχολιασμό, αλλά και με μία διάχυτη ανησυχία ότι οποιαδήποτε επιχειρηματολογία είναι ανούσια μπροστά στις άναρθρες κραυγές της άρνησης και της περιχαράκωσης κάθε είδους. Ξεκινώντας, είχα ευχηθεί το blog "να βρει συμπαίκτες, αλλά, κυρίως, άτομα τα οποία επιθυμούν να αναμετρηθούν μαζί του, βοηθώντας στη διεξαγωγή ενός γόνιμου διαλόγου". Για αυτή την πολύ όμορφη περιπέτεια, την οποία ελπίζω να συνεχίσω χρόνια, θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν αυτά τα κείμενα και να τα σχολιάσουν. Επιπλέον, ευχαριστώ όλους όσοι μου επισήμαναν σημεία που πρέπει να διορθώσω, δυστυχώς δε μπορώ να τους θυμάμαι όλους – ήταν πολλοί, όπως και πολλά αυτά που πρέπει να διορθώσω. Τέλος, ένα ιδιαίτερο "ευχαριστώ" στον Κώστα Μίχο, ο οποίος με τίμησε με τα εξαιρετικά του κείμενα. Ελπίζω η συνέχεια να είναι ακόμα πιο δημιουργική, ώστε το e-libero να παραμείνει ένας χώρος ελεύθερης έκφρασης ελεύθερων ιδεών!

Wednesday, 29 June 2011

Ο ρόλος της λογικής στην κοινωνία (μέρος 3 - Αρίστος Δοξιάδης)

Την Τρίτη 21 Ιουνίου το Ινστιτούτο Διπλωματίας και Διεθνών Εξελίξεων διοργάνωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση με θέμα "Ο ρόλος της λογικής στην κοινωνία" με ομιλητές τον Απόστολο Δοξιάδη, τον Χαρίδημο Τσούκα και τον Αρίστο Δοξιάδη. Έχοντας κρατήσει κάποιες πρόχειρες σημειώσεις από τα λεγόμενά τους, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να δημοσιευτούν σαν μια μικρή δόση αισιοδοξίας και ορθολογισμού στον καθημερινό παραλογισμό που ζούμε. Χάριν ευκολίας, κάθε εισήγηση αποτελεί ένα αυτοτελές κείμενο, ενώ σε αυτό έχουν ενσωματωθεί και οι απαντήσεις που έδωσαν μετά τον κύκλο ερωτήσεων του ακροατηρίου.

Όταν ο Sam Bowles μελετούσε την αγροτική παραγωγή της Ινδίας, παρατήρησε ότι όποιος έσπερνε πρώτος το χωράφι του, του έτρωγαν τα σπόρια τα πουλιά, με αποτέλεσμα όλοι να περιμένουν από κάποιον να κάνει την αρχή. Τότε ρώτησε έναν Ινδό αγρότη γιατί δεν σπέρνουν όλοι ταυτόχρονα, ώστε να μοιράσουν τις απώλειες, για να λάβει την απάντηση ότι "αν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, δε θα ήμασταν φτωχοί".

Λογική σημαίνει να κατανοώ τους κανόνες του φυσικού κόσμου. Αυτό όμως δεν ισχύει και για την κοινωνία, καθώς εκεί τίποτα δεν είναι δεδομένο από τη μία κοινωνική ομάδα στην άλλη.

Οι Έλληνες (κακή γενίκευση) κατά βάση είναι ορθολογικοί, όταν οι κανόνες δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Αυτό αποδεικνύεται από την προσαρμογή του σε ένα εύρυθμο περιβάλλον (π.χ. μια επιχείρηση του εξωτερικού). Έχει, δηλαδή, εργαλειακή λογική, που σημαίνει ότι μπορεί να συνδυάζει στόχους και μέσα, το οποίο είναι θεμέλιο του homo economicus.

Όταν, όμως, οι κανόνες επιδέχονται αμφισβήτηση, όπως στη χώρα μας, τότε το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην έλλειψη λογικής, αλλά είναι θέμα πολιτισμικού υποστρώματος που προηγείται των θεσμών.

Όταν, λοιπόν, δεν υπάρχει κεντρική εξουσία που θέτει τους κανόνες, η εύρυθμη λειτουργία μιας κοινότητας εξαρτάται από το μείγμα τριών κατηγοριών:
α) conditional cooperators: Αυτοί που έχουν προδιάθεση να συμμορφωθούν στους κανόνες.
β) rational egoists: Αυτοί που θα εξαρτήσουν την συμμόρφωσή τους από το προσωπικό τους συμφέρον και έχουν μια έφεση στην κλοπή.
γ) willing punishers: αυτοί που προθυμοποιούνται να τιμωρήσουν τους παραβάτες.

Αν η πλειονότητα ανήκει στις κατηγορίες (α) και (γ), τότε οι κοινωνίες λειτουργούν εύρυθμα, αλλιώς, αν υπερέχει η κατηγορία (β), όπως στην Ελλάδα, παρουσιάζουν προβλήματα. Παράδειγμα: Σε έναν αγροτικό συνεταιρισμό στην Ολλανδία, όλα τα μέλη του θα εισφέρουν και την πρώτης ποιότητας παραγωγή, και την δεύτερης. Αντίθετα, σε έναν αντίστοιχο ελληνικό, αν ένα μέλος του δεχτεί δελεαστικότερη προσφορά εκτός συνεταιρισμού για την πρώτης ποιότητας παραγωγή, το πιθανότερο είναι να παραβιάσει τη συμφωνία του συνεταιρισμού.

Γιατί, όμως, είμαστε rational egoists; Γιατί για να μην είσαι, πρέπει να σέβεσαι τις ηγεσίες, δηλαδή να πιστεύεις ότι οι κανόνες θα τηρηθούν, που σημαίνει εσωτερίκευση των κανόνων του κόσμου. Εμείς δεν αποδεχόμαστε την ιεραρχία γιατί στο πέρασμα του χρόνου δεν εσωτερικεύσαμε αυτούς τους κανόνες.

Όταν λέμε, λοιπόν, ότι μας λείπει η "κοινή λογική", εννοούμε ότι το έλλειμμά μας βρίσκεται στον όρο «κοινή», γιατί ατομική λογική διαθέτουμε. Παράδειγμα: Η απαξίωση του δημοσίου σχολείου, το οποίο δεν αποδεχόμαστε, σε σύγκριση με το φροντιστήριο.

Τι μπορεί να γίνει; Θα δατυπώσω τρεις νύξεις:
α) Διαφάνεια: Όσο είμαστε ένα «εθνικό χωριό», επιτρέπεται η δημιουργία "αλληλεγγύης"
β) Ανταποδοτικότητα υπηρεσιών
γ) Μικρές ομάδες

Οι "καλοί πολιτικοί" μπήκαν στο περιθώριο γιατί μιλούσαν με όρους γενικού και μακροπρόθεσμου συμφέροντος, εν αντιθέσει με την πολιτική οικονομία της χώρας, η οποία έχει αυτή τη δομή γιατί (όσο και αν φαίνεται παράδοξο) έχουμε παίξει καλά το γεωπολιτικό παιχνίδι, με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται να διευρύνουμε τον ορίζοντά μας, με αποτέλεσμα να μη χρειαζόμαστε καλύτερους πολιτικούς.

Υπάρχει όμως και η "άλλη κοινωνία" που θα δώσει τη διέξοδο: Είμαι αισιόδοξος για την ελληνική κοινωνία: Ακόμα και αν δεν εμφανιστεί κάποιος ηγέτης, έχουμε τις ικανότητες να τη θέσουμε μόνοι μας σε επαναλειτουργία.

Για την εισήγηση του Απόστολου Δοξιάδη πατήσε εδώ.
Για την εισήγηση του Χαρίδημου Τσούκα πατήσε εδώ.

Σημείωση: Οποιαδήποτε αστοχία στην απόδοση, παράλειψη ή λανθασμένη κατανόηση των λεγομένων των ομιλιτών οφείλεται καθαρά σε δικό μου σφάλμα. Για οποιαδήποτε επισήμανση παρακαλώ επικοινωνήστε στο alexandmich@yahoo.gr.

Ο ρόλος της λογικής στην κοινωνία (μέρος 2 - Χαρίδημος Τσούκας)

Την Τρίτη 21 Ιουνίου το Ινστιτούτο Διπλωματίας και Διεθνών Εξελίξεων διοργάνωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση με θέμα "Ο ρόλος της λογικής στην κοινωνία" με ομιλητές τον Απόστολο Δοξιάδη, τον Χαρίδημο Τσούκα και τον Αρίστο Δοξιάδη. Έχοντας κρατήσει κάποιες πρόχειρες σημειώσεις από τα λεγόμενά τους, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να δημοσιευτούν σαν μια μικρή δόση αισιοδοξίας και ορθολογισμού στον καθημερινό παραλογισμό που ζούμε. Χάριν ευκολίας, κάθε εισήγηση αποτελεί ένα αυτοτελές κείμενο, ενώ σε αυτό έχουν ενσωματωθεί και οι απαντήσεις που έδωσαν μετά τον κύκλο ερωτήσεων του ακροατηρίου.

Ο τίτλος δεν είναι αποκομμένος από τις εξελίξεις. Σήμερα κατά πολλούς βιώνουμε μια έκρηξη ανορθολογισμού και θυμικού, η οποία υποκινείται (;) από τους πολιτικούς. Οι ιδέες, όμως, δεν βρίσκονται εν κενώ: Παράδειγμα ο Καρτέσιος, ο οποίος έγραψε περί ratio τον καιρό που η Ευρώπη σπαρασσόταν από θρησκευτικούς πολέμους.

Η λογική έχει διάφορες, αλληλοκαλυπτόμενες έννοιες:
α) logic
β) reason

Ευρύτερο πλαίσιό της είναι ο ορθολογισμός.

Η λογική είναι ανεπαρκές εργαλείο για την ομαλότητα της κοινωνίας μας, για παράδειγμα οι οικογενειακοί καυγάδες. Τι είναι αυτό που εμποδίζει εντέλει τους ανθρώπους να συνεννοηθούν;

Η μη συνεννόηση δεν οφείλεται στην έλλειψη λογικής, αλλά στο ότι δεν θέλουμε να ακούσουμε τους ορισμούς του συνομιλιτή μας.

Συνεπώς: Όταν θέλουμε να ακούσουμε τον συνομιλιτή μας, δεν μιλάμε για λογική. Αντίθετα, όταν δεν τον εμπιστευόμαστε ή όταν ορίζονται διαμετερικά αντίθετα οι όροι, τότε η λογική σεν αρκεί.

Πώς αυξάνεται η διάθεση για συνεννόηση; Μόνο διά της μετοχής στον κοινό λόγο μιας κοινότητας. Δηλαδή, ένα ευρύτερο πλαίσιο που συμπερικλείει τα άτομα δεν είναι λογικό επίτευγμα, αλλά κοινωνικό.

Στην σημερινή κατάσταση: Οι «Αγανακτισμένοι» εν πολλοίς έχουν άδικο, αλλά κακώς απαξιώνονται.

Κυρίως στις συγκεντρώσεις τους εκφράζεται ένα αίσθημα θυμού, το οποίο οδηγεί σε αφορισμούς, ο οποίοι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν εμπειρικά. Μέσα από τις καταγγελίες τους, όμως, καταδεικνύεται ένα πρόβλημα του πολιτικού συστήματος, η κλεπτοκρατία. Αιχμή (κρυφή) του αιτήματός τους, η κάθαρση.

Γιατί, όμως, δεν εκφράζουμε τη δυσαρέσκειά μας νηφάλια; Ο Καστοριάδης έλεγε «Τα πάθη θεσμίζουν τις πόλεις»: Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι «πόλις» και «πάθος» είναι έννοιες αντίροπες. Στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη, του Χιούμ και του Άνταμ Σμιθ διατυπώνεται ότι «Η κοινωνία μας δε μπορεί να ζήσει χωρίς πάθος». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εν αρχή ην το πάθος, ο λόγος έπεται, δεν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας για εκτόνωση, όπως πολλοί άστοχα πιστεύουν, αλλά ως προλογική βάση. Έτσι γεννήθηκαν και οι έννοιες του φιλελευθερισμού και της ισότητας.

Ο Βίτγκενστάιν διακρίνει τα προβλήματα σε δύο κατηγορίες:
α) Problems of intellect: αυτά που επιλύονται με τη λογική, όταν υφίστανται κοινοί ορισμοί
β) Problems of will: αυτά που αποπροσανατολίζουν από το αρχικό ζητούμενο, τα οποία χρειάζονται υποδειγματικές συμπεριφορές, ένα από τα πράγματα δηλαδή που μας λείπει σήμερα: Ο Νέλσον Μαντέλα στρέφεται εναντίον της πλειοψηφίας των μαύρων που ζητούσε την διάλυση της ομάδας ράγκμπι – σύμβολο του Απαρχάιντ λέγοντας «Με εκλέξατε ηγέτη σας, αφήστε με να ηγηθώ».

Η ελληνική κρίση είναι ταυτόχρονα problem of intellect και problem of will: Οι collective skills του συστήματός μας είναι αυτές που τελικά μας καταστρέφουν.

Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μετασχηματιστική ηγεσία: Η Βουλή με τον αποστειρωμένο της λόγο και η Πλατεία με τον καρναβαλικό είναι δύο εντελώς διαφορετικά σύμπαντα. Έχουμε έλλειμμα ηγεσίας, χρειάζόμαστε ηγεσία η οποία θα μετασχηματίσει δημιουργικά τον θυμό. Είναι μάταιος ο διάλογος όταν δεν τέμνονται οι ορισμοί. Χρειάζεται από τους πολιτικούς μας λόγος που σαρκώνεται, να αυτοπεριορίζεται, ώστε να μπορεί να εμπνεύσει και να συγκινήσει. Η Δημοκρατία είναι αυτοαναφορικό πολίτευμα, και, ως εκ τούτου, περίπλοκο.

Η κοινωνία αποστρέφεται τους λογικούς πολιτικούς γιατί κυριαρχεί το πολιτιστικό υπόστρωμα του λαού. Δεν χρειάζεται πατερναλισμός, αλλά ηγεσία, πρέπει δηλαδή οι πολίτες να καταλαβαίνουν τους πολιτικούς τους. Οι κοινωνίες δεν αλλάζουν από διανοούμενους, παρά μόνο εμπνέονται από ηγέτες.

Σήμερα δεν διαθέτουμε interprenorial ethos, αλλά ευτυχως υφίσταται μια ελπιδοφόρα ελληνική κοινωνία των πολιτών.

Για την εισήγηση του Απόστολου Δοξιάδη πατήσε εδώ.
Για την εισήγηση του Αρίστου Δοξιάδη πατήσε εδώ.

Σημείωση: Οποιαδήποτε αστοχία στην απόδοση, παράλειψη ή λανθασμένη κατανόηση των λεγομένων των ομιλιτών οφείλεται καθαρά σε δικό μου σφάλμα. Για οποιαδήποτε επισήμανση παρακαλώ επικοινωνήστε στο alexandmich@yahoo.gr.

Ο ρόλος της λογικής στην κοινωνία (μέρος 1 - Απόστολος Δοξιάδης)

Την Τρίτη 21 Ιουνίου το Ινστιτούτο Διπλωματίας και Διεθνών Εξελίξεων διοργάνωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση με θέμα "Ο ρόλος της λογικής στην κοινωνία" με ομιλητές τον Απόστολο Δοξιάδη, τον Χαρίδημο Τσούκα και τον Αρίστο Δοξιάδη. Έχοντας κρατήσει κάποιες πρόχειρες σημειώσεις από τα λεγόμενά τους, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να δημοσιευτούν σαν μια μικρή δόση αισιοδοξίας και ορθολογισμού στον καθημερινό παραλογισμό που ζούμε. Χάριν ευκολίας, κάθε εισήγηση αποτελεί ένα αυτοτελές κείμενο, ενώ σε αυτό έχουν ενσωματωθεί και οι απαντήσεις που έδωσαν μετά τον κύκλο ερωτήσεων του ακροατηρίου.

Ο τίτλος της σημερινής εκδήλωσης είναι παρόμοιος με αυτόν της ομιλίας του Bertrand Russell στις 4/9/1939 σε ένα αμερικανικό Πανεπιστήμιο μία ημέρα μετά την είσοδο της Μεγάλης Βρετανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ξεκινώντας την ομιλία του, ο Russell είπε ότι, αν επικεντρωθεί στο θέμα της εκδήλωσης, θα κάνει μια από τις πιο σύντομες ομιλίες της Ιστορίας.

Η λογική ελάχιστα επηρεάζει τις ανθρώπινες σχέσεις.

Θα επικεντρωθώ σε δύο σημεία:
1) Ορισμός της λογικής στην ανθρώπινη κοινωνία:Βασική προϋπόθεση της λογικής είναι να ορίζουμε σαφώς αυτό για το οποίο μιλάμε.

Πρώτη φορά αυτό συναντάται στους "Διαλόγους" του Πλάτωνα.

Το 300 π.Χ. κάθε βιβλίο των "Σημείων" του Ευκλείδη ξεκινά με ορισμούς. Πρώτος ορισμός είναι αυτός του Σημείου.

Όταν σε μια συζήτηση υπάρχει διαφωνία, η λύση που ακολουθούμε είναι να καταφεύγουμε αρχικά σε αξιώματα και, εν συνεχεία, σε ορισμούς. Το θέμα των ορισμών δεν είναι απλό. Για την ακρίβεια, πάνω σε αυτό το θέμα έχει οικοδομηθεί όλη η ιστορία της Δυτικής Σκέψης.

Αν πάτε στη Βουλή, κάθε πανό περιέχει φορτισμένες λέξεις που αμφισβητούν ορισμούς. Αντίστοιχο παράδειγμα με το σημερινό είναι η περίοδος του Εμφυλίου, όπου δύο βασικότατοι όροι της εποχής, η "Αντίσταση" και ο "Δοσιλογισμός" είναι βαθύτατα προβληματικοί. Ένα ορθό κριτήριο για την κατάταξη μιας πράξης είναι στο κατά πόσο συμβάλλει στην αποχώρηση των κατακτητών ή/και την βελτίωση των συσχετισμών της κάθε ομάδας μετά τη φυγή των δυνάμεων του Άξονα.

2) Η μεγαλύτερη επανάσταση στην αρχαία σκέψη ήταν κατά πάσα πιθανότητα η εις άτοπον απαγωγή: Αντί να αναζητείται η απόδειξη ότι κάτι είναι αληθές, αναζητείται απόδειξη ότι το αντίθετό του είναι αναληθές, βασιζόμενο στην παραδοχή ότι είναι δυνατόν να ισχύει ή το ένα, ή το άλλο, ποτέ και τα δύο ταυτόχρονα ή κανένα από τα δύο.

Προσαρμόζοντάς το στα σημερινά δεδομένα, για να αντιμετωπίσω θετικά ή αρνητικά μια πρόταση ρωτώ αν αυτή βοηθά στο να παραμείνουμε στην Ε.Ε.. ή όχι. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, την απορρίπτω ως άτοπη.

Η διλημματική λογική οφείλεται στην κρίση, είναι μια πραγματικότητα, ένα τίμημα το οποίο πληρώνουμε για το ότι δεν προσπαθήσαμε να προστατευτούμε από την κρίση που ερχόταν.

Η κρίση είναι η μόνη ευκαιρία να ανελιχθούν πολιτικοί οι οποίοι, σε άλλες συνθήκες, δεν θα ήταν ιδιαίτερα εύκολο να ξεπεράσουν τα εμπόδια των μηχανισμών των κομμάτων.

Οι πολιτικοί δεν πείθουν με τη λογική, γι’ αυτό οι "λογικοί πολιτικοί" αποτυγχάνουν – παραδείγματος χάριν ο Στέφανος Μάνος, για τους λόγους που έγραψε πριν από λίγο καιρό ο Χρήστος Γιανναράς σε ένα από τα λίγα κείμενά του με τα οποία συμφωνώ. Στους ορθολογιστές πολιτικούς συνήθως δεν ταιριάζει το "No. 1" της ιεραρχίας ενός κόμματος, αλλά το πιθανότερο είναι να αποτελούν εξαιρετικές επιλογές για το "Νο. 2".

Δεν είμαι υπέρ της πατερναλιστικής αντίληψης της ηγεσίας. Ηγεσία και οικογένεια δεν μπορούν να παραλληλιστούν, καθώς δεν μπορείς εντέλει να πείσεις το παιδί σου να πάει στον οδοντίατρο, παρά μόνο αν του δημιουργήσεις ακραίες φοβίες. Με τον διάλογο μπορείς να του «χρυσώσεις το χάπι», αλλά όχι να το πείσεις. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι δεν έχει εξηγηθεί επακριβώς στον κόσμο ο κίνδυνος που διατρέχουμε.

Η παραδοχή ότι "Αν μπορούσαμε να είμαστε καλύτεροι, θα ήμασταν" μού φαίνεται μοιρολατρική. Η παρουσία μας εδώ αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο, η κατάσταση που βρισκόμαστε δεν είναι στατική διαπίστωση, αλλά δυναμική. Σε περίοδο ομαλότητας θα μπορούσαμε να προοδεύσουμε κάνοντας ο καθένας τη δουλειά του, σήμερα χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω.

Για την εισήγηση του Χαρίδημου Τσούκα πατήσε εδώ.
Για την εισήγηση του Αρίστου Δοξιάδη πατήσε εδώ.

Σημείωση: Οποιαδήποτε αστοχία στην απόδοση, παράλειψη ή λανθασμένη κατανόηση των λεγομένων των ομιλιτών οφείλεται καθαρά σε δικό μου σφάλμα. Για οποιαδήποτε επισήμανση παρακαλώ επικοινωνήστε στο alexandmich@yahoo.gr.

Monday, 20 June 2011

Ο ψεύτης βοσκός, ο λύκος και τα πρόβατα

Ο εν λόγω μύθος του Αισώπου είναι γνωστός: Ένας βοσκός, προκειμένου να διασκεδάσει, αναστάτωνε κάθε λίγο το χωριό του φωνάζοντας "λύκος, λύκος". Το αστείο έγινε μία, έγινε δύο, μέχρι που οι χωριανοί έπαψαν να δίνουν σημασία, με καταστροφικές συνέπειες για τον βοσκό, όταν μια μέρα ήρθε όντως ο λύκος. Δεν γνωρίζω αν τα παραπάνω εντάσσονται στην εκπαίδευση που έλαβε ο Γιώργος Παπανδρέου κατά τα παιδικά του χρόνια, αλλά σίγουρα, αν ακούσει αυτή την ιστορία, θα βρει πολλά κοινά με την πορεία του.

Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξα διαβάζοντας ένα κείμενο του Τηλέμαχου Χορμοβίτη που εξηγούσε "Γιατί ο Γιώργος Παπανδρέου έχει κερδίσει τη μάχη των ιδεών" και προσπαθώντας να εξηγήσω γιατί, ενώ συμφωνώ με τη διαπίστωση του κειμένου, η δημοτικότητα του Πρωθυπουργού έχει καταβαραθρωθεί, ιδίως μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Ίσως λίγο ανεστραμμένος, ο μύθος του ψεύτη βοσκού ταιριάζει απόλυτα στην πολιτική που επέλεξε να χαράξει τα τελευταία χρόνια ο αρχηγός του Πα.Σο.Κ.. Ας δούμε, λοιπόν, αναλυτικά τους ρόλους του "δράματος".

Φυσικά, ο ψεύτης βοσκός είναι ο ίδιος ο Γιώργος Παπανδρέου, αλλά με διαφορετική πρακτική από τον "μυθικό": Αν και ήταν προφανές ότι η χώρα ήδη από το 2004 ήταν στα οικονομικά της όρια και χρειαζόταν άμεσα γενναίες μεταρρυθμίσεις, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επέλεξε το δρόμο της άρνησης αρχικά (Άρθρο 16 και, γενικά, Συνταγματική Αναθεώρηση), στη συνέχεια αυτόν του λαϊκισμού (συμμετοχή σε πορείες κατά των μεταρρυθμίσεων - φωτογραφία άρθρου) και, εντέλει, αυτόν της ανερυθρίαστης δημαγωγίας και αμετροέπειας ("Λεφτά υπάρχουν"). Φυσικά, η ανεύθυνη στάση του Γιώργου Παπανδρέου δεν ήταν ο καθοριστικότερος παράγοντας της αποτυχίας των κυβερνήσεων Καραμανλή, αλλά αφενός συνέβαλε σε αυτήν και αφετέρου υποθήκευσε την πολιτική που όφειλε να ακολουθήσει όταν το κόμμα του θα γινόταν κυβέρνηση.

Όταν, λοιπόν, η χώρα ήταν ένα βήμα πριν την εκδήλωση της κρίσης, ο Γιώργος Παπανδρέου σχεδόν έλεγε ότι όλα (μπορούν να) πάνε καλά και ότι η ύφεση οφείλεται αποκλειστικά στην κακοδιαχείριση της "Δεξιάς παρένθεσης". Όταν, όμως, η παρένθεση έκλεισε, ο νέος Πρωθυπουργός χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα που, έστω και στο τέλος, υπεδείκνυε (πρωτοφανές για τα πολιτικά δεδομένα) η απερχόμενη κυβέρνηση. Και πάλι, του πήρε μισό χρόνο αοριστολογίας, παρελθοντολαγνείας και χειρισμών πρωτοετών στελεχών μικρομεσαίας φοιτητικής παράταξης για να καταλάβει ότι το όνειρό του να σταθεί δίπλα στον παππού και τον πατέρα του θα έμενε απραγματοποίητο, αφενός γιατί του έλειπε το ταλέντο τους στη δημαγωγία και τον πολιτικαντισμό και αφετέρου γιατί δεν είχε τους οικονομικούς πόρους που είχαν τότε αυτοί, από το "ελληνικό θαύμα" ο μεν, από τα κονδύλια της "επάρατης" (πριν μπούμε) Ευρωπαϊκής Ένωσης ο δε.

Οι λύκοι της ιστορίας μας είναι το χρέος, το έλλειμμα, ο κομμουνιστικού μεγέθους δημόσιος τομέας και η διάλυση των παραγωγικών δομών της ελληνικής οικονομίας, όσο και αν κάποιοι βλέπουν σε αυτό το ρόλο ξένα κέντρα που επιβουλεύονται τον ελληνισμό. Και εδώ εντοπίζεται το πρώτο μεγάλο εμπόδιο για να βγούμε από την κρίση: Ακόμα και τώρα, την ύστατη στιγμή για την ελληνική οικονομία, αρνούμαστε να διεισδύσουμε βαθύτερα στο πρόβλημα και επιμένουμε να πολεμάμε το σύμπτωμά του, δηλαδή τις διαρκείς υποτιμήσεις από τους οίκους αξιολόγησης, τους κερδοσκόπους των spreads και λοιπούς εγκάθετους των λιακοπουλικών συνωμοσιών.

Για το τέλος, ένας διπλός ρόλος, οι χωριανοί και τα πρόβατα, οι οποίοι δυστυχώς στον παραλληλισμό μας ταυτίζονται στο πρόσωπο του ελληνικού λαού. Επί τριάντα χρόνια η πλειονότητα (που σχεδόν πάντα μεταφραζόταν και σε εκλογική πλειοψηφία) των συμπολιτών μας θεωρούσε το δημόσιο μια ιερή αγελάδα, η οποία, σε αντάλλαγμα για τον σεβασμό που της δείχνουμε, παράγει χρήμα και κάλυψη στις ανομίες της κοινωνίας μας. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι να ψηφίζει συνήθως πολιτικές όπως αυτή που ακολούθησε ο Γιώργος Παπανδρέου το διάστημα 2004-2009 και να κλείνει τα αυτιά της ξορκίζοντας κάθε φωνή λογικής η οποία προειδοποιούσε για την κρίση που, αργά ή γρήγορα θα έρθει. Έτσι, από τελικός κριτής και φύλακας του πολιτεύματος, εξελίχθηκε σε υπηρέτη και "προστάτη" του συστήματος, τρώγοντας στην ουσία τις ίδιες της τις σάρκες. Ο συνδυασμός, λοιπόν, χωριανών και προβάτων γέννησε τους λύκους της ιστορίας μας.

Συμπερασματικά, ο Γιώργος Παπανδρέου είχε την ατυχία να γίνει πιστευτό το ψέμα του τη χειρότερη δυνατή στιγμή: Προεκλογικά έσπειρε ανέμους και, μοιραία, μετεκλογικά θερίζει δύο κυρίως θύελλες: Από τη μία οι "Αγανακτισμένοι", οι οποίοι ακόμα ζητάνε τα "λεφτά που υπάρχουν", και από την άλλη το "βαθύ Πα.Σο.Κ." του Φωτόπουλου, της Βάσως Παπανδρέου και όσων επί τριάντα χρόνια διαφέντευαν το κράτος χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Όλους αυτούς θα μπορούσε να τους αντιμετωπίσει με ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα, αν είχε δείξει περισσότερη σύνεση και συναινετική διάθεση πριν αναλάβει τα ηνία της χώρας. Δυστυχώς, πλέον είναι πολύ αργά για τον ίδιο, ας γίνει η περίπτωσή του παράδειγμα προς αποφυγή για τους (όποιους) επόμενους…

Monday, 30 May 2011

Οι «Αγανακτισμένοι», ο Μίκης και η εθνική μας αντίφαση

Με κάθε βεβαιότητα, το θέμα των ημερών δεν είναι άλλο από τους ανά την Ελλάδα "Αγανατισμένους". Αν και ο όγκος των συγκεντρώσεων είναι όντως αξιοπρόσεκτος (ειδικά αφ’ ης στιγμής δε φαίνεται να υποκινούνται από κάποιον φορέα), η διάδοσή τους μέσω social media πρωτότυπη για τα δεδομένα μας, ο χαρακτήρας τους μέχρι στιγμής εντυπωσιακά ειρηνικός και παρόλο που κάθε κάτοικος αυτής της χώρας έχει κάθε λόγο να αισθάνεται αγανακτισμένος, αρνούμαι να συμμετάσχω στις καθημερινές παραστάσεις διαμαρτυρίας για μια σειρά από λόγους.

Κατ’ αρχάς, από τις εκδηλώσεις των αγανακτισμένων απουσιάζει μια κεντρική στόχευση. Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα των συμμετεχόντων είναι ακριβώς το γεγονός ότι ο οποιοσδήποτε έχει τους δικούς του λόγους να είναι αγανακτισμένος: Ο αριστερός επειδή ξεπουλιέται (;) δημόσια περιουσία (;), ο φλιελεύθερος επειδή το κράτος παραμένει σε επίπεδα μεγέθους Βορείου Κορέας, ο ακροδεξιός επειδή δε θέλει να βλέπει ούτε έναν μετανάστη (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει όντως πρόβλημα), τα μέλη των κομματικών μηχανισμών των οποίων η δύναμη μειώνεται και, γενικά, κάθε πολίτης που βλέπει το (όποιο) βιωτικό του επίπεδο να πέφτει κατακόρυφα. Είναι, μάλιστα, αρκετοί φίλοι και γνωστοί, των οποίων τις ιδέες εκτιμώ ιδιαίτερα, που αποφάσισαν να δηλώσουν "Αγανακτισμένοι".

Στο υποθετικό σενάριο, όμως, που η Κυβέρνηση και η Τρόικα λύγιζαν μπροστά στο ποτάμι της λαϊκής αγανάκτισης και αποφάσιζαν να υλοποιήσουν τα αιτήματά του, θα δυσκολεύονταν πάρα πολύ να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν. Πρέπει να μειώσουν τους φόρους ή να αυξήσουν το κράτος; Να απολύσουν τα "κομματόσκυλα" ή να μην πειράξουν τους εργαζομένους του δημοσίου; Να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα ή να ξεχάσουν τα σχέδια για εργασιακό μεσαίωνα; Να κρατηθεί η χώρα στο ευρώ ή να κηρύξει μετά δόξης και τιμών πτώχευση επιστρέφοντας στη δραχμή; Αν, βέβαια, το αίτημα είναι να μη χαλάσει η νιρβάνα μας, τότε δε μιλάμε για ένα πρωτότυπο κίνημα, αλλά για μια από τα ίδια. Αντίστοιχα, δε νομίζω ότι κανείς εχέφρων άνθρωπος βρίσκει ελκυστική την ιδέα της αμεσοδημοκρατίας ή οποιαδήποτε επιστροφή στην πολιτική εποχή των σπηλαίων.

Επιπλέον, η προσήλωση στην ιδέα ότι αυτό το "κίνημα" είναι κάτι ευρύτερο ("Ευρωπαϊκή Επανάσταση" της 29ης Μαΐου [αλήθεια, έγινε;], σύγκριση με Αργεντινή και Βόρεια Αφρική) προκαλεί μια εντελώς στρεβλή αντίληψη ότι το πρόβλημα βρίσκεται κυρίως εκτός συνόρων και ότι "μέσα πάμε καλά". Το παραπάνω σχήμα δεν αντέχει την παραμικρή λογική βάσανο και εξυπηρετεί τον (κατά πώς φαίνεται) σκοπό των "Αγανακτισμένων" να συνεχίσουμε την επίπλαστη ευημερία των τελευταίων ετών, με ολίγη από "Εκκλησία του Δήμου" και μια ιδέα Debtocracy. Όσο εθελοτυφλούμε ότι το πρόβλημά μας θα λυθεί χωρίς δραστική μείωση του κράτους, ώστε να απελευθερωθούν οι παραγωγικές μονάδες του τόπου, τόσο η κρίση θα βαθαίνει.

Φυσικά, από το προσκλητήριο για κατάληψη στις κεντρικές πλατείες δε θα μπορούσε να λείπει και ο αστικός μύθος, χωρίς τον οποίο δε μπορούμε να ζήσουμε ως φυλή. Κάποιος, κάπου, κάποτε άκουσε Ισπανούς διαδηλωτές να φωνάζουν "Κάντε ησυχία μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες". Σε κανέναν, όμως δε φάνηκε παράδοξο ότι στην επανάσταση του Internet δεν καταγραφικε πουθενά οπτικοακουστικά, ούτε καν βρέθηκε κάπου η φράση στα Ισπανικά. Το εκπληκτικό είναι ότι ακόμα και τώρα, που η φήμη αποδομήθηκε, οι διαδηλωτές εξακολουθούν να φωνάζουν στους Ισπανούς ότι είναι ξύπνιοι – δε θα ήθελα να φανταστώ την έκπληξή των τελευταίων.

Από κοντά στην όλη ιστορία βρίσκεται και ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο (κατά γενική ομολογία) σπουδαίος μουσικοσυνθέτης και (επίσης αδιαμφισβήτητα) εμβληματική φυσιογνωμία του αγώνα για εκδημοκρατισμό της χώρας δε θα μπορούσε να λείπει από τη "γιορτή". Το επιβάλλει, εξάλλου, η μεταπολιτευτική του παρουσία, η οποία σχεδόν στο σύνολό της εξαντλήθηκε σε φαινομενικά φιλολαϊκές αλληλοσυγκρουόμενες προτάσεις και σε φανφάρες για ξένους κύκλους που επιβουλεύονται την Ελλάδα. Απλά συγκρίνετε τα παραπάνω για τους «Αγανακτισμένους» με την ιδρυτική διακήρυξη της "Σπίθας", στην αποία την ίδια στιγμή ζητάει μείωση των αμυντικών δαπανών, αλλά απαιτεί και να οχυρωθούμε σαν αστακοί, ενώ παράλληλα επικαλείται την πολυφορεμένη δήλωση του Kissinger για απείθαρχους Έλληνες, η οποία δυστυχώς δεν έγινε ποτέ...

Συνοψίζοντας, δεν έχω καμία διάθεση να συμμετάσχω σε ένα κίνημα του «όχι» καλλωπισμένο με ευχολόγια Γυμνασίου (πχ "να νιώσουμε αλληλεγγύη για τον διπλανό μας" - δυστυχώς η σελίδα της "Άμεσης Δημοκρατίας" έχει πέσει) και σερβιρισμένο με μπόλικα ψέμματα που ικανοποιούν ή διεγείρουν τη νεοελληνική αγωνιστικότητα. Οι περισσότεροι "Αγανακτισμένοι", περισσότερο από αγανακτισμένοι, είναι έκπληκτοι για την κατάρρευση του ελληνικού κράτους, κάτι για το οποίο κανείς φιλελεύθερος δεν είχε αυταπάτες ότι δεν θα συμβεί σύντομα. Η αγανάκτισή τους, λοιπόν, καλό θα ήταν να στραφεί πρωτίστως προς τον καθρέφτη τους και λιγότερο με αυτούς στους οποίους ανέθεσαν το γκρέμισμα της χώρας.

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στην πιο σημαντική και πιο ανησυχητική κατά τη γνώμη μου δήλωση των ημερών. "Νιώθω λίγο χειρότερα από ότι ένιωθα στη Χούντα", δήλωσε (πάλι) ο Μίκης Θεοδωράκης. Ίσως η γενιά μου να είναι πολύ μικρή για να κρίνει τα συναισθήματα του Θεοδωράκη, πολύ φοβάμαι, όμως, πως όποιος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο νοσταλγεί εποχές στις οποίες υπέφερε άδικα, είναι καταδικασμένος να τις ξαναζήσει, αν όχι αυτός, σίγουρα οι νεότεροι που αφρόνως συμφωνούν μαζί του...

Monday, 23 May 2011

Τα δύσκολα "ναι" και "όχι" της πατρίδας

του Κώστα Μίχου

Η ελληνική ιστορία είναι στοιχειωμένη από ένα πάθος για "όχι".

Οι πιό ηρωϊκές μορφές του Ελληνισμού, από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα, υπήρξαν μορφές που πέρασαν στην αιωνιότητα, χάρη σε ένα "όχι" που είπαν, συνήθως με τίμημα την ζωή τους σε αντάλλαγμα για την τιμή τους.

Ο Λεωνίδας κι ο Παπαφλέσσας πέρασαν στην αιωνιότητα αντιστεκόμενοι μάταια με τους 300 τους απέναντι σε στρατούς χιλιάδων και έκαναν τις Θερμοπύλες και το Μανιάκι παγκόσμια σύμβολα. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συνάντησε τον θάνατο στα τείχη της Πόλης αντί για μια αξιοπρεπή εξορία στην Δύση. Κι ο Ιωάννης Μεταξάς ένα ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου είπε το περήφανο εθνικό "όχι", που μέχρι σήμερα η Ιστορία αρνείται να του πιστώσει.

Ολόκληρη η ιστορία του Ελληνισμού είναι γεμάτη από στενά περάσματα, στα οποία λίγοι στάθηκαν απέναντι σε πολλούς. Χάρη σ' αυτά οι Έλληνες θα μπορούν πάντα να διηγούνται με περιφρόνηση ιστορίες, σαν εκείνη του Δανού βασιλιά, Χριστιανού, που όταν έμπαιναν οι Ναζί στην Δανία έστειλε να παραδώσουν το στέμμα του σε έναν μοτοσυκλετιστή του γερμανικού στρατού.

Και μέσα από πολλές έντονες και ηρωϊκές στιγμές αντίστασης, το "όχι" πέρασε στο υποσυνείδητο του διαχρονικού Ελληνισμού σαν η κορυφαία πράξη εθνικού ιδεαλισμού.

Συγχρόνως, όμως, και μέσα από δύσκολες ιστορικές συγκυρίες, στο συλλογικό μας υποσυνείδητο πέρασε με τα χρόνια και η εσφαλμένη αντίληψη, ότι η εθνική μας μοίρα εξαντλείται στην αόριστη έννοια της αντίστασης, πίσω από την οποία πολλές φορές κρύβεται η αντίληψη ότι το ελληνικό έθνος έχει περιέλθει σε βιολογική, ψυχική και ιστορική αδυναμία για κάθε θετική δράση.

Στο ηρώο του Ελληνισμού λίγες είναι οι μορφές εκείνες που είπαν "ναί", που ανταποκρίθηκαν σε μία μεγάλη θετική πρόκληση με σχέδιο και αυτοπεποίθηση και οδήγησαν το έθνος με ασφάλεια σε μία αντίπερα όχθη, συχνά ενεργώντας σε αντίθεση και με το ίδιο το λαϊκό αίσθημα της εποχής τους.

Τελευταίο ιστορικό παράδειγμα ενός τέτοιου ηγέτη υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που υπέγραφε στο Ζάππειο την σύνδεση της Ελλάδας με την τότε ΕΟΚ, την ώρα που ο ελληνικός λαός φώναζε το όχι του "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο".

Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την εποχή εκείνη, κάθε λογής εκκλήσεις αντίστασης πλανιούνται στον αέρα.

Όμως, τα σημερινά κινήματα του "όχι" δεν έχουν, δυστυχώς, τίποτε απολύτως να κάνουν με την ιστορική παράδοση αντίστασης του Ελληνισμού, την οποία με κάθε τρόπο τα περισσότερα επιμένουν να νοσφίζονται.

Κι αυτό γιατί το διαχρονικό πνεύμα αντίστασης του Ελληνισμού ήταν συνδεδεμένο με την έννοια της προετοιμασίας και της θυσίας, ενώ το σύγχρονο κίνημα του "όχι" δεν υπόσχεται ούτε δάκρυα, ούτε αίμα, ούτε θυσίες, ούτε καν ιδρώτα• υπόσχεται καλά αυτοκίνητα, δάνεια και διακοπές και μια περηφάνεια άκοπη και χαρισμένη. Τα σημερινά κινήματα του "όχι" δεν απαιτούν ούτε καν από τον εαυτό τους κάποια προετομασία ή ετοιμότητα, ούτε από τους οπαδούς τους κάποια θυσία ή έστω προσφορά. Βάζουν στα στόματα μορφών που θυσίασαν την ζωή τους λόγια εκείνων που δεν είναι έτοιμοι να θυσιάσουν ούτε καν την βολή τους για το κοινό καλό. Περιφέρουν την περηφάνεια που κατέκτησαν άλλοι με το αίμα τους για να χαρίσουν περηφάνεια σε εκείνους που δεν ξέρουν άλλη περηφάνεια από αυτήν της οικονομικής ή πολιτικής εξουσίας, μικρής και μεγάλης. Απαιτούν ή αρνούνται τζάμπα στο όνομα αυτών που κατέκτησαν ή απαρνήθηκαν ακριβά.

Μα το χειρότερο είναι ότι καλούν τους Έλληνες να πούν "όχι", έχοντας πριν αντιστρέψει τα ερωτήματα, χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι.

Σήμερα οι Έλληνες βρισκόμαστε σε μία εποχή τόσο κρίσιμη, που κάποτε όλοι θα κριθούμε για εκείνα που είπαμε και κάναμε, αλλά και εκείνα που δεν είπαμε και δεν κάναμε, σταθμίζοντας ανάμεσα στα ναι και τα όχι της εποχής μας.

Κι έτσι, πριν πεί ο καθένας το δικό του "όχι", καλό είναι να βεβαιωθεί πρώτα ότι έχει καταλάβει την ερώτηση και έχει εννοήσει αν με το "όχι" του αντιστέκεται ή ενδίδει.

Thursday, 12 May 2011

Πρόεδρος της Οχλοκρατίας

Στην αρχή, νόμιζα πως ήταν φάρσα. Μετά, προσπάθησα να πιστέψω ότι δε διάβασα καλά. Όση επιμέλεια και να επέδειξα, όμως, το δημοσίευμα που βρισκόταν στην οθόνη μου παρέμενε απαράλλακτο, δίχως υποψία χιούμορ. Κατέφυγα στο επίσημο site της Προεδρίας της Δημοκρατίας, προσμένοντας μια διάψευση. Δυστυχώς, η μόνη διάψευση ήταν των προσδοκιών μου. Στο ημερολόγιο δραστηριοτήτων του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας βρισκόταν, με σημερινή ημερομηνία η εξής καταχώρηση: "Συνάντηση με τον Πρόεδρο και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Γενικής Ομοσπονδίας Προσωπικού ΔΕΗ - Κλάδου Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΓΕΝ.Ο.Π/ Δ.Ε.Η - Κ.Η.Ε.)"…

Η "συμπάθειά" μου προς τον τρόπο που ασκεί τα καθήκοντά του ο Κάρολος Παπούλιας έχει εκφραστεί πολλές φορές, τόσο σε καθημερινές συζητήσεις, όσο και σε διάφορα social media. Ίσως πλέον να είμαι αρνητικά προκατειλημμένος όταν ετοιμάζομαι να διαβάσω κάτι σχετικά με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όμως η σημερινή είδηση νομίζω πως ξεπερνά κάθε όριο.

Ο Πρώτος Πολίτης της χώρας, το σύμβολο της Εθνικής Ενότητας, ο Αρχηγός του Κράτους, δέχτηκε με κάθε επισημότητα τη διοίκηση του πιο προκλητικού σωματείου, το οποίο εκβιάζει ανερυθρίαστα ότι θα βυθίσει την Ελλάδα στο σκοτάδι αν τολμήσει κανείς να αγγίξει τα εξωφρενικά του προνόμια και το οποίο, μην ξεχνάμε, βρίσκεται στο στόχαστρο της δικαιοσύνης, μετά το πόρισμα – κόλαφο του Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρου Ρακιντζή.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Από την πρώτη στιγμή της Προεδρίας του, ο Κάρολος Παπούλιας διακρίνεται μόνο για τις δηλώσεις που κάνει ύστερα από κάθε σημαντικό ή ασήμαντο γεγονός, δηλώσεις που ανταγωνίζονται σε βάθος νοήματος μόνο εκθέσεις μαθητή Δημοτικού: Γενικότητες, αοριστίες, ευχολόγια και πάλι από την αρχή, διανθισμένα με ένα διαρκές «χάιδεμα» αυτιών και με μια επίκληση στον περιούσιο του Θεού λαό των Ελλήνων.

Μια μικρή αναδρομή στις πιο πρόσφατες θα μας πείσει: Στην 37η επέτειο του Πολυτεχνείου υμνεί τη γενιά που τα τελευταία 30 χρόνια υποθήκευσε το μέλλον της χώρας, ενώ στο μήνυμά του για την 25η Μαρτίου τα βάζει με τον καταναλωτισμό (!!!) και εξυψώνει τις "αστείρευτες δυνάμεις" του Ελληνισμού, κόντρα σε όλο το διεθνές στερέωμα.. Ακόμα και σε γεγονότα που κανείς νοήμων άνθρωπος δεν τίθεται απέναντι, όπως η δολοφονία των δύο Αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ, η δήλωση του Προέδρου είναι πιο στρογγυλεμένη και από κύκλο…

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η διακοσμητική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας από το 1985 και μετά δεν επιτρέπει κάτι περισσότερο. Όντως, ο θεσμικός ρόλος του είναι από περιορισμένος έως ανύπαρκτος, αλλά δεν αναφέρεται κάπου ότι πρέπει οι δηλώσεις του να είναι άχρωμες, άοσμες και άγευστες.

Επιπλέον, μπορεί να κάποιος να ζητούσε πολλά για την Ελληνική πραγματικότητα, δε νομίζω πως ήταν υπερβολικός αν περίμενε από τον κ. Παπούλια να μην αποδεχτεί τη δεύτερη θητεία που του προσφέρθηκε όταν το πρόσωπό του έγινε αντικείμενο εκβιασμού από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση και, εντέλει προκάλεσε τις εκλογές του 2009. Είναι, δε, θλιβερό ότι δέχτηκε στο Προεδρικό Μέγαρο μια συντεχνία τραμπούκων που είναι περήφανοι για την αθλιότητά τους (το βίντεο προέρχεται από το κανάλι της ΓΕΝΟΠ στο youtube). Συνεπώς, δεν είναι μόνο τα όσα λέει ο Κάρολος Παπούλιας, αλλά και το τι κάνει – έστω και συμβολικά…

Όλα αυτά θα ήταν σαφώς λιγότερο σοβαρά, αν κάποιος δεν κοίταζε τον κρατικό προϋπολογισμό και διαπίστωνε ότι το ρεσιτάλ κενολογίας και προστασίας του mainstream λαϊκισμού του 1980 μας κόστιζε περί τα 5 εκατομμύρια Ευρώ (σελ. 23). Για να είμαστε, βέβαια απόλυτα δίκαιοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο ίδιος ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε να μην εξαιρεθεί των γενικότερων περικοπών, το κόστος, όμως, εξακολουθεί να υπερβαίνει συντριπτικά την αξία του "προϊόντος".

Το κακόγουστο αστείο με τους Προέδρους που είναι κατ’ επάγγελμα αρεστοί στον λαό (γενικά και αόριστα, πάντα), το οποίο ξεκίνησε το 1995, πρέπει επιτέλους να σταματήσει. Στο όνομα της (κατ’ ευφημισμόν) συναίνεσης και υπό τον φόβο της διάλυσης της Βουλής και των πρόωρων εκλογών έχει εγκαταληφθεί κάθε θετική προϋπόθεση για να εκλέγει κάποιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας (λεπτομερής ανάλυση εδώ) και αυτό μόνο ως στρέβλωση του Πολιτεύματός μας μπορεί να νοηθεί. Το πολιτειακό ζήτημα της χώρας είναι ακανθώδες και ογκωδέστατο για να αναλυθεί σε ένα άρθρο, σίγουρα, όμως, όταν καταφέρνει να αποδομήσει μαεστρικά το θεσμό μέχρι και ο Νίκος Αλέφαντος (από τη μέση του βίντεο και μετά), τότε σίγουρα κάτι πρέπει να αλλάξει…

Υ.Γ.: Και μόνο το γεγονός ότι τα προσδοκώμενα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού καταλαμβάνουν 19 σελίδες έναντι 67 των βέβαιων εξόδων νομίζω ότι λέει πολλά για την αξιοπιστία άλλου ενός προϋπολογισμού…